Θά ἤθελα νά διευκρινήσω ὅτι, ὅταν ὁμιλοῦμε γιά ΜΜΕ ἐννοοῦμε τούς τρόπους καί τά μέσα ἐκεῖνα διά τῶν ὁποίων ἐνημερώνονται οἱ ἄνθρωποι γιά ὅσα συμβαίνουν στήν κοινωνία καί γενικά στήν ἀνθρωπότητα, καί αὐτά εἶναι ὁ ἔντυπος καί ἠλεκτρονικός τύπος, ἤτοι ἡ ἐφημερίδα, τό ραδιόφωνο, ἡ τηλεόρασῃ καί ἡ πληροφορική μέ ὅλες τίς μορφές της. Τά μέσα αὐτά εἶναι «καθημερινά», ἀπό τήν ἄποψη ὅτι μεταφέρουν εἰδήσεις καί πληροφορίες, οἱ ὁποῖες διαδέχονται ἡ μία τήν ἄλλη καί ἀλληλοαναιροῦνται. Γιά παράδειγμα, οἱ εἰδήσεις τῆς πρωϊνῆς ἐφημερίδος καταργοῦνται ἀπό τήν εἰδησεογραφία τῶν ἀπογευματινῶν ἐφημερίδων, ἄν καί δέν ὑπάρχη σήμερα τόση διαφορά μεταξύ τῶν δύο, καί τά νέα τῶν εἰδήσεων μιᾶς ἡμέρας ἤ τμήματος τῆς ἡμέρας ἀντικαθίστανται, μέ εὔκολο τρόπο, ἀπό τίς εἰδήσεις τῆς ἑπομένης ἡμέρας. Γι᾽ αὐτόν ἀκριβῶς τόν λόγο τά βιβλία δέν ὑπάγονται στά ΜΜΕ, ἀφοῦ διακρίνονται γιά διαχρονικότητα, ἐπειδή συνδέονται μέ πειράματα καί μακροχρόνιες παρατηρήσεις, ἐνῶ ὁ ἔντυπος καί ἠλεκτρονικός τύπος εἶναι μονομερής, ἀποσπασματικός καί πληροφοριακός. Ἄν προστεθῆ ὅτι τόσο ὁ ἔντυπος ὅσο καί ὁ ἠλεκτρονικός τύπος δέχονται τρομακτικές πιέσεις ἀπό τήν φιλοσοφία καί τήν νοοτροπία τῆς ἀγορᾶς, τότε ἀντιλαμβάνεται κανείς τόν βαθύτερο προβληματισμό ἐν σχέσει μέ τήν Ἀποκάλυψη.
Ἑπομένως, ἡ ἀρχική παρατήρηση εἶναι ὅτι ἡ ἀποκαλυπτική ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας, πού διακρίνεται γιά τήν διαχρονικότητα καί τήν αὐθεντικότητα εἶναι δύσκολο νά περάση στά ΜΜΕ, τά ὁποῖα διαπνέονται ἀπό τούς νόμους προσφορᾶς καί ζήτησης, πού διακρίνουν τόν παρόντα αἰώνα.
Φυσικά, ὅταν ὁμιλοῦμε γιά τούς στόχους τῆς Ἐκκλησίας στήν χρήση τῶν ΜΜΕ, πρέπει νά ὑπογραμμισθῆ δεόντως ὅτι δέν ἐννοοῦμε ὅτι εἶναι διαφορετικοί ἀπό ἐκείνους πού εἶχε ἡ Ἐκκλησία διά μέσου τῶν αἰώνων, καί οἱ ὁποῖοι ἀναφέρονται στήν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου καί τόν ἁγιασμό τῆς κτίσεως. Μόνο πού σέ κάθε ἐποχή καί σέ κάθε χρονική στιγμή ἤ ἀκόμη σέ κάθε περίπτωση μποροῦν νά χρησιμοποιηθοῦν διάφορα μέσα γιά τήν ἐπίτευξη τοῦ σκοποῦ. Ἡ Ἐκκλησία, πού εἶναι τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, κατά τό πρότυπο τῆς Κεφαλῆς της, κενοῦται διά μέσου τῶν αἰώνων, χωρίς νά χάνη καί νά ἀποβάλλη τό μεγαλεῖο καί τήν οὐσία της, πτωχεύει γιά νά πλουτίζη τά μέλη της. Ἔτσι, ἡ Ἐκκλησία, διά μέσου τῶν αἰώνων, προσλαμβάνει τό κτιστό καί τό μεταμορφώνει. Τό προσλαμβανόμενο καί μή μεταμορφούμενο, ἀποβάλλεται ὡς μή γνήσιο. Αὐτό ἰσχύει καί μέ τά ΜΜΕ. Ἡ Ἐκκλησία, διά τῶν ἐχκπροσώπων της, χρησιμοποιεῖ ὅλους τούς συγχρόνους τρόπους ἐπικοινωνίας μέ τούς ἀνθρώπους, χωρίς νά χάνη τόν σκοπό της καί χωρίς νά ἀποβάλλη τήν οὐσία καί τήν ἀποστολή της στόν κόσμο.* * *
Ἡ οὐσία τῆς ὀρθοδοξου ποιμαντικῆς
Ἡ ποιμαντική τῆς Ἐκκλησίας εἶναι στήν οὐσία καί τήν βάση της ὑποστατική, ἀναφέρεται, δηλαδή, στήν ἀνθρώπινη ὑπόσταση, τό ἀνθρώπινο πρόσωπο.
Εἶναι γνωστή ἡ διδασκαλία τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, ἀλλά καί ἄλλων ἁγίων Πατέρων γιά τήν διαφορά μεταξύ τῆς οὐσίας καί τῆς ὑποστάσεως. Ἡ οὐσία εἶναι κοινή σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους, ἀφοῦ ὅλοι εἴμαστε καί λεγόμαστε ἄνθρωποι, ἔχοντες ψυχή καί σῶμα, ἀλλά ἐκεῖνο πού διαφέρει εἶναι ἡ ὑπόσταση, τό πρόσωπο. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός λέγει ὅτι δέν μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι «ἄλλο ἐστίν Πέτρος καί ἄλλο Παῦλος», ἀφοῦ καί οἱ δυό εἶναι ἕνα ὡς πρός τήν φύση, ἀλλά ὅμως, μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι «ἄλλος ἔστιν ὁ Πέτρος καί ἄλλος ὁ Παῦλος», ἀφοῦ καί οἱ δυό διαφέρουν ὡς πρός τίς ὑποστάσεις. Ὅταν θέλουμε νά μιλήσουμε γιά τήν φύση χρησιμοποιοῦμε τό τί εἶναι κάτι, ὅταν ὅμως θέλουμε νά μιλήσουμε γιά τίς ὑποστάσεις, τότε χρησιμοποιοῦμε τό τίς, τό κάποιος. «Καί ἡ μέν φύσις τό τί σημαίνει, ἡ δέ ὑπόστασις τόν τινά καί τόδε τί». Ὅταν ἐρωτοῦμε ποιός εἶναι αὐτός ἀπαντοῦμε «ὁ Πέτρος». Ὅταν ὅμως ἐρωτοῦμε τί εἶναι ὁ Πέτρος, ἀπαντοῦμε «ἄνθρωπος».
Ὑπόσταση εἶναι ἡ οὐσία μέ τά ἴδια ὑποστατικά ἰδιώματα καί γνωρίσματα. Κάθε ἄνθρωπος ἔχει τήν ἴδια ἀνθρώπινη φύση (ψυχή, σῶμα, λογιστικό, ἐπιθυμητικό, θυμοειδές), πού ὑπάρχει σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους, ἀλλά ταυτόχρονα ἔχει καί τά ἴδια γνωρίσματα, τά ὁποῖα λέγονται ὑποστατικά ἰδιώματα, στά ὁποῖα ὑπάγονται καί τά συμβεβηκότα.
Ἡ σύντομη αὐτή ἀνάλυση τῆς ὑποστατικότητος τῆς ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως ἔγινε ἀκριβῶς γιά νά φανῆ ὅτι ἡ ποιμαντική τῆς Ἐκκλησίας ἀναφέρεται στήν ἰδιαίτερη ὑπόσταση. Κάθε ἄνθρωπος θέλει τό δικό του λόγο, ἀκριβῶς ἐπειδή ξεκινᾶ ἀπό διαφορετικές προϋποθέσεις, ἔχει ἰδιαίτερη ὑπόσταση καί ἰδιαίτερα συμβεβηκότα. Στήν διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων φαίνεται καθαρά ἡ ἰδιαιτερότητα τῆς ποιμαντικῆς, ἀφοῦ αὐτοί ἐξασκοῦν τήν λεγομένη ἐξατομικευμένη ἀγωγή.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης, ὁ συγγραφεύς τῆς Κλίμακος εἶναι πολύ χαρακτηριστικός πάνω στό σημεῖο αὐτό. Ἰσχυρίζεται ὅτι τό ἴδιο πράγμα γίνεται καί φάρμακο γιά κάποιον ἄνθρωπο καί δηλητήριο γιά κάποιον ἄλλο. Ἀκόμη λέγει ὅτι τό ἴδιο παρασκεύασμα, γιά τόν ἴδιο ἀσθενῆ, ἄλλοτε εἶναι φάρμακο καί ἄλλοτε εἶναι δηλητήριο. Γράφει ἀκόμη ὅτι εἶδε ἕναν ἀνόητο πνευματικό ἰατρό, ὁ ὁποῖος ἐξουθένωσε ἕναν συντετριμμένο καί τεταπεινωμένο ἄρρωστο καί τοῦ προξένησε ἀπόγνωση. Καί συγχρόνως εἶδε ἄλλον εὐφυῆ πνευματικό ἰατρό νά χειρουργῆ μέ ἐξουδενώσεις πεφυσιωμένη καρδία καί νά τῆς ἀδειάζη ὅλη τήν δυσωδία.
Αὐτός ἀκριβῶς ὁ χαρακτήρας τῆς Ὀρθοδόξου ποιμαντικῆς συνδέεται στενώτατα μέ τήν οἰκονομία, ἀφοῦ ἀποβλέπει στήν θεραπεία τοῦ συγκεκριμένου ἀνθρώπου. Ἡ Ἑκκλησία προχωρεῖ διά μέσου τῶν αἰώνων μέ τήν οἰκονομία, παρά μέ τήν ἀκρίβεια, ὅπως μοῦ εἶπε κάποτε ἕνας διακριτικός ἁγιορείτης Γέροντας.
Πάντως, πρέπει νά ἔχουμε ὑπ᾽ ὄψη μας ὅτι ἡ ποιμαντική καθοδήγηση τῶν ἀνθρώπων δέν γίνεται μέ βάση τίς λεγόμενες ἰδεολογικές ἀρχές, ἀλλά μέ τήν ἀγάπη πού συνδέεται στενώτατα μέ τήν ἀρχή τῆς κενώσεως καί τῆς προσλήψεως, μέ σκοπό τήν μεταμόρφωση. Στεκόμαστε ἀπέναντι στόν ἄνθρωπο ὑποστατικά καί ὄχι ἰδεολογικά.
Ἐδῶ ἀκριβῶς βρίσκεται ὁ μεγάλος πειρασμός τῆς χρήσεως τῶν ΜΜΕ. Εἴτε ἀναφερόμαστε σέ Μέσα Μαζικῆς Ἐνημέρωσης, εἴτε σέ Μαζικά Μέσα Ἐνημέρωσης, γίνεται λόγος γιά μάζα, πού σημαίνει ὅτι ἀποβλέπουν στόν μαζάνθρωπο καί ὄχι στόν κάθε ἄνθρωπο προσωπικά. Ἡ κατά γενικό τρόπο ἀντιμετώπιση τῶν θεμάτων μπορεῖ νά ἀποκόψη κάποιον ἀπό τήν μετάνοια καί τήν σωτηρία, ἀφοῦ θά τοῦ προκαλέση φόβο καί τρόμο. Καί εἴμαστε μάρτυρες πολλῶν περιστατικῶν κατά τά ὁποῖα τελικά χάθηκαν ἄνθρωποι γιά χρόνια ἀπό τήν Ἐκκλησία, ἀπό μιά στεγνή καί ἀπόλυτη ἐνημέρωση καί πληροφόρηση ἀπό τά ΜΜΕ.
Στήν ἰατρική τοῦ σώματος, πράγματι, ὑφίσταται διαφορά μεταξύ τῆς ἀναλύσεως γενικά τῆς ἀσθένειας καί τῆς διαγνώσεως στόν κάθε ἄνθρωπο προσωπικά. Οἱ ἐπιστήμονες ἰατροί δέν κάνουν ἀπό τηλεοράσεως ἀναλύσεις ἀσθενειῶν καί θεραπεία, μάλιστα ἀρνοῦνται ἀκόμη νά ἀποφανθοῦν γιά κάποιον ἄνθρωπο πού παρουσιάσθηκε σέ διάφορες ἐκπομπές. Δέν ἐκφέρουν γνώμη, ἕως ὅτου τόν ἐξετάσουν προσωπικά στό ἰατρεῖο τους. Αὐτό συμβαίνει καί μέ τίς ψυχικές ἀσθένειες, γιά τίς ὁποῖες ἐνδιαφέρεται καί στίς ὁποῖες ἀποβλέπει ἡ πνευματική ἰατρική. Ἄλλη ἀντιμετώπιση γίνεται ἀπό γενικές ὁμιλίες καί ἀναλύσεις, καί ἄλλη μέσα ἀπό τό μυστήριο τῆς ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως. Τό πρῶτο συνδέεται μέ τήν γενική κατήχηση, τό δεύτερο μέ τήν θεραπευτική ποιμαντική.
Γενικά, μποροῦμε νά χρησιμοποιήσουμε τά ΜΜΕ, ἀλλά μέ ἕναν τέτοιον τρόπο πού νά ὁδηγοῦμε τούς ἀνθρώπους στήν ἐκκλησιαστική ποιμαντική, δηλαδή νά μή δημιουργοῦμε τήν ψευδαίσθηση τῆς πληρότητας καί νά μή τούς ἀποκόπτουμε ἀπό τόν δρόμο πρός τήν προσωπική ἀναζήτηση τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ. Ὁμολογουμένως ἄλλο εἶναι ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ, καί ἄλλο εἶναι ἡ γνώση τῶν λόγων περί τοῦ Θεοῦ.