Τό σημερινό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα ἀναφέρεται στήν θεραπεία τοῦ σεληνιαζομένου νέου πού ἔγινε ἀπό τόν Χριστό. Στόν λόγο τοῦ πατέρα τοῦ νέου αὐτοῦ ὅτι δέν μπόρεσαν νά τόν θεραπεύσουν οἱ Μαθητές Του, ὁ Χριστός ἀπάντησε: «ὦ γενεά ἄπιστος καί διεστραμμένη!» (Ματθ. ιζ΄, 17). Μέ τόν λόγο αὐτό ὁ Χριστός συνδέει τήν ἀπιστία μέ τήν διαστροφή καί κατ’ ἐπέκταση τήν πίστη μέ τήν ὀρθότητα τοῦ ἤθους καί τῆς ζωῆς.
Πράγματι, συνδέεται πολύ στενά ἡ πίστη μέ τήν ὅλη ζωή τοῦ ἀνθρώπου. Ὅταν κανείς πιστεύη στόν Θεό, προσαρμόζεται σέ αὐτήν τήν κατάσταση καί τό ἦθος του καί ἡ ἐν γένει κοινωνική του συμπεριφορά εἶναι σέ ὀρθή κατεύθυνση. Δέν εἶναι δυνατόν νά πιστεύη κανείς στόν Θεό, νά δέχεται τήν διδασκαλία Του, νά Τόν θεωρῆ δημιουργό του, πού τόν ἀγαπᾶ, νά πιστεύη ὅτι ὁ Χριστός ἔγινε ἄνθρωπος γιά νά τόν σώση, νά διαβάζη τήν Ἁγία Γραφή καί νά μή διαποτίζεται ἡ ζωή του ἀπό τόν εὐαγγελικό λόγο. Δέν εἶναι δυνατόν νά αἰσθάνεται κανείς τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί, ὅμως, αὐτός νά μήν ἀνταποκρίνεται σέ αὐτήν τήν ἀγάπη καί νά μήν ἀγαπᾶ τόν Θεό καί τούς ἀνθρώπους. Πάντοτε, αὐτό πού κυριαρχεῖ στόν διανοητικό καί καρδιακό χῶρο τοῦ ἀνθρώπου ἐκφράζεται καί ἐξωτερικά. Ἄν, ὅμως, ὁ ἄνθρωπος λέγη ὅτι πιστεύει στόν Θεό, ἀλλά αὐτό δέν ἐπηρεάζει τήν διαγωγή του καί τήν ἐξωτερική συμπεριφορά του, αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ πίστη του εἶναι ἀναιμική, εἶναι ἀνίσχυρη.
Στήν Δογματική τῆς Ἐκκλησίας γίνεται λόγος γιά τήν σχέση μεταξύ τοῦ δόγματος καί τῆς ἠθικῆς ἤ καλύτερα μεταξύ τῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἐκφράσθηκε στίς Οἰκουμενικές Συνόδους ἀπό τούς Πατέρες, καί τοῦ ἤθους, τῆς ἀσκητικῆς. Τό δόγμα εἶναι ἡ θεωρία, καί ἡ ἀσκητική εἶναι ἡ πράξη. Οὔτε ἡ θεωρία χωρίς τήν πράξη μπορεῖ νά εἶναι ἀποτελεσματική οὔτε καί ἡ πράξη χωρίς τήν θεωρία μπορεῖ νά σώση τόν ἄνθρωπο. Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής διδάσκει ὅτι ἡ πίστη χωρίς τά ἔργα εἶναι φαντασία καί τά ἔργα χωρίς τήν πίστη εἶναι εἰδωλολατρεία. Αὐτό λέγεται καί ἀπό τόν Ἀδελφόθεο Ἰάκωβο, ὅταν διδάσκη ὅτι «ἡ πίστις χωρίς τῶν ἔργων νεκρά ἐστιν» (Ἰάκ. β΄, 20).
