Εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα
(Ματθ. θ´ 1-8)
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐμβὰς ὁ Ἰησοῦς εἰς τὸ πλοῖον, διεπέρασε, καὶ ἦλθεν εἰς τὴν ἰδίαν πόλιν. Καὶ ἰδού, προσέφερον αὐτῷ παραλυτικὸν ἐπὶ κλίνης βεβλημένον. Καὶ ἰδὼν ὁ ᾽Ιησοῦς τὴν πίστιν αὐτῶν εἶπεν τῷ παραλυτικῷ΄ Θάρσει, τέκνον· ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου. Καὶ ἰδού τινες τῶν γραμματέων εἶπον ἐν ἑαυτοῖς΄ Οὗτος βλασφημεῖ. Καὶ ἰδὼν ὁ ᾽Ιησοῦς τὰς ἐνθυμήσεις αὐτῶν εἶπεν΄ Ἵνα τί ὑμεῖς ἐνθυμεῖσθε πονηρὰ ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν; τί γάρ ἐστιν εὐκοπώτερον, εἰπεῖν΄ ᾽Αφίενταί σου αἱ ἁμαρτίαι, ἢ εἰπεῖν΄ ῎Εγειρε καὶ περιπάτει; ἵνα δὲ εἰδῆτε ὅτι ἐξουσίαν ἔχει ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐπὶ τῆς γῆς ἀφιέναι ἁμαρτίας, τότε λέγει τῷ παραλυτικῷ΄ ᾽Εγερθεὶς ἆρόν σου τὴν κλίνην καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου. Καὶ ἐγερθεὶς ἀπῆλθεν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ. Ἰδόντες δὲ οἱ ὄχλοι, ἐθαύμασαν καὶ ἐδόξασαν τὸν Θεόν, τὸν δόντα ἐξουσίαν τοιαύτην τοῖς ἀνθρώποις.
Ὁ Χριστός, ὁ ξένος καί οἰκεῖος
Τό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα ἀρχίζει μέ τήν φράση «ἐμβάς ὁ Ἰησοῦς εἰς πλοῖον διεπέρασεν καί ἦλθεν εἰς τήν ἰδίαν πόλιν», δηλαδή ὁ Χριστός μπῆκε μέσα σέ ἕνα πλοῖο καί ἦλθε στήν πόλη Του. Ὁ Χριστός ἔζησε μέ τούς ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς Του, χρησιμοποιοῦσε τά μεταφορικά μέσα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης καί εἶχε καί τήν πόλη Του. Ἔζησε ὅπως ὅλοι μας, χωρίς ὅμως νά πράξη κάποια ἁμαρτία, γιατί ἦταν Θεάνθρωπος καί τελείως ἀναμάρτητος.
Σέ ποιά πόλη ἀναφέρεται ἐδῶ ὁ Εὐαγγελιστής καί ποιά πόλη θεωρεῖτο ὡς «ἰδία πόλις» τοῦ Χριστοῦ; Πρόκειται γιά τήν Καπερναούμ. Ὁ ἱερός Χρυσόστομος λέγει ὅτι ἡ Βηθλεέμ γέννησε τόν Χριστό, ἡ Ναζαρέτ τόν ἔθρεψε καί ἡ Καπερναούμ τόν εἶχε διαρκῶς οἰκοῦντα. Ὅμως, παντοῦ ὁ Χριστός εἶχε προβλήματα, ἀφοῦ στήν Βηθλεέμ γεννήθηκε μέσα σέ ἕναν σταῦλο, στήν Ναζαρέτ ἀντιμετώπισε τήν μανία τῶν συμπατριωτῶν Του πού ἀποπειράθηκαν νά Τόν γκρεμίσουν ἀπό ἕνα βουνό καί στήν Καπερναούμ δέν Τόν δέχθηκαν, καίτοι ἔκανε πολλά θαύματα ἐκεῖ, γι’ αὐτό καί εἶπε: «Καί σύ Καπερναούμ, ἡ ἕως τοῦ οὐρανοῦ ἀνυψωθεῖσα, ἕως ἅδου καταβιβασθήσῃ» (Ματθ. ια΄, 23).
Ὁ Χριστός ἦλθε στόν κόσμο, ἀλλ’ οἱ ἄνθρωποι δέν Τόν κατάλαβαν καί ζοῦσε ὡς ξένος πάνω στήν γῆ. Ἔτσι, εἶχε πόλη δική Του, ἀλλά τελικά δέν εἶχε οὔτε σπίτι νά μείνη. Ἡ ζωή Του ὡς ἀνθρώπου ἄρχισε στήν φάτνη καί ἔφθασε μέχρι τόν Γολγοθᾶ καί τό μνημεῖο τό καινό, ἀπό ὅπου ἀναστήθηκε.
Ὑπάρχει ἕνα καταπληκτικό τροπάριο τό ὁποῖο ψάλλεται κατά τήν περιφορά τοῦ Ἐπιταφίου τήν Μεγάλη Παρασκευή. Ὁ ἱερός ὑμνογράφος παρουσιάζει τόν Ἰωσήφ, τόν εὐσχήμονα βουλευτή, νά πλησιάζη τόν Πιλάτο καί ζητώντας τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ νά λέγη: «δός μου αὐτόν τόν ξένον, ὁ ὁποῖος ὡς ξένος πού ἦταν ζοῦσε στόν κόσμο ὡς ξένος. Δός μου αὐτόν τόν ξένον τόν ὁποῖο οἱ ὁμοεθνεῖς του ἀπό μίσος τόν θανάτωσαν ὡς ξένον. Δός μου αὐτόν τόν ξένον τόν ὁποῖο οἱ Ἑβραῖοι τόν θανάτωσαν ἀπό φθόνο καί τόν ἀποξένωσαν ἀπό τόν κόσμο. Δός μου αὐτόν τόν ξένον γιά νά τόν κρύψω στόν τάφο, γιατί ὡς ξένος πού εἶναι δέν ἔχει ποῦ νά κλίνη τήν κεφαλή του». Ὁ Χριστός ἔζησε ὡς ξένος στόν κόσμο αὐτό, ἀλλά τό ἔργο Του εἶναι παγκόσμιο, ἀφορᾶ ὁλόκληρο τόν κόσμο.
Ἀπό αὐτό φαίνεται ὅτι ὁ Χριστός προσλαμβάνει κάθε ξένο καί τόν ἀναπαύει. Εἶναι γνωστή ἡ περικοπή τῆς Μελλούσης Κρίσεως, στήν ὁποία θά πῆ στούς δικαίους ἀνθρώπους: «ξένος ἤμην καί συνηγάγετέ με» (Ματθ. κε΄, 35) καί τό ἀντίθετο στούς μή σεσωσμένους. Πρέπει νά βοηθοῦμε τούς ξένους σάν νά τό κάνουμε στόν Ἴδιο τόν Χριστό.
Πέρα ἀπό αὐτό μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι σήμερα ἰδιαίτερη «πόλη» τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ Ἐκκλησία Του, μέσα στήν ὁποία κάνει τά θαύματά Του καί ἐνεργεῖ τίς νεκραναστάσεις τῶν ἀνθρώπων. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἐπίγεια καί ὁρατή, ἀλλά καί οὐράνια καί ἀόρατη. Αὐτή εἶναι ἡ πραγματική πόλη τοῦ Θεοῦ. Καί ἐμεῖς ζοῦμε μέσα στήν πόλη τοῦ Χριστοῦ, τήν ἁγία Του Ἐκκλησία, μέ τά Μυστήρια καί ὅλη τήν ζωή της καί θά πρέπει νά φροντίζουμε νά μήν περιφρονοῦμε τόν Χριστό, ἀλλά νά Τόν θεωροῦμε οἰκεῖο, καί νά δεχόμαστε τήν ζωοποιό παρουσία Του.
* * *
Ἡ ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν
Ὁ Χριστός στόν παραλυτικό, τόν ὁποῖο προσέφεραν ἐνώπιόν Του οἱ ἄνθρωποι, πρῶτα ἔδωσε τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν καί στήν συνέχεια ἔδωσε καί τήν ὑγεία τοῦ σώματος. Ὁ ἄνθρωπος ἀποτελεῖται ἀπό ψυχή καί σῶμα, ἀλλά χρειάζεται καί τό Ἅγιον Πνεῦμα πού θά τόν ἐξαγιάση, διαφορετικά ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀνολοκλήρωτος, ἐλλιπής.
Κάνοντας λόγο γιά τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν δέν πρέπει νά τό βλέπουμε ἁπλῶς δικανικά, δηλαδή ἀπό τήν εἰκόνα τῶν δικαστηρίων, τά ὁποῖα ἐξετάζουν τά παραπτώματα τῶν ἀνθρώπων καί τούς ἀθωώνουν ἤ τούς καταδικάζουν. Οὔτε πρέπει νά τό βλέπουμε ἠθικολογικά, δηλαδή νά ἐξετάζουμε κάθε παράπτωμα ἐξωτερικά, ἀπό μερικά γεγονότα πού φαίνονται, καί νά μήν ἀσχολούμαστε μέ τόν ἐσωτερικό κόσμο, δηλαδή τά ὅσα γίνονται μέσα στήν σκέψη μας καί τίς ἐπιθυμίες μας. Ἡ ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν εἶναι κάτι ἄλλο, βαθύτερο.
Κατ’ ἀρχάς, ὅταν κάνουμε λόγο γιά ἁμαρτίες τῆς ψυχῆς, ἐννοοῦμε τίς ἀσθένειες τῆς ψυχῆς, πού εἶναι ἡ ἀπιστία στόν Θεό, ἡ ὑπερηφάνεια, ὁ ἐγωισμός, ἡ κενοδοξία καί ὅσα ἔχουν σχέση μέ τήν φιλοδοξία, τήν φιληδονία καί τήν φιλαργυρία. Πρόκειται γιά ἀσθένειες πού ἐκκολάπτονται μέσα στόν ἐσωτερικό κόσμο τοῦ ἀνθρώπου καί ἐκφράζονται καί ἐξωτερικά, ἀφοῦ ὑπάρχει ἄμεση σχέση μεταξύ ψυχῆς καί σώματος. Ἔτσι, οἱ ψυχικές ἀσθένειες ἐκδηλώνονται καί πράττονται μέ τό σῶμα. Ἔτσι, ὅταν γίνεται λόγος γιά τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν, ἐννοεῖται ὅτι ἀλλάζει αὐτός ὁ ἐσωτερικός κόσμος τοῦ ἀνθρώπου, καί ἀντί νά στρέφεται πρός τήν κτίση, στρέφεται πρός τόν Θεό.
Ἑπομένως, πρόκειται γιά μιά θεραπεία ἐσωτερική, πού ἔχει συνέπειες καί στό σῶμα, στήν οἰκογένεια καί τήν κοινωνία. Αὐτήν τήν ἀλλαγή, τήν μεταμόρφωση, τήν προξενεῖ ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ. Κανένα φάρμακο πού δίνουν οἱ γιατροί δέν μπορεῖ νά κάνη αὐτές τίς ἐσωτερικές ἀλλαγές. Τό μόνον πού κάνουν τά φάρμακα εἶναι νά κρατοῦν τόν ἄνθρωπο σέ μιά ἰσορροπία. Μόνον ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ μεταμορφώνει τίς ἐνέργειες τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος καί τίς κάνει νά κατευθύνωνται στόν Θεό καί νά χαριτώνωνται ἀπό Αὐτόν.
Ἔπειτα, ἡ ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν συνδέεται μέ κάτι ἄλλο βαθύτερο, συνδέεται καί μέ αὐτό πού εἴπαμε προηγουμένως. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος γράφει: «πάντες γάρ ἥμαρτον καί ὑστεροῦνται τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ» (Ρωμ. γ΄, 23). Ἡ ἁμαρτία εἶναι ἡ στέρηση τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ. Ὅταν σκεφθοῦμε ὅτι ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ εἶναι τό Φῶς τοῦ Θεοῦ, γιατί ὅσοι εἶδαν τόν Θεό ὡς Φῶς, ὁμιλοῦν γιά τήν δόξα Του, τότε καταλαβαίνουμε ὅτι στέρηση τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ εἶναι ὅτι ὁ ἄνθρωπος δέν βλέπει αὐτό τό Φῶς, καί αὐτό εἶναι ἁμαρτία.
Αὐτό λέγεται ἀπό τήν ἄποψη ὅτι, ὅταν ὁ ἄνθρωπος δέν βλέπη τό Φῶς τοῦ Θεοῦ, τότε εἶναι στό σκοτάδι. Καί εὑρισκόμενος μέσα στό σκοτάδι, ἡ ψυχή του ἀγριεύει, καί ὅλα τά πάθη του ἐκδηλώνονται μέ ἀγριότητα. Ἔτσι πρέπει νά ἑρμηνευθῆ τό ψαλμικό χωρίο: «ἀνέτειλεν ὁ ἥλιος, καί συνήχθησαν καί εἰς τάς μάνδρας αὐτῶν κοιτασθήσονται» (Ψαλμ. ργ΄, 22). Δηλαδή, τά ἄγρια θηρία, ὅταν ἐπικρατῆ σκοτάδι, κυκλοφοροῦν στήν φύση καί εἶναι ἐπιθετικά, ὅταν, ὅμως, ἀνατέλλη ὁ ἥλιος, τότε φοβοῦνται τό φῶς καί ἀποσύρονται στίς φωλιές τους. Αὐτό συμβαίνει καί μέ τά πάθη. Ὅταν ἔρχεται τό Φῶς τοῦ Θεοῦ στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου, τά πάθη ἡμερώνονται, ἐνῶ, ὅταν ὁ ἄνθρωπος φεύγη μακρυά ἀπό τό Φῶς, τότε τά πάθη ἀγριεύουν.
Ὁ Ἀδάμ καί ἡ Εὔα πρίν τήν ἁμαρτία ζοῦσαν μέσα στό Φῶς, ἔβλεπαν τόν Θεό, ἄκουγαν τήν φωνή Του, ἀλλά, βέβαια, ἔπρεπε νά δοκιμασθοῦν μέ τήν ὑπακοή γιά νά φθάσουν σέ ὁλοκληρωμένη κοινωνία μαζί Του. Ὅμως, μετά τήν ἁμαρτία βγῆκαν ἀπό τόν Παράδεισο, ἔχασαν αὐτήν τήν εὐλογημένη ζωή καί ἀγρίεψαν ὅλες οἱ ἐνέργειες τοῦ ἀνθρώπου, ὅλα τά πάθη του.
Ἡ ἔλευση τοῦ Χριστοῦ στόν κόσμο, πού εἶναι τό Φῶς τό ἀληθινό, θεραπεύει τόν ἄνθρωπο πού θέλει τήν θεραπεία, καί τήν ἀναζητᾶ μέ τήν πίστη, ὁπότε ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά δῆ πάλι τόν Θεό ὡς Φῶς, καί ἔτσι ὅλος ὁ ἐσωτερικός του κόσμος φωτίζεται. Αὐτό ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα νά θεραπεύωνται ὅλες οἱ ψυχικές ἐνέργειες καί αὐτό λέγεται ἄφεση ἁμαρτιῶν. Στήν κατάσταση αὐτή καί τό σῶμα λαμπρύνεται, ἀφοῦ ὑπάρχει ἑνότητα μεταξύ ψυχῆς καί σώματος. Ἔτσι, ὁλοκληρωμένος ἄνθρωπος εἶναι αὐτός, τοῦ ὁποίου ὅλες οἱ δυνάμεις –ψυχικές καί σωματικές– φωτίζονται ἀπό τό Φῶς τοῦ Θεοῦ.
Ἑπομένως, ἁμαρτία εἶναι ἡ στέρηση τοῦ Φωτός τοῦ Θεοῦ καί ἄφεση ἁμαρτιῶν εἶναι ἡ μέθεξη καί ἡ ὅραση τοῦ θείου Φωτός. Αὐτό εἶναι τό ἐσωτερικό πνευματικό Πάσχα.
ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο Ἀναγνωστικό Κατήχησης
Δεῖτε ἐπίσης: ΤΑ ΘΑΥΜΑΤΑ ΚΑΤΑ ΤΑ ΙΕΡΑ ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ
ΣΚΟΠΟΣ ΤΩΝ ΘΑΥΜΑΤΩΝ