Καθώς πλησιάζουμε πρός τήν Ἁγία καί Μεγάλη Ἑβδομάδα, τόσο καί περισσότερο συγκεντρωνόμαστε στόν ἑαυτό μας γιά νά ζήσουμε καί πάλι τά μεγάλα καί θαυμάσια γεγονότα, τά μοναδικά στήν ἱστορία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, δηλαδή τόν Σταυρό, τόν θάνατο καί τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Σέ αὐτήν τήν βίωση δέν θά μᾶς βοηθήσουν μόνον οἱ ἀναμνήσεις τῶν παιδικῶν μας χρόνων, πού παίζουν καί αὐτές μεγάλο ρόλο στήν ζωή μας, ἀλλά καί ἡ ἄσκηση ὅλης τῆς Σαρακοστῆς πού προηγήθηκε. Μέσα ἀπό τήν προσωπική ἄσκηση, μπορεῖ κανείς νά προσεγγίση τό μυστήριο τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου.
Μεγάλη Ἑβδομάδα. Καί ἐρωτᾶ κανείς ποιό εἶναι τό μέτρο μέ τό ὁποῖο μπορεῖ νά τήν ἀντιμετωπίση. Τό μοναδικό μέτρο πού τήν μετρᾶ κανείς εἶναι ἡ αγάπη, γιατί αὐτή ὑπερνικᾶ τόν θάνατο. Εἶναι μιά ἀγάπη πού κινεῖται πέρα ἀπό τά περιοριστικά ὅρια τῆς θνητῆς καί φθαρτῆς ὕπαρξης, μιά ἀγάπη πού ἐκφράζεται ὄχι ὡς συναίσθημα, ἀλλά ὡς κένωση, ὡς θυσία, ὡς σταυρός. Μιά ἀγάπη πού ἔχει σχέση μέ τήν ὑπέρβαση τῆς πεπτωκυίας φύσεως.
Αὐτήν τήν ἀγάπη διδάσκει μέ ἔργα καί λόγια ὁ Χριστός. Ἡ κένωσή Του, πού ἀρχίζει ἀπό τήν πρόσληψη τῆς κτιστῆς, φθαρτῆς καί θνητῆς φύσεως καί φθάνει μέχρι τήν σταυρική θυσία καί τόν θάνατο πάνω στόν Σταυρό, εἶναι τό μέτρο τῆς ἀγάπης, ἡ ὁποία ἐκδηλώνεται ἀπό τόν Θεό στόν ἄνθρωπο καί ἑλκύει τήν ἀγάπη τοῦ κάθε νθρώπου πρός τόν Θεό. Ἡ ἀγάπη ἀπό τήν φύση της ἐκτός ἀπό τήν κένωση ἔχει καί τό στοιχεῖο τῆς κινήσεως καί τῆς καλῆς ἀντιστροφῆς. Κινεῖται ἀπό τόν Θεό πρός τόν ἄνθρωπο, καί στήν συνέχεια ἀπό τόν ἄνθρωπο πρός τόν Θεό.
Αὐτήν τήν ἀγαπητική κίνηση τοῦ Θεοῦ πρός τόν ἄνθρωπο περιγράφει θαυμάσια ὁ ἅγιος Ἰ ω ά ν ν η ς ὁ Χ ρ υ σ ό σ τ ο μ ο ς μέ μιά εἰκόνα τῆς ἐποχῆς του, δηλαδή τήν εἰκόνα μιᾶς πόρνης γυναικός. Ὁ Χριστός ἐπεθύμησε τήν πόρνη γυναίκα, δηλαδή τήν ἐκπορνευθεῖσα ἀνθρώπινη φύση καί ἔρχεται στό καλύβι της, καί μέ λόγους καί πράξεις τήν καθιστᾶ σύζυγό του. Βέβαια, ἐδῶ ἑννοεῖται ὅτι ὁ Χριστός προσέλαβε τήν παθητή καί θνητή σάρκα καί σέ αὐτό τό σημεῖο φαίνεται τό μυστήριο τῆς κενώσεώς Του.
Στό περίφημο λόγο του «Πρός Εὐτρόπιον» ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, μεταξύ τῶν ἄλλων λέγει: «ὁ τοσοῦτος καί τηλικοῦτος ἐπεθύμησε πόρνης». Στήν συνέχεια δίνει τίς ἐπεξηγήσεις ὅτι ὁμιλεῖ περί «τῆς ἡμετέρας φύσεως». Καί ἐπεθύμησε τήν πόρνη «ἵνα γένηται ὁ νυμφίος». Βέβαια, ὑπάρχει τεράστια διαφορά μεταξύ τῆς εἰκόνας καί τῆς πραγματικότητας, γιατί ὁ ἄνθρωπος ἐπιθυμεῖ τήν πόρνη γιά νά γίνη πόρνος, ἐνῶ ὁ Θεός ἐπιθυμεῖ τήν πόρνη γιά νά τήν καταστήση παρθένο καί νά τήν σώση. Ὁ Χριστός ἔρχεται πρός τήν ἐκπορνευθεῖσα ἀνθρώπινη φύση, πλησιάζει Αὐτός ὁ Ἴδιος «εἰς τήν καλύβην αὐτῆς» καί δέν τήν καλεῖ ἐπάνω. Δέν τήν ἐλέγχει, δέν τῆς ἀπαιτεῖ εὐθύνες γιά τά ἁμαρτήματα: «Τοῦτο ἐρῶντος τό μή ἀπαιτῆσαι εὐθύνας ἁμαρτημάτων, ἀλλά συγχωρῆσαι παρανομήματα πλημμελημάτων». Τήν προσλαμβάνει, τήν ἀρραβωνίζεται, ἄν καί εἶναι πόρνη, τῆς δίνει τό δακτυλίδι πού εἶναι τό Ἅγιον Πνεῦμα καί στήν συνέχεια κάνει μαζί της συνομιλία.
Ὑποδεικνύει ὁ Χριστός στήν πόρνη τήν ἀρχική της κατασκευή, ὅτι φυτεύθηκε ἀπό τόν Θεό στόν Παράδεισο, ἀπό τόν ὁποῖο τήν ἐξέβαλε ὁ διάβολος, τώρα ὅμως τῆς λέγει: «ἰδού φυτεύω σε ἐν ἐμαυτῷ, ἐγώ σε βαστάζω». Ἡ πόρνη λέγει στόν Χριστό: «ἀλλά ἁμαρτωλός εἰμί καί ἀκάθαρτος». Ὁ Χριστός τῆς ἀπαντᾶ: «Μή σοι μελέτω, ἰατρός εἰμι. Οἶδα τό σκεῦος τό ἐμόν, οἶδα πῶς διεστράφη. Πήλινον ἦν πρό τούτου καί διεστράφη. Ἀναπλάττω αὐτό διά λουτροῦ παλιγγεννεσίας καί παραδίδωμι αὐτό τῷ πυρί». Ὁ Χριστός μέ τήν ἐνανθρώπησή Του «ἦλθε λαβεῖν τήν πόρνην, λέγω γάρ αὐτήν, ὡς ἦν ἀκάθαρτος, ἵνα μάθῃς τοῦ νυμφίου τόν ἔρωτα». Καί ὁ Χριστός τῆς ἔδωσε τόν πλοῦτο, ὄχι ὅμως ὁλόκληρη τήν προίκα. Καί λέγει ὁ Χριστός, κατά τόν ἱερό Χρυσόστομο, στήν πόρνη: «Μή ζήτει ᾧδε τήν προῖκα: πάντα ἐν ἐλπίδι, πάντα ἐν πίστει, λάβε ἀρραβῶνα, ἵνα μοι πιστεύσῃς περί τοῦ μέλλοντος».
Ἐπειδή ὁ Χριστός προσέλαβε θνητό καί παθητό σῶμα, γι᾽ αὐτόν τόν λόγο ἀπέθανε ἐπί τοῦ Σταυροῦ, ὑπέστη τόν θάνατο μέ τήν θέλησή Του, γι᾽ αὐτό, ἄλλωστε, καί ἡ σταυρική θυσία λέγεται ἑκούσια θυσία. Ὅμως, ἡ μεγαλωσύνη καί ἡ ὡραιότητα τοῦ νυμφίου Χριστοῦ φαίνεται κυρίως στό Πάθος Του, στόν Σταυρό Του, στόν ἐπονείδιστο θάνατό Του γιά τήν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Γι᾽ αὐτό καί ἡ πληρέστερη εἰκόνα τοῦ νυμφίου ἐκφράζεται στήν φράση: «ἥλοις προσηλώθη ὁ νυμφίος τῆς Ἐκκλησίας».
Ἡ ἀγάπη ὅμως τοῦ Θεοῦ πρός τόν ἄνθρωπο δημιουργεῖ καί τήν καλή ἀντιστροφή. Ὁ Θεός προκαλεῖ τόν ἄνθρωπο στήν ἀγάπη αὐτήν. Φυσικά, αὐτή ἡ ἀγάπη τοῦ ἀνθρώπου πρός τόν Νυμφίο του δέν εἶναι ψυχολογικῆς φύσεως, ἀλλά εἶναι κατ᾽ ἐξοχήν θεολογική, γιατί στήν πνευματική ζωή καλούμαστε νά φθάσουμε στήν θέωση, ἀφοῦ περάσουμε ἀπό τήν κάθαρση τῆς καρδιᾶς καί τόν φωτισμό τοῦ νοῦ, ὁπότε μεταμορφώνονται ὅλες οἱ ψυχοσωματικές ἐνέργειες. Ἀπό τήν ψυχολογική-πεπτωκυῖα κατάσταση πρέπει νά ἀναχθοῦμε στήν ὀντολογική, τήν πραγματική σχέση μέ τόν Θεό.
Ὁ Μ. Βασίλειος, ὅταν ρωτήθηκε γιά τήν ἀγάπη τοῦ ἀνθρώπου πρός τόν Θεό, εἶπε ὅτι αὐτή ἡ ἀγάπη εἶναι ἀδίδακτη. «Ἀδίδακτος μέν ἡ πρός τόν Θεόν ἀγάπη». Καί ὅπως κανείς δέν μᾶς ἔδειξε νά χαιρόμαστε τό φῶς καί νά χαιρόμαστε καί νά ἐπιθυμοῦμε τήν ζωή, οὔτε μᾶς δίδαξε κανείς νά ἀγαποῦμε τούς γονεῖς μας ἤ αὐτούς πού μᾶς ἀνέθρεψαν, τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ τήν ἀγάπη πρός τόν Θεό. Ἀφοῦ λάβαμε ἐντολή νά ἀγαποῦμε τόν Θεό, «τήν ἀγαπητικήν δύναμιν εὐθύς τῇ πρώτῃ κατασκευῇ συγκαταβληθεῖσαν κεκτήμεθα». Ὁ ἄνθρωπος τό ἀντιλαμβάνεται αὐτό ἀπό τό ἐσωτερικό του, γιατί ἀπό τήν φύση του ἐπιθυμεῖ τά καλά καί τά ὡραῖα πράγματα. Καί συνεχίζει ὁ Μ. Βασίλειος: «Τί οὖν κάλλους θείου θαυμασιώτερον; Τίς ἔννοια τῆς τοῦ Θεοῦ μεγαλοπρεπείας χαριεστέρα; Ποῖος πόθος ψυχῆς οὕτω δριμύς καί ἀφόρητος ὡς ἀπό θεοῦ ἐγγινόμενος τῇ ἀπό πάσης κακίας κεκαθαρμένῃ ψυχῇ καί ἀπό ἀληθινῆς διαθέσεως λεγούσης ὅτι ‘‘Τετρωμένη ἀγάπης εἰμί ἐγώ;’’».
Εἶναι φανερό ἐδῶ ὅτι ἡ ἀγάπη χαρακτηρίζεται «πόθος ψυχῆς δριμύς καί ἀφόρητος», πού ἔρχεται μέσα στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου. Οἱ λέξεις αὐτές δείχνουν τήν μεγάλη ἀγάπη τοῦ ἀνθρώπου πρός τόν Θεό, πού δέν ὑπάρχει τίποτε νά τήν σταματήση. Εἶναι ἀφόρητη καί δρυμεῖα ἀγάπη. Καί βέβαια, αὐτή ἡ ἀφόρητη καί δρυμεῖα ἀγάπη ἔρχεται σέ μιά ψυχή πού ἔχει καθαρθῆ ἀπό τά πάθη, πού ἔχει μεταμορφώσει ὅλες τίς δυνάμεις της γιά νά πορεύωνται κατά φύση καί ὑπέρ φύση.
Ὅλοι οἱ ἅγιοι εἶχαν κυριευθῆ ἀπό αὐτήν τήν θεία ἀγάπη, τόν θεῖο ἔρωτα. Βέβαια, αὐτό ἦταν ἀποτέλεσμα τῆς ὅλης μεταποιήσεως τῶν ψυχικῶν δυνάμεων, τῆς ἀποκτήσεως τῆς νοερᾶς προσευχῆς. Ἔζησαν τήν κένωση τοῦ Λόγου καί ἔφθασαν στήν θέωση, τήν μέθεξη τοῦ Θεοῦ. Σέ αὐτήν τήν ἀγάπη, ἡ ὁποία κατά τήν ποιότητα εἶναι ὁμοίωση πρός τόν Θεό, κατά δέ τήν ἐνέργειά της εἶναι μέθη ψυχῆς, ἀναφέρεται καί ὁ ἅγιος Ἰ ω ά ν ν η ς , ὁ συγγραφεύς τῆς Κ λ ί μ α κ ο ς . Στό κεφάλαιο περί τῆς ἀγάπης χρησιμοποιεῖ παράδειγμα ἀπό τά ἀνθρώπινα πράγματα γιά νά δείξη τήν ἀγάπη καί τόν ἔρωτα τοῦ ἀνθρώπου πρός τόν Θεό. Γράφει: «Μακάριος, ὅστις τοιοῦτον πρός Θεόν ἐκτήσατο πόθον˙ οἷον μανικός ἐραστής πρός τήν ἑαυτοῦ ἐρωμένην κέκτηται». Καί στήν συνέχεια ἐξηγεῖ ὅτι ὁ πραγματικός ἐραστής φέρνει συνεχῶς τό πρόσωπο τοῦ ἀγαπημένου καί τό ἐναγκαλίζεται μέ ἡδονή. Αὐτός ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά ἡσυχάση, ἀλλά βλέπει τό ποθητό του πρόσωπο ἀκόμη καί στόν ὕπνο του καί συνομιλεῖ μαζί του. «Οὕτως ἐπί σωμάτων, οὕτως ἐπί ἀσωμάτων πέφυκε γίνεσθαι». Καί μάλιστα, ἀναφέροντας τό χωρίο ἀπό τό Ἆσμα Ἀσμάτων, γράφει ὅτι ἕνας τέτοιος ἐρωμένος, προφανῶς ἐννοοῦσε τόν ἑαυτό του, τρώθηκε ἀπό τό βέλος τῆς ἀγάπης καί ἔγραφε: «‘‘ἐγώ καθεύδω’’ διά τήν χρείαν τῆς φύσεως, ‘‘ἡ δέ καρδία μου γρηγορεῖ’’ διά τό πλῆθος τοῦ ἔρωτος».
«Ὁ ἐμός ἔρως ἐσταύρωται» ἔλεγε ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος καί τό ἴδιο ἔλεγαν ὅλοι οἱ θεούμενοι, ὅσοι ἐγεύθησαν αὐτῆς τῆς μεθυστικῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, τῆς νηφαλίου μέθης. Ὁ Χριστός, ὁ νυμφίος τῆς Ἐκκλησίας, ἀγάπησε τόν ἄνθρωπο, θυσιάστηκε γι᾽ αὐτόν, πόνεσε, ὑπέφερε, σταυρώθηκε, ἀλλά καί ἀναστήθηκε. Τό μέτρο τῆς ἀγάπης εἶναι ὁ Σταυρός καί ὁ θάνατος, ὁ πόνος καί ἡ ὀδύνη. Ποιός μπορεῖ νά ἀντέξη αὐτήν τήν ἀγάπη; Ποιός μπορεῖ νά μετρηθῆ μέ τό πλήρωμα καί τό ὕψος τῆς ἀγάπης; Αὐτό τό νόημα ἔχει ἡ ὀνομασία Μεγάλη Ἑβδομάδα. Δείχνει τό βάθος καί τό ὕψος τῆς κενωθείσης καί θυσιαστικῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ καί μᾶς προκαλεῖ σέ αὐτήν τήν ἀγάπη, πού προϋποθέτει σταύρωμα ὅλων τῶν ταπεινῶν καί σαρκικῶν ἐπιθυμιῶν.
Κάθε χρόνο τά γεγονότα αὐτά πού γίνονται τήν Μ. Ἑβδομάδα μᾶς προβάλλουν τό μέγεθος τῆς ἀγάπης καί μᾶς καλοῦν νά ἀναφωνήσουμε «ὁ ἐμός ἔρως ἐσταύρωται καί οὐκ ἔστιν ἐν ἐμοί πῦρ φιλοῦν τι». Μᾶς καλεῖ νά ἀκούσουμε τήν φωνή τοῦ σοφοῦ Σολομῶντος: «ἐράσθητι αὐτῆς καί τηρήσει σε˙ περιχαράκωσον αὐτην καί ὑψώσει σε˙ τίμησον αὐτήν ἵνα σε περιλάβῃ» (Παροιμ. δ´, 6-8). Καί μᾶς δίνει τήν δυνατότητα νά μπορέσουμε κι ἐμεῖς κάποτε νά ποῦμε: «ἐραστής ἐγενόμην τοῦ κάλλους αὐτῆς», δηλαδή τοῦ κάλλους τῆς θείας σοφίας (Σοφ. Σολομῶντος η´, 2).
Ὁ Χριστιανισμός, ὅπως ἐκφράζεται κυρίως ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, διατηρεῖ ὡς κόρη ὀφθαλμοῦ τήν μέθοδο ἐκείνη πού ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπο στήν ἕνωση μέ τόν Θεό καί ὁ Χριστιανός ζῆ μέσα στήν ὕπαρξή του τόν Σταυρό καί τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Πρόκειται γιά μιά ὑπέρβαση τοῦ θανάτου, γιά μιά ὑπέρβαση ἀκόμη καί τῆς κτιστότητος μέ τήν ἄκτιστη Χάρη τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἄνθρωπος πρέπει ἀπό τό κατ᾽ εἰκόνα νά φθάση στό καθ᾽ ὁμοίωση. Σέ αὐτό τό γεγονός ἀποβλέπουν οἱ ἑορταστικές ἐκδηλώσεις, κυρίως ἡ Μεγάλη Σαρακοστή καί πάνω ἀπό ὅλα ἡ Μεγάλη Ἑβδομάδα, μέ ἀποκορύφωμα τήν Κυριακή τοῦ Πάσχα. Ἀποβλέπουν στό νά ἀναφωνοῦμε, ὅπως τό ἔκανε ὁ ἅγιος Σεραφείμ τοῦ Σαρώφ, «Χριστός Ἀνέστη, χαρά μου».
Δυστυχῶς, ὅμως, ἐμεῖς ἐκκοσμικεύουμε τό ὕψος τοῦ Χριστιανισμοῦ, τό κατεβάζουμε πολύ χαμηλά, τό ἐξαντλοῦμε μόνον σέ μερικά συναισθήματα καί σέ μιά θρησκευτική ζωή, μέ κοινωνικές ἐκδηλώσεις, ἁπλῶς γιά μιά ψυχολογική ξεκούραση, σάν νά εἶναι ἕνα ἰδιότυπο ναρκωτικό μέ σκοπό νά ξεχνᾶμε τόν καθημερινό πόνο. Πολλοί ἀπό μᾶς δέν ἀντέχουμε τό μεγαλεῖο τοῦ Χριστιανισμοῦ καί τό παραθεωροῦμε, τό περιθωριοποιοῦμε, τό κατεβάζουμε χαμηλά σ᾽ ἕναν ὀρθολογιστικό καί συναισθηματικό λόγο.
Ὅμως εἶναι ἀνάγκη νά δοῦμε αὐτήν τήν πλευρά τῆς χριστιανικῆς ζωῆς, νά ξεφύγουμε ἀπό μιά ψυχολογική καί συναισθηματική κατάσταση καί νά ἀνεβοῦμε στήν ὀντολογία, τήν θεολογία. Νά νιώσουμε βαθειά στήν ὕπαρξή μας τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καί νά ἀπευθύνουμε στόν κάθε ἄνθρωπο τό «Χριστός Ἀνέστη» καί νά προσθέτουμε «χαρά μου», δηλαδή νά ἔχουμε τήν βεβαιότητα ὅτι ὁ Χριστός ἀναστήθηκε, γιατί ἀναστήθηκε ὅλη ἡ ὕπαρξή μας, καί ταυτόχρονα νά νιώθουμε ὅτι ὁ ἄλλος δέν εἶναι ἡ κόλασή μας, ὅπως ἔλεγε ὁ Σάρτρ, ἀλλά ἡ χαρά μας.
ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο Ἐκκλησιαστικοί Ἀναβαθμοί