Συνδέεται στενά ἡ βιολογική ζωή τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν χρόνο. Ἀκόμη, ὅλα τά ὄργανα τοῦ σωματικοῦ ὀργανισμοῦ του ἔχουν τόν δικό τους χρόνο, πού κάποτε ἀρχίζει μέ τήν σύλληψη τοῦ ἀνθρώπου, τήν διαφοροποίηση τῶν ἐμβρυικῶν κυττάρων καί τόν σχηματισμό τῶν ἱστῶν καί τῶν ὀργάνων, καί κάποτε θά πεθάνουν. Ζωή καί θάνατος συνδέονται στενά μέ τά κύτταρα, τά ὄργανα, τήν βιολογική ζωή. Καί αὐτό συμβαίνει γιατί ὑπάρχει ἔναρξη καί τέλος τοῦ χρόνου.
Ἔτσι, ἡ βιολογική ζωή συνδέεται μέ τόν χρόνο καί ἔχει ἀρχή, συνέχεια καί τέλος. Ὁ χρόνος κινεῖται συνεχῶς, τό κάθε παρόν γίνεται παρελθόν καί μέλλον, στήν πραγματικότητα δέν ὑπάρχει παρόν, ἀφοῦ κάθε στιγμή γίνεται παρελθόν καί μέλλον. Ἔτσι ζοῦμε τό παρελθόν μέ τίς ἀναμνήσεις, χωρίς νά μποροῦμε νά ἐπανέλθουμε σέ αὐτό καί ζοῦμε τό μέλλον μέ τήν συνεχῆ κίνηση καί τήν ἐλπίδα. Εἶναι ἕνα ἐκπληκτικό μυστήριο ἡ σύνδεση τῆς βιολογικῆς ζωῆς μέ τόν χρόνο, ἡ πορεία τοῦ ἀνθρώπου στόν χρόνο καί τόν χῶρο, μέ προοπτική τήν αἰωνιότητα.
Ὁ Μέγας Βασίλειος, Ἀρχιεπίσκοπος Καισαρείας τῆς Καππαδοκίας ἔζησε μόνον 49 χρόνια στήν βιολογική του ζωή, ἀλλά δίδαξε τόσα πολλά πού ἄντεξαν στόν χρόνο, ἀφοῦ ὅλες οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι καί ἡ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας στηρίχθηκε πάνω στήν διδασκαλία του, πού εἶναι σταθερή, ἀποκαλυπτική καί διαχρονική.
Σέ μιά ὁμιλία του, μεταξύ τῶν ἄλλων, ἀναφέρεται καί στό θέμα τῆς βιολογικῆς ζωῆς, σέ σχέση μέ τόν χρόνο. Κάνει λόγο γιά τήν ἀνθρώπινη ζωή ὡς ὁδό, γι’ αὐτό ἀναφέρεται καί στήν «ὑποκειμένην ὁδόν τοῦ βίου», τήν ὁποία πρέπει νά βαδίσουμε μέ ἀσφάλεια. Ζητᾶ ἀπό τούς ἀκροατές του νά μή θεωρήσουν ὅτι πλάθει καινούργια ὀνόματα, ἐπειδή ἀπεκάλεσε τήν ἀνθρώπινη ζωή ὡς ὁδό, γιατί αὐτό τό γράφει ὁ Προφήτης Δαυΐδ, ὅταν λέγη: «Μακάριοι οἱ ἄμωμοι ἐν ὁδῷ, οἱ πορευόμενοι ἐν νόμῳ Κυρίου» (Ψαλμ. 118, 1).
Ἑπομένως, ἡ ἀνθρώπινη ζωή εἶναι ὁδός, καί κάθε ἄνθρωπος καλεῖται νά βαδίση αὐτήν τήν ὁδό. Ἔτσι, ἡ παροῦσα ζωή ἁπλώνεται σέ κάθε ἄνθρωπο ὡς «συνεχής ὁδός» πού κατανέμεται σέ διαφόρους σταθμούς κατά τήν ἡλικία τους.
Ἀρχή τῆς ὁδοιπορίας αὐτῆς εἶναι οἱ μητρικές ὠδῖνες, τέρμα δέ τῆς ὁδοιπορίας εἶναι ἡ διαμονή στούς τάφους. Γράφει: «Ἀρχήν μέν ἑκάστῳ τῆς ὁδοιπορίας παρέχουσα τάς τῶν μητρῶν ὠδῖνας, τέρμα δέ ὑποδεικνῦσα τοῦ δρόμου τάς τῶν τάφων σκηνάς». Σέ αὐτό τό τέρμα ὁδηγοῦνται ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ἄλλοι γρηγορότερα καί ἄλλοι βραδύτερα, ἄλλοι ἀφοῦ πέρασαν ὅλες τίς ἡλικίες τῆς ζωῆς τους καί ἄλλοι χωρίς κἄν νά αὐλιστοῦν στά πρῶτα στάδια τοῦ βίου.
Ὁδός, λοιπόν, εἶναι ἡ παροῦσα ζωή καί εἴμαστε ὁδοιπόροι, ἀφοῦ κάποτε ἀρχίσαμε νά βαδίζουμε καί κάποτε θά περατώσουμε αὐτήν τήν βιολογική ζωή μέ τόν θάνατό μας.
Λαμβάνοντας τό παράδειγμα τῆς ὁδοιπορίας ἀπό πόλεως σέ πόλη λέγει ὅτι αὐτή ἡ ὁδός δέν μπορεῖ νά εἶναι ὑποχρεωτική, ἀφοῦ κάποιος ἔχει τήν δυνατότητα, ἐάν δέν θέλη, νά ἀποφύγη τήν ὁδό καί νά μή βαδίση. Ὅμως, τήν ὁδό τῆς βιολογικῆς ζωῆς δέν μπορεῖ νά τήν ὁρίση κανείς μόνος του. Ἐάν ἐμεῖς θέλουμε νά ἀναβάλουμε τήν πορεία, δέν μποροῦμε νά τό κάνουμε, ἀφοῦ ἡ ἴδια ἡ πορεία ἁρπάζει τούς ἀνθρώπους μέ τήν βία καί τούς ἑλκύει πρός τό τέλος, σύμφωνα μέ τήν ἐξουσία πού ἔχει λάβει ἀπό τόν Δεσπότη. Ἔτσι, αὐτός πού ἦλθε στήν ζωή καί ἄρχισε τήν πορεία τῆς ὁδοῦ, δέν μπορεῖ νά μήν φθάση στό τέλος της, πού εἶναι ὁ θάνατος καί ὁ τάφος.
Στήν συνέχεια ἐξηγεῖ τήν σχέση πού ὑπάρχει μεταξύ τῆς βιολογικῆς ζωῆς, τῆς πορείας στήν ὁδό τοῦ ἀνθρωπίνου βίου, καί τοῦ χρόνου. Λέγει ὅτι ὁ καθένας μας, ἀμέσως μόλις φύγει ἀπό «τούς μητρικούς κόλπους», δηλαδή μόλις γεννηθῆ, «εὐθύς τοῖς τοῦ χρόνου ρεύμασιν ἐνδεθείς ὑποσύρεται», δηλαδή σύρεται ἀμέσως πρός τά κάτω, ἀφοῦ προσδέθηκε μέ τήν ροή τοῦ χρόνου. Καί τότε ἀφήνοντας τήν ἡμέρα πού ἔζησε, δέν μπορεῖ, ἀκόμη καί ἄν τό θέλη, νά ἐπανέλθη στήν χθεσινή ἡμέρα.
Ὁ ἀνθρωπος βαδίζει τήν βιολογική ζωή, συρόμενος ἀπό τήν ροή τοῦ χρόνου, ἀφοῦ ἡ μιά ἡμέρα διαδέχεται τήν ἄλλη, καί δέν μπορεῖ νά ἐπανέλθη στήν προηγούμενη ἡμέρα.
Συνεπῶς, ὁ χρόνος εἶναι πανδαμάτωρ. Κάθε ὁδοιπόρος, κάθε ταξιδιώτης ἔχει νά ἐπιλέξη τό νά συνεχίση τήν πορεία ἤ ὄχι, νά ἐπιστρέψη στήν ἀρχή ἀπό ὅπου ξεκίνησε. Ὅμως, ἐκεῖνος πού βαδίζει τόν δρόμο τῆς βιολογικῆς ζωῆς ἀπό τήν ἀρχή μέχρι τό τέλος, δέν μπορεῖ νά ἔχη τέτοιες ἐπιλογές, διότι ἑλκύεται, σύρεται μέ τήν βία ἀπό τήν ροή τοῦ χρόνου πρός τό τέλος.
Ἀλλά ὁ Μέγας Βασίλειος, ὕστερα ἀπό αὐτές τίς διαπιστώσεις του, προχωρεῖ γιά νά ἑρμηνεύση καί τίς διαθέσεις τοῦ ἀνθρώπου πού βαδίζει αὐτήν τήν πορεία στόν δρόμο τοῦ βίου. Λέγει ὅτι, παρά τό ὅτι συρόμαστε πρός τό τέλος, ἐν τούτοις ἐμεῖς χαιρόμαστε πού ὁδηγούμαστε πρός τά ἐμπρός, ἀλλάζοντας τίς ἡλικίες. Δηλαδή, ὅταν κάποιος ἀπό παιδί γίνη ἄνδρας καί ἀπό ἄνδρας γίνη πρεσβύτης στήν ἡλικία, τό χαίρεται σάν νά ἀποκτᾶ κάτι καί τό θεωρεῖ μακάριο. Ἔρχεται νέος χρόνος καί χαιρόμαστε σάν κάτι νά προστίθεται στήν ζωή μας, ἐνῶ συρόμαστε καί ἑλκυόμαστε πρός τό τέλος.
Στήν πραγματικότητα ἀγνοοῦμε ὅτι κάθε φορά χάνουμε τόσο χρόνο ἀπό τήν ζωή μας πού ζήσαμε, καί δέν αἰσθανόμαστε ὅτι χάνεται ὁ χρόνος, ἄν καί τόν μετροῦμε. Ἀκόμη, δέν σκεπτόμαστε πόσο χρόνο ἀκόμη θά θελήση νά μᾶς παραχωρήση αὐτός πού μᾶς ἀπέστειλε στόν κόσμο αὐτόν, καί πότε θά ἀνοίξη τίς πύλες τῆς εἰσόδου στόν καθένα ἀπό τούς δρομεῖς. Ἐδῶ ὁ Μέγας Βασίλειος χαρακτηρίζει τόν κάθε ἄνθρωπο ὡς ὁδοιπόρο καί δρομέα πού τρέχει ἀπό τήν ἐκκίνηση πρός τό τέλος, καί φυσικά συνδέεται ὁ βίος μέ τόν χρόνο.
Ἐπίσης, ὁ Μέγας Βασίλειος λέγει ὅτι, δυστυχῶς, δέν σκεπτόμαστε ὅτι πρέπει νά ἑτοιμαζόμαστε καθημερινά γιά τήν ἀποδημία μας ἀπό ἐδῶ καί πρέπει νά περιμένουμε μέ ἀνοικτά τά μάτια μας «τό τοῦ Δεσπότου νεῦμα». Πρέπει νά βρισκόμαστε σέ διαρκῆ ἑτοιμότητα γιά νά ἀκούσουμε τήν κλήση πρός συνάντηση μέ τόν Δεσπότη Χριστό, ὁ Ὁποῖος μᾶς ἔφερε στήν ὕπαρξη.
Ἐκεῖνος πού βαδίζει τήν ὁδό πού εἶναι μεγάλη, καί ὁ δρομεύς, ὁ ἀθλητής πού πρέπει νά διατρέξη πολύ δρόμο, φροντίζει νά ἔχη ἐλάχιστα ὑλικά πράγματα ἐπάνω του, καί μάλιστα νά ἔχη τά πλέον ἀπαραίτητα. Ἔτσι, ἐμεῖς πού κληθήκαμε νά βαδίζουμε αὐτήν τήν πορεία πρέπει νά ἐξετάσουμε ἀκριβῶς ποιά φορτία εἶναι κατάλληλα νά ἔχουμε μαζί μας καί ποιά φορτία εἶναι βαρειά, δύσκολα καί ἀσήκωτα ἀπό τήν γῆ, γιά νά μή τά λάβουμε μαζί μας. Ἀντίθετα, ἐμεῖς αὐτά πού ἔπρεπε νά συλλέξουμε τά ἀφήσαμε, καί αὐτά πού ἔπρεπε νά περιφρονοῦμε, τά συγκεντρώνουμε. Δηλαδή, προσπαθοῦμε νά συγκεντρώνουμε αὐτά πού εἶναι αἰωνίως ξένα σέ μᾶς, πού εἶναι τά ὑλικά ἀγαθά, ὁ πλοῦτος, ὁ χρόνος.
Γενικά, κατά τόν Μέγα Βασίλειο, ἡ ἀνθρώπινη ζωή εἶναι μιά πορεία, ἕνας δρόμος, καί ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὁδοιπόρος καί δρομεύς πού ἔχει βιολογική ἀρχή καί βιολογικό τέλος. Ὁ βίος ἀρχίζει νά μετριέται, ἀφοῦ ὁ βίος συνδέεται μέ τόν χρόνο, καί ὁ ἄνθρωπος εἶναι δεμένος μέ τόν χῶρο καί τόν χρόνο. Ἡ μία ὥρα διαδέχεται τήν ἄλλη, ἡ μία μέρα διαδέχεται τήν ἄλλη, τό ἕνα ἔτος διαδέχεται τό ἄλλο, πηγαίνουμε μπροστά καί δέν μποροῦμε νά ἐπιστρέψουμε πίσω. Ὁ χρόνος τοῦ βίου εἶναι ἄγνωστος, γι’ αὐτό πρέπει νά εἴμαστε ἕτοιμοι γιά νά δεχθοῦμε τήν κλήση γιά τό τέλος τῆς βιολογικῆς ζωῆς καί τήν συνάντησή μας μέ τόν Χριστό.
Σ’ αὐτήν τήν πορεία πρέπει νά συμπεριφερόμαστε μέ σοβαρότητα, πού σημαίνει πρέπει νά φροντίζουμε τό τί ἀποσκευές θά ἔχουμε, δηλαδή νά ἔχουμε ἀποσκευές αὐτές πού εἶναι ἐλαφρές καί ἀντέχουν στήν αἰωνιότητα, οἱ ὁποῖες θά προστρέξουν μαζί μας στούς ἀγγέλους καί γενικά τόν οὐράνιο κόσμο.
Εἴμαστε προσδεδεμένοι στόν βίο καί τόν χρόνο, πού μᾶς τυραννοῦν, καί πρέπει νά βαδίζουμε τήν ὁδό τοῦ βίου μέ ἐλευθερία καί προσευχή, ὑπερβαίνοντας τά δεσμά τοῦ χώρου καί τοῦ χρόνου, τῶν σωματικῶν αἰσθήσεων καί τῶν ἀπαιτήσεων τῶν παθῶν. Αὐτό θά γίνη, ἄν ἔχουμε ὁδοιπόρο τόν Χριστό, ὅπως τόν εἶχαν οἱ Μαθητές πού πήγαιναν πρός Ἐμμαούς καί εἶχαν μαζί τους τόν ἀναστάντα Χριστό.