Ἐάν αὐτό συμβαίνη μεταξύ πίστεως καί ἔργων, ὁπωσδήποτε συμβαίνει καί μεταξύ ἀπιστίας καί διαστροφῆς. Ὅποιος δέν πιστεύει στόν Θεό καί δέν ἔχει μιά ἀναφορά στόν Θεό, καί, ἑπομένως, στηρίζεται στόν ἑαυτό του καί στά πάθη του, εἶναι ἑπόμενο νά ἔχη διεστραμμένο ἦθος. Ὅταν τό διανοητικό μέρος τῆς ψυχῆς του δέν λειτουργῆ σωστά, τότε καί τό παθητικό μέρος τῆς ψυχῆς, ἤτοι τό ἐπιθυμητικό καί τό θυμικό ἐπηρεάζονται ἀπό τά πάθη καί γι’ αὐτό γίνονται μεγάλα ἐγκλήματα. Ἡ ἀπιστία συνδέεται μέ τήν διαστροφή τοῦ ἤθους. Βέβαια, μπορεῖ νά ὑπάρχουν μερικοί ἀνθρωπιστές, πού εἶναι ἄθεοι, ἀλλά ἔχουν μερικές βασικές ἀρχές στήν ζωή τους, ὅμως καί σέ αὐτήν τήν περίπτωση ἡ συμπεριφορά τους δέν διακρίνεται ἀπό τήν λεπτότητα πού καθορίζει ἡ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ. Ἄλλωστε, εἶναι γνωστόν ὅτι ἕνα ρεῦμα τῆς δυτικῆς φιλοσοφίας τῶν τελευταίων αἰώνων ἔχει φθάσει στό σημεῖο νά πῆ ὅτι «ὁ Θεός ἀπέθανε» καί, ἑπομένως, «ὅλα ἐπιτρέπονται», ἤτοι δέν ὑπάρχει διάκριση μεταξύ ἠθικοῦ, καλοῦ καί κακοῦ.
Βέβαια, ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ πού εἴδαμε στό σημερινό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα, «ὦ γενεά ἄπιστος καί διεστραμμένη!», δέν ἀναφερόταν στήν ἀπιστίαἀθεΐα, ἀλλά στήν ἔλλειψη τῆς πίστεως ἐκ θεωρίας, ἡ ὁποία πίστη εἶναι ἀνώτερη ἀπό τήν πίστη ἐξ ἀκοῆς. Ἑπομένως, ἄλλο εἶναι ἡ πίστη ἀπό αὐτά πού ἀκοῦμε γιά τόν Θεό καί ἄλλο εἶναι ἡ πίστη ἀπό τήν ὅραση τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι, ὅταν φθάση κανείς στήν θεωρία τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, τότε θεοῦται, μεταμορφώνονται ὅλες οἱ δυνάμεις τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος, ὁπότε ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά ἐπηρεασθῆ ἀπό τίς δαιμονικές ἐνέργειες. Αὐτός ὁ ἄνθρωπος λέγεται θεούμενος.
Πάντως, ὁ λόγος αὐτός τοῦ Χριστοῦ ἰσχύει καί γιά τούς ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς μας, γιά ὅλους μας. Κάνουμε λόγο γιά κρίση στήν ἐποχή μας καί τήν περιορίζουμε στά οἰκονομικά, στά πολιτιστικά, στά κοινωνικά καί στά οἰκογενειακά θέματα. Ὅμως, ἡ κρίση εἶναι πνευματική καί θεολογική. Οἱ ἄνθρωποι τῆς ἐποχῆς μας ἔχουν ἀπομακρυνθῆ ἀπό τόν Θεό καί τήν διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, δέν προσεύχονται, δέν ἐκκλησιάζονται, δέν διαβάζουν τήν Ἁγία Γραφή, τά πατερικά βιβλία καί τούς βίους τῶν ἁγίων, ὁπότε ἔχουν ἀγριέψει. Δέν στηρίζονται στόν Θεό, ἀλλά στόν ἑαυτό τους καί τά πάθη τους. Ἀκόμη, καί ὅταν θεολογοῦν, ἔξω ἀπό τήν ἐκκλησιαστική, πατερική παράδοση, τό κάνουν μέσα ἀπό τά πάθη τους καί προσφέρουν τήν «θεολογία τῶν παθῶν» τους. Ἡ κρίση προέρχεται ἀπό τήν διαστροφή τοῦ ἤθους καί αὐτή ἔχει αἰτία τήν ἀπιστία ἤ τήν ἀθεΐα καί τήν ὑποκριτική πίστη. Ἡ ἐπιστροφή τοῦ ἀνθρώπου στόν Χριστό καί τήν Ἐκκλησία Του προσφέρει πίστη καί μεταμορφώνει τό ἦθος.