Εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα
(Ματθ. κα΄ 33-42)
Ἄνθρωπός τις ἦν οἰκοδεσπότης, ὅστις ἐφύτευσεν ἀμπελῶνα καὶ φραγμὸν αὐτῷ περιέθηκε καὶ ὤρυξεν ἐν αὐτῷ ληνὸν καὶ ᾠκοδόμησε πύργον, καὶ ἐξέδοτο αὐτὸν γεωργοῖς καὶ ἀπεδήμησεν. ὅτε δὲ ἤγγισεν ὁ καιρὸς τῶν καρπῶν, ἀπέστειλε τοὺς δούλους αὐτοῦ πρὸς τοὺς γεωργοὺς λαβεῖν τοὺς καρποὺς αὐτοῦ. καὶ λαβόντες οἱ γεωργοὶ τοὺς δούλους αὐτοῦ ὃν μὲν ἔδειραν, ὃν δὲ ἀπέκτειναν, ὃν δὲ ἐλιθοβόλησαν. πάλιν ἀπέστειλεν ἄλλους δούλους πλείονας τῶν πρώτων, καὶ ἐποίησαν αὐτοῖς ὡσαύτως. ὕστερον δὲ ἀπέστειλε πρὸς αὐτοὺς τὸν υἱὸν αὐτοῦ λέγων· ἐντραπήσονται τὸν υἱόν μου. οἱ δὲ γεωργοὶ ἰδόντες τὸν υἱὸν εἶπον ἐν ἑαυτοῖς· οὗτός ἐστιν ὁ κληρονόμος· δεῦτε ἀποκτείνωμεν αὐτὸν καὶ κατάσχωμεν τὴν κληρονομίαν αὐτοῦ. καὶ λαβόντες αὐτὸν ἐξέβαλον ἔξω τοῦ ἀμπελῶνος, καὶ ἀπέκτειναν. Ὅταν οὖν ἔλθῃ ὁ κύριος τοῦ ἀμπελῶνος, τί ποιήσει τοῖς γεωργοῖς ἐκείνοις; λέγουσιν αὐτῷ· κακοὺς κακῶς ἀπολέσει αὐτούς, καὶ τὸν ἀμπελῶνα ἐκδώσεται ἄλλοις γεωργοῖς, οἵτινες ἀποδώσουσιν αὐτῷ τοὺς καρποὺς ἐν τοῖς καιροῖς αὐτῶν. λέγει αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς· οὐδέποτε ἀνέγνωτε ἐν ταῖς γραφαῖς, λίθον ὃν ἀπεδοκίμασαν οἱ οἰκοδομοῦντες, οὗτος ἐγενήθη εἰς κεφαλὴν γωνίας· παρὰ Κυρίου ἐγένετο αὕτη, καὶ ἔστι θαυμαστὴ ἐν ὀφθαλμοῖς ἡμῶν; διὰ τοῦτο λέγω ὑμῖν ὅτι ἀρθήσεται ἀφ᾿ ὑμῶν ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ δοθήσεται ἔθνει ποιοῦντι τοὺς καρποὺς αὐτῆς.
Κλήση καί ἀπόκλιση
«ἄνθρωπός τις ἦν οἰκοδεσπότης ὅστις ἐφύτευσεν ἀμπελῶνα καί φραγμόν αὐτῷ περιέθηκε...» (Ματθ. κα´, 33)
Ἕνας οἰκοδεσπότης φύτεψε ἕνα ἀμπέλι καί ἔβαλε γύρω του ἕνα φράκτη. Οἱ γεωργοί, ὅταν ἦλθε ὁ καιρός τῆς συγκομιδῆς, κακοποίησαν ποικιλοτρόπως τούς ἀπεσταλμένους τοῦ οἰκοδεσπότου. Τελικά, φόνευσαν καί τόν κληρονόμο τῆς περιουσίας, τόν υἱό τοῦ Οἰκοδεσπότου. Αὐτό ὅμως εἶχε συνέπειες γιά τήν ζωή τους.
Αὐτή μέ πολύ λίγα λόγια εἶναι ἡ παραβολή τῶν κακῶν γεωργῶν (Ματθ. κα´, 33-44) μέ τήν ὁποία ἤθελε πολλά νά διδάξη ὁ Χριστός. Τό βασικό νόημα τῆς παραβολῆς εἶναι ὅτι ἡ ἀχαριστία καί ἡ σκληροκαρδία τῶν ἀνθρώπων δέν ἔχουν ὅρια. Οἱ ἄνθρωποι ἀποδεικνύονται ἀνάξιοι τῆς μεγάλης δωρεᾶς τοῦ Θεοῦ. Αὐτό πού ἔγινε μέ τούς Ἰουδαίους γίνεται καί μέ κάθε Χριστιανό, ἀφοῦ ἡ παραβολή ἔχει ἐκκλησιολογική ἀναφορά.
* * *
Ὁ ἱερός Χρυσόστομος ἀναλύοντας τήν παραβολή αὐτή λέγει ὅτι μετά τήν ἔξοδο ἀπό τήν Αἴγυπτο ὁ Θεός «νόμον ἔδωκεν (στούς Ἰσραηλίτες) καί πόλιν ἀνέστησεν καί ναόν ὠκοδόμησε καί θυσιαστήριον κατεσκεύασε». Ὁ φραγμός εἶναι ὁ Νόμος πού ἔδωσε ὁ Θεός γιά νά φυλάξη τόν λαό Του ἀπό τήν πλάνη καί τήν ἀποστασία. Ὁ φραγμός δέν ἦταν γιά τήν Παλαιά Διαθήκη μόνον, ἀλλά ὑπάρχει καί στήν Καινή Διαθήκη. Ὁ ἅγιος Μάξιμος λέγει ὅτι ὁ Θεός γιά τήν χειραγώγηση τοῦ ἀνθρώπου στήν πνευματική ζωή ἔδωσε τρεῖς Νόμους, πού ἄν καί φαίνωνται διάφοροι μεταξύ τους, ἐν τούτοις ὅμως εἶναι ὁμοιογενεῖς, ἀφοῦ εἶναι ἔργο τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ. Εἶναι πρῶτον ὁ φυσικός Νόμος (ἡ συνείδηση) δεύτερον ὁ γραπτός Νόμος, πού δόθηκε στόν Μωϋσῆ καί τρίτον ὁ Εὐαγγελικός Νόμος ἤ Νόμος τῆς Χάριτος.
Μετά τήν πτώση του ὁ ἄνθρωπος σκοτίσθηκε καί ἔπαθε φοβερή σύγχυση, μέ ἀποτέλεσμα νά μή διακρίνη τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Γι᾿ αὐτό ὁ Θεός ἐν τῇ ἀγάπῃ του ἔδωσε τόν γραπτό Νόμο γιά νά ὁδηγήση τόν ὑπανάπτυκτο πνευματικά ἄνθρωπο στήν κοινωνία μαζί Του καί νά τόν προφυλάξη ἀπό τίς πλάνες. Μέ αὐτή τήν ἄποψη ὁ Νόμος εἶναι σωτηριώδης φραγμός. Βέβαια, ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἔργο τῆς ἐκχύσεως τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Παναγίου Πνεύματος. Ἀλλά ὁ Νόμος βοηθᾶ τόν ἄνθρωπο νά δέχεται καί νά διαφυλάσση τήν θεία Χάρη.
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στήν πρός Ρωμαίους ἐπιστολή ἀναλύει λεπτομερῶς τήν εὐεργετική καί σωτηριώδη σημασία τοῦ Νόμου τοῦ Θεοῦ. Θά ἀρκεσθοῦμε στό νά παραθέσουμε μόνον δύο χωρία. «Ὥστε ὁ μέν Νόμος ἅγιος καί ἡ ἐντολή ἁγία καί δικαία καί ἀγαθή» (Ρωμ. ζ´, 12). Ἐπίσης, διά τοῦ Νόμου ἀποκτοῦμε ἐπίγνωση τῆς ἁμαρτίας. «Διά γάρ Νόμου ἐπίγνωσις ἁμαρτίας» (Ρωμ. γ´, 20). Δι᾿ αὐτοῦ φθάνουμε στήν φυσική γνώση πού εἶναι ἡ διάκριση μεταξύ τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ. Χωρίς αὐτήν τήν διάκριση ὁ ἄνθρωπος ζῆ τήν παρά φύση ζωή. Ἑπομένως, εἶναι μεγάλη ἡ ἀξία τοῦ Νόμου γιά τήν πνευματική ζωή.
Σήμερα παρατηρεῖται μιά ἀναζήτηση τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἄνθρωπος φλέγεται ἀπό ἀκόρεστη ἐπιθυμία νά ἀποκτήση προσωπικές ἐμπειρίες ἑνώσεως μέ τόν Θεό. Ὅμως, ἀδυνατεῖ νά προχωρήση, γιατί δέν διαθέτει πρακτική ὑποδομή. Τοῦ λείπει «ὁ φραγμός». Στερεῖται τῆς πρακτικῆς φιλοσοφίας, πού εἶναι ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, διά τῆς ὁποίας ἀποκτοῦμε τήν κάθαρση τῆς καρδιᾶς. Δέν γνωρίζει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί γι᾿ αὐτό εἶναι εὐάλωτος στόν πονηρό. Ἄρα, ἡ πρακτική ἀρετή εἶναι ἀπαραίτητη γιά τήν ἀπόκτηση ὑψηλῶν πνευματικῶν θεωριῶν. Ὁ ἅγιος Ἐφραίμ λέγει ὅτι, ὅπως τό σῶμα χωρίς τό πνεῦμα εἶναι νεκρό, ἔτσι καί ἡ γνώση χωρίς τήν πνευματική ἐργασία εἶναι νεκρά. «Πλάνη ἀνδρί τῷ μή εἰδέναι τάς Γραφάς· δισσῶς δέ πλανᾶται ὁ ἐπιστάμενος καί καταφρονῶν». Ἐκεῖνος πού θέτει στήν ζωή του τόν «φραγμό» τοῦ Νόμου τοῦ Θεοῦ, ἀξιώνεται νά προχωρήση στήν βίωση τοῦ πνεύματος τοῦ Νόμου, φθάνει στόν προφορικό λόγο, τήν προσωπική κοινωνία μέ τόν Θεό, πού εἶναι ἡ προπτωτική κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου.
* * *
Οἱ ἐντολές τοῦ Θεοῦ δέν ἔχουν νομική βάση, ἀλλά σωτηριολογική. Αὐτό σημαίνει ὅτι οἱ ἐντολές τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι μερικές ἠθικιστικές διατάξεις, ἀλλά «ρήματα ζωῆς αἰωνίου». Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὡς ἑξῆς ἀναπτύσσει τό θέμα αὐτό. Μέσα στίς ἐντολές, λέγει, ὑπάρχει ὁ Χριστός, ὁ Ὁποῖος καί τίς ἔδωσε. Ἐκεῖνος, λοιπόν, πού τηρεῖ τίς ἐντολές Του, ἑνώνεται μέ τόν Χριστό πού ὑπάρχει ἐκεῖ μυστικά. Ἀλλά ἐπειδή ὁ Χριστός ποτέ δέν εἶναι χωρισμένος ἀπό τόν Πατέρα καί τό Ἅγιο Πνεῦμα, ἀφοῦ ἀποτελοῦν Τριάδα ὁμοούσιο καί ἀχώριστο, γι᾿ αὐτό ὅποιος τηρεῖ τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ ἑνώνεται μέ τήν Ἁγία Τριάδα: «ὁ δεξάμενος μίαν ἐντολήν καί τηρήσας αὐτήν μυστικῶς ἔχει τήν Ἁγίαν Τριάδα». Ἑπομένως, διά τῶν ἐντολῶν λαμβάνουμε τήν Χάρη τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ, καθώς ἐπίσης ἡ μή τήρησή τους μᾶς ἀποστερεῖ τῆς ἀποκτήσεως τῆς Χάριτος. Ὁ ἀνυπάκουος σέ ὅ,τι ὁ Κύριος εἶπε, καταδικάζεται καί αὐτοκτονεῖ, διότι δέν οἰκειοποιεῖται τήν Χάρη τοῦ Χριστοῦ.
Αὐτά πού εἴπαμε φανερώνουν δύο πράγματα. Πρῶτον, ὅτι ἡ πραγματική θεολογία ἀρχίζει ἀπό τήν ἐφαρμογή τοῦ Νόμου τοῦ Θεοῦ. Πολλοί στίς ἡμέρες μας ἀναζητοῦν ἐπαφή καί κοινωνία μέ τόν Θεό, ἀλλά ζοῦν μακρυά ἀπό τήν ἐφαρμογή τοῦ Νόμου Του. Θεολογία, πού δέν εἶναι ἀποτέλεσμα τηρήσεως τῶν ἐντολῶν, εἶναι διανοητική καί μπορεῖ νά εἶναι σατανική. Παραμένει μία γνώση πού μπορεῖ νά εἶναι ἐσφαλμένη, χωρίς νά ἐπηρεάζη τήν ζωή μας. Διότι, ἡ ὑπακοή μας στόν Νόμο τοῦ Θεοῦ μᾶς βοηθᾶ, ἐκτός τῶν ἄλλων, στό νά παύσουμε νά κάνουμε τό δικό μας θέλημα καί τότε μόνον βρίσκουμε τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὁπότε ἡ θεία Χάρη χαριτώνει τήν ὕπαρξή μας. Δεύτερον, ὅταν κανείς τηρῆ τό γράμμα τοῦ Νόμου, τότε μέ τήν θεία Χάρη προχωρεῖ καί στήν βίωση τοῦ πνεύματος τοῦ Νόμου. Κατορθώνει μιά προσωπική ἐπικοινωνία μέ τόν Θεό καί ἀκούει τόν Ἴδιο νά ὁμιλῆ. Αὐτό, φυσικά, δέν μπορεῖ νά γίνη ἄν ἐμεῖς μέ τήν «λογική» μας ἀρνούμαστε νά τηρήσουμε ὅ,τι μᾶς εἶπε ὁ Κύριος.
Λέγοντας, βέβαια, ὅλα αὐτά δέν ξεχνοῦμε ὅτι ὁ γραπτός νόμος εἶναι μεταπτωτικός, ἐνῶ προπτωτικά ὑπῆρχε ὁ προφορικός λόγος, δηλαδή ἡ προσωπική ἐπικοινωνία μέ τόν Θεό. Δηλαδή, ὁ Ἀδάμ στόν Παράδεισο δέν εἶχε ἀνάγκη Νόμου, γιατί εἶχε ἐπικοινωνία μέ τόν Τριαδικό Θεό. Μετά ὅμως ἀπό τήν παράβαση, ἐπειδή ὁλόκληρη ἡ ἀνθρώπινη φύση προσβλήθηκε ἀπό τήν ἁμαρτία, ὁ ἄνθρωπος ξεχνᾶ τόν Θεό καί τό θέλημά Του, γι᾿ αὐτό καί ἔχει ἀνάγκη γραπτοῦ Νόμου. Αὐτό εἶναι γνωστό. Ἀλλά εἶναι ἐξ ἴσου γνωστό ὅτι, ὅταν ὁ ἄνθρωπος, ζώντας μέσα στήν Ἐκκλησία, τηρῆ, μέ τήν ὑπακοή του, ὅλες τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ, ἑνώνεται μέ τόν Θεό, ὁπότε τό θέλημα τοῦ Θεοῦ γίνεται ἕνα μέ τήν ὕπαρξή του καί δέν ἔχει ἀνάγκη τότε τῆς ὑπενθυμίσεως τοῦ γραπτοῦ Νόμου. Ζῆ τήν προπτωτική ἐπικοινωνία μέ τόν Θεό.
Αὐτή εἶναι ἡ ἀξία τῶν ἐντολῶν. Δέν εἶναι δεσμευτικές τῆς ἐλευθερίας, οὔτε ὑπόθεση λύπης, ἀλλά προσφέρουν τίς ἀπαραίτητες προϋποθέσεις γιά τήν ἀπόκτηση τῆς αἰωνίου ζωῆς.
* * *
Στήν παραβολή αὐτή πού ἀναλύουμε φαίνεται ὅτι οἱ γεωργοί τοῦ ἀμπελώνα φόνευσαν πρῶτα τούς ἀπεσταλμένους καί ἔπειτα τόν υἱό τοῦ οἰκοδεσπότου, τόν κληρονόμο τῆς περιουσίας. Ἐδῶ βλέπουμε ὅλη τήν ἱστορία τῶν Ἰουδαίων, οἱ ὁποῖοι ὄχι μόνον φόνευσαν καί δίωξαν τούς Προφῆτας, ἀλλά σταύρωσαν καί τόν Χριστό. Βλέπουμε ἀκόμη καί τήν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητος καί μάλιστα τῆς χριστιανικῆς ἀνθρωπότητος, γιατί ὅπως ὑπάρχουν Προφῆτες στήν Παλαιά Διαθήκη, ἔτσι ὑπάρχουν καί Προφῆτες στήν Καινή Διαθήκη. Αὐτοί εἶναι οἱ ἅγιοι, πού ἔχουν προσωπική κοινωνία μέ τόν Θεό καί συνήθως δέχονται τήν ἐπίθεση τοῦ κόσμου. Ἐπίσης, ἀπεσταλμένοι τοῦ Θεοῦ εἶναι οἱ Ποιμένες τοῦ νέου λαοῦ τοῦ Θεοῦ, οἱ Ἱερεῖς, ἰδιαιτέρως οἱ Ἐπίσκοποι.
Συνήθως στό θέμα αὐτό κάνουμε ἕνα λάθος. Τούς Ποιμένας τούς θεωροῦμε σάν ἐκκλησιαστικούς ὑπαλλήλους, πού εἶναι τοποθετημένοι νά βοηθοῦν στήν λύση διαφόρων προβλημάτων, προσωπικῶν, οἰκογενειακῶν καί κοινωνικῶν ἤ τούς θεωροῦμε σάν τά πρόσωπα ἐκεῖνα πού ἐξυπηρετοῦν τίς ψυχολογικές μας ἀνάγκες. Οἱ πιό πνευματικά ἀνεπτυγμένοι τούς θεωροῦν σάν ἐκπροσώπους ἤ ἀντιπροσώπους τοῦ Θεοῦ καί ξεχνοῦμε ἐντελῶς ὅτι οἱ Ἱερεῖς, ἰδιαιτέρως οἱ Ἐπίσκοποι, δέν εἶναι ἀντιπρόσωποι τοῦ Θεοῦ, σάν νά βρίσκεται ὁ Θεός στούς Οὐρανούς καί ἔχει παραχωρήσει τό δικαίωμα τῆς ἐκπροσωπήσεως σέ διάφορα πρόσωπα, ἀλλά εἶναι τό μυστήριο τῆς αἰσθητῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ μεταξύ μας. Οἱ Ἐπίσκοποι, καθώς ἐπίσης καί οἱ Ἱερεῖς, πού ἐργάζονται μέ τήν εὐλογία τοῦ Ἐπισκόπου, εἶναι εἰς τύπον καί τόπον τῆς Κεφαλῆς τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδή τοῦ Χριστοῦ. Πλησιάζοντας τούς Ποιμένας πρέπει νά προσβλέπουμε σέ αὐτόν τόν Ἴδιο τόν Χριστό. Εἶναι τό στόμα τοῦ Λόγου. Ἔτσι, ἡ περιφρόνηση, ἡ παραθεώρηση, ἡ συκοφαντία, ἡ ἱεροκατηγορία εἶναι ἐνέργεια κακῶν γεωργῶν πού ἀναφέρεται στόν Ἴδιο τόν Χριστό.
* * *
Ἕνα ἄλλο ἀξιοσημείωτο τῆς παραβολῆς εἶναι ἡ διαβεβαίωση τοῦ Χριστοῦ: «διά τοῦτο λέγω ὑμῖν ὅτι ἀρθήσεται ἀφ᾿ ὑμῶν ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί δοθήσεται ἔθνει ποιοῦντι τούς καρπούς αὐτῆς» (Ματθ. κα´, 43). Ὁ Θεός ἀπέσυρε τήν Χάρη Του ἀπό τόν Ἰσραηλιτικό λαό, γιατί ἀποδείχθηκε ἀνάξιος τῆς μεγάλης αὐτῆς κληρονομιᾶς καί τήν ἔδωσε σέ ἄλλο Ἔθνος, τόν Χριστιανικό λαό.
Αὐτό ὅμως γίνεται πάντοτε. Δηλαδή, οἱ διάφοροι θεσμοί ὑπάρχουν καί λειτουργοῦν γιά νά διαφυλάττουν καί νά μεταδίδουν τήν σώζουσα ἀλήθεια. Ὅταν ὅμως ἡ ἀλήθεια παραθεωρῆται ἤ διαστρεβλώνεται ἤ συγχέεται μέ τήν πλάνη τότε καί οἱ θεσμοί χάνουν τήν ἀξία τους. Στήν ἱστορία βλέπουμε ὅτι ὁλόκληρες Ἐκκλησίες τοπικές, ἐπειδή ἔχασαν τήν ἀλήθεια, περιέπεσαν στήν πλάνη καί στήν αἵρεση, ὁπότε ἔχασαν τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ.
Τό ἀπαραίτητο εἶναι νά διαφυλάσσουμε τήν Χάρη μέ τήν μετάνοια καί τήν ἀγάπη, καθώς ἐπίσης νά τήν ἐκφράζουμε μέ ταπείνωση καί εἰλικρίνεια ἔξω ἀπό πολιτικές σκοπιμότητες, διότι διαφορετικά βιώνουμε ἁπλῶς ἕνα νεκρό γράμμα. Θά ἰσχύση σέ τέτοια περίπτωση ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ στόν Ἐπίσκοπο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἐφέσου: «ἔχω κατά σοῦ, ὅτι τήν ἀγάπην σου τήν πρώτην ἀφῆκας. μνημόνευε οὖν πόθεν πέπτωκας καί μετανόησον καί τά πρῶτα ἔργα ποίησον· εἰ δέ μή, ἔρχομαι σοι ταχύ καί κινήσω τήν λυχνία σου ἐκ τοῦ τόπου σου, ἐάν μή μετανοήσης» ( Ἀποκ. β´, 4-5). Ἔτσι ἐξηγεῖται ὅτι οἱ Πατέρες ἀγωνίζονται ἕως θανάτου γιά τήν διαφύλαξη τῆς ἀλήθειας.
Ὁ ἀμπελώνας ὑπάρχει. Εἶναι ἡ Ἐκκλησία, ἡ ὁποία διαφυλάσσει ἀνόθευτη τήν ἀλήθεια. Χρειάζεται ταπείνωση καί διαρκής μετάνοια γιά νά μή γίνουμε κακοί γεωργοί καί χάσουμε τήν θεία Χάρη μέ συνέπεια τήν καταδίκη μας. Νά μᾶς συνέχη ὁ κίνδυνος τῆς διαπτώσεως.
ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο Ὅσοι Πιστοί
Δεῖτε ἐπίσης: ΟΙ ΠΑΡΑΒΟΛΕΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
ΟΙ ΠΑΡΑΒΟΛΕΣ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