Κυριακή Η´ Ματθαίου, τό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας

Εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα

(Ματθ. ιδ´ 14-22)

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, εἶδεν ὁ Ἰησοῦς πολὺν ὄχλον, καὶ ἐσπλαγχνίσθη ἐπ' αὐτοῖς καὶ ἐθεράπευσε τοὺς ἀρρώστους αὐτῶν. ὀψίας δὲ γενομένης προσῆλθον αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ λέγοντες· Ἔρημός ἐστιν ὁ τόπος καὶ ἡ ὥρα ἤδη παρῆλθεν· ἀπόλυσον τοὺς ὄχλους, ἵνα ἀπελθόντες εἰς τὰς κώμας ἀγοράσωσιν ἑαυτοῖς βρώματα. ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· Οὐ χρείαν ἔχουσιν ἀπελθεῖν· δότε αὐτοῖς ὑμεῖς φαγεῖν. οἱ δὲ λέγουσιν αὐτῷ· Οὐκ ἔχομεν ὧδε εἰ μὴ πέντε ἄρτους καὶ δύο ἰχθύας. ὁ δὲ εἶπε· Φέρετέ μοι αὐτούς ὧδε. καὶ κελεύσας τοὺς ὄχλους ἀνακλιθῆναι ἐπὶ τοὺς χόρτους, λαβὼν τοὺς πέντε ἄρτους καὶ τοὺς δύο ἰχθύας, ἀναβλέψας εἰς τὸν οὐρανὸν εὐλόγησε, καὶ κλάσας ἔδωκε τοῖς μαθηταῖς τοὺς ἄρτους οἱ δὲ μαθηταὶ τοῖς ὄχλοις. καὶ ἔφαγον πάντες καὶ ἐχορτάσθησαν, καὶ ἦραν τὸ περισσεῦον τῶν κλασμάτων δώδεκα κοφίνους πλήρεις. οἱ δὲ ἐσθίοντες ἦσαν ἄνδρες ὡσεὶ πεντακισχίλιοι χωρὶς γυναικῶν καὶ παιδίων.Καὶ εὐθέως ἠνάγκασεν ὁ Ἰησοῦς τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ ἐμβῆναι εἰς τὸ πλοῖον καὶ προάγειν αὐτὸν εἰς τὸ πέραν, ἕως οὗ ἀπολύσῃ τοὺς ὄχλους.

 

Τό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας

«καί ἔφαγον πάντες καί ἐχορτάσθησαν» (Ματθ. ιδ´, 20)

Ἡ ἀρχαία ἐκκλησιαστική ἑρμηνευτική παράδοση ἔδωσε ἐκκλησιολογικό καί εὐχαριστιακό νόημα στό θαῦμα τοῦ πολλαπλασιασμοῦ τῶν πέντε ἄρτων. Τό θαῦμα αὐτό εἶναι προτύπωση τοῦ μυστηρίου τῆς θείας Εὐχαριστίας, κατά τήν ὁποία ὁ νεκρός ἄνθρωπος λαμβάνει τήν μοναδική ἐνυπόστατη ζωή, τόν Χριστό, καί ζωοποιεῖται. Ἑπομένως, μᾶς δίνεται ἡ εὐκαιρία νά διατυπώσουμε μερικές σκέψεις γύρω ἀπό τό ὑπερφυές καί μέγα αὐτό μυστήριο πού ἀποτελεῖ τό κέντρο ὅλης τῆς ἐκκλησιαστικῆς καί πνευματικῆς ζωῆς.

* * *

   

Ὑπάρχουν πολλά σημεῖα πού συνδέουν τό θαῦμα τοῦ πολλαπλασιασμοῦ τῶν πέντε ἄρτων μέ τό μεγάλο θαῦμα τῆς θείας Εὐχαριστίας. Τό βασικότερο στοιχεῖο εἶναι ὁ πολλαπλασιασμός. Ἐκεῖ στήν ἔρημο ὁ Κύριος μέ πέντε ψωμιά καί δύο ψάρια ἔθρεψε ὅλο τόν λαό. Αὐτό γίνεται καί μέ τό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας. Προσφέρεται ὁ «ἄρτος ὁ ζῶν ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς» (Ἰω. στ´, 51) ὁ Ὁποῖος ποτέ δέν δαπανᾶται. Ὁ Ἱερεύς μετά τήν ἐκφώνηση τά «ἅγια τοῖς ἁγίοις», μελίζοντας τόν ἄρτο, λέγει: «Μελίζεται καί διαμερίζεται ὁ ἀμνός τοῦ Θεοῦ ὁ μελιζόμενος καί μή διαιρούμενος ὁ πάντοτε ἐσθιόμενος καί μηδέποτε δαπανώμενος...». Ὅλοι οἱ ἅγιοι ἁγιάσθηκαν καί θά ἁγιασθοῦν ἀπό τήν οὐράνια αὐτή τροφή.

Ἄλλο στοιχεῖο εἶναι ἡ δωρεάν μετάληψη. Στό λαό, μέ τό θαῦμα, προσφέρεται ἡ τροφή χωρίς νά κοπιάση γιά νά σπείρη τόν σίτο, νά τόν θερίση καί νά τόν κάνη ψωμί. Ὅπως ὁ τότε λαός, ἔτσι καί ὁ λαός τοῦ Θεοῦ λαμβάνει αὐτή τήν τροφή «χωρίς ἱδρώτων καί πόνων» καί «χωρίς ἁμητοῦ καί τῆς ἄλλης ἀκολουθίας». Δηλαδή, ἡ θεία Κοινωνία προσφέρεται ὡς δῶρο τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο. Ἐμεῖς ποτέ δέν εἴμαστε ἄξιοι αὐτῆς τῆς δωρεᾶς, ἀλλά πάντα μᾶς καταξιώνει ἡ ἀγάπη καί ἡ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ. Ἔστω κι ἄν προηγηθῆ ἐκ μέρους μας ἡ μεγαλύτερη προετοιμασία καί πάλι ἡ θεία Κοινωνία εἶναι δῶρο.

Ἐπίσης, ἄλλο στοιχεῖο ὁμοιότητος εἶναι ἡ τροφή. Δηλαδή, ὁ λαός ἔφαγε τόν ἄρτο στήν ἔρημο καί ἱκανοποίησε τό αἴσθημα τῆς πείνης. Ἀπέφυγε τόν θάνατο ἀπό αὐτήν. Τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ τήν θεία Κοινωνία, σέ ἄλλο φυσικά ἐπίπεδο. Κοινωνώντας τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ βιώνουμε τήν Ζωή καί ἀποφεύγουμε τόν θάνατο. Ἔτσι μέ τήν θεία Κοινωνία ἀναπτύσσεται μέσα μας ἡ πνευματική ζωή. Ἑπομένως, εἶναι ἀδύνατη ἡ ζωή τοῦ Θεοῦ χωρίς τήν βίωση τοῦ μυστηρίου τῆς θείας Εὐχαριστίας.

Παρατηρώντας ἀκόμη αὐτήν τήν περικοπή βλέπουμε ὅτι ἔχει μέσα της πολλή εὐχαριστιακή ὁρολογία. «Λαβών», «ἀναβλέψας εἰς τόν οὐρανόν εὐλόγησε», «καί κλάσας ἔδωκε τοῖς μαθηταῖς...» (Ματθ. ιδ´, 19). Ὅλες αὐτές οἱ φράσεις μᾶς ὑπενθυμίζουν τόν Μυστικό Δεῖπνο καί τήν θεία Εὐχαριστία, ἰδίως τήν εὐχή τῆς ἀναφορᾶς, πού ἀποτελεῖ τό κεντρικό τμῆμα τῆς θείας Εὐχαριστίας.

Ἐκτός ἀπό αὐτά ὑπάρχει μιά βασική διαφορά μεταξύ τῶν δύο θαυμάτων. Ὁ λαός ἔφαγε τήν ὑλική τροφή, ἀλλά ἀργότερα ἀπέθανε, ἐνῶ ὅποιος τρώγει τό Σῶμα τοῦ Κυρίου καί πίνει τό Αἷμα τοῦ Κυρίου ἀξίως, δέν πρόκειται νά πεθάνη ποτέ. Ἐπίσης, «ὁ ἄρτος τῆς Ζωῆς», δηλαδή ὁ Χριστός, εἶναι ἡ μοναδική τροφή, πού τρέφει τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου καί δι᾿ αὐτῆς διοχετεύεται ἡ Χάρη καί στό σῶμα.

* * *

Ἡ θεία Εὐχαριστία εἶναι τό κέντρο ὅλων τῶν μυστηρίων καί ὁ σκοπός τῆς πνευματικῆς μας ζωῆς. Βαπτιζόμαστε ὥστε ὡς μέλη τῆς Ἐκκλησίας νά μποροῦμε νά κοινωνοῦμε τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ. Ἐξομολογούμαστε γιά νά καθαρίσουμε τήν ψυχή καί ἀξίως νά δεχθοῦμε τόν Χριστό. Γίνεται τό μυστήριο τῆς Ἱερωσύνης, ὥστε νά ἀναδειχθοῦν ἐκεῖνοι πού θά τελεσιουργοῦν τό μέγα μυστήριο. Καί τό ἅγιο Εὐχέλαιο προηγεῖται συνήθως τῆς θείας Κοινωνίας. Ἡ θεία Εὐχαριστία εἶναι κέντρο καί τοῦ μυστηρίου τοῦ γάμου, γι᾿ αὐτό σέ παλαιότερες ἐποχές συνδέονταν τά δύο μυστήρια, οἱ δέ νεόνυμφοι, μετά τό πέρας τῆς θείας Λειτουργίας, πρῶτοι κοινωνοῦσαν τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων.

Εἴπαμε ὅμως προηγουμένως ὅτι ἡ θεία Εὐχαριστία εἶναι καί ὁ σκοπός τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Πράγματι, δι᾿ αὐτῆς ζωοποιούμαστε καί γινόμαστε μέτοχοι τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Χριστός σώζει τούς ἀνθρώπους διά μέσου αὐτοῦ τοῦ θείου Μυστηρίου, γι᾿ αὐτό καί ἀποτελεῖ τήν καρδιά τῆς Ἐκκλησίας μας, πού τήν ἐκφράζει βαθύτατα. Ἐκκλησία καί θεία Εὐχαριστία ταυτίζονται.

Ἡ θεία Εὐχαριστία καί ἡ θεία Κοινωνία, χορταίνει τόν πεινασμένο ἄνθρωπο, συγχρόνως ὅμως τοῦ αὐξάνει τήν πείνα. Δηλαδή, ὅταν κοινωνῆ κανείς τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ καί βρίσκεται σέ κατάλληλη πνευματική κατάσταση θεοῦται. Τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ δέν μεταβάλλεται σέ δικό μας αἷμα καί σῶμα, ὅπως γίνεται μέ τήν κοινή τροφή, ἀλλά τό δικό μας σῶμα καί αἷμα προσλαμβάνεται ἀπό τόν Χριστό καί θεώνεται. Ἔτσι, ἀποκτοῦμε μιά γεύση τί θά πῆ αἰώνια ζωή, Παράδεισος, κοινωνία μέ τόν Χριστό. Αὐτό ὅμως αὐξάνει τήν ἀναζήτηση καί τήν πείνα. Γι᾿ αὐτό λέμε ὅτι στήν θεία Εὐχαριστία ζοῦμε τόν ἀχόρταγο χορτασμό τοῦ θείου Ἐλέους. Μετά τήν θεία Κοινωνία θέλουμε νά προσευχόμαστε πολύ πρός τόν Θεό, πρός τήν Ἀγάπη μας. Αὐξάνοντας δέ τόν πόθο καί τήν ζωή τῆς προσευχῆς, θέλουμε τό συντομώτερο νά ἑνωθοῦμε μέ τόν ἐράσμιο Νυμφίο μας. Ἑπομένως, ἡ πνευματική ζωή συνδέεται στενά μέ τήν θεία Κοινωνία. Ἡ θεία Εὐχαριστία εἶναι τό τέλος μιᾶς πορείας καί ἡ ἀρχή μιᾶς ἄλλης μεγαλύτερης πορείας. Γι᾿ αὐτό καί λέμε πώς ὅταν ζοῦμε πραγματική πνευματική ζωή εἴμαστε διαρκῶς χορτάτοι καί διαρκῶς πεινασμένοι.

Ὅπως ἐλέχθη ἡ θεία Εὐχαριστία ἀποτελεῖ τό κέντρο τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Οἱ ἅγιοι Πατέρες λέγουν ὅτι ὁ βασικός σκοπός τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ ἵδρυση τοῦ μυστηρίου τῆς θείας Εὐχαριστίας, διά τῆς ὁποίας ἀποκτοῦμε κοινωνία μέ τόν Θεό. Ἡ θεία Κοινωνία εἶναι ἡ μοναδική τροφή τοῦ νέου λαοῦ τοῦ Θεοῦ. Ὁ νέος λαός –ὁ Χριστιανικός– διαφέρει ἀπό τόν παλαιό –Ἰουδαϊκό– στό ὅτι ἐκεῖνοι (Ἰουδαῖοι) ἄκουγαν τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ ἐμεῖς προχωροῦμε στήν θεωρία τοῦ Λόγου, δηλαδή κοινωνοῦμε τοῦ Λόγου.

Ἔτσι, τό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας δέν εἶναι μιά ἁπλῆ ἀκολουθία προσευχῶν, πού ἱκανοποιεῖ τίς θρησκευτικές καί ψυχολογικές μας ἀνάγκες, ἀλλά τό Μυστήριο τῆς ζωῆς μας. Τό Βάπτισμα καθαρίζει τό κατ᾿ εἰκόνα. Ἡ θεία Κοινωνία ἀπεργάζεται τό καθ᾿ ὁμοίωση, τήν πλήρη ἕνωση μέ τόν Χριστό. Μέ τό ἅγιο Βάπτισμα ὁ Θεός γίνεται Πατέρας μας. Μέ τήν θεία Κοινωνία γίνεται Νυμφίος μας καί Μητέρα μας πού μᾶς «τρέφει μαστοῖς οἰκείοις, ὡς ὑπομάζια βρέφη μήτηρ φιλόστοργος», (ἅγ. Γρηγόριος Παλαμᾶς). Ἔτσι καταλαβαίνουμε ὅτι ἡ μετάληψη τῶν Τιμίων Δώρων δέν εἶναι ὑποχρέωση, ἀλλά ἀνάγκη γιά τήν ζωή μας. Δι᾿ αὐτῆς «καθαιροῦνται αἱ δυνάμεις τοῦ Σατανᾶ» καί αἰσθανόμαστε στήν καρδιά μας τίς ἐνέργειες τοῦ Χριστοῦ.

* * *

Σωζόμαστε καί ἁγιαζόμαστε ὄχι ἀτομικά, ἀλλά ἐκκλησιαστικά. Δηλαδή μποροῦμε νά ἀποκαλέσουμε τόν Θεό Πατέρα καί νά συμμετάσχουμε στό Δεῖπνο τῆς ἀγάπης Του, ἐπειδή εἴμαστε μέλη τῆς Ἐκκλησίας.

Ἡ θεία Εὐχαριστία εἶναι τό κέντρο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς καί σέ αὐτήν ἀναφέρονται ὅλες οἱ πράξεις της καί τά μυστήρια. Τό κήρυγμα, ἡ φιλανθρωπική καί κοινωνική δράση κλπ. ὅταν δέν καταλήγουν στό θυσιαστήριο καί ὅταν δέν ξεκινοῦν ἀπό αὐτό εἶναι μάταια καί ἀνωφελῆ. Τίποτε στήν Ἐκκλησία δέν αὐτονομεῖται. Ἡ αὐτονομία θεωρεῖται ἡ μεγαλύτερη αἵρεση, διότι εἶναι διάσπαση. Καί κάθε τι τό διασπαστικό ἔχει τό στοιχεῖο τῆς ἁμαρτίας καί εἶναι ἀντιεκκλησιαστικό.

Ἡ θεία Εὐχαριστία διατηρεῖ τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι πολύ χαρακτηριστικό ὅτι στούς ἀρχαίους ἐκκλησιαστικούς συγγραφεῖς, συνδέεται στενά ἡ Ἐκκλησία μέ τό Θυσιαστήριο καί τόν Ἐπίσκοπο. Ὅπως ἔξω ἀπό τόν Ἐπίσκοπο δέν νοεῖται ἀληθινή ἐκκλησιαστική ζωή καί Εὐχαριστία, ἔτσι ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία δέν νοεῖται Θυσιαστήριο καί Ἐπίσκοπος, καθώς ἐπίσης καί ἔξω ἀπό τό Θυσιαστήριο (θεία Εὐχαριστία) δέν νοεῖται Ἐκκλησία καί Ἐπίσκοπος. Ἀπό αὐτά φαίνεται ὅτι ὁ Ἐπίσκοπος δέν εἶναι ἕνας διοικητικός ἄρχοντας, ἀλλά ὁ Προεστώς τῆς εὐχαριστιακῆς συνάξεως. Ἔτσι, ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας δέν εἶναι ἀφηρημένη καί πνευματική, ἀλλά σαρκική (πραγματική, σωματική). Καί αὐτή ἡ σαρκική ἑνότητα πραγματοποιεῖται στήν θεία Εὐχαριστία.

Ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι δέν νοιώθουμε τήν ἑνότητα τοῦ κόσμου ἔξω ἀπό τήν θεία Εὐχαριστία. Λέμε πολλές φορές ὅτι ὁ κόσμος πρέπει νά ἐκκλησιοποιηθῆ. Αὐτό θά γίνη μόνον ὅταν οἱ διά μέσου τῶν αἰώνων Ἀπόστολοι, καί γενικά ἡ Ἐκκλησία, θά καλοῦν τούς ἀνθρώπους στήν «τράπεζα τοῦ Κυριακοῦ Μυστικοῦ Δείπνου» καί ὄχι στήν τράπεζα τῶν διαπραγματεύσεων. Βέβαια, θά γίνωνται διάλογοι ἀλλά δέν μποροῦν αὐτοί νά ἀντικαταστήσουν καί νά ἀναπληρώσουν τήν θεία Εὐχαριστία. Πρός τήν ἀληθινή μετοχή στήν Τράπεζα πρέπει νά κατευθύνωνται ὅλες οἱ πράξεις μας. Ὅταν οἱ Ἀπόστολοι ἐφαρμόζουν τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ: «δότε ὑμεῖς φαγεῖν» αὐτό εἶναι τό μεγαλύτερο φιλανθρωπικό καί κοινωνικό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας, γιατί διά τοῦ ἁγιαζομένου μικροκόσμου (τοῦ ἀνθρώπου) μεταφέρεται ὁ ἁγιασμός σέ ὅλο τόν μακρόκοσμο (σέ ὅλη τήν φύση).

Ἑπομένως, ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ κόσμου πραγματώνεται στήν θεία Εὐχαριστία. Ἀπό ὀρθόδοξη πλευρά δέν νοεῖται πνευματική ζωή χωρίς τήν θεία Εὐχαριστία καί θεία Κοινωνία. Οὔτε νοεῖται ἀληθινή μετοχή στήν θεία Εὐχαριστία, ὅταν εἴμαστε διεσπασμένοι σέ κομματικές παρασυναγωγές.

Ἄν θέλουμε νά ζοῦμε κοινωνικά πρέπει νά μάθουμε νά ζοῦμε εὐχαριστιακά. Τότε ἡ ἔρημος τῆς ζωῆς μας γίνεται πνευματικός σιτοβολώνας. Στήν περιοχή τοῦ θανάτου ξεπηγάζει ἡ ζωή.

ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο Ὅσοι Πιστοί

Δεῖτε ἐπίσης: Η ΠΡΟΝΟΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑΣ

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ




Προφίλ

Οἱ ἐκδόσεις τῆς γυναικείας Ἱερᾶς Μονῆς Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου (Πελαγίας) ἀπό τό 1982 ἐκδίδουν καί διακινοῦν σέ ὅλο τόν κόσμο τά βιβλία τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου, ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ ἱδρυτής καί πνευματικός πατέρας τῆς ἀδελφότητος.

Μάθετε περισσότερα...

banks
Login-iconLogin
active³ 5.5 · IPS κατασκευή E-shop · Όροι χρήσης