Εὐχαριστῶ γιά τήν πρόσκληση νά συμμετάσχω στό 15ο Πανελλήνιο Συνέδριο Πυρηνικῆς Ἰατρικῆς μέ εἰσήγηση σχετικά μέ τήν ὀρθόδοξη θεολογία καί τήν ἰατρική ἐπιστήμη.
Τό θέμα αὐτό εἶναι ἐπίκαιρο, γιατί στίς ἡμέρες μας διατυπώνονται διάφορες ἀπόψεις ὡς πρός τήν σχέση καί τήν διαφορά μεταξύ θεολογίας καί ἐπιστήμης καί προσπαθοῦμε νά βροῦμε τά ὅρια μεταξύ τους καί τήν καλή συνεργασία τους, γιατί μᾶς ἐνδιαφέρει ὁ ὅλος ἄνθρωπος.
Νομίζω, καί στό θέμα αὐτό ἰσχύουν τά πορίσματα τῆς σύγχρονης θεωρίας τῶν συστημάτων, σύμφωνα μέ τήν ὁποία ὑπάρχουν τρεῖς παράγοντες πού τά ρυθμίζουν, ἤτοι, πρῶτον, νά ὑπάρχουν ὅρια μεταξύ τῶν συστημάτων, δεύτερον νά ἐπικρατῆ καλή ὀργάνωση κάθε συστήματος καί τρίτον νά τίθενται γέφυρες ἐπικοινωνίας μεταξύ τῶν διαφόρων συστημάτων. Ἑπομένως, τά ὅρια, ἡ καλή ὀργάνωση κάθε συστήματος καί ἡ ἐπικοινωνία μεταξύ τους εἶναι αὐτό πού προσδιορίζει τήν σχέση μεταξύ ὀρθοδόξου θεολογίας καί ἐπιστήμης.
Θά χωρίσω τό θέμα μου σέ δυό ἑνότητες. Ἡ πρώτη εἶναι «ἡ δυτική θεολογία καί ἡ ἐπιστήμη» καί ἡ δεύτερη ἑνότητα εἶναι ἡ «σχέση μεταξύ τῆς ὀρθόδοξης θεολογίας καί τῆς ἐπιστήμης». Γίνεται αὐτή ἡ διάκριση, γιατί ἄλλο εἶναι ἡ θεολογία πού ἀναπτύχθηκε στόν δυτικό χῶρο κατά τήν δεύτερη χιλιετία καί ἄλλο εἶναι ἡ ὀρθόδοξη θεολογία πού ἀναπτύσσεται στήν «καθ’ ἡμᾶς Ἀνατολή». Καί αὐτή ἡ διάκριση πρέπει νά ὑπογραμμίζεται, γιά νά μή γίνονται συγχύσεις μεταξύ τῶν θεολογιῶν καί τά λάθη τῆς μιᾶς νά ἐπιρρίπτονται στήν ἄλλη.
1. Δυτική θεολογία καί ἐπιστήμη
Στήν Εὐρώπη ἀπό τόν 11ο αἰώνα μ.Χ. ἄρχισε μιά διαφοροποίηση ὡς πρός τήν θεολογία, δηλαδή ἄρχισε νά ἀναπτύσσεται ἡ λεγόμενη σχολαστική θεολογία, ἡ κορύφωση τῆς ὁποίας συντελέσθηκε τόν 13ο αἰώνα.
Τό χαρακτηριστικό γνώρισμα αὐτῆς τῆς θεολογίας πού καλλιεργήθηκε στήν Δύση εἶναι ὅτι κυρίως στηρίχθηκε ἀποκλειστικά στόν ὀρθό λόγο, τήν λογική. Δέν εἴμαστε ἐναντίον τοῦ ὀρθοῦ λόγου, ἀλλά ἐναντίον τοῦ ὀρθολογισμοῦ, οὔτε ἐναντίον τῆς λογικῆς, ἀλλά ἐναντίον τῆς λογικοκρατίας. Πάντως, χρησιμοποιήθηκε ἡ λογικοκρατία ὡς ἑνιαία μεθοδολογία τόσο γιά τήν σχέση μέ τόν Θεό ὅσο καί γιά τήν σχέση μέ τόν κόσμο. Δηλαδή, μέ τήν ἴδια μέθοδο μέ τήν ὁποία ἐπικοινωνοῦν μέ τόν ὑλικό κόσμο, μέ τήν ἴδια μέθοδο ἐρευνοῦν τόν Θεό. Τό κέντρο καί τῶν δύο εἶναι ἡ λογική.
Γιά νά τό ἀναλύσω αὐτό λίγο περισσότερο θά μποροῦσα νά πῶ ὅτι οἱ θεολόγοι τῆς περιόδου αὐτῆς στηρίχθηκαν στήν μεταφυσική φιλοσοφία τοῦ Πλάτωνα καί τοῦ Ἀριστοτέλους καί μέ αὐτήν ἑρμήνευαν τά πάντα. Μέ τόν ὅρο μεταφυσική ἐννοοῦμε ὅτι ὁ Θεός εἶναι πέρα ἀπό τήν φύση καί ὑπάρχει ἑνότητα μεταξύ τῶν μεταφυσικῶν καί τῶν φυσικῶν.
Ὁ Πλάτων ὑποστήριζε ὅτι ὅλα τά κτίσματα εἶναι ἀντίγραφα τοῦ κόσμου τῶν ἰδεῶν, πού εἶναι μέσα σέ αὐτό τό ἀνώτατο Ὄν. Τό γράφει καθαρά ὅτι τό ὅτι ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά κατασκευάση ἕνα τραπέζι, αὐτό γίνεται διότι ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου πού πρίν κλειστῆ στό σῶμα βρισκόταν στόν κόσμο τῶν ἰδεῶν, γνώρισε τήν ἰδέα τοῦ τραπεζιοῦ, γι’ αὐτό καί ὁ ἄνθρωπος τό κατασκευάζει.
Ὁ Ἀριστοτέλης διαμόρφωσε διαφορετικά αὐτήν τήν θεωρία τοῦ Πλάτωνος, ὁ ὁποῖος ἦταν δάσκαλός του. Σύμφωνα μέ αὐτόν, τό ἀνώτατο Ὄν εἶναι τό πρῶτο ἀκίνητο, πού κινεῖ τά πάντα. Ἡ ὕλη εἶναι ἄμορφη, ἀλλά εἶναι δεκτική τελειοποίησης, ὥστε ἀπό τό «δυνάμει νά ὁδηγηθῆ στό ἐνεργείᾳ», πού γίνεται διά τῆς κινήσεως.
Μέ βάση αὐτές τίς ἀρχές τῆς φιλοσοφικῆς μεταφυσικῆς διαμορφώθηκε ἕνα ἰδιαίτερο κοσμοείδωλο, καί ἔτσι ἑρμηνεύθηκε ὅλο τό σύμπαν καί ὁ ἄνθρωπος. Τό αἰώνιο αὐτό Ὄν ἔχει σχέση μέ τά ὄντα πού ὑπάρχουν στόν κόσμο, τά κατευθύνει, τά ρυθμίζει, τά καθορίζει.
Ὁ σχολαστικός θεολόγος τοῦ 13ου αἰῶνος Θωμᾶς Ἀκινάτης, στηριζόμενος σέ αὐτά δημιούργησε ἕνα φιλοσοφικό-θεολογικό σύστημα, μέ τό ὁποῖο κατεσκεύασε τίς ἀποδείξεις περί τῆς ὑπάρξεως τοῦ Θεοῦ. Γιά παράδειγμα ἡ ὀντολογική ἀπόδειξη τοῦ Θεοῦ βασίζεται στό ὅτι μέσα στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ὁποία προϋπῆρχε στόν κόσμο τῶν ἰδεῶν ὑπάρχει ἡ μνήμη γιά τόν Θεό, γι’ αὐτό ὁ ἄνθρωπος πιστεύει στόν Θεό. Ἐπίσης, ἡ κοσμολογική ἀπόδειξη περί τῆς ὑπάρξεως τοῦ Θεοῦ, εἶναι ὅτι ὅλα τά ὄντα εἶναι ἀντίγραφα τῶν ἰδεῶν ἤ κατασκευάσθηκαν ἀπό τό ἀκίνητον Ὄν καί ἔχουν ἕναν σκοπό καί προσδιορισμό.
Στόν Εὐρωπαϊκό χῶρο κατά καιρούς ὑπῆρξαν ἀντιδράσεις ἐναντίον τῆς σχολαστικῆς θεολογίας τοῦ Μεσαίωνος, καί ὑπῆρξαν διάφορα θεολογικά καί φιλοσοφικά ρεύματα, ὅπως τόν 14ο αἰώνα ὑπῆρξε ὁ Νομιναλισμός, τόν 15ο αἰώνα ὁ Οὑμανισμός-Ἀναγέννηση, τόν 16ο αἰώνα ἡ Μεταρρύθμιση, τόν 17ο τόν 18ο ὁ Διαφωτισμός.
Θά παραμείνω λίγο στό ρεῦμα τοῦ Διαφωτισμοῦ, τό ὁποῖο, ἀπό διάφορες αἰτίες, κατέρριψε τό κοσμοείδωλο τῆς μεταφυσικῆς-σχολαστικισμοῦ. Ὁ Διαφωτισμός ἀρνήθηκε ὅτι ὑπάρχει μηχανιστική σχέση μεταξύ τοῦ Θεοῦ τῆς μεταφυσικῆς καί τοῦ κόσμου, ἀρνήθηκε ὅτι ὅλα τά ὄντα εἶναι ἀντίγραφα τῶν ἰδεῶν, οἱ ὁποῖες ἰδέες εἶναι στό ἀνώτατο αὐτό Ὄν, τό Ὁποῖο δέν ἀποδεικνύεται μέ τήν παρατήρηση καί τό πείραμα καί ὅτι ὅλα τά ὄντα εἶναι ἀμετάβλητα, ἐπειδή εἶναι ἀντίγραφα τῶν ἰδεῶν, πού εἶναι στό ἀνώτατο Ὄν. Καί ἐπειδή αὐτό τό ὕψιστο Ὄν δέν ἀποδεικνύεται μέ τήν παρατήρηση καί τό πείραμα, γι’ αὐτό ὁ Διαφωτισμός ἀρνήθηκε τόν Θεό τῆς μεταφυσικῆς τοῦ Σχολαστικισμοῦ. Ἔτσι, ἀναπτύχθηκαν οἱ ἐπιστῆμες, ἀνεξάρτητα ἀπό τήν φιλοσοφία-θεολογία τῆς Δύσεως, δηλαδή οἱ ἐπιστήμονες ἀπέρριψαν τήν μεταφυσική.
Αὐτό εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα νά ἐπέλθη σύγκρουση μεταξύ μεταφυσικῆς θεολογίας καί ἐπιστήμης. Οἱ μέν ἐπιστήμονες ἀρνήθηκαν τίς ἀπόψεις τῆς μεταφυσικῆς θεολογίας καί οἱ μεταφυσικοί θεολόγοι, θεωρώντας ὅτι ἀμφισβητεῖται ὁ Θεός μέ τίς νέες ἐπιστῆμες, ἀντέδρασαν στίς ἀπόψεις τῶν τότε ἐπιστημόνων καί τῶν ἀνακαλύψεών τους. Ἔτσι, ἔγιναν τρομερά γεγονότα στόν Δυτικό-Εὐρωπαϊκό χῶρο, ὅπως ἡ Ἱερά Ἐξέταση καί οἱ ἀποφάσεις της, καί αὐτό γίνεται μέχρι τίς ἡμέρες μας, μέ ἕναν ἄλλο διαφορετικό τρόπο, ὅταν μερικοί ἐν ὀνόματι τῆς πίστεως ἀρνοῦνται τά ἐμβόλια ἤ κάτι ἄλλο.
2. Σχέση μεταξύ ὀρθόδοξης θεολογίας καί ἐπιστήμης
Ἡ θεολογία πού ἀναπτύχθηκε καί ἐξακολουθεῖ νά ἐπικρατῆ στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔχει διαφορετική ἀφετηρία ἀπό τήν δυτική σχολαστική θεολογία, γι' αὐτό ποτέ δέν εἴχαμε συγκρούσεις μεταξύ θεολογίας καί ἐπιστήμης, οὔτε Ἱερά Ἐξέταση. Στήν ὀρθόδοξη θεολογία δέν πιστεύουμε σέ διάκριση μεταξύ φυσικῶν καί μεταφυσικῶν, ἀλλά στήν διάκριση μεταξύ κτιστοῦ καί ἀκτίστου, καθώς, ἐπίσης, δέν πιστεύουμε ὅτι τά ὄντα εἶναι ἀντίγραφα τῶν ἰδεῶν πού βρίσκονται μέσα στό ἀνώτατο Ὄν, ἀλλά ὅτι μέσα σέ ὅλα τά ὄντα εἶναι ἡ δημιουργική ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ.
Αὐτό πρέπει νά τό δοῦμε μέσα ἀπό δύο βασικές ἀρχές τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας, πού καθορίζουν τήν σχέση τοῦ Θεοῦ μέ τόν κόσμο καί τήν σχέση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό καί τόν κόσμο.
Ἡ πρώτη βασική ἀρχή τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας εἶναι ὅτι δέν ὑπάρχει μιά ἑνιαία μεθοδολογική ἀρχή γιά τήν γνώση τοῦ Θεοῦ καί τοῦ κόσμου, ὅπως διδάσκει ἡ σχολαστική θεολογία, ἀλλά ὑπάρχει διπλῆ μεθοδολογία. Αὐτό σημαίνει ὅτι δέν εἶναι ἡ λογική τό ὄργανο πού μελετᾶ τόν κόσμο καί ταυτόχρονα ἡ ἴδια λογική κατανοεῖ τόν Θεό, ἀλλά ὑπάρχει διάκριση μεταξύ νοῦ καί λογικῆς. Ὁπότε, ὁ ἄνθρωπος μέ τόν νοῦ του ἔχει σχέση μέ τόν Θεό καί μέ τήν λογική του διερευνᾶ τήν κτίση. Αὐτή εἶναι ἡ διπλῆ μεθοδολογία.
Γιά παράδειγμα, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς παρέλαβε ἀπό τόν Ἀριστοτέλη τήν ἄποψη ὅτι ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου ἔχει νοῦ καί αἴσθηση. Μέ τόν νοῦ ἔχει ἐπικοινωνία μέ τόν Θεό καί μέ τήν αἴσθηση ἔχει ἐπικοινωνία μέ τήν κτίση. Μεταξύ αὐτῶν τῶν δύο ἐνεργειῶν τοῦ νοῦ καί τῆς αἰσθήσεως ὑπάρχουν καί ἄλλες τρεῖς ἐνέργειες, ἤτοι ἡ φαντασία, ἡ δόξα καί ἡ διάνοια. Αὐτές οἱ τρεῖς δυνάμεις συνδέονται μέ τήν αἴσθηση. Ἔτσι, ἀπό τήν αἴσθηση προέρχεται ἡ φαντασία, ἡ δόξα, ἡ διάνοια, ἐνῶ ὁ νοῦς εἶναι αὐτοτελής ἐνέργεια τῆς ψυχῆς. Γι' αὐτό λέμε ὅτι ἄλλη εἶναι ἡ μέθοδος μέ τήν ὁποία ἐρευνᾶται ὁ αἰσθητός κόσμος (αἴσθηση, φαντασία, δόξα, διάνοια) καί ἄλλη εἶναι ἡ μέθοδος κοινωνίας τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό (νοῦς).
Αὐτό ἔχει σημαντικές συνέπειες, γιατί δέν συγκρούεται ἡ θεολογία μέ τήν ἐπιστήμη, ἀφοῦ καί οἱ δύο κινοῦνται σέ διαφορετικά ἐπίπεδα. Ὁ θεολόγος-ἅγιος μέ τόν καθαρό νοῦ μετέχει τῆς ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ, καί ὁ ἐπιστήμονας μέ τήν αἴσθηση καί τήν λογική μελετᾶ τά ὄντα καί τήν κτίση. Ἄλλο εἶναι τό ἐπίπεδο στό ὁποῖο κινεῖται ὁ θεολόγος-ἅγιος καί ἄλλο εἶναι τό ἐπίπεδο στό ὁποῖο κινεῖται ὁ ἐπιστήμονας. Ἔτσι, δέν ἐπέρχεται κάποια σύγκρουση μεταξύ πίστεως καί ἐπιστήμης.
Βεβαίως, ὁ θεολόγος μπορεῖ νά ἀσχολεῖται καί μέ τήν ἐπιστήμη καί τά ἀντικείμενα πού μελετᾶ αὐτή, δηλαδή τήν κτίση, ὅταν συγχρόνως εἶναι καί ἐπιστήμονας. Καί ὁ ἐπιστήμονας μπορεῖ νά ἀσχολεῖται μέ τήν θεολογία, ὅταν συγχρόνως εἶναι καί θεολόγος. Αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ θεολόγος δέν ἀσχολεῖται μέ τήν ἐπιστήμη ἕνεκα τῆς θεολογίας του, οὔτε ὁ ἐπιστήμονας ἀσχολεῖται μέ τήν θεολογία ἕνεκα τῆς ἐπιστήμης του.
Ὅταν κάνω λόγο γιά θεολογία δέν ἐννοῶ τόν θεολόγο πού σπουδάζει τήν θεολογία καί ἀναγκαστικά ἀσχολεῖται μέ τήν ἐπιστήμη τοῦ κλάδου του, πού εἶναι ἡ φιλολογική ἐπεξεργασία τῶν κειμένων, ἡ ἐκμάθηση τῶν Θρησκειῶν, ἡ ἀνάλυση τῶν ἐκκλησιαστικῶν τεχνῶν, ἡ μελέτη τῶν ἀρχῶν τῆς κοινωνιολογίας κλπ., ἀλλά ἐννοῶ τούς θεολόγους-ἁγίους, οἱ ὁποῖοι μέσα ἀπό μιά ἰδιαίτερη μέθοδο, καθάρσεως, φωτισμοῦ καί θεώσεως, ἀποκτοῦν ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ.
Ἔτσι, ἡ θεολογία εἶναι διατύπωση τῆς ἐμπειρικῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ καί πιό συγκεκριμένα τῆς μεθέξεως τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ, μέ ἀποτέλεσμα ὁ θεολόγος νά βλέπη καί νά γνωρίζη ἐμπειρικά τήν δημιουργική ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ μέσα στήν κτίση, ἡ ὁποία περιγράφεται ἀπό τούς θεόπτες Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μέ τόν ὅρο «λόγοι τῶν ὄντων». Αὐτός εἶναι ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο ὁ θεολόγος-ἅγιος γνωρίζει ὅτι ὁ Θεός εἶναι ὁ Δημιουργός τοῦ κόσμου καί τῆς κτίσης καί Ἐκεῖνος πού συνέχει τήν κτίση, ἀλλά μετέχει καί τῆς θεοποιοῦ ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ ὡς ἀκτίστου Φωτός. Ἡ γνώση αὐτή δέν εἶναι ἀποτέλεσμα διανοητικῆς ἤ φιλοσοφικῆς ἤ ἐπιστημονικῆς μελέτης.
Αὐτό τό βλέπουμε στόν Μέγα Βασίλειο, ὁ ὁποῖος ἔμαθε ὅλες τίς ἐπιστῆμες τῆς ἐποχῆς του, ἤτοι ἀστρονομία, μαθηματικά, ἰατρική κλπ., ἀλλά καί μέ ἄλλη μέθοδο ἀπέκτησε ἐμπειρίες τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι, ἔκανε τήν διάκριση ὅτι ἄλλο εἶναι ἡ μέθοδος γνώσεως τῆς ἐπιστήμης τῶν αἰσθητῶν καί ἄλλη εἶναι ἡ μέθοδος γνώσεως τοῦ Θεοῦ. Αὐτός ὁ ἴδιος στίς ὁμιλίες του στήν «Ἑξαήμερο» ἑρμήνευσε τήν δημιουργία τοῦ κόσμου, χρησιμοποιώντας, μέχρις ἑνός σημείου, καί τίς ἐπικρατοῦσες γνώσεις τῆς ἐποχῆς του. Ἀλλά καί αὐτός ὁ ἴδιος εἶχε ἐμπειρική γνώση τοῦ Θεοῦ, χωρίς νά κάνη σύγκρουση μεταξύ θεολογίας καί ἐπιστήμης.
Αὐτό εἶναι ἕνα ἐκπληκτικό παράδειγμα καί πρότυπο γιά τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο μπορεῖ νά ὑπάρξη συνεργασία μεταξύ θεολογίας καί ἐπιστήμης.
Ἡ δεύτερη βασική ἀρχή τῆς ὀρθόδοξης θεολογίας εἶναι ὅτι αὐτή δέν εἶναι μεταφυσική, ἀλλά πνευματική ἰατρική. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι πνευματικό θεραπευτήριο, ὁ Κληρικός-θεολόγος εἶναι πνευματικός ἰατρός, ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός εἶναι ἰατρός τῶν ψυχῶν καί ὅταν θεραπεύονται τά ψυχικά τραύματα, πολλές φορές αὐτό ἔχει θεραπευτικές συνέπειες καί στό σῶμα, καί ἡ θεολογία εἶναι πνευματική ἰατρική ἐπιστήμη. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀπαλλάσσεται ἀπό τό ἄγχος, τήν ἀγωνία, αὐτό ἔχει συνέπειες καί στό σῶμα.
Σέ ὅλη τήν Ἁγία Γραφή, τά λατρευτικά κείμενα καί τήν πατερική διδασκαλία χρησιμοποιεῖται ἄφθονο ἰατρικό ὑλικό, πράγμα πού δείχνει ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία συγγενεύει μέ τήν ἰατρική ἐπιστήμη καί ὄχι μέ τήν φιλοσοφία.
Γιά παράδειγμα, ὁ 102 Κανόνας τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου (691-692 μ.Χ.) ἀποκαλεῖ τήν ἁμαρτία «νόσο», «ἀρρώστημα», «ψυχῆς ἕλκος»· τήν ἀντιμετώπιση τῆς ἁμαρτίας τήν χαρακτηρίζει «κατάλληλον τήν θεραπείαν τῷ ἀρρωστήματι»· τόν τρόπο τῆς ἀντιμετωπίσεως τῶν ἁμαρτημάτων τόν χαρακτηρίζει «φάρμακο»· τόν δέ κληρικό χαρακτηρίζει ἰατρόν πού ἀσκεῖ «τήν ἰατρικήν ἐν Πνεύματι ἐπιστήμην», πού ἀποβλέπει «πρός τήν ὑγείαν».
Μέσα σέ αὐτήν τήν προοπτική κάνουμε λόγο γιά συνεργασία μεταξύ Κληρικοῦ καί Ἰατροῦ. Ὁ Κληρικός θεραπεύει τά πνευματικά νοσήματα τοῦ ἀνθρώπου καί ὅταν ὑπάρχουν σωματικές ἀσθένειες αὐτές τίς ἐπιμελεῖται ὁ Ἰατρός τοῦ σώματος. Καί ὁ Ἰατρός πού θεραπεύει τόν σωματικό ὀργανισμό τοῦ ἀνθρώπου ὅταν βλέπη ἐσωτερικές ψυχικές ἀνασφάλειες τόν παραπέμπει στόν Κληρικό, ἐκεῖνον πού γνωρίζει τήν μέθοδο τῆς πνευματικῆς θεραπείας.
Πρέπει νά σημειωθῆ ὅτι στόν δυτικό χῶρο παρατηρήθηκε ἕνας δυαλισμός-δυϊσμός, ὁ ὁποῖος εἶναι ἀντίθετος στόν μονισμό καί ἑνισμό καί ὑποστηρίζει ὅτι ὑπάρχουν δύο ἀρχές, τό πνεῦμα καί ἡ ὕλη, δηλαδή τό ἰδεατό καί τό πραγματικό καί θεωρεῖ ὅτι ἡ θρησκεία ἀσχολεῖται μέ τό πνεῦμα καί ἡ ἰατρική μέ τό σῶμα. Αὐτός ὁ δυαλισμός δημιούργησε πολλά προβλήματα στόν ἄνθρωπο, γι’ αὐτό ἀναπτύχθηκε ἡ ψυχολογία, ἡ ψυχιατρική, προκειμένου νά καλύψη αὐτό τό κενό. Αὐτό, ὅμως, δέν συμβαίνει στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, γιατί ἀφ’ ἑνός μέν θεωρεῖ τόν ἄνθρωπο ὡς μιά ἑνότητα καί ὑπάρχει μιά ἰδιαίτερη μέθοδος πού λέγεται ἱερός ἡσυχασμός, νηπτική θεολογία, πού εἶναι τό ἐνδιάμεσο μεταξύ ψυχῆς καί σώματος, ἀφ’ ἑτέρου δέ ὑπάρχει στενή συνεργασία μεταξύ Κληρικῶν καί Ἰατρῶν.
Ἔτσι, ὁ ἱερός ἡσυχασμός, μαζί μέ τήν μυστηριακή ζωή τῆς Ἐκκλησίας ἀποτελοῦν τήν θεραπευτική ἀγωγή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ὡς στόχο ἔχει νά ἀποκαταστήση τήν φυσιολογική λειτουργία τοῦ ἀνθρώπου ὡς ὁλότητα ψυχῆς καί σώματος.
Ἀναφέρθηκα προηγουμένως στήν ὕπαρξη τοῦ νοῦ, πού εἶναι μιά ἐνέργεια τῆς ψυχῆς διαφορετική ἀπό τήν λογική, καί αὐτή ἡ ἐνέργεια εἶναι ὁ ὀφθαλμός τῆς ψυχῆς μέ τήν ὁποία μπορεῖ νά ἐπικοινωνήση ὁ ἄνθρωπος μέ τόν Θεό. Μέ τήν ἀπομάκρυνση ἀπό τόν Θεό αὐτή ἡ ἐνέργεια σκοτίστηκε καί ταυτίστηκε μέ τήν λογική καί τίς αἰσθήσεις. Ἡ ἀποκατάσταση αὐτῆς τῆς νοερᾶς ἐνέργειας μέσῳ τῆς προαναφερθείσας θεραπευτικῆς ἀγωγῆς πού παραδόθηκε στούς ἀνθρώπους ἀπό τόν ἴδιο τόν Χριστό, ὅπως αὐτή ἔχει διατηρηθῆ καί θά ἔλεγα "δοκιμαστῆ" αἰῶνες τώρα, ἀποκαθιστᾶ τήν ἐπικοινωνία τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό, καί ἀφοῦ γίνει αὐτό, ἀποκαθιστᾶ καί τήν ὑγιῆ κοινωνία μέ τούς ἄλλους ἀνθρώπους καί μέ τήν κτίση.
Ἕνας ἐπιστήμονας ἰατρός μέ τό ἠλεκτρονικό μικροσκόπιο βλέπει τό κύτταρο καί τόν ὑποκυτταρικό κόσμο. Καί ἕνας θεολόγος ἅγιος μέ τόν νοῦ, τόν ὀφθαλμό τῆς ψυχῆς, βλέπει τόν Θεό καί τήν ψυχική ἀσθένεια τοῦ ἀνθρώπου.
Μέσα στό πλαίσιο αὐτό, δημοσίευσα βιβλία γιά τήν «Ὀρθόδοξη Ψυχοθεραπεία», εἰσήγαγα αὐτόν τόν ὅρο, πράγμα πού ἔγινε ἀποδεκτός ἀπό τήν Ἀμερικανική Ψυχολογική Ἑταιρεία, καί περιέλαβε ἀνάλυση τοῦ ἔργου μου στό βιβλίο «Ἐγχειρίδιο Ψυχοθεραπείας καί θρησκευτικῆς ποικιλομορφίας», καθώς ἐπίσης δημοσίευσα βιβλίο μέ τίτλο «Βιοηθική καί Βιοθεολογία». Συγχρόνως, διδάσκω ἀκολουθώντας τόν καθηγητή π. Ἰωάννη Ρωμανίδη, ὁ ὁποῖος ἔλεγε ὅτι ἡ ὀρθόδοξη θεολογία δέν ἀνήκει στόν κλάδο τῶν θεωρητικῶν ἐπιστημῶν (φιλοσοφία), ἀλλά στόν κλάδο τῶν θετικῶν ἐπιστημῶν (μαθηματικά-ἰατρική).
Συγκεκριμένα, ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης ἔλεγε ὅτι ἡ ὀρθόδοξη θεολογία ἀπό πλευρᾶς μεθοδολογίας συνδέεται μέ τίς θετικές ἐπιστῆμες καί ὄχι μέ τήν φιλοσοφία, καί ἐάν ἐμφανιζόταν ὁ Χριστιανισμός στήν ἐποχή μας, θά τόν καταλαβαίναμε ἀπό πλευρᾶς μεθοδολογίας, ὡς μιά πνευματική ψυχιατρική. Ὅπως στήν φυσική ἔχουμε παρατήρηση καί πείραμα, πράξη καί θεωρία, τό ἴδιο γίνεται καί στήν θεολογία, ὑπάρχει ἡ πράξη ὡς τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ καί ἡ θεωρία ὡς θέα τοῦ Θεοῦ. Ὅπως ὁ ἰατρός ἀσχολεῖται μέ τό σῶμα, κάνει διάγνωση καί θεραπεία τῶν σωματικῶν ἀσθενειῶν, ἔτσι καί ὁ ὀρθόδοξος θεραπευτής κάνει διάγνωση καί θεραπεία τῶν ψυχικῶν ἀσθενειῶν τοῦ νοῦ καί τῶν παθῶν. Ἡ ὀρθόδοξη θεολογία δέν εἶναι ἀφηρημένη καί στοχαστική ἐπιστήμη, ὅπως καί ἡ ἰατρική τοῦ σώματος δέν εἶναι ἀφηρημένη καί στοχαστική ἐπιστήμη, δέν μποροῦν νά βλέπουν τίς σωματικές καί ψυχικές ἀσθένειες καί νά φιλοσοφοῦν, ἀλλά θεραπεύουν τόν ἄνθρωπο. Γιά παράδειγμα, δέν μπορῶ νά φαντασθῶ ἕναν ἰατρό, πού ὅταν πονᾶ ὁ ἀσθενής νά τοῦ μιλᾶ γιά τήν φιλοσοφία. Ἔτσι, δέν μπορῶ νά διανοηθῶ ἕναν Κληρικό νά πονᾶ ψυχικά ὁ ἄνθρωπος καί ἐκεῖνος νά φιλοσοφῆ.
Ἔτσι διδάσκω, καί αὐτό προσείλκυσε τό ἐνδιαφέρον τοῦ Τμήματος Ἰατρικῆς τῆς Σχολῆς Ἐπιστημῶν Ὑγείας τοῦ Πανεπιστημίου Ἰωαννίνων καί μοῦ ἀπένειμε τό δίπλωμα τοῦ Ἐπιτίμου διδάκτορος τῆς Σχολῆς.
Πρίν περατώσω τόν λόγο θά ἤθελα νά ἀναφέρω κάτι πού γράφει ὁ Francis Collins στό βιβλίο του μέ τίτλο «Ἡ γλώσσα τοῦ Θεοῦ» καί ὑπότιτλο «ἕνας ἐπιστήμονας δίνει μαρτυρία γιά τήν πίστη», γιά τήν ἡμέρα πού μαζί μέ τόν Βέντερ καί τόν Πρόεδρον Κλίντον ἀνακοίνωσαν τήν χαρτογράφηση τοῦ ἀνθρωπίνου γονιδιώματος.
Τήν ἡμέρα ἐκείνη ὁ Ἀμερικανός Πρόεδρος Κλίντον εἶπε: «Σήμερα μαθαίνουμε τήν διάλεκτο μέ τήν ὁποία ὁ Θεός δημιούργησε τήν ζωή. Αἰσθανόμαστε ὅλο καί μεγαλύτερο δέος γιά τήν πολυπλοκότητα, τήν ὀμορφιά καί τό θαῦμα τοῦ πιό ἱεροῦ καί οὐράνιου δώρου τοῦ Θεοῦ» (Francis S. Collins, Ἡ γλώσσα τοῦ Θεοῦ, ἕνας ἐπιστήμονας δίνει μαρτυρία γιά τήν πίστη, ἐκδόσεις Παπαζήση, Ἀθήνα 2009, σελ. 18).
Ἐπίσης, ὁ Francis Collins στό τρίτο μέρος τοῦ βιβλίου αὐτοῦ ἀναφέρεται σέ τέσσερεις ἐπιλογές πού γίνονται σήμερα γιά τήν σχέση μεταξύ πίστεως καί ἐπιστήμης. Ἡ πρώτη ἐπιλογή εἶναι «ὅταν ἡ ἐπιστήμη παραμερίζει τήν πίστη», ἡ δεύτερη «ὅταν ἡ πίστη παραμερίζει τήν ἐπιστήμη», ἡ τρίτη «ὅταν ἡ ἐπιστήμη ζητᾶ θεία βοήθεια» ὅταν ταυτίζονται ἀπόλυτα μεταξύ τους, καί ἡ τέταρτη «ὅταν ἡ ἐπιστήμη καί ἡ πίστη βρίσκονται σέ ἁρμονία». Σέ αὐτήν τήν τέταρτη ἐπιλογή προσπαθῶ νά ἀνήκω, ἀποφεύγοντας τήν σύγκρουση μεταξύ πίστεως καί ἐπιστήμης, ὅπως δυστυχῶς γίνεται ἀπό μία μερίδα πιστῶν καί ἐπιστημόνων.
Ὁ Francis Collins στό τέλος τοῦ βιβλίου του, ἀφοῦ περιγράφει τό πῶς ἀπό ἀγνωστικιστής ἔγινε πιστός βλέποντας τόν ἐσωτερικό κόσμο τοῦ κυττάρου, γράφει:
«Εἶναι καιρός νά σημάνουμε μιά ἀνακωχή σ’ αὐτόν τόν κλιμακούμενο πόλεμο ἀνάμεσα στήν ἐπιστήμη καί τή θρησκεία. Ὁ πόλεμος δέν ἦταν ποτέ ἀναγκαῖος. Ὅπως τόσοι πολλοί κοσμικοί πόλεμοι, αὐτός ξεσηκώθηκε καί ἐντατικοποιήθηκε ἀπό ἐξτρεμιστές καί τῶν δύο πλευρῶν πού σήμαναν συναγερμούς καί προέβλεπαν ἐπικείμενη καταστροφή ἄν δέν ἐξαφανιζόταν ἡ ἄλλη πλευρά. Ἡ ἐπιστήμη δέν ἀπειλεῖται ἀπό τόν Θεό, ἐνθαρρύνεται. Ὁ Θεός μέ κάθε βεβαιότητα δέν ἀπειλεῖται ἀπό τήν ἐπιστήμη. Αὐτός τήν ἔκανε δυνατή... Ἀφῆστε τίς διαμάχες. Οἱ ἐλπίδες μας, οἱ χαρές μας καί τό μέλλον τοῦ κόσμου μας ἐξαρτῶνται ἀπό αὐτό» (Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 201).
Εὐχαριστῶ γιά τήν προσοχή σας.
Εἰσήγηση στό 15ο Πανελλήνιο διαδικτυακό Συνέδριο Πυρηνικῆς Ἰατρικῆς στό Πανεπιστήμιο Πατρῶν τήν 28η Μαΐου 2021