Εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα
(Λουκ. στ´ 31-36)
Εἶπεν ὁ Κύριος· Καθὼς θέλετε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς ὁμοίως. Καὶ εἰ ἀγαπᾶτε τοὺς ἀγαπῶντας ὑμᾶς, ποία ὑμῖν χάρις ἐστί; καὶ γὰρ οἱ ἁμαρτωλοὶ τοὺς ἀγαπῶντας αὐτοὺς ἀγαπῶσι. Καὶ ἐὰν ἀγαθοποιῆτε τοὺς ἀγαθοποιοῦντας ὑμᾶς, ποία ὑμῖν χάρις ἐστί; καὶ γὰρ οἱ ἁμαρτωλοὶ τὸ αὐτὸ ποιοῦσι. Καὶ ἐὰν δανείζητε παρ’ ὧν ἐλπίζετε ἀπολαβεῖν, ποία ὑμῖν χάρις ἐστί; καὶ γὰρ ἁμαρτωλοὶ ἁμαρτωλοῖς δανείζουσιν ἵνα ἀπολάβωσι τὰ ἴσα. Πλὴν ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν καὶ ἀγαθοποιεῖτε καὶ δανείζετε μηδὲν ἀπελπίζοντες, καὶ ἔσται ὁ μισθὸς ὑμῶν πολύς, καὶ ἔσεσθε υἱοὶ ὑψίστου, ὅτι αὐτὸς χρηστός ἐστιν ἐπὶ τοὺς ἀχαρίστους καὶ πονηρούς. Γίνεσθε οὖν οἰκτίρμονες καθὼς καὶ ὁ πατὴρ ὑμῶν οἰκτίρμων ἐστί.
Τό νόημα τῆς δικαιοσύνης
«καί ἐάν ἀγαθοποιῆτε τούς ἀγαθοποιοῦντας ὑμᾶς ποία ὑμῖν χάρις ἐστι;» (Λουκ. στ´, 33)
Ἄν ὑπάρχη κάτι πού χαρακτηρίζει ὅλους τούς ἀνθρώπους τῆς σύγχρονης ἐποχῆς εἶναι ἡ ἀναζήτηση τῆς δικαιοσύνης. Ὅλοι διψοῦν καί φωνάζουν γιά τήν ἐπικράτησή της, γιατί νομίζουν ὅτι ἔτσι θά ἐπικρατήση ἡ εἰρήνη καί ἡ ἀγάπη πάνω στήν γῆ. Ἡ δικαιοσύνη, πού συνδέεται μέ τήν ἰσότητα, εἶναι ἡ προσδοκία ὅλων τῶν ἀνθρώπων, καί ὅλων τῶν συστημάτων. Κάτω ὅμως ἀπό τήν δικαιοσύνη οἱ ἄνθρωποι ἐννοοῦν πολλά πράγματα ἤ μᾶλλον ἡ δικαιοσύνη ἑρμηνεύεται ποικιλοτρόπως ἀπό κάθε ἄνθρωπο.
Θά διατυπώσουμε μέ συντομία μερικές σκέψεις γύρω ἀπό τήν δικαιοσύνη καί πῶς τήν ἐννοεῖ ὁ Χριστιανισμός. Ἐπιδιώκουμε μέ αὐτό νά συναντηθοῦμε λίγο μέ τόν σύγχρονο ἄνθρωπο.
* * *
Ὁ Χριστός εἶπε: «καθώς θέλετε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι καί ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς ὁμοίως» (Λουκ. στ´, 31). Δηλαδή: «Καθώς θέλετε νά σᾶς φέρνωνται οἱ ἄνθρωποι ἔτσι νά τούς φέρνεστε καί σεῖς». Ἡ ἀπόδοση τῶν ἴσων εἶναι ἡ ἀρχή τῆς δικαιοσύνης. Ἐάν θέλω νά μέ ἀγαποῦν, πρέπει καί ἐγώ νά ἀγαπῶ. Ἐάν δέν θέλω νά μέ ἀδικοῦν οὔτε καί ἐγώ πρέπει νά ἀδικῶ. Αὐτή τήν ἀρχή τήν συναντοῦμε καί στήν πρό τοῦ Χριστοῦ ἐποχή.
Ὁ Χριστός ὅμως δέν περιορίζεται σέ αὐτό, ἀλλά προχωρεῖ καί βαθύτερα, τονίζοντας τήν μεγάλη σημασία τῆς ἀγάπης. Δηλαδή, ἡ ἀγάπη ὑπερβαίνει τήν ἀνθρώπινη δικαιοσύνη, ἀφοῦ μέ τήν ἐνέργειά της φθάνουμε στό νά ἀγαποῦμε καί τούς ἐχθρούς. Τό νά μισοῦμε αὐτόν πού μᾶς ἀγαπᾶ εἶναι παρά φύση κατάσταση. Τό νά ἀγαποῦμε αὐτόν πού μᾶς ἀγαπᾶ εἶναι φυσική ζωή. Ἀλλά τό νά ἀγαποῦμε αὐτόν πού μᾶς ἐχθρεύεται καί καταδιώκει, αὐτό εἶναι ὑπέρ φύση ζωή καί σέ αὐτήν τήν ζωή μᾶς ὁδηγεῖ ὁ Χριστός.
Συγκεκριμένα ὁ Χριστός λέγει: «κι᾿ ἄν ἀγαπᾶτε ἐκείνους πού σᾶς ἀγαποῦν τί τάχα σπουδαῖο κάνετε; Κι᾿ οἱ κακοί ἀγαποῦν ἐκείνους πού τούς ἀγαποῦν. Κι᾿ ἄν κάνετε τό καλό σέ κείνους πού σᾶς κάνουν καλό, τί τάχα σπουδαῖο κάνετε; Καί οἱ κακοί τό ἴδιο κάνουν». Καί στήν συνέχεια τονίζει ὅτι πρέπει νά ὁμοιάζουμε στόν Πατέρα μας, τόν Θεό, πού εἶναι οἰκτίρμων καί ἀγαπᾶ ὅλους τούς ἀνθρώπους: « Ἀγαπᾶτε τούς ἐχθρούς ὑμῶν καί ἀγαθοποιεῖτε...» (Λουκ. στ´, 35).
Ἔτσι, λοιπόν, ἡ ἀγάπη εἶναι ὑπέρβαση τῆς ἀνθρώπινης δικαιοσύνης. Εἶναι δυνατόν νά ἐπικρατήση ἡ δικαιοσύνη στόν κόσμο, ὅπως συνήθως ἐμεῖς τήν ἐννοοῦμε, χωρίς ὅμως τήν ἀγάπη καί τήν εἰρήνη. Διότι ἡ ἀπόδοση τῆς δικαιοσύνης εἶναι ἀπόδοση στόν ἄλλο τῆς εὐθύνης τῆς ἐνοχῆς του. Ἡ ἀγάπη ὅμως μοιράζεται τήν ἐνοχή ἤ ἀκόμη καλύτερα ἀναλαμβάνει ἐπάνω της τήν ἐνοχή τῶν ἀνθρώπων. Αὐτό ἔκανε ὁ Χριστός. Ἐάν ἤθελε νά ἀποδώση δικαιοσύνη μέ τήν νομική ἀντίληψη, τότε ἔπρεπε ὅλοι νά πεθάνουμε γιά τίς ἁμαρτίες μας. Αὐτός ὅμως ἀπό ἀγάπη πῆρε ἐπάνω Του τήν δική μας ἐνοχή καί πέθανε γιά μᾶς. Ἔτσι ὑπερέβη τήν δικαιοσύνη.
* * *
Ἡ προηγούμενη σκέψη μᾶς ὁδηγεῖ σέ κάτι ἄλλο πιό βαθύ. Ἡ πραγματική δικαιοσύνη ταυτίζεται μέ τήν ἀγάπη καί τήν φιλανθρωπία καί δέν νοεῖται χωρίς καί πέρα ἀπό αὐτήν. Ὁ ἱερός Νικόλαος Καβάσιλας, ἕνας θεολόγος τοῦ 14ου αἰῶνος, στά ἔργα του ταυτίζει τήν δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ μέ τήν φιλανθρωπία Του. Οἱ δύο αὐτοί ὅροι (δικαιοσύνη καί φιλανθρωπία) συνδέονται στενά μεταξύ τους. Σ᾿ ἕνα σημεῖο λέγει χαρακτηριστικά: «δικαιοσύνην λέγοντες (ἐννοοῦμεν) τήν ἐνθεωρουμένην τοῖς μυστηρίοις σοφίαν τοῦ Θεοῦ καί φιλανθρωπίαν...». Καί ἀλλοῦ: «ἡ τοῦ Θεοῦ περί τό γένος ἐσχάτη φιλανθρωπία καί ἀγαθότης ἥτις ἐστιν ἡ θεία ἀρετή καί δικαιοσύνη».
Οἱ ἅγιοι Πατέρες τονίζουν ὅτι ὁ Θεός δέν εἶναι δίκαιος μέ τήν συνηθισμένη ἔννοια τοῦ ὅρου. Συγκεκριμένα ὁ ἅγιος Ἰσαάκ λέγει: «Μήν ἀποκαλέσης τόν Θεό δίκαιο, γιατί ἡ δικαιοσύνη Του δέν γνωρίζεται μέ τά κριτήριά σου. Ποῦ βρίσκεται ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ; Στό ὅτι εἴμαστε ἁμαρτωλοί κι ὁ Χριστός πέθανε γιά μᾶς;». Ὁ Τριαδικός Θεός ἔπλασε τόν κόσμο ἀπό ἀγάπη καί φιλανθρωπία. Ὅταν μετά τήν παράβαση εἰσῆλθε στόν ἄνθρωπο καί στήν φύση ἡ φθορά, τότε ὁ Τριαδικός Θεός μέ ἀγάπη ἀνέπλασε ξανά καί ἀναγέννησε τόν ἄνθρωπο καί τόν κόσμο. Ἔτσι, ἡ πραγματική ἔννοια τῆς δικαιοσύνης εἶναι νά εἴμαστε οἰκτίρμονες καί ἐλεήμονες, νά ἀναλαμβάνουμε τήν εὐθύνη γιά κάθε κακό πού ὑπάρχει στόν κόσμο, νά ἀγαποῦμε τούς ἀνθρώπους καί αὐτούς ἀκόμη πού μᾶς ἔκαναν κακό.
* * *
Μιά ἄλλη πλευρά τοῦ θέματος τῆς δικαιοσύνης εἶναι ὁ σύνδεσμός της μέ τήν ἐλευθερία. Ὁ συνδυασμός δικαιοσύνης καί ἐλευθερίας εἶναι ἀπαραίτητος γιά τήν διαφύλαξη τοῦ πραγματικοῦ νοήματος καί τῆς δικαιοσύνης καί τῆς ἐλευθερίας. Σέ ὅλα τά σύγχρονα πολιτικά καί κοινωνικά συστήματα βλέπουμε τήν διατάραξη αὐτῆς τῆς ἰσορροπίας καί τοῦ συνδυασμοῦ. Ἄλλα συστήματα τονίζουν πολύ τήν ἐλευθερία τοῦ προσώπου καί ἐν ὀνόματι αὐτοῦ τοῦ τονισμοῦ ἀφήνουν τό πρόσωπο ἐλεύθερο νά καταργῆ τήν δικαιοσύνη τοῦ συνόλου καί ἄλλα συστήματα ἐν ὀνόματι τῆς δικαιοσύνης τοῦ συνόλου, γιά τό ὁποῖο ἐνδιαφέρεται τό Κράτος, καταργοῦν τελείως τήν ἐλευθερία τοῦ προσώπου καί τό μεταβάλλουν σ᾿ ἕνα ἔμψυχο ἐργαλεῖο.
Στήν πνευματική ζωή βιώνουμε αὐτόν τόν ὑπέροχο συνδυασμό. Ὁ ἄνθρωπος μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ ἐλευθερώνεται ἀπό τήν τυραννία τῶν παθῶν (μίσους, φιλοκτημοσύνης, φιλοδοξίας κλπ.) καί ἀμέσως ἀποδίδει δικαιοσύνη καί ἀγάπη, σέβεται τόν ἄλλο. Ὁ ἅγιος εἶναι πολύ εὐαίσθητος στά θέματα τῆς δικαιοσύνης. Δέν παρασύρεται εὔκολα ἀπό τίς γνῶμες τῶν ἄλλων καί δέν διατυπώνει αὐθαίρετες κρίσεις. Γνωρίζει τό λάθος κάθε ἀνθρώπου καί μέ τήν ἀγάπη διορθώνει τήν κατάσταση.
* * *
Πρέπει ἀκόμη νά σημειωθῆ ὅτι ἡ δικαιοσύνη, ὅπως καί ὅλες οἱ ἀρετές, δέν εἶναι ἀφηρημένες ἔννοιες καί ἀνυπόστατες ἀξίες, ἀλλά ἐνυπόστατες. Φυσικά, ὅταν λέμε ἐνυπόστατες δέν ἐννοοῦμε αὐθύπαρκτες, ἀλλά ὅτι συνδέονται μέ τό Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Πολλά σύγχρονα ἀνθρώπινα συστήματα σκέπτονται πολύ ἐπιπόλαια γιά τήν δικαιοσύνη. Τήν ἐννοοῦν σάν μιά ἴση κατανομή τῶν ἀγαθῶν καί ἴσως ἀνάλογα μέ τίς φυσικές ἱκανότητες τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ δικαιοσύνη ὅμως, ὅπως καί ὅλες οἱ ἄλλες ἀρετές (ἀλήθεια, εἰρήνη κλπ.) δέν εἶναι Τί (πράγμα) ἀλλά Τίς (Πρόσωπο). Εἶναι ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, μιλώντας γιά τόν Χριστό λέγει: «ὅς ἐγεννήθη σοφία ἡμῖν ἀπό Θεοῦ, δικαιοσύνη τε καί ἁγιασμός» (Α´ Κορ. α´, 30). Ἡ ἀναζήτηση τῆς δικαιοσύνης, ὡς μιᾶς ἀνυπόστατης ἀρχῆς, εἶναι ἀφηρημένη κατάσταση καί καθαρά οὐτοπία. Ἔξω ἀπό τόν Χριστό δέν ὑπάρχει δικαιοσύνη, οὔτε καμμιά ἄλλη ἀρετή.
Ἡ δικαιοσύνη χωρίς τήν ἀγάπη εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἀδικία, τό μεγαλύτερο ἔγκλημα. Μιά κοινωνία πού ἔχει δικαιοσύνη, ἀλλά δέν ἔχει ἀγάπη, εἶναι κόλαση. Ἐπίσης, ἡ δικαιοσύνη χωρίς τήν ἐλευθερία τοῦ προσώπου εἶναι καθαρά τυραννία. Καί ἡ δικαιοσύνη, ὅταν ἀποδεσμεύεται ἀπό τό Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἀφηρημένη κατάσταση καί εἶναι πλάνη νά μιλοῦμε γι᾿ αὐτήν. Ἐάν θέλουμε νά εἴμαστε δίκαιοι, καί ἐάν θέλουμε νά ἐπικρατήση στόν κόσμο ἡ δικαιοσύνη πρέπει νά ἐφαρμόσουμε τήν ἐντολή τοῦ Χριστοῦ «ἀγαπᾶτε τούς ἐχθρούς ὑμῶν» (Λουκ. στ´, 27).
* * *
Τό νά ἀγαπᾶ κανείς αὐτούς πού τόν εὐεργετοῦν καί τόν ἀγαποῦν εἶναι φυσικό. Τό νά μισῆ αὐτούς πού τόν εὐεργετοῦν εἶναι παρά φύση ζωή, ἀφοῦ καί τά ζῶα ἀκόμη ἀγαποῦν τούς εὐεργέτες τους. Τό νά ἀγαπᾶ ὅμως αὐτούς πού τόν ἐχθρεύονται, τόν συκοφαντοῦν, τοῦ κάνουν μεγάλο κακό, εἶναι ὑπέρ φύση κατάσταση. Ἀκριβῶς αὐτό τό ὑπέρ φύση συνιστᾶ τό Εὐαγγέλιο, δηλαδή ὁ αἰώνιος λόγος τοῦ Χριστοῦ: « Ἀγαπᾶτε τούς ἐχθρούς ὑμῶν καί ἀγαθοποιεῖτε καί δανείζετε μηδέν ἀπελπίζοντες...» (Λουκ. στ´, 35).
Σέ αὐτήν τήν ὑπέρ φύση ζωή καλεῖ ὁ Χριστός τούς μαθητάς Του. Αὐτό εἶναι τό διακριτικό γνώρισμα τοῦ Χριστιανισμοῦ καί δείχνει τήν οὐράνια προέλευση του. Πρῶτος δέ ὁ Χριστός, πού εἶναι ἡ κεφαλή μας, ἔζησε αὐτήν τήν πραγματική ἀγάπη, πού ἀπό τήν φύση της εἶναι θυσία, προσφορά τοῦ ἑαυτοῦ μας, ὑπέρ φύση ζωή. Ἔτσι, ὅσοι ζοῦν στήν Ἐκκλησία, καλοῦνται νά ἀγαποῦν ὅλους, ἀδιακρίτως ἄν εἶναι φίλοι ἤ ἐχθροί, ὁμοεθνεῖς ἤ ἀλλοεθνεῖς. Ἄλλωστε, οἱ ἄνθρωποι δέν χωρίζονται σέ φίλους καί ἐχθρούς ἤ σέ δικούς καί ξένους, ἀλλά σέ ἀνθρώπους πού γνωρίζουν τόν Χριστό καί σέ ἀνθρώπους πού Τόν ἀγνοοῦν. Καί στίς δύο περιπτώσεις ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ ἀγαπᾶ.
Φαίνεται, λοιπόν, ὅτι ὁ Χριστιανισμός ἀπό τήν φύση του εἶναι ἀπαιτητικός καί ἀπόλυτος. Δέν ἐπιδιώκει ἁπλῶς τήν συντήρηση ἑνός νεκροῦ πτώματος, ἀλλά φροντίζει τήν ἀνάστασή του. Δέν δίνει μικρές συνταγές πού ἀποβλέπουν σέ μιά «καλή» ζωή, ἀλλά θέτει ὑψηλούς στόχους. Νά ἀγαπᾶς ὅλο τόν κόσμο. Νά πεθαίνης καθημερινά γιά νά ἀναστηθῆς. Δηλαδή, γιά νά ἀγαπήσης πραγματικά πρέπει νά γευθῆς τήν πίκρα καί τήν ὀδύνη τοῦ θανάτου, ὁπότε θά ἀπολαύσης τήν γλυκύτητα τῆς ἀναστάσεως, τῆς δικῆς σου καί τοῦ ἄλλου. Γιατί ἡ ἀγάπη θέλει νά δίνη καί νά δίνεται καί ὄχι νά τῆς δίνουν καί νά τῆς δίνωνται. Ἑπομένως, ὁ Χριστιανισμός δέν βιώνεται ἀπό μικρούς ἀνθρώπους.
Τό ὅτι ὅμως εἶναι ἀπαιτητικός καί ἀπόλυτος, ἀφοῦ ζητάει ἀπό τόν ἄνθρωπο κάτι πιό πάνω ἀπό τίς δυνάμεις του, δείχνει ὅτι εἶναι καί προκλητικός. Τό κήρυγμα περί τῆς ἀγάπης πρός τούς ἐχθρούς εἶναι πρόκληση γιά τόν ἄνθρωπο πού ἔχει πέσει στήν ἁμαρτία καί ἔχει κλειστῆ στήν ἀτομικότητά του καί διακατέχεται ἀπό τά συμπλέγματα τοῦ ἐγωϊσμοῦ σέ ὅλες τίς μορφές του. Στήν ἀρχαία ἐποχή ὅταν μιλοῦσε κανείς ἐναντίον τῶν εἰδώλων τόν θανάτωναν. Καί σήμερα ὅταν μιλήση κανείς γιά τά εἴδωλα τοῦ ἐγωϊσμοῦ, τῆς ἀτομικότητος κλπ. κινδυνεύει νά ἀντιμετωπίση τόν θάνατο ἤ τήν εἰρωνεία, ὅπως συνέβει καί στόν Χριστό. Κήρυξε τήν ἀγάπη πρός τούς ἐχθρούς καί σηκώθηκε ὅλη ἡ μανία τοῦ Σατανᾶ μέ συνέπεια νά σταυρωθῆ.
Ἀφοῦ ὅμως ἡ ἀγάπη πρός τούς ἐχθρούς εἶναι ὑπέρ φύση ζωή, δηλαδή πάνω ἀπό τίς δυνάμεις μας, σημαίνει πώς μόνον ὅσοι ἔχουν πλούσια τήν Χάρη τοῦ Χριστοῦ, μποροῦν νά ἐφαρμόζουν τό δύσκολο αὐτό μάθημα τοῦ Χριστιανισμοῦ. Γι᾿ αὐτό καί ἡ ὕπαρξή της δείχνει μεγάλο βαθμό Χάριτος. Αὐτός πού ἀγαπᾶ τούς ἐχθρούς του, ἤ μιλάει γι᾿ αὐτό τό εἶδος τῆς ἀγάπης, εἶναι ἕνας «τρελλός». Ἔτσι τόν θεωροῦν καί οἱ σύγχρονοι «λογικοί» ἄνθρωποι. Καί μεῖς εὐχόμαστε μακάρι νά βρεθοῦν πολλοί τέτοιοι τρελλοί γιά νά βγῆ ἡ ἀνθρωπότητα ἀπό τήν τρέλλα τοῦ μίσους.
ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο Ὅσοι Πιστοί