Εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα
(Μάρκ. β´ 1-12)
Καί εἰσῆλθε πάλιν εἰς Καπερναοὺμ δι᾿ ἡμερῶν καὶ ἠκούσθη ὅτι εἰς οἶκόν ἐστι. καὶ εὐθέως συνήχθησαν πολλοί, ὥστε μηκέτι χωρεῖν μηδὲ τὰ πρὸς τὴν θύραν· καὶ ἐλάλει αὐτοῖς τὸν λόγον. καὶ ἔρχονται πρὸς αὐτὸν παραλυτικὸν φέροντες, αἰρόμενον ὑπὸ τεσσάρων. καὶ μὴ δυνάμενοι προσεγγίσαι αὐτῷ διὰ τὸν ὄχλον, ἀπεστέγασαν τὴν στέγην ὅπου ἦν, καὶ ἐξορύξαντες χαλῶσι τὸν κράβαττον, ἐφ᾿ ᾧ ὁ παραλυτικὸς κατέκειτο. ἰδὼν δὲ ὁ Ἰησοῦς τὴν πίστιν αὐτῶν λέγει τῷ παραλυτικῷ· τέκνον, ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου. ἦσαν δέ τινες τῶν γραμματέων ἐκεῖ καθήμενοι καὶ διαλογιζόμενοι ἐν ταῖς καρδίαις αὐτῶν· τί οὗτος οὕτω λαλεῖ βλασφημίας; τίς δύναται ἀφιέναι ἁμαρτίας εἰ μὴ εἷς ὁ Θεός; καὶ εὐθέως ἐπιγνοὺς ὁ Ἰησοῦς τῷ πνεύματι αὐτοῦ ὅτι οὕτως αὐτοὶ διαλογίζονται ἐν ἑαυτοῖς, εἶπεν αὐτοῖς· τί ταῦτα διαλογίζεσθε ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν; τί ἐστιν εὐκοπώτερον, εἰπεῖν τῷ παραλυτικῷ, ἀφέωνταί σου αἱ ἁμαρτίαι, ἢ εἰπεῖν, ἔγειρε καὶ ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει; ἵνα δὲ εἰδῆτε ὅτι ἐξουσίαν ἔχει ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἀφιέναι ἐπὶ τῆς γῆς ἁμαρτίας ~ λέγει τῷ παραλυτικῷ. σοὶ λέγω, ἔγειρε καὶ ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου. καὶ ἠγέρθη εὐθέως, καὶ ἄρας τὸν κράβαττον ἐξῆλθεν ἐναντίον πάντων, ὥστε ἐξίστασθαι πάντας καὶ δοξάζειν τὸν Θεὸν λέγοντας ὅτι οὐδέποτε οὕτως εἴδομεν.
Ἁγία Γραφή καί Πατέρες
«καί ἔρχονται πρός αὐτόν παραλυτικόν φέροντες, αἰρόμενον ὑπό τεσσάρων...» (Μάρκ. β´, 3)
Πρέπει νά ὑπογραμμίσουμε τήν μεγάλη σημασία τῆς πατερικῆς ἑρμηνείας τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Κατά τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία ἡ Ἀποκάλυψη δέν ταυτίζεται μέ τήν Ἁγία Γραφή. Αὐτό γίνεται ἀπό τούς Προτεστάντες μέ ἀποτέλεσμα νά πέφτουν σέ πολλές αἱρέσεις. Οἱ Ὀρθόδοξοι πιστεύουμε ὅτι ἡ Ἁγία Γραφή δέν εἶναι ἡ Πεντηκοστή. Πεντηκοστή εἶναι οἱ ἅγιοι, ἐνῶ ὁ λόγος τῶν ἁγίων εἶναι λόγος περί τῆς Πεντηκοστῆς. Ἔτσι, ὅσοι ἔχουν μέσα τους τήν ἁγιαστική ἐνέργεια τῆς θείας Χάριτος, μποροῦν νά ἀντιληφθοῦν τους ἀποκαλυπτικούς λόγους τῶν Προφητῶν, Ἀποστόλων καί προγενεστέρων τους ἁγίων. Αὐτοί εἶναι οἱ ἀλάνθαστοι ἑρμηνευτές τῶν Ἁγίων Γραφῶν, γιατί ἔφθασαν στόν φωτισμό τοῦ νοῦ.
Ἔτσι, ἡ καλύτερη «ἐπιστημονική» προσέγγιση τῆς Ἁγίας Γραφῆς εἶναι ἡ διά τῶν ἁγίων. Κάθε ρῆμα τῆς Γραφῆς ἔχει «ἐγκεκρυμμένην ἐν ἑαυτῷ δύναμιν πνευματικήν», τήν ὁποία ἀντιλαμβάνεται αὐτός πού ἔχει τό Ἅγιον Πνεῦμα. Ἡ ἑρμηνεία τῆς Ἁγίας Γραφῆς δέν εἶναι ὑπόθεση μόνον γραμματικῶν, φιλολογικῶν ἤ καί ἱστορικῶν γνώσεων, ἀλλά κυρίως θεωρίας Θεοῦ. Ὁ νοῦς τοῦ ἁγίου καθαρίζεται, φωτίζεται καί βλέπει καθαρά ὅλο τό βάθος κάθε ρητοῦ. Κατά τόν ἅγιο Ἰσαάκ, ὅσοι, φωτιζόμενοι ἀπό τήν θεία Χάρη, ὁδηγοῦνται στήν τελειότητα τῆς ζωῆς, πάντοτε αἰσθάνονται σάν νά προέρχεται μιά νοητή ἀκτίνα μέσα ἀπό τούς στίχους τῶν γεγραμμένων καί ἡ ὁποία διαχωρίζει μέ πνευματική γνώση τό νόημα τῶν ψιλῶν λόγων ἀπό τά πράγματα τῶν λεγομένων. Γι᾿ αὐτό ἔχει εἰπωθῆ ὅτι καί ἄν ἀκόμη χαθοῦν ὅλα τά βιβλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τά πατερικά συγγράμματα, ὑπάρχουν Πατέρες πού μποροῦν νά τά ξαναγράψουν, ἀφοῦ ἡ ζωή δέν χάνεται.
Ἔτσι ἐξηγεῖται γιατί ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἀπό μερικούς συγχρόνους του κατηγορήθηκε ὡς συντηρητικός θεολόγος καί ἀπό ἄλλους ὡς μοντέρνος. Αὐτό συνέβη, γιατί ἔχοντας τό Ἅγιο Πνεῦμα, ὄντας Πατήρ τῆς Ἐκκλησίας, ἑπομένως συγγενής κατά πνεῦμα μέ ὅλους τούς ἁγίους Πατέρας, ἐξέφραζε τό θέλημα τοῦ Θεοῦ στήν συγκεκριμένη ἐποχή πού ζοῦσε.
Στήν συνέχεια θά ἀναφέρουμε δύο ἑρμηνευτικά σχόλια τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ πάνω στήν περικοπή τῆς θεραπείας τοῦ παραλυτικοῦ τῆς Καπερναούμ.
* * *
Ὁ Εὐαγγελιστής ἀναφέρει ὅτι ὁ Χριστός βρισκόταν μέσα σ᾿ ἕνα σπίτι στήν Καπερναούμ. Ἀμέσως «συνήχθησαν πολλοί, ὥστε μηκέτι χωρεῖν μηδέ τά πρός τήν θύραν καί ἐλάλει αὐτοῖς τόν λόγον» (Μάρκ. β´, 2). Ἑρμηνεύει, λοιπόν, ὁ ἅγιος Γρηγόριος, ὅτι ὅλοι ἄκουγαν τόν Χριστό, ὅλοι ὅμως δέν ὑπήκουαν. Ἔτσι, ὅλοι εἴμαστε φιλήκοοι καί φιλοθεάμονες, ὄχι ὅμως καί φιλάρετοι. Ὅλοι μας ἐπιθυμοῦμε νά μάθουμε τά σωτήρια, γι᾿ αὐτό καί οἱ περισσότεροι ὄχι μόνον εὐχάριστα ἀκοῦν τήν ἱερά διδασκαλία, ἀλλά καί «φιλοκρινοῦσι τούς λόγους». Ἡ παρατήρηση αὐτή εἶναι ἀξιοπρόσεκτη. Πολλοί εἶναι οἱ Χριστιανοί πού ἐπιθυμοῦν τήν ἀκρόαση τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, τήν γνώση τοῦ τρόπου τῆς σωτηρίας τους καί τήν γνώση διαφόρων θεολογικῶν ἀληθειῶν, ἀλλά δέν ἀγωνίζονται νά καρποφορήση μέσα τους ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ.
Στήν ἐποχή μας ὑπάρχει νοοτροπία νά ἀκοῦμε ἀναλύσεις πατερικῶν κειμένων καί νά μιλᾶμε θεολογικά, ἀλλά δυσκολευόμαστε συγχρόνως νά τηρήσουμε τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, νά φυλάξουμε τίς ἐντολές. Στήν πράξη ἀποδεικνυόμαστε ἐντελῶς ἀνίσχυροι νά ἀντιμετωπίσουμε μιά δύσκολη κατάσταση. Ὁπότε, τί σημασία ἔχει νά κατέχουμε γνώσεις γύρω ἀπό τήν χριστιανική ζωή, ἐνῶ στήν πράξη εἴμαστε πνευματικά πτωχοί; Ὁ ἅγιος Μάξιμος λέγει ὅτι ἡ γνώση ἀποκεκομμένη ἀπό τήν πράξη εἶναι θεολογία δαιμόνων. Χρειάζεται ἀγώνας γιά νά τηροῦμε τίς ἐντολές καί ἔτσι νά προχωρήσουμε στήν θεωρία τοῦ Λόγου καί ὄχι νά στεκόμαστε στήν ἀκρόαση τοῦ λόγου. Νά εἴμαστε φιλάρετοι καί ὄχι ἁπλῶς φιλήκοοι καί φιλοθεάμονες.
* * *
Ὁ παραλυτικός «αἱρόμενος ὑπό τεσσάρων» ἔφθασε στήν οἰκία, ὅπου δίδασκε ὁ Χριστός. Ἐπειδή ὁ κόσμος ἦταν πολύς τόν ἀνέβασαν στήν ὀροφή, «ἀπεστέγασαν τήν στέγην» (Μάρκ. β´, 3-4). καί κατέβασαν τόν παραλυτικό μαζί μέ τό κρεββάτι μπροστά στόν Χριστό, πού τοῦ χάρισε τήν ἴαση καί θεραπεία τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος.
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος προσαρμόζει αὐτό τό γεγονός στήν θεραπεία τῆς παραλύτου ψυχῆς. Καθένας πού πρόσκειται στίς ἡδονές εἶναι παράλυτος στήν ψυχή, κείμενος ἐπάνω στό κρεββάτι τῆς ἡδυπάθειας καί τῆς σαρκικῆς ἀνέσεως. Ἡ ψυχή εἶναι παράλυτη, καθηλωμένη σ᾿ ἕνα σῶμα πού ὑπηρετεῖ τίς ἡδονές καί χρειάζεται νά ἐπιστρέψη στόν Χριστό γιά νά θεραπευθῆ. Τήν βοηθοῦν τέσσερεις παράγοντες ἤτοι «ἡ οἰκεία κατάγνωσις» (αὐτομεμψία), ἡ «ἐξαγόρευσις τῶν προημαρτημένων» (ἐξομολόγηση), «ἡ ὑπόσχεσις ἀποχῆς τῶν κακῶν» (ὑπόσχεση γιά διόρθωση) καί «ἡ δέησις πρός Θεόν» (προσευχή). Ἀπαιτεῖται ὅμως νά ἀποστεγάσουν τήν στέγη, τήν ὀροφή. Ὀροφή εἶναι τό λογιστικό μέρος τῆς ψυχῆς, πού εἶναι φορτωμένο ἀπό ὑλικά, πού προέρχονται ἀπό τήν σχέση πρός τά γήϊνα καί τά πάθη καί χωρίζουν τήν ψυχή ἀπό τόν Χριστό. Ὅταν καθαρισθῆ ὁ λογισμός τότε μποροῦμε νά ταπεινωθοῦμε, νά προσπέσουμε καί νά προσεγγίσουμε τόν Χριστό. Ἀμέσως τότε ὁ παράλυτος νοῦς ἀκούει τήν γλυκυτάτη λέξη «τέκνον» καί λαμβάνει τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν. Ἐπίσης, λαμβάνει καί δύναμη γιά νά σηκώση τό κρεββάτι. Δηλαδή, ὁ ὑγιής νοῦς ἄγει καί διευθύνει τό σῶμα στά ἔργα τῆς μετανοίας καί δέν διευθύνεται ἀπό αὐτό, ὅπως γινόταν προηγουμένως. Ἔτσι, ὁ ἄνθρωπος ἀνασταίνεται καί ζῆ τήν ἐν Χριστῷ ζωή.
Αὐτά τά λίγα μᾶς φανερώνουν ὅτι γιά νά μελετοῦμε τήν Ἁγία Γραφή πρέπει ἀπαραίτητα νά ἔχουμε τήν καθοδήγηση τῶν παλαιῶν καί σύγχρονων ἁγίων Πατέρων. Νά τήν διαβάζουμε μέσα στήν ἀτμόσφαιρα τῆς Ἐκκλησίας. Τότε ἡ ἀνάγνωση θά ἀνάπτη τόν πόθο γιά τήν κοινωνία μέ τόν Χριστό καί θά ἀνασταίνεται ἡ ψυχή ἀπό τήν νέκρωσή της.
ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο Ὅσοι Πιστοί