1. Ο Θεός είναι Τριαδικός, «Πατήρ, Υιός και Άγιον Πνεύμα Τριάδα ομοούσιος και αχώριστος». Στον Θεό υπάρχει το ενδότατο (ουσία), το ενδότερο (υποστάσεις), το εξώτερο (οι ενέργειες). Εμείς κοινωνούμε των ενεργειών του Θεού, ως κάθαρση, φωτισμό, θέωση, και δεν μπορούμε να εισέλθουμε στο μυστήριο του Τριαδικού Θεού, όπου υπάρχει πλήρης αποφατικότητα.
2. Η κτίση είναι δημιούργημα του Θεού και δεν υπάρχει καμμιά ομοιότητα μεταξύ ακτίστου και κτιστού, ούτε αναλογία. Το άκτιστο δεν έχει αρχή, φθορά και τέλος, ενώ το κτιστό έχει αρχή, φθορά και τέλος. Ο Θεός όμως θέλει η ψυχή του ανθρώπου να είναι κατά Χάρη αθάνατη. Όταν ο άνθρωπος φθάσει στην θεοπτία, καταλαβαίνει ότι δεν υπάρχει καμμιά ομοιότητα μεταξύ ακτίστου και κτιστού.
3. Ο άνθρωπος είναι δημιούργημα του Θεού κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση Αυτού, δηλαδή του Λόγου, είναι «εικών της αρρήτου δόξης Του», και έχει ορμή να φθάσει στο καθ’ ομοίωση, που είναι η θέωση–θεοπτία, και δεν είναι πρόσωπο, όπως το έχει καθορίσει ο δυτικός περσοναλισμός.
4. Η πτώση του ανθρώπου είναι ο σκοτασμός του νου, «πάντες γαρ ήμαρτον και υστερούνται της δόξης του Θεού» (Ρωμ. γ΄, 23). Ο νους είναι ο οφθαλμός της ψυχής που βλέπει την δόξα του Θεού, και η Χάρη–ενέργεια του Θεού δια του νου μεταφέρεται σε όλο τον άνθρωπο και την κτίση. Με την διάπραξη της παραβάσεως της εντολής του Θεού αμαυρώθηκε–σκοτίσθηκε ο νους και διαστράφηκαν οι δυνάμεις της ψυχής και μεταφέρθηκε το σκοτάδι σε όλο τον άνθρωπο και την κτίση. Ο Θεός από αγάπη του φόρεσε τους δερμάτινους χιτώνες, που είναι η φθορά και η θνητότητα. Έτσι, οι «δερμάτινοι χιτώνες» είναι αποτέλεσμα της αμαρτίας και έκφραση της αγάπης του Θεού.
5. Η Παλαιά και Καινή Διαθήκη περιγράφει την Αποκάλυψη του Θεού στους Προφήτες και Αποστόλους για να συνάψει διαθήκη με τον λαό Του και να τον οδηγήσει από τον σκοτασμό του νου στην κάθαρση και τον φωτισμό του νου, και από εκεί στην Θεοπτία.
Ο Κύριος της Δόξης αποκαλύφθηκε στους Προφήτες και Δικαίους της Παλαιάς Διαθήκης, ασάρκως, και ο Ίδιος ως Σεσαρκωμένος Λόγος εμφανίζεται στους Αποστόλους και τους Αγίους δια μέσου των αιώνων. Κλειδί της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης είναι ο λόγος του Αποστόλου Παύλου: «Ουκ αν τον Κύριον της δόξης εσταύρωσαν» (Α΄ Κορ. β΄, 8).
6. Η Εκκλησία είναι το Σώμα του Χριστού, ο Χριστός είναι η Κεφαλή της Εκκλησίας, αλλά συγχρόνως η Εκκλησία είναι «κοινωνία θεώσεως». Στην Εκκλησία, δια των Μυστηρίων και της ασκήσεως, μετέχουμε του Χριστού, γινόμαστε μέλη του Σώματος του Χριστού, δια της μεθέξεως της καθαρτικής, φωτιστικής και θεοποιού ενεργείας του Θεού.
7. Η θεολογία της Εκκλησίας, όπως διατυπώθηκε σε όρους στις Οικουμενικές Συνόδους, είναι η εμπειρία των θεουμένων–θεοπτών αγίων. Αυτή η θεολογία αποκαλύφθηκε από τον Χριστό στους Αγίους, μέσα στην ιστορία, γι’ αυτό η ορθόδοξη θεολογία δεν είναι μεταφυσική, αλλά μέθεξη της Βασιλείας του Θεού, δηλαδή μέθεξη της καθαρτικής, φωτιστικής και θεοποιού ενεργείας του Θεού. Έτσι, συνδέεται στενά η θεολογία με την ιστορία και την εσχατολογία. Τα έσχατα ήλθαν στην ιστορία, την οποία μεταμόρφωσαν, και τα αναμενόμενα έσχατα, τα οποία ζουν οι θεόπτες από την βιολογική τους ζωή, δεν καταργούν την ιστορία, αλλά την μεταμορφώνουν. Οι βίοι των αγίων, τα λείψανά τους, η ζωή των αγίων στην Βασιλεία του Θεού είναι μεταμορφωμένη ιστορία.
8. Τα Μυστήρια της Εκκλησίας είναι οι κρουνοί δια των οποίων δέχεται ο άνθρωπος την άκτιστη Χάρη του Θεού και εντάσσεται στην Εκκλησία, γίνεται μέλος του Σώματος του Χριστού, παραμένει σε κοινωνία με τον Χριστό, και αυτό γίνεται με την ενέργεια του Θεού και τη συνέργεια του ανθρώπου. Αυτή η συνύπαρξη της ακτίστου ενεργείας του Θεού και της συνέργειας του ανθρώπου γίνεται με την κάθαρση του νου –κυρίως τον φωτισμό του νου, και την θέωση. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει ενότητα μεταξύ Μυστηρίων και ασκήσεως, η σωτηρία των ανθρώπων γίνεται «το μεν θεόθεν, το δε της ημετέρας σπουδής». Έτσι, συνδέονται τα μυστήρια με τον ησυχασμό. Ο ιερός ησυχασμός είναι η προϋπόθεση μετοχής του ανθρώπου στην μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας.
9. Η Εκκλησία είναι Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική, κατέχει την αλήθεια, η οποία «άπαξ» παραδόθηκε στους Αγίους (Ιούδα 3), και την μεταδίδει σε αυτούς που την αναζητούν, δια της μετοχής της καθαρτικής, φωτιστικής και θεοποιού ενεργείας του Θεού. Η Ορθόδοξη Εκκλησία, ενώ είναι Μία, διαιρείται αδιαιρέτως, όπως ο Αμνός του Θεού στην θεία Ευχαριστία «μερίζεται και διαμελίζεται ο αμνός του Θεού ο μελιζόμενος και μη διαιρούμενος, ο πάντοτε εσθιόμενος και μηδέποτε δαπανώμενος». Έτσι υπάρχουν τα Πατριαρχεία, οι Αρχιεπισκοπές, οι Μητροπόλεις, οι Επισκοπές, οι Ενορίες, οι Ιερές Μονές.
Σε όλες τις περιπτώσεις υπάρχει ενότητα στην πίστη, στα Μυστήρια, στην Αποστολική παράδοση και διαδοχή, στη θεολογία και στον ησυχασμό.
10. Οι Κληρικοί των τριών βαθμών της Ιερωσύνης μετέχουν της καθαρτικής (Διάκονοι), φωτιστικής (Ιερείς) και θεοπτικής (Επίσκοποι) ενεργείας του Θεού. Έτσι, θεραπεύουν τους ανθρώπους, ελευθερώνουν τον νου τους από την εξάρτησή του στην λογική, τα πάθη και το περιβάλλον. Η Εκκλησία είναι θεραπευτήριο που θεραπεύει τον νου του ανθρώπου, ώστε από τον σκοτασμό να οδηγηθεί στον φωτισμό και από εκεί να αναχθεί, όταν ο Θεός θελήσει, στην θεωρία–θεοπτία. Έτσι, ο άνθρωπος από δούλος στα πάθη, την λογική και το περιβάλλον γίνεται ελεύθερος εν Χριστώ Ιησού και αποκτά το χάρισμα της υιοθεσίας, και από την ιδιοτελή–φίλαυτη αγάπη οδηγείται στην ανιδιοτελή αγάπη, την αληθινή φιλανθρωπία και φιλοθεΐα. Έτσι, οι Κληρικοί είναι θεραπευτές των ανθρώπων που μετανοούν.
11. Εκτός από την ορθόδοξη θεολογία, όπως εκφράσθηκε και διατυπώθηκε από τους θεουμένους αγίους, υπάρχει και άλλη θεολογία που διατυπώνεται από ανθρώπους οι οποίοι δεν έχουν εμπειρία του ζώντος Χριστού, αλλά θεολογούν με το στοχασμό, τη φαντασία, τη φιλοσοφία. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν οι αρχαίοι φιλοσοφούντες θεολόγοι του 4ου αιώνος, οι οποίοι θεολογούσαν «αριστοτελικώς» και όχι «αλιευτικώς», όπως έκαναν οι Πατέρες της Εκκλησίας.
Οι Πατέρες της Εκκλησίας απεφάνθησαν στις Οικουμενικές Συνόδους ότι ο Χριστός είναι αληθινός Θεός και αληθινός άνθρωπος, είναι Θεάνθρωπος, έχει δύο φύσεις και δύο θελήσεις, θεία και ανθρωπίνη, και οι δύο αυτές φύσεις ενεργούν στο ένα πρόσωπο του Λόγου «ασυγχύτως, ατρέπτως, αδιαιρέτως και αχωρίστως». Το ίδιο ισχύει και για τη θέληση, δηλαδή, υπάρχουν δύο θελήσεις, θεία και ανθρωπίνη, και η ανθρωπίνη θέληση υπακούει στην θεία θέληση. Πάντως, κάθε μία από τις φύσεις ενεργεί «μετά της θαττέρου κοινωνίας» στο ένα πρόσωπο του Λόγου. Επίσης, η θέληση είναι της φύσεως και όχι του προσώπου.
Οι φιλοσοφούντες θεολόγοι χρησιμοποίησαν την ελληνική φιλοσοφία σε βάρος της Αποκαλύψεως, ενώ οι Πατέρες της Εκκλησίας παρέμειναν στην αποκαλυπτική εμπειρία των Προφητών, των Αποστόλων και τη δική τους εμπειρία, και διατύπωσαν αυτήν την εμπειρία με όρους της φιλοσοφίας της εποχής τους. Έτσι, έχουμε την συνάντηση του Ελληνισμού και του Χριστιανισμού.
12. Στον Δυτικό χώρο, από τον 4ο αιώνα μ.Χ. με τον ιερό Αυγουστίνο, αναπτύχθηκε μια άλλη θεολογία, διαφορετική από τη θεολογία των Πατέρων της Εκκλησίας. Κυρίως, αυτό φάνηκε έντονα στη σχολαστική θεολογία από τον 11ο–13ο αιώνα, σύμφωνα με την οποία διατυπώνονται όλες οι αποκαλυφθείσες αλήθειες «πλατωνικώς» και «αριστοτελικώς», συνεχίζοντας την άποψη των αρχαίων φιλοσοφούντων θεολόγων, οι οποίοι καταδικάστηκαν από τους Πατέρας των Οικουμενικών Συνόδων.
Η σχολαστική θεολογία δημιούργησε αντιδράσεις στον δυτικό κόσμο και από εκεί προήλθαν όλα τα ρεύματα που ακολούθησαν, ήτοι ο Νομιναλισμός (14ος αι.), η Αναγέννηση (15ος αι.), η Μεταρρύθμιση (16ος αι.), ο Διαφωτισμός (17ος – 18ος αι.), ο Υπαρξισμός, ο Ρομαντισμός, ο Ψυχολογισμός, ο Νεοσχολαστικισμός (20ος αι.), ο Γερμανικός ιδεαλισμός, η μετανεωτερικότητα κ.ά.
Η ορθόδοξη θεολογία διαλέγεται με όλα αυτά τα ρεύματα με βάση, όμως, τις αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων και την προϋπόθεσή τους, που είναι ο ιερός ησυχασμός.
13. Η θεολογία της Εκκλησίας διαλέγεται με τη σύγχρονη επιστήμη στην βάση ότι υφίσταται διάκριση μεταξύ νοεράς ενεργείας και λογικής ενεργείας, ότι υπάρχει διπλή μεθοδολογία γνώσης, που σημαίνει ότι άλλη είναι η μέθοδος γνώσης του Θεού που γίνεται με τον φωτισμένο νου (θεολογία) και άλλη είναι η μέθοδος γνώσης του αισθητού κόσμου που γίνεται με την λογική ενέργεια (επιστήμη). Ακριβώς γι’ αυτόν τόν λόγο δεν υφίσταται σύγχυση μεταξύ θεολογίας και επιστήμης, αφού το έργο των δύο αυτών είναι διαφορετικό. Φυσικά η ορθόδοξη θεολογία σέβεται την ελεύθερη επιλογή κάθε ανθρώπου και η Εκκλησία αγαπά τους πάντες.
14. Ένα μεγάλο πρόβλημα που ταλαιπωρεί την Εκκλησία είναι ο εθνοφυλετισμός, που είναι δημιούργημα του Διαφωτισμού και των εθνικών παθών. Η Εκκλησία κινείται πάνω από τις πατρίδες, οι οποίες έχουν αξία για τον καθένα, αλλά η Εκκλησία ενώνει όλους τους ανθρώπους ανεξαρτήτως φυλής, φύλου και εθνικής καταγωγής. Η μέθεξη της καθαρτικής, φωτιστικής και θεοποιού ενεργείας του Θεού, υπερβαίνει όλες τις διακρίσεις–διαιρέσεις. Ο εθνοφυλετισμός είναι η εκκοσμίκευση της εκκλησιαστικής ζωής.
15. Ο Παράδεισος και η Κόλαση δεν υφίστανται εξ επόψεως του Θεού, αλλά εξ επόψεως του ανθρώπου. Όλοι θα δουν τον Χριστό κατά τη Δευτέρα Παρουσία τον Χριστό, αλλά άλλοι θα μεθέξουν της φωτιστικής ενεργείας Του και άλλοι της καυστικής ενεργείας Του. Ο Θεός είναι Φως, αλλά όσοι έχουν υγιή πνευματικό οφθαλμό (φωτισμένο νου) θα δουν τη φωτιστική ενέργειά Του, όσοι έχουν σκοτισμένο νου θα μεθέξουν της καυστικής ενεργείας του Θεού.
Αυτό σημαίνει ότι σκοπός και έργο της Εκκλησίας είναι να θεραπεύσει τον άνθρωπο, δηλαδή να τον βοηθήσει ώστε να φωτισθεί ο νους του, να αποκτήσει καθαρό οφθαλμό για να δει τη δόξα του Θεού και αυτό είναι και λέγεται Βασιλεία του Θεού.
Έτσι, με τον ενανθρωπήσαντα Υιό και Λόγο του Θεού, με τον Οποίο συνδεόμαστε στην Εκκλησία, όχι μόνον επανερχόμαστε στην αρχική κατάσταση του Αδάμ και της Εύας πριν την πτώση, αλλά ανεβαίνουμε ακόμη υψηλότερα, ενωνόμαστε με τον Χριστό και έτσι γίνεται η ατρεψία του γνωμικού θελήματος, δηλαδή το φυσικό θέλημα, εν Χριστώ Ιησού, κινείται προς τον Θεό αυτεξουσίως και εκπληρώνεται ο αρχικός σκοπός του ανθρώπου από το κατ’ εικόνα να φθάσει στο καθ’ ομοίωση, εν Χριστώ Ιησού.
Έτσι, οι άγιοι στην Βασιλεία του Θεού θα αυξάνονται σε μέθεξη της Χάριτος του Θεού και θα αυξάνονται στην προσθήκη των χαρισμάτων, και αυτό δεν θα σταματήσει ποτέ, δεν θα υπάρχει στατική κατάσταση διότι «αύτη εστιν η τελεία των τελείων ατέλεστος τελειότης». Έτσι εξηγείται ο λόγος του αγίου Μαξίμου του Ομολογητού για την «αεικίνητη στάση» και την «στάσιμη κίνηση», που είναι εναντίον της μεταφυσικής και της ευδαιμονίας. Η ορθόδοξη θεολογία είναι αντιμεταφυσική και συνδέεται με την θεραπεία, γι’ αυτό καλείται «ορθόδοξη ψυχοθεραπεία». Αυτά τα κεντρικά σημεία προκαλούν έντονο ενδιαφέρον στους ανθρώπους Ανατολής και Δύσης.