Εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα
(Λουκ. η´ 5-15)
Εἶπεν ὁ Κύριος την παραβολήν ταύτην· «ἐξῆλθεν ὁ σπείρων τοῦ σπεῖραι τὸν σπόρον αὐτοῦ. καὶ ἐν τῷ σπείρειν αὐτὸν ὃ μὲν ἔπεσε παρὰ τὴν ὁδόν, καὶ κατεπατήθη, καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ κατέφαγεν αὐτό· καὶ ἕτερον ἔπεσεν ἐπὶ τὴν πέτραν, καὶ φυὲν ἐξηράνθη διὰ τὸ μὴ ἔχειν ἰκμάδα· καὶ ἕτερον ἔπεσεν ἐν μέσῳ τῶν ἀκανθῶν, καὶ συμφυεῖσαι αἱ ἄκανθαι ἀπέπνιξαν αὐτό. Καὶ ἕτερον ἔπεσεν εἰς τὴν γῆν τὴν ἀγαθήν, καὶ φυὲν ἐποίησε καρπὸν ἑκατονταπλασίονα. Ταῦτα λέγων ἐφώνει· ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω.
Ἐπηρώτων δὲ αὐτὸν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ λέγοντες· τίς εἴη ἡ παραβολὴ αὕτη.Ὁ δὲ εἶπεν· ὑμῖν δέδοται γνῶναι τὰ μυστήρια τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, τοῖς δὲ λοιποῖς ἐν παραβολαῖς, ἵνα βλέποντες μὴ βλέπωσι καὶ ἀκούοντες μὴ συνιῶσιν. Ἔστι δὲ αὕτη ἡ παραβολή· ὁ σπόρος ἐστὶν ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ· οἱ δὲ παρὰ τὴν ὁδόν εἰσιν οἱ ἀκούσαντες, εἶτα ἔρχεται ὁ διάβολος καὶ αἴρει τὸν λόγον ἀπὸ τῆς καρδίας αὐτῶν, ἵνα μὴ πιστεύσαντες σωθῶσιν. Οἱ δὲ ἐπὶ τῆς πέτρας οἳ ὅταν ἀκούσωσι, μετὰ χαρᾶς δέχονται τὸν λόγον, καὶ οὗτοι ρίζαν οὐκ ἔχουσιν, οἳ πρὸς καιρὸν πιστεύουσι καὶ ἐν καιρῷ πειρασμοῦ ἀφίστανται. Τὸ δὲ εἰς τὰς ἀκάνθας πεσόν, οὗτοί εἰσιν οἱ ἀκούσαντες, καὶ ὑπὸ μεριμνῶν καὶ πλούτου καὶ ἡδονῶν τοῦ βίου πορευόμενοι συμπνίγονται καὶ οὐ τελεσφοροῦσι. Τὸ δὲ ἐν τῇ καλῇ γῇ, οὗτοί εἰσιν οἵτινες ἐν καρδίᾳ καλῇ καὶ ἀγαθῇ ἀκούσαντες τὸν λόγον κατέχουσι καὶ καρποφοροῦσιν ἐν ὑπομονῇ.»
Ἡ ἐκκλησιαστική διδαχή
«ὁ σπόρος ἐστίν ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ» (Λουκ. η´, 11)
Ἡ ἑρμηνευτική διδασκαλία τῆς παραβολῆς τοῦ Σπορέως καί ἡ διασάφηση ὅτι ὁ σπόρος εἶναι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἕνα ἀπό τά μυστήρια τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, πού ἀξιώθηκαν καί ἀξιώνονται νά γνωρίσουν οἱ μαθητές τῆς Βασιλείας. Αὐτή εἶναι ἡ μεγάλη ἀξία τοῦ κηρύγματος μέσα στό χῶρο τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι ἀποκάλυψη καί ἑρμηνείατῶν μυστηρίων τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, σέ αὐτούς πού φλέγονται ἀπό αὐτήν. Εἶναι μιά πραγματική ἱερουργία, μιά μεταμορφωτική δύναμη. Αὐτή τήν βασική διδασκαλία θά ἑρμηνεύσουμε, χωρίς νά τρέφουμε αὐταπάτες ὅτι θά προσελκύση τήν προσοχή τῶν πολλῶν, ἀφοῦ οἱ πολλοί, ἀγνοώντας τήν βαθύτερη οὐσία τῆς Ἐκκλησίας, ζητοῦν ἐκρηκτικά συνθήματα καί ἀνθρώπινους σχολιασμούς. Ὅπως ἡ ἑρμηνεία τῆς παραβολῆς ἔγινε στούς μαθητάς, ἔτσι καί τό κήρυγμα πάντοτε ἀπευθύνεται σέ λίγους, στά πραγματικά μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ.
* * *
Σέ κάθε εὐχαριστιακή καί λατρευτική σύναξη γίνεται ἀνάγνωση τῶν εὐαγγελικῶν καί ἀποστολικῶν περικοπῶν, πού ἐπελέγησαν ἀπό τήν Ἐκκλησία καί ἔπειτα ἀκολουθεῖ ἡ ἑρμηνεία τους. Ἔτσι, μαζί μέ τήν ἱερουργία τοῦ Λόγου ἔχουμε καί τήν ἱερουργία τοῦ λόγου. Δέν πρόκειται περί διαφορετικῶν πραγμάτων, ἀλλά περί τοῦ ἰδίου πράγματος. Ὁ Χριστός εἶναι ὁ Λόγος τοῦ Πατρός, πού μέ τήν ἐνανθρώπησή Του μᾶς ἀπεκάλυψε τό θέλημά Του. Μέσα στόν Λόγο ὑπάρχει Ζωή. «Ἐν αὐτῷ ζωή ἦν καί ἡ ζωή ἦν τό φῶς τῶν ἀνθρώπων (Ἰω. α´, 4). Ἡ ἐνυπόστατη Σοφία τοῦ Πατρός, ὁ προαιώνιος Λόγος, πού ἐσαρκώθη γιά μᾶς «καί τόν λόγον τοῦ εὐαγγελικοῦ κηρύγματος ἐν ἑαυτῷ φέρει πάντως» (ἅγ. Γρηγόριος Παλαμᾶς).
Ἔτσι, ὁ λόγος τοῦ Λόγου ἔχει ζωή, δύναμη μεταμορφωτική. Ὅταν ἀναλύεται στήν θεία Λειτουργία ἀπό τούς ἁγίους, πού ἑνώθηκαν μέ τόν Λόγο Χριστό, συντελεῖ στήν πνευματική καρποφορία τῶν Χριστιανῶν, ἄν διαθέτουν τίς κατάλληλες προϋποθέσεις. Τό κήρυγμα εἶναι ἀναπόσπαστο τμῆμα τῆς θείας Λειτουργίας καί τῆς Λατρείας καί μέσα στήν ἀτμόσφαιρά τους πρέπει νά γίνεται. Τό λέμε αὐτό γιατί, δυστυχῶς, πολλοί Χριστιανοί νοιώθουν τό κήρυγμα σάν ἕνα ξένο στοιχεῖο μέσα στήν θεία Λειτουργία. Καί ὅταν ἔρχεται ἡ ὥρα τοῦ κηρύγματος δυσανασχετοῦν κατά ποικίλους τρόπους. Βέβαια, ἔχει μεγάλη σημασία τό τί λέγεται καί ἀπό ποιόν λέγεται.
Ἐδῶ πρέπει νά τονίσουμε τήν ἀλήθεια ὅτι συνήθως δέν θέλουν νά ἀκοῦνε κήρυγμα ὅσοι ἔχουν μάθει νά ζοῦνσυν αισθηματικά μέσα στήν Λατρεία, ὅσοι δέν νοιώθουν τήν Ἐνορία ὡς οἰκογένεια, καί τήν Ἐκκλησία ὡς Σῶμα Χριστοῦ, ὅσοι ἐκ παραδόσεως (μᾶλλον ἐκ... συντηρήσεως) ἐκκλησιάζονται, ὅσοι ζοῦν διεσπασμένη χριστιανική ζωή, ὅσοι δηλαδή αἰσθάνονται τήν θεία Λειτουργία σάν μιά ἀλλαγή παραστάσεων καί σάν μιά Κυριακάτικη ἀναψυχή καί ξεχνοῦν ὅτι στήν θεία Λειτουργία προσφέρουμε ὅλη μας τήν ζωή καί ἔπειτα ὅλη μας ἡ ζωή λειτουργεῖται κανονικά καί φυσικά. Πάντως, κατά τόν ἅγιο Ἰσαάκ, «ὁ λόγος περί ἀρετῆς χρήζει καρδίας σχολαζούσης ἀπό τῆς γῆς καί τῆς ὁμιλίας αὐτῆς».
* * *
Τήν ἀξία τοῦ κηρύγματος τήν ἔχουν ἀντιληφθῆ οἱ Χριστιανοί πού ἔζησαν τήν μυστική ζωή τῆς Ἐκκλησίας, ἐκεῖνοι πού δέν τήν θεωροῦν σάν ἕνα κατεστημένο θεσμό, ἀλλά ὡς Σῶμα Χριστοῦ καί κοινωνία θεώσεως. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἀναλύει τήν ἐνέργεια τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ. Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ὡς ἐνέργεια τοῦ Λόγου, ἔχει δύναμη, γι᾿αὐτό «ζῶν ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ καί ἐνεργής καί τομώτερος ὑπέρ πᾶσαν μάχαιραν δίστομον καί διϊκνούμενος ἄχριμερισμοῦ ψυχῆς τε καί πνεύματος, ἁρμῶν τε καί μυελῶν» (Ἑβρ. δ´, 12). Ὁ Ἀπόστολος ἐδῶ ὁμιλεῖ ἀπό τήν προσωπική του πείρα, ἀπό τήν ἐνέργεια πού εἶχε μέσα του ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ.
Πράγματι, στόν καλοπροαίρετο ἄνθρωπο ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ἐνεργεῖ βαθειά, εἰσέρχεται μέσα σέ ὅλο του τό εἶναι καί τόν μεταμορφώνει. Τόν τρέφει καί τόν ζωογονεῖ. Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, πού προέρχεται ἀπό τόν Ἴδιο τόν Θεό ἤ ἀπό ἀνθρώπους πού εἶναι ἑνωμένοι μαζί Του, εἶναι ζωοποιός. Φέρει τόν ἄνθρωπο σέ βαθειά μετάνοια καί φωτοποιεῖ τήν ὕπαρξή του. Σέ μιά ὁμιλία του ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς παρακαλεῖ τούς ἀκροατάς του νά συντείνουν καί νά ἀνατείνουν τό ὄμμα τῆς διανοίας πρός τό φῶς τοῦ εὐαγγελικοῦ κηρύγματος γιά νά μεταμορφωθοῦν, καί ἀφοῦ δεχθοῦν τήν θεία αἴγλη, νά γίνουν σύμμορφοι «ὁμοιώματι τῆς δόξης τοῦ Κυρίου». Κατά τόν ἴδιο ἅγιο Πατέρα, ὅπως κατά τήν Μεταμόρφωση τοῦ Κυρίου, τό πρόσωπό Του ἔλαμψε σάν τόν ἥλιο καί τά ἱμάτια Του ἔγιναν λευκά σάν τό φῶς (Ματθ. ιζ´, 2), ἔτσι καί τό γράμμα τοῦ λόγου, πού εἶναι τό ἱμάτιο τοῦ Χριστοῦ, κάτω ἀπό τό όποῖο ὑπάρχει ἡ θεότητα τοῦ Χριστοῦ «λευκόν μέν ὄν καί σαφές, ἅμα δέ καί στίλβον καί λαμπρόν καί οἶον μαργαρῶδες· μᾶλλον δέ θεοπρεπές καί ἔνθεον τοῖς ἐν πνεύματι τά τοῦ Πνεύματος ὁρῶσι». Ἡ γνώση τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ εἶναι ἕνα εἶδος θεωρίας γι᾿ αὐτούς πού ζοῦν μέσα στό Φῶς.
* * *
Ἡ παρομοίωση τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ μέ τόν σπόρο ἐκφράζει μιά βαθειά ἔννοια. Ὅπως ὁ σπόρος ἐξωτερικά δέν δείχνει κάτι σπουδαῖο, ἐσωτερικά ὅμως κρύπτει μεγάλες δυνάμεις πού μποροῦν μέ ὁρισμένες προϋποθέσεις νά ἐκδηλωθοῦν, ἔτσι καί ὁ θεῖος λόγος ἐξωτερικά φαίνεται πτωχός, ἀδύνατος ἐν σχέσει μέ τούς ἄλλους περίτεχνους ἀνθρωπίνους λόγους, ἀλλά ὅμως κρύβει τέτοιες δυνάμεις μέσα του, πού ὅταν τίς δῆ κανείς ἐκπλήσσεται. Κάτω ἀπό τόν λόγο τοῦ Θεοῦ ὑπάρχει ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ πού ἀναγεννᾶ τόν ἄνθρωπο. Ἔτσι ἐξηγεῖται ὅτι ἀπό μερικές φράσεις τοῦ Εὐαγγελίου ἤ ἀπό μερικές φράσεις ἑνός κηρύγματος μεταστρέφονται ψυχές καί πιστεύουν στόν Χριστό. Ὅταν, λοιπόν, ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ προσφέρεται καθαρά καί ὅταν ἀκούγεται καθαρά, ἀναγεννᾶ τούς ἀνθρώπους. Τό κήρυγμα, διά τοῦ ὁποίου μεταδίδεται ὁ θεῖος λόγος, ξέρουμε πολύ καλά ὅτι εἶναι μιά μυστική ἱερουργία. Μακάρι, ὁ κάθε κήρυκας νά τόν λέγη ὅπως ἐκφωνεῖ τίς εὐχές τῆς θείας Λειτουργίας. Μακάρι ἀκόμη καί ὁ Χριστιανός νά τό δέχεται, ὅπως τίς εὐχές τῆς θείας Λειτουργίας, δηλαδή προσευχόμενος. Γιατί ὁ σκοπός τοῦ ὀρθοδόξου κηρύγματος δέν εἶναι νά βάλη τίς κοινωνικές συνθῆκες μέσα στήν θεία Λειτουργία ἤ νά βγάλη τόν ἄνθρωπο τήν ὥρα ἐκείνη ἔξω ἀπό τήν εὐχαριστιακή κοινότητα, ἀλλά νά μεταβάλη τόν πιστό, ὥστε, ἐξερχόμενος ἀπό τήν Ἐκκλησία καί εἰσερχόμενος στόν κοινωνικό βίο, νά τόν μεταμορφώση.
Δέν πρέπει νά ξεχνᾶμε ὅτι τό κήρυγμα δέν εἶναι ἕνας ἀνθρώπινος λόγος πού καταναλίσκεται στήν ἀνάπτυξη ὡραίων ἰδεῶν, στήν προβολή ἐκπληκτικῶν συνθημάτων ἤ διαφημήσεων, στήν παρουσίαση φιλοσοφικῶν ἐννοιῶν καί στοχασμῶν, ἀλλά εἶναι θεῖος λόγος πού ἀποβλέπει στήν σωτηρία τῶν πιστῶν. Ὅταν δέ ὑπάρχουν ὁρισμένες προϋποθέσεις, δηλαδή εἰλικρίνεια, ἀναζήτηση πραγματική, καλλιεργημένο χωράφι, τότε καρποφορεῖ ὁ σπόρος τοῦ Θεοῦ μέ ἐκπληκτικά ἀποτελέσματα. Ἐνῶ σέ αὐτούς πού σκέπτονται μόνον τήν παροῦσα ζωή, μέ τίς φροντίδες, τίς μέριμνες, καί τήν ἀλαζονεία τοῦ πλούτου, ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ παραμένει ἄκαρπος. Ἐδῶ βλέπουμε τήν θεολογική ἔννοια τῆς συνεργίας. Δηλαδή, πρέπει νά συνεργήση καί ὁ ἄνθρωπος γιά νά ἀνατείλη μέσα του ὁ ἥλιος τῆς σωτηρίας.
Πολλοί συγκινοῦνται ἀπό τό κοινωνικό ἔργο καί παραγνωρίζουν τό κήρυγμα τῆς Ἐκκλησίας. Θέλουν τήν Ἐκκλησίανά παύση νά ἐνδιαφέρεται πολύ γιά τό κήρυγμα καί γι᾿ αὐτήν τήν λατρεία ἀκόμη καί νά ἀσχολῆται μέ τήν κοινωνική προσφορά. Αὐτό ὅμως συνιστᾶ πραγματική ἄγνοια. Γιατί ἡ Ἐκκλησία μέ τήν θεία διδαχή ξεπερνᾶ τήν κοινωνική ἐργασία καί ἀναπτύσσει τήν φιλανθρωπία. Μπορεῖ ἕνας νά ἐργάζεται κοινωνικά, ὄχι ὅμως καί φιλάνθρωπα, ἀφοῦ μέτήν κοινωνική ἐργασία μαζοποιεῖται ὁ ἄνθρωπος, γίνεται νούμερο. Μέ τήν διδαχή, λοιπόν, διασφαλίζεται ἡ προσωπικότητα τοῦ ἄλλου καί γίνεται ἐλεύθερος καί προσωπικός διάλογος.
Τό κήρυγμα τοῦ θείου λόγου, ὅταν συνδέεται μέ τήν θεία Εὐχαριστία καί ἐμπνέεται ἀπό τήν ἀτμόσφαιρά της, εἶναι ἡ μεγαλύτερη προσφορά.
* * *
Αὐτά μᾶς φανερώνουν ὅτι γιά νά εἶναι τό κήρυγμα πραγματικός λόγος τοῦ Θεοῦ πρέπει νά προέρχεται ἀπό μεταμορφωμένους ἀνθρώπους. Ὁ ἀνθρώπινος λόγος γίνεται θεῖος λόγος ὅταν ὁ κήρυκας ἔχει Λογοποιηθῆ, Χριστοποιηθῆ καί δι᾿ αὐτοῦ ὁμιλεῖ ὁ Θεός. Διαφορετικά μπορεῖ νά εἶναι «γλωσσαλγία τῶν χειροτονητῶν θεολόγων» (ἅγ. Γρηγόριος Θεολόγος). Οἱ Ἀπόστολοι ἔγιναν ἔμψυχα στόματα τοῦ Λόγου. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός λέγει ὅτι ἐκεῖνος πού θέλει νά ἀναπτύσση τά τοῦ Πνεύματος χωρίς τό Ἅγιο Πνεῦμα, αὐτός ἐκλέγει νά βλέπη χωρίς τό φῶς καί ἔχει ὁδηγό τῆς ὁράσεως τό σκοτάδι, γι᾿ αὐτό προσευχόμενος λέγει: «τήν ἐμήν ἄλογον διάνοιαν Λόγωσον».
Οὐσιαστικά, τό κήρυγμα εἶναι θεολογία γεγονότων. Αὐτό σημαίνει ὅτι δέν εἶναι μιά ἰδεολογική ἀνάπτυξη μερικῶν ἀληθειῶν, ἀφοῦ ὁ Χριστιανισμός δέν εἶναι ἰδεολογία, οὔτε εἶναι παράθεση ἀνθρωπίνων στοχασμῶν, οὔτε μιά συνθηματολογία γιά ἠθική βελτίωση, ἀλλά ἀποκάλυψη τῆς προσωπικῆς ὑπαρξιακῆς ἐμπειρίας, πού ἔλαβε καί λαμβάνει ὁ κήρυκας, ζώντας μέσα στήν Ἐκκλησία καί ἀλλοιούμενος διαρκῶς ἀπό τήν ζωοποιό καί φωτοποιό θεία Χάρη. Ὅταν δέν ὑπάρχη αὐτή ἡ ἐμπειρία, τότε ἀρκούμαστε στό νά παραθέτουμε τήν ἐμπειρία καί ἑρμηνεία τῶν ἁγίων, διότι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ἀναλύεται γνήσια ἀπό τούς ἁγίους Πατέρας, ἐνῶ οἱ ἀναλύσεις τῶν αἱρετικῶν καί στοχαστῶν εἶναι θανατηφόρες, ἐπειδή ἀναμειγνύουν τόν λόγο τοῦ Θεοῦ μέ τό δικό τους δηλητήριο καί ἔτσι δηλητηριάζουν τούς ἀνθρώπους. Δέν κάνουν ἐξήγηση τῆς Γραφῆς, ἀλλά εἰσπήδηση στήν Γραφή.
Καί ὁ τρόπος τῆς προσφορᾶς τοῦ θείου Κηρύγματος δέν ὁμοιάζει μέ τόν τρόπο προσφορᾶς τοῦ ἀνθρωπίνου λόγου. Κατά τούς Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας στό Κήρυγμα δέν ξεκινᾶμε ἀπό τίς ἀπόψεις τοῦ ἀκροατοῦ, οὔτε ἐπιθυμοῦμε μέ ἐπιχειρήματα νά τόν πείσουμε λογικά, ἀλλά ἀποκαλύπτουμε τήν ἀλήθεια, «τάς ἀποκαλυφθείσας αὐτοπίστους ἀρχάς» (ἅγ. Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς) χωρίς φωνές καί ἔριδες καί «πᾶς ὁ ὥν ἐκ τῆς ἀληθείας ἀκούει τῆς φωνῆς» τοῦ Χριστοῦ (Ἰω. ιη´, 37).
* * *
Πρέπει νά ἐπιδιώκουμε ὅλοι μας τήν κάθαρση τῆς καρδιᾶς. Ἡ καθαρή καρδιά μπορεῖ νά δῆ τόν Θεό καί τήν Χάρη Του πού βρίσκεται σέ κάθε ἐντολή πού Ἐκεῖνος ἔδωσε. Οἱ Πατέρες εἶπαν ὅτι ἡ μελέτη τοῦ θείου λόγου μέ καθαρή καρδιά εἶναι ἕνα εἶδος θεωρίας. Βλέπει κανείς τήν ἀγάπη καί τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Ἡ κάθαρση αὐτή γίνεται μέ τήν φωτιστική ἐνέργεια τῶν μυστηρίων καί τῆς μετανοίας. Πρέπει νά ξέρουμε ὅτι μέσα στήν Ἐκκλησία δέν μαθαίνουμε πῶς σώζονται οἱ ἄλλοι, ἀλλά πῶς ἐμεῖς σωζόμαστε. Ὅταν καθαριζόμαστε, τότε ἐκκλησιαστικοποιούμαστε καί ἄρα μποροῦμε νά ἑρμηνεύσουμε τήν Ἁγία Γραφή, ὅπως ἡ Ἐκκλησία τό κάνει.
Ἀκόμη, πρέπει νά στηριζόμαστε στούς ἁγίους Πατέρες μας. Ἡ ζωή καί ἡ διδασκαλία τους νά εἶναι καθοδηγός τῆς ζωῆς μας. Αὐτοί ἔγιναν δοχεῖα τοῦ Παναγίου Πνεύματος, ἔζησαν τήν Παράδοση, φωτίσθηκαν ἀπό τήν Ἁγία Τριάδα. Χωρίς τήν βοήθεια τῶν ἁγίων Πατέρων ἡ Ἁγία Γραφή παρερμηνεύεται καί δέν βοηθᾶ τόν ἄνθρωπο νά σωθῆ.
ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο Ὅσοι Πιστοί
Δεῖτε ἐπίσης: ΟΙ ΠΑΡΑΒΟΛΕΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
ΤΟ ΑΠΟΛΥΤΟΝ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΥ