Ἡ λειτουργική γλώσσα, δηλαδή οἱ ὕμνοι καί τά τροπάρια πού ψάλλονται σέ κάθε ἑορτή, εἶναι ἡ γλώσσα τῆς Ἐκκλησίας, διά τῆς ὁποίας παρουσιάζεται «ἡ θεολογία τῶν γεγονότων», δηλαδή φανερώνεται ἡ ἀγάπη καί φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ, καθώς ἐπίσης καί τά ἀποτελέσματα τῆς συγκαταβάσεως καί οἰκονομίας τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ.
Μελετώντας προσεκτικά τήν ἱερή ὑμνογραφία μποροῦμε νά κατανοήσουμε καί, κυρίως, νά βιώσουμε ὑπαρξιακά ὅ,τι ἔκανε ὁ Θεός γιά τόν ἄνθρωπο, σέ ποιό ὕψος τόν ἀνέβασε καί πῶς οἱ ἄνθρωποι μποροῦν νά γίνουν κατά Χάρη Θεοί.
Αὐτό συμβαίνει καί μέ τήν ὑμνογραφία τῶν Χριστουγέννων. Στά τροπάρια τῆς ἑορτῆς οἱ ἅγιοι Πατέρες ἔβαλαν ὅλη τήν θεολογία τῆς Ἐκκλησίας σχετικά μέ τό μυστήριο τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ. Μεγάλοι ὑμνογράφοι συνετέλεσαν στήν σύνθεση τῆς ὑπέροχης ἀκολουθίας τῶν Χριστουγέννων. Καί μάλιστα τό περιεχόμενο πολλῶν ὕμνων εἶναι αὐτούσιες φράσεις τῶν μεγάλων Πατέρων, ὅπως τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καί τοῦ ἁγίου ᾿Ιωάννου τοῦ Χρυσοστόμου.
Στό δοξαστικό τῶν αἴνων τῆς ἡμέρας τῶν Χριστουγέννων, πού συνέθεσε ὁ Γερμανός, προφανῶς ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, γίνεται συσχετισμός μεταξύ τῆς σωματικῆς ἀπογραφῆς πού ἔγινε τότε ἀπό τόν Αὔγουστο Καίσαρα καί τῆς πνευματικῆς ἀπογραφῆς πού ἔγινε μέ τήν Γέννηση τοῦ Χριστοῦ. Μεταξύ τῶν ἄλλων λέγεται: «Διό σοι προσφέρομεν καί ἡμεῖς, ὑπέρ τήν χρηματικήν φορολογίαν ὀρθοδόξου πλουτισμόν θεολογίας». Τότε οἱ ἄνθρωποι προσέφεραν χρηματική φορολογία, τώρα ἐμεῖς προσφέρουμε πλουτισμό ὀρθοδόξου θεολογίας. Μόνον μέ τήν θεολογία μπορεῖ κανείς νά ἀνταποκριθῆ στό μεγάλο νόημα τῆς ἑορτῆς. Αὐτή ἡ θεολογία δέν πρέπει νά εἶναι διανοητικά κατασκευάσματα καί στοχασμοί, ἀλλά ἐμπειρία τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς.
Στά ἑπόμενα θά προσπαθήσουμε νά ὑπογραμμίσουμε μερικές θεολογικές ἀλήθειες, πού ἐξάγονται ἀπό τήν μεγάλη αὐτή ἑορτή, τήν Μητρόπολη τῶν ἑορτῶν, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, οἱ ὁποῖες ὅμως ἀλήθειες ἔχουν σχέση μέ τήν προσωπική μας ζωή καί τήν κοινωνική δραστηριότητα.
Οἱ τραγικές συνθῆκες τῶν Χριστουγέννων
Συνήθως, ὅταν ἐνθυμούμαστε τά γεγονότα τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ, τά θέτουμε μέσα σέ μιά εἰδυλλιακή ἀτμόσφαιρα καί μέσα σέ πλαίσια μέ συναισθηματική φόρτιση. Φέρουμε στήν μνήμη μας τόν θεσπέσιο ἀγγελικό ὕμνο, τό σπήλαιο πού εἶναι τόσο ὡραῖα στολισμένο, μέσα στό ὁποῖο ὑπάρχει ἄπλετο φῶς, τήν ἐμφάνιση τῶν ἀγγέλων, τήν προσκύνηση τῶν ποιμένων, τά δῶρα τῶν μάγων. Βέβαια, ὅλα αὐτά ἔγιναν, ἀλλά ξεχνοῦμε τελείως τήν τραγικότητα τῶν γεγονότων, ἰδίως ὅπως τά περιγράφει ὁ Εὐαγγελιστής Ματθαῖος.
Στό κατά Ματθαῖον Εὐαγγέλιο παρουσιάζεται τό δράμα τοῦ ᾿Ιωσήφ ἀπό τήν θέα τῆς ἐγκύου Μαριάμ. Προβληματίζεται ἐσωτερικά καί θέλει νά τήν ἀπολύση γιά νά μή τήν παραδώση στούς θρησκευτικούς ἄρχοντες γιά νά τήν τιμωρήσουν. Τελικά ὑποχωρεῖ καί ἀλλάζει γνώμη ἀπό τήν ἐμφάνιση τοῦ ἀγγέλου. Ἡ Παναγία ἀπό τήν ἀρχή ἐκτίθεται στούς κινδύνους τῆς τιμωρίας λόγῳ τῆς ἐγκυμοσύνης. Βλέπουμε ἀκόμη τήν περιπέτεια τῶν μάγων στήν πορεία τους νά προσκυνήσουν τόν Χριστό. Μετά παρουσιάζεται ἡ μανία τοῦ Ἡρώδου καί ἡ ἀπόφασή του νά φονεύση τόν γεννηθέντα βασιλέα. Μετά τήν γέννηση ὁ Χριστός ἐξαναγκάζεται νά γίνη πρόσφυγας, νά ἀκολουθήση τούς γονεῖς του στήν Αἴγυπτο. Καί ξέρουμε τίς δυσκολίες καί τούς κινδύνους πού διέτρεξαν οἱ γονεῖς του μέ τά μέσα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης γιά νά κάνουν τό ταξίδι αὐτό. Ἀκολουθεῖ ὁ φόνος ὅλων τῶν παιδιῶν ἀπό δύο χρονῶν καί κάτω, ὥστε νά ἐφαρμοσθῆ ἡ Προφητεία τοῦ Προφήτου Ἱερεμίου «φωνή ἐν Ῥαμᾷ ἠκούσθη, θρῆνος καί κλαυθμός καί ὀδυρμός πολύς: Ραχήλ κλαίουσα τά τέκνα αὐτῆς, καί οὐκ ἤθελε παρακληθῆναι, ὅτι οὐκ εἰσίν».
Περιπετειώδης ἀκόμη ἦταν ἡ ἐπιστροφή τοῦ Χριστοῦ ἀπό τήν Αἴγυπτο καί ἡ ἐγκατάστασή Του στήν Ναζαρέτ. Βλέποντας ὅλα αὐτά παρατηροῦμε ὅτι «ἄν ὁ ᾿Ιησοῦς ἐπί τοῦ Σταυροῦ μέ τόν δραματικώτερο τρόπο ἐγκατέλειψε τόν κόσμο μας, μέ ὄχι ὀλιγώτερο δραματικό τρόπο εἰσῆλθε εἰς τόν κόσμον μας» (Ἀγουρίδης). Γιατί, πραγματικά εἰσῆλθε στόν πεπτωκότα κόσμο ὁ ἀναμάρτητος καί μέ αὐτόν τόν τρόπο φάνηκε καθαρά τό μέγεθος τῆς πτώσεώς μας. Ὁ ἅγιος καί ἀναμάρτητος Χριστός δημιούργησε μιά πληγή σέ ὁλόκληρο τόν κόσμο, ὅπως πονάει τό πληγωμένο σῶμα τοῦ ἀνθρώπου καί μέ τό ἐλαφρότερο ἄγγιγμα. «Ἡ πατρίδα του καί τό ἔθνος του τόν ἀγνοοῦν τελείως. Κι ὅταν ἄνδρες σοφοί ἀπό τήν Ἀνατολή ἔρχωνται εἰς τά Ἱεροσόλυμα διά νά προσφέρουν τήν ἀναγνώρισι καί τήν προσκύνησί τῶν εἰς τόν Βασιλέα τῆς νέας ἐποχῆς, πού ἐγεννήθη μαζί του, οἱ σοφοί τοῦ γένους του μένουν ἀσυγκίνητοι καί ἀδιάφοροι, τυλιγμένοι μέσα εἰς τάς στενάς, ἐθνικιστικάς των μεσσιανικάς προκαταλήψεις. Συγκινεῖται μόνον ἡ θηριωδία τοῦ Ἡρώδη» (Αγουρίδης). Ἔτσι ὁ Χριστός ἀνακαινίζει καί μεταμορφώνει ὅλη αὐτή τήν τραγωδία τῆς ἐποχῆς Του καί τῆς δίνει ἐλπίδα καί παρηγοριά.
Ἡ γῆ καί ἡ κοινωνία μας συμπεριφέρθηκε πολύ ἄσχημα κατά τήν ἔλευση τοῦ Χριστοῦ. Γεννήθηκε ὁ Χριστός μέσα σέ ἕνα σπήλαιο καί πέθανε ἐπάνω στόν Σταυρό. Μεταξύ τοῦ σπηλαίου καί τοῦ σταυροῦ ὑπάρχουν προσφυγιά, διωγμοί, στερήσεις, ἀπόπειρες νά τόν φονεύσουν, ἀντιδράσεις, συκοφαντίες καί τόσα ἄλλα πού περιγράφονται στά ἱερά Εὐαγγελία. Ἑπομένως, τά γεγονότα τῆς γεννήσεως δέν εἶναι τόσο εἰδυλλιακά, ὅπως τά αἰσθανόμαστε καί τά τραγουδᾶμε αὐτές τίς ἡμέρες, δέν εἶναι τό στολισμένο δέντρο ἤ τό φωτισμένο καράβι, δέν εἶναι οἱ ρομαντικές ἀναμνήσεις καί τά ζεστά τραγούδια. Βέβαια, μέ αὐτά ἴσως ἀναλογιζόμαστε τούς καρπούς τῆς ἐνανθρωπήσεως. Ἀλλά ὅμως εἶναι καλό νά ἐνθυμούμαστε τά τραγικά γεγονότα τῆς Γεννήσεως καί τήν φοβερή συμπεριφορά τῶν προγόνων μας, γιατί αὐτό θά μᾶς βοηθήση νά δοῦμε ρεαλιστικότερα τά πράγματα τῆς σύγχρονης ἐποχῆς.
Καί σήμερα γιορτάζουμε Χριστούγεννα μέσα σέ παρόμοια ἀτμόσφαιρα. Οἱ κοινωνικές συνθῆκες καί ἡ προσωπική μας ζωή βρίσκεται σέ ἀνάλογη τραγωδία. Ζοῦμε τήν τραγωδία στόν ἐσωτερικό, ἀλλά καί στόν κοινωνικό χῶρο.
Γιορτάζουμε Χριστούγεννα μέ τήν ἐνυπάρχουσα ἁμαρτία, μέ τά πάθη πού ἀποτελοῦν τό τραγικό στοιχεῖο τῆς ζωῆς μας, μέ τήν φθαρτότητα καί θνητότητα. Ἐπαναλαμβάνουμε τό τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «Βλέπω δέ ἕτερον νόμον ἐν τοῖς μέλεσί μου ἀντιστρατευόμενον τῷ νόμῳ τοῦ νοός μου καί αἰχμαλωτίζοντά με ἐν τῷ νόμῳ τῆς ἁμαρτίας τῷ ὄντι ἐν τοῖς μέλεσί μου. Ταλαίπωρος ἐγώ ἄνθρωπος! τίς με ρύσεται ἐκ τοῦ σώματος τοῦ θανάτου τούτου;» (Ρωμ. ζ', 23-24). Ἡ ἁμαρτία μᾶς κάνει νά ζοῦμε τήν παρά φύσιν ζωή. Μέ τήν ἁμαρτία ὅπως χαρακτηριστικά λέγει ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, «φερόμεθα εἰς τήν παρά φύσιν ἄλογον καί παντελῆ καί ἀνούσιον ἀνυπαρξίαν».
Ἔτσι γιορτάζουμε τήν Γέννηση τοῦ Χριστοῦ μέ μιά ἐσωτερική ὑπαρξιακή τραγωδία, πού