
Ἡ ἀσθένεια ἀπό θεολογικῆς πλευρᾶς
Οἱ ἅγιοι καί ἡ ἀσθένεια
Ἡ ἀσθένεια εἶναι κοινός κλῆρος ὅλων τῶν ἀνθρώπων, ἀνδρῶν καί γυναικῶν, νέων καί ἡλικιωμένων, ἁμαρτωλῶν καί ἁγίων, γιατί συνδέονται μέ τούς δερματίνους χιτῶνες τῆς φθαρτότητος καί τῆς θνητότητος, τούς ὁποίους ὅλοι κληρονομοῦμε.
Δέν θά ἀναλυθῆ ἐδῶ ἡ ἀσθένεια ἀπό πλευρᾶς βιολογικῆς, ἀλλά μόνον πρέπει νά ὑπογραμμισθῆ ὅτι ἡ πρόοδος τῆς μοριακῆς βιολογίας ἔχει ἀποδείξει ὅτι μεταξύ τῶν γονιδίων ὑπάρχει μιά ὁμάδα γονιδίων πού εἶναι ὑπεύθυνα γιά τίς ἀσθένειες, καί μιά ἄλλη ὁμάδα γονιδίων, τά ὁποῖα εἶναι ὑπεύθυνα γιά τό γῆρας.
Παρακάμπτοντας αὐτό τό θέμα θά ἀναφέρω στήν συνέχεια δύο περιπτώσεις ἁγίων, πού ἀντιμετώπισαν τήν ἀσθένεια καί θά δοῦμε τί λέγουν γιά αὐτήν.
Ὁ ἕνας εἶναι ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, πού ἔπασχε ἀπό μιά ἀσθένεια καί παρακάλεσε τόν Χριστό νά τόν ἀπαλλάξη ἀπό αὐτήν καί ὁ Χριστός δέν ἱκανοποίησε τό αἴτημά του, ὅπως καταγράφεται στήν Β΄ πρός Κορινθίους Ἐπιστολή του.

Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ὁμιλεῖ γιά τίς μεγάλες ἀποκαλύψεις πού τοῦ δόθηκαν ἀπό τόν Θεό, ἀλλά καί γιά τό ὅτι, συγχρόνως, ἀπό τόν Θεό τοῦ δόθηκε «σκόλοψ τῇ σαρκί» γιά νά τόν κολαφίζη, γιά νά μή ὑπερηφανεύεται. Οἱ ἑρμηνευτές, ἀναφερόμενοι στόν σκόλοπα τῆς σαρκός, λέγουν ὅτι κατά πᾶσαν πιθανότητα πρόκειται γιά μιά ἀσθένεια, καί ὑποθέτουν, χωρίς νά γνωρίζουμε ἐπακριβῶς, ὅτι ἦταν κεφαλαλγίες ἤ ἀσθένεια τῶν ὀφθαλμῶν.
Γιά τήν ἀσθένεια αὐτή παρακάλεσε ὁ Ἀπόστολος τόν Χριστό τρεῖς φορές νά τόν ἀπαλλάξη, ἀλλά Ἐκεῖνος μέ ἕναν ἀποκαλυπτικό τρόπο τοῦ εἶπε: «ἀρκεῖ σοι ἡ χάρις μου· ἡ γάρ δύναμίς μου ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται». Καί μετά τήν διαβεβαίωση τοῦ Χριστοῦ, ὁ ἴδιος ὁ Ἀπόστολος ὁμολογεῖ: «Ἥδιστα οὖν μᾶλλον καυχήσομαι ἐν ταῖς ἀσθενείαις μου, ἵνα ἐπισκηνώσῃ ἐπ’ ἐμέ ἡ δύναμις τοῦ Χριστοῦ». Ἐδῶ μπορεῖ νά ὑπογραμμισθῆ τό «ἥδιστα», πού σημαίνει εὐχάριστα, καί δηλώνει ὅτι ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μέ εὐχαρίστηση καυχᾶται ὄχι γιά τίς ἀποκαλύψεις πού ἀξιώθηκε ἀπό τόν Θεό, ἀλλά γιά τίς ἀσθένειές του, γιατί ἔτσι θά κατοικήση μέσα του ἡ δύναμη τοῦ Χριστοῦ. Μάλιστα γράφει: «εὐδοκῶ ἐν ἀσθενείαις», δηλαδή εὐφραίνομαι στίς ἀσθένειες, γιατί «ὅταν ἀσθενῶ τότε δυνατός εἰμι» (Β΄ Κορ. ιβ΄, 7-10).
Ἐδῶ φαίνεται ὅτι ἡ ἀσθένεια ἐπιτρέπεται ἀπό τόν Θεό, ἀφ’ ἑνός μέν γιά νά κρατᾶ τόν Ἀπόστολο Παῦλο σέ μιά κατάσταση ταπεινώσεως, νά μήν ὑπερηφανεύεται, ἀφ’ ἑτέρου δέ καί γιά νά φανῆ ἡ δύναμη τοῦ Χριστοῦ, ἀπό τήν ἄποψη ὅτι τό ἔργο, πού ἐπιτελεῖται μέ τόσα θαυμαστά ἀποτελέσματα ἀπό ἕναν ἀσθενῆ ἄνθρωπο, ὀφείλεται στήν Χάρη τοῦ Θεοῦ καί ὄχι στίς ἀνθρώπινες δυνάμεις. Καί τό σημαντικό εἶναι ὅτι ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ὄχι μόνον ὑπομένει τήν ἀσθένεια, ἀλλά χαίρεται καί εὐχαριστεῖται γι’ αὐτήν, ἐπειδή τόν διαβεβαίωσε ὁ Χριστός.

Ὁ ἄλλος ἅγιος πού δοκιμάσθηκε ἀπό μεγάλες ἀσθένειες εἶναι ὁ Μέγας Βασίλειος, ὁ ὁποῖος συγχρόνως σπούδασε καί τήν ἰατρική ἐπιστήμη. Τό πόσο ταλαιπωρήθηκε ἀπό τίς ἀσθένειές του φαίνεται στίς ἐπιστολές του. Θά ἀποσπασθοῦν μερικά τμήματα ἀπό αὐτές γιά νά φανῆ τό πόσο δοκιμάσθηκε ἀπό ἀσθένειες ἀπό τίς ὁποῖες κοιμήθηκε σέ ἡλικία 49 ἐτῶν.
Κάνει λόγο γιά τό σῶμα πού πονάει «ὑπό μακρᾶς ἀσθενείας». Ἀναφέρεται σέ «νόσους ἐπαλλήλους» πού τόν ταλαιπωροῦν μαζί μέ ἄλλα προβλήματα. Ἐνημερώνει τόν παραλήπτη ὅτι δέν ἀπήντησε σέ γράμμα πού τοῦ ἔστειλε, γιατί ἀπασχολήθηκε «ὑπό τῆς ἀρρωστίας τῆς μακρᾶς καί ἐπικινδύνου». Σέ ἄλλη ἐπιστολή του, τήν ὁποία γράφει μερικές ἑβδομάδες μετά τό Πάσχα, ἐνημερώνει τόν παραλήπτη του ὅτι ἀπό τήν ἡμέρα τοῦ Πάσχα μέχρι τότε πού ἔγραψε τήν ἐπιστολή, δέν τόν ἀφήνουν νά σηκώση κεφάλι «πυρετοί καί διάρροιαι καί σπλάγχνων ἐπαναστάσεις, ὥσπερ κύμματά με ἐπιβαπτίζοντα».
Σέ ἄλλη ἐπιστολή του ἀναφέρεται σέ σωματική ἀρρώστια, πού τόν κρατοῦσε δεμένο στό κρεββάτι γιά πενήντα ἡμέρες καί δέν μποροῦσε νά γυρίση ἀπό τό ἄλλο πλευρό. Ὁ πυρετός τόν εἶχε λυώσει καί τοῦ ἔφερε μαρασμό καί τελεία ἐξασθένηση. Μετά τόν πυρετό ἐμφανίσθηκε ἡ παλαιά του πληγή, δηλαδή ἀσθένεια τοῦ ἥπατος, πού τόν ἀπέκλεισε ἀπό τήν τροφή, ἀπομάκρυνε τόν ὕπνο ἀπό τούς ὀφθαλμούς, τόν κράτησε στά ὅρια μεταξύ ζωῆς καί θανάτου, καί τοῦ ἐπέτρεπε νά ζῆ τόσο, ὅσο νά αἰσθάνεται τίς δυσχέρειες. Καίτοι χρησιμοποίησε τά θερμά λουτρά καί τήν ἐπιμέλεια τῶν ἰατρῶν, ὅλα αὐτά νικήθηκαν ἀπό τήν ἀσθένεια, τήν ὁποία, ἄν κανείς ἔχη συνηθίσει, μπορεῖ νά τήν ὑποφέρη, ἄν ὅμως αὐτή προσπέση ἀπροειδοποίητα, κανείς δέν εἶναι τόσο ἀδαμάντινος γιά νά τήν ἀντέξη.
Ἀλλοῦ κάνει λόγο γιά τήν ἐπιστροφή τῶν ἀσθενειῶν του καί λόγῳ αὐτῶν κατάκειται στήν κλίνη του, συγκρατούμενος στήν ζωή ἀπό μιά ἐλάχιστη δύναμη καί ἀναμένοντας «ἐφ’ ἑκάστης ὥρας τό ἀναγκαῖον πέρας τῆς ζωῆς».
Γενικά, ὁ Μέγας Βασίλειος εἶχε πρόβλημα μέ τό σῶμα του καί τίς ἀσθένειές του, γι’ αὐτό σέ ἄλλη ἐπιστολή γράφει ὅτι τό σῶμα του συνετρίβη ἀπό τίς περιοδεῖες του στόν Πόντο καί συνέχεται ἀπό δυσβάστακτη ἀσθένεια. Καί ἀλλοῦ γράφει ὅτι τόν ἐγκατέλειψε τελείως τό σῶμα του καί δέν μπορεῖ νά ὑποφέρη χωρίς λύπη οὔτε καί τίς μικρότερες κινήσεις. Καί μάλιστα ἐπειδή τόν διαδέχονται «ἀρρωστίαι ἐξ ἀρρωστιῶν», γι’ αὐτό ζητᾶ ἀπό τόν παραλήπτη τῆς ἐπιστολῆς νά προσευχηθῆ στόν Θεό νά τόν ἀπαλλάξη «τοῦ φορτικοῦ τούτου σώματος».
Ἀπό τά δύο αὐτά παραδείγματα φαίνεται ὅτι καί οἱ ἅγιοι ταλαιπωροῦνται ἀπό ἀσθένειες, πού εἶναι φυσικές καταστάσεις γιά τόν ἄνθρωπο μετά τήν πτώση, ἀλλά γνωρίζουν τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο μποροῦν νά τίς ἀντιμετωπίσουν.
Ἡ ἀντιμετώπιση τῶν ἀσθενειῶν
Ἡ ἀσθένεια εἶναι, μετά τήν πτώση, φυσική κατάσταση στόν ἄνθρωπο καί ὅλοι θά δεχθοῦν τίς ἀραιές ἤ συχνές ἐπισκέψεις της. Τό σημαντικό, ὅμως, εἶναι τό πῶς ὁ ἄνθρωπος ἀντιμετωπίζει τίς ἀσθένειες. Αὐτό ἔχει μεγαλύτερη σημασία. Ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖον ἀντιμετωπίζει ὁ ἄνθρωπος τήν ἀσθένεια, ἀφ’ ἑνός μέν δείχνει τήν ἐσωτερική του κατάσταση, ἀφ’ ἑτέρου δέ τόν ὁδηγεῖ στήν ψυχική πνευματική ὑγεία.
Στήν συνέχεια θά παραθέσω ὁρισμένες διδασκαλίες τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας γιά τό θέμα αὐτό.
Οἱ ἅγιοι Πατέρες δέν μᾶς ἐμποδίζουν νά προστρέχουμε στούς ἰατρούς καί νά δεχόμαστε θεραπεία μέ φάρμακα, ἀλλά καί δέν ἀπολυτοποιοῦν αὐτήν τήν ἀναζήτηση. Ἄλλωστε συμβαίνει καί στήν περίπτωση αὐτή ὅ,τι καί σέ ἄλλους τομεῖς. Γιά παράδειγμα, ἡ κοσμική ἐξουσία εἶναι ἕνα ἀναγκαῖο κακό, ἀφοῦ φέρνει μιά ἰσορροπία στήν κοινωνία καί δημιουργεῖ τίς συνθῆκες νά ζῆ καλά ὁ ἄνθρωπος, ἀλλά δέν ἱκανοποιεῖ τόν μεγάλο πόθο τοῦ ἀνθρώπου. Οἱ τροφές βοηθοῦν τόν σωματικό ὀργανισμό τοῦ ἀνθρώπου νά ἐπιζήση, ἀλλ’ ἀφ’ ἑνός μέν ἡ ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ μᾶς ζωογονεῖ διά τῶν τροφῶν καί τῶν βιταμινῶν, ἀφ’ ἑτέρου δέ, ὅταν ὁ ὀργανισμός ἐξαντλῆται καί ὁδηγῆται ὁ ἄνθρωπος πρός τόν θάνατο, δέν τόν ὠφελοῦν καθόλου οἱ τροφές.
Κατά τόν ἴδιο τρόπο ἐνεργεῖ ὁ Θεός, διά τῶν ἰατρῶν, τῶν φαρμάκων καί τῶν ἐμβολίων. Αὐτά προσφέρουν μέν βοήθεια, ἀλλά δέν ἐξαντλεῖται σέ αὐτά ἡ θεραπεία.
Ὁ ἅγιος Διάδοχος Φωτικῆς λέγει ὅτι κατά τόν καιρό τῶν ἀσθενειῶν δέν μᾶς ἐμποδίζει τίποτε νά μετακαλοῦμε τούς ἰατρούς, γιατί, ἐπειδή ἐπρόκειτο νά ἐμφανισθῆ ἡ ἰατρική τέχνη ἀπό τήν ἀνθρώπινη πείρα, γι’ αὐτό καί προϋπῆρχαν τά φάρμακα. Συνεχίζει ὅμως: «πλήν οὐκ ἐχρῆν εἰς αὐτούς τήν ἐλπίδα ἔχειν τῆς ἰάσεως, ἀλλ’ εἰς τόν ἀληθινόν ἡμῶν σωτῆρα καί ἰατρόν Ἰησοῦν Χριστόν».
Παρά τήν χρησιμοποίηση τῶν ἰατρῶν καί τῶν φαρμάκων ἡ ὅλη ἐμπιστοσύνη πρέπει νά δοθῆ στόν Θεό καί νά πιστεύουμε στήν πρόνοιά Του. Ἄλλωστε, Αὐτός κατευθύνει τήν ἱστορία καί τήν ζωή μας.
Βέβαια, ἡ ἀσθένεια εἶναι ἕνα παράσιτο στήν ζωή μας, εἶναι μιά παρά φύση κατάσταση. Ὁ Θεός δέν δημιούργησε τόν ἄνθρωπο γιά νά ἀρρωσταίνη καί νά πεθαίνη, ἀλλά τελικά ὁ Θεός ἐπιτρέπει τήν ἀσθένεια, γιατί μέ τόν τρόπο της εὐεργετεῖ τόν ἄνθρωπο.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης λέγει ὅτι ὑπάρχει ἀσθένεια «διά καθαρισμόν πταισμάτων» καί ὑπάρχει ἀσθένεια «διά τό ταπεινωθῆναι τό φρόνημα». Ὅταν ὁ πανάγαθος Δεσπότης καί Κύριος δῆ κάποιους νά εἶναι ὀκνηροί στήν ἄσκηση, τότε ταπεινώνει τήν σάρκα «δι’ ἀσθενείας, ὥσπερ δι’ ἀπονωτέρας ἀσκήσεως».
Ἐκεῖνος πού αἰσθάνεται τήν παιδαγωγία τοῦ Θεοῦ διά τῶν ἀσθενειῶν, φθάνει στό σημεῖο νά κάνη ὅ,τι ὁ ἀββᾶς Κόπρις, «ὅτι ἠσθένει καί κλινήρης ἦν, καί ηὐχαρίστει καί ἐκώλυε τό ἴδιον θέλημα».
Ὁ ἀββᾶς Δωρόθεος προτρέπει νά εὐχαριστοῦμε «ἐπί τοῖς συμβαίνουσιν ἐν τῇ ἀσθενείᾳ συμπτώμασι» σύμφωνα μέ τόν λόγο: «πάντα τά ἐπερχόμενά σοι ὡς ἀγαθά προσδέχου», ὥστε «ὁ σκοπός τῆς προνοίας εἰς εὐάρεστον αὐτῇ πληρωθῇ» σέ μᾶς.
Ἐπίσης λέγει ὅτι τό ἀκριβέστερο καί ὠφελιμότερο εἶναι ὁ ἄνθρωπος νά λέγη: «οὕτως οἶδεν ὁ Θεός ὅτι συμφέρει τῇ ψυχῇ μου».
Ὅ,τι ἐπιτρέπει ὁ Θεός εἶναι καλό. Ὁ ἄνθρωπος δέν πρέπει νά ἀθυμῆ γιά ὅσα συμβαίνουν, ἀλλά ὅλα «ἐπί τήν πρόνοιαν τοῦ Θεοῦ ἀναφέρειν καί ἀναπαύεσθαι».
Γι’ αὐτό ὁ ἀββᾶς Δωρόθεος συνιστᾶ γιά τίς ἀσθένειες: «Ἀνδρίζου τοίνυν καί κραταιοῦ ἐν Κυρίῳ καί τῇ περί σέ οἰκονομίᾳ αὐτοῦ».
Ὁ ἀββᾶς Ἰσαάκ ὁ Σύρος γράφει ὅτι ἐκεῖνος πού ἀρρωσταίνει πρέπει νά λέγη: «μακάριος ὁ ἀξιωθείς ὑπό τοῦ Θεοῦ πειρασθῆναι ἐν οἷς κληρονομοῦμεν τήν ζωήν». Καί πρέπει νά μακαρίζη τόν ἑαυτό του, γιατί «τάς ἀρρωστίας διά τήν ὑγείαν τῆς ψυχῆς ἐπάγει ὁ Θεός».
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κρονστάνδης διδάσκει: «Οἱ ἀρρώστιες στά χέρια τῆς θείας Πρόνοιας εἶναι πικρά φάρμακα, πού θεραπεύουν τά ψυχικά πάθη, τίς κακές συνήθειες καί τίς ἀδυναμίες». Καί ἄλλοτε λέγει: «Εὐχαριστῶ τόν Κύριο πού μοῦ ἔστειλε τήν ἐπώδυνη ἀσθένεια γιά τήν κάθαρσι τῆς ἁμαρτωλῆς μου ψυχῆς. Μέ ζωογονεῖ ἡ θεία Κοινωνία».
Ἡ ἐμπιστοσύνη στήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ πρέπει νά συνδεθῆ μέ τήν ἀντιμετώπιση τῆς ἀσθένειας μέ ὑπομονή καί εὐχαριστία. Ὁ ἀσθενής δέν πρέπει νά ὀργίζεται, οὔτε νά βαρυγκομᾶ.
Οἱ Πατέρες θεωροῦν ὅτι ἡ ὑπομονή στίς ἀσθένειες εἶναι μιά ἀκούσια ἄσκηση τήν ὁποία ὅμως κάνει ἑκουσίως. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ ἄσκηση διακρίνεται σέ ἑκούσια, μέ νηστεῖες, ἀγρυπνίες κλπ., καί σέ ἀκούσια, μέ τίς ἀσθένειες καί διάφορες ἄλλες συμφορές καί ἀδικίες.
Ὁ ὅσιος Ἠλίας ὁ Πρεσβύτερος διδάσκει ὅτι μαζί μέ τήν ἑκούσια κακοπάθεια πρέπει νά δεχόμαστε καί τήν ἀκούσια κακοπάθεια, πού προέρχεται ἀπό τούς δαίμονες, καί αὐτό γίνεται μέ πολλά γεγονότα, μεταξύ τῶν ὁποίων εἶναι οἱ ἀσθένειες. Ἐκεῖνος πού δέν δέχεται καί δέν ὑπομένει αὐτήν τήν ἀκούσια ἄσκηση, ὁμοιάζει μέ ἐκεῖνον πού θέλει νά τρώγη τόν ἄρτο του μόνον μέ μέλι καί ὄχι μέ ἁλάτι.
Ὁ ἀββᾶς Ἰωσήφ ὁ Θηβαῖος δίνει μεγάλη σημασία στήν ὑπομονή κατά τήν περίοδο τῶν ἀσθενειῶν. Θεωρεῖ ἔντιμο ὅταν ἀσθενῆ ὁ ἄνθρωπος «καί προστίθενται αὐτῷ πειρασμοί καί μετ’ εὐχαριστίας δέχεται αὐτούς».
Κατά τήν ἀμμᾶ Συγκλητική «ἡ μεγάλη ἄσκησις» εἶναι «τό ἐν ταῖς νόσοις ἐγκαρτερεῖν καί εὐχαριστηρίους ὕμνους ἀναπέμπειν τῷ Θεῷ». Καί κατά τόν ἅγιο Διάδοχο τόν Φωτικῆς ἡ ὑπομονή στίς ἀσθένειες ἰσοδυναμεῖ μέ μαρτύριο σέ καιρό εἰρήνης καί ἐκεῖνος πού ὑπομένει ἐκλαμβάνεται ὡς μάρτυρας. Μάλιστα ὁ ἴδιος ἅγιος γράφει ὅτι ἐκεῖνος πού δέχεται μέ εὐχαρίστηση τίς ἀνίες, πού προέρχονται ἀπό τίς ἀσθένειες, ἀποδεικνύει ὅτι δέν εἶναι μακράν «τῶν τῆς ἀπαθείας ὅρων». Ἀντίθετα, ὅταν αἰσθανόμαστε ἀπέχθεια ἀπό τίς ἀσθένειες, τότε πρέπει νά γνωρίζουμε ὅτι ἡ ψυχή ἔχει δουλωθῆ στίς ἐπιθυμίες τοῦ σώματος.
Τέλος, οἱ ὠφέλειες ἀπό τίς ἀσθένειες, ὅταν ἀντιμετωπίζωνται μέ τόν δέοντα τρόπο, εἶναι πολλές.
Ὁ ὅσιος Νικήτας ὁ Στηθάτος γράφει ὅτι γιά τούς εἰσαγωγικούς στόν βίο τῆς ἀρετῆς εἶναι «ἐπωφελῆ τά νοσήματα», ἀφοῦ συνεργοῦν «εἰς τήν τῆξιν καί τήν ταπείνωσιν τῆς ζεούσης σαρκός», διότι τά νοσήματα καθιστοῦν ἀσθενέστερη τήν δύναμη τῆς σαρκός καί ἐκλεπτύνουν «τό χοϊκόν φρόνημα τῆς ψυχῆς».
Ὁ ἅγιος Διάδοχος ὁ Φωτικῆς γιά νά δείξη τήν ὠφέλεια πού προξενοῦν οἱ ἀσθένειες, ὅταν ἀντιμετωπίζωνται καλῶς, χρησιμοποιεῖ τό παράδειγμα τοῦ κεριοῦ πού πρέπει νά θερμανθῆ καί νά μαλαχθῆ γιά νά τεθῆ ἐπάνω σέ αὐτό ἡ σφραγίδα, ὅπως ἔκαναν τότε στά βασιλικά διατάγματα. Κατά τόν ἴδιο τρόπο δέν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά δεχθῆ τήν σφραγίδα τῆς ἀρετῆς τοῦ Θεοῦ, «ἐάν μή διά πόνων καί ἀσθενειῶν δοκιμασθῇ». Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ καρδιά τοῦ ἀνθρώπου θερμαίνεται ἀπό τούς πειρασμούς καί τίς ἀσθένειες καί ἔτσι μπορεῖ ὁ Θεός νά θέση τήν σφραγίδα Του.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης βεβαιώνει ὅτι εἶδε μοναχούς πού ἦταν στό κρεββάτι ἀπό ἀσθένειες καί νά παρηγοροῦνται «ὑπό θείας ἐνεργείας ἤ ὑπό κατανύξεως» καί ἔτσι δι’ αὐτῆς τῆς θείας παρακλήσεως νά ἀποκρούουν τούς πόνους πού προέρχονταν ἀπό τήν ἀσθένεια, ὥστε νά μή θέλουν νά ἀπαλλαγοῦν ποτέ ἀπό τήν νόσο. Καί βλέποντας αὐτό δόξασε τόν Θεό, διότι Ἐκεῖνος καθάρισε «διά τῆς πηλοῦ (ἀσθενείας) τήν πηλόν (τό σῶμα)». Ὅπως ἀναφέρεται στό Γεροντικό, ὁ ἀββᾶς Ἰσαάκ, πού ἦταν γιά μεγάλο χρονικό διάστημα ἄρρωστος, εἶπε σέ μοναχό: «φύσει, ἀδελφέ, ἤθελον ποιῆσαι ἐν τῇ ἀσθενείᾳ ταύτῃ τριάκοντα ἔτη». Τό νά θέλη κανείς νά ὑποφέρη γιά πολλά χρόνια ἀπό μιά ἀσθένεια σημαίνει ὅτι βλέπει μεγάλη ψυχική-πνευματική ὠφέλεια, πού προέρχεται ἀπό αὐτήν.
Θά ἤθελα νά τελειώσω μέ δύο χωρία πού εἶναι σημαντικά.
Τό ἕνα χωρίο εἶναι λόγος τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης: «ἡ δέ τῆς ζωῆς φροντίς πάντως διά τόν τοῦ θανάτου φόβον γίνεται». Καί στήν συνέχεια ὁ ἴδιος ἐρωτᾶ: «ἡ δέ ἰατρική πόθεν τιμία τοῖς ἀνθρώποις ἐστίν;». Καί ἀπαντᾶ ὅτι οἱ ἄνθρωποι τιμοῦν τήν ἰατρική τέχνη, «ἐπειδή μάχεσθαι πῶς διά τῆς τέχνης δοκεῖ πρός τόν θάνατον». Ἡ ἰατρική εἶναι μιά τέχνη πού φαίνεται ὅτι πολεμᾶ τόν θάνατο, χωρίς νά μπορῆ νά τόν νικήση, ἁπλῶς παρατείνει τήν ζωή γιά ἕνα χρονικό διάστημα.
Τό ἄλλο χωρίο εἶναι τοῦ ἀββᾶ Ἰσαάκ τοῦ Σύρου, πού ἀναφέρεται σέ δύο μεγάλες ψυχικές ἀσθένειες πού εἶναι ἡ κακία, ὡς νόσος τῆς ψυχῆς, καί ἡ πλάνη, ὡς ἀπώλεια τῆς ἀληθείας. Καί πολλοί πού νοσοῦν ἀπό αὐτές τίς ψυχικές ἀσθένειες δέν γνωρίζουν ὅτι νοσοῦν. Καί ἀκόμη, ἐνῶ οἱ περισσότεροι ἀπό τούς ἀνθρώπους εἶναι ἄρρωστοι στήν κακία καί τήν πλάνη, ἐν τούτοις «ὑγείαν κηρύττουσι καί ὑπό πολλῶν εὐφημοῦνται».
Καί τό ἐρώτημα εἶναι καίριο: Γιά τίς ἀσθένειες τοῦ σώματος ἀνατρέχουμε στούς ἰατρούς καί λαμβάνουμε φάρμακα ἀπό τά φαρμακεῖα, ἀλλά τί γίνεται γιά τίς ψυχικές καί πνευματικές ἀσθένειες, τίς ὁποῖες ἤ δέν γνωρίζουμε, ἤ τίς κρύπτουμε ἐπιμελῶς στό βάθος τῆς ψυχῆς ἤ καί, ἄν τίς καταλαβαίνουμε, δέν ἀναζητοῦμε τούς ἰατρούς γιά νά θεραπευθοῦμε;
ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο Δερμάτινοι Χιτῶνες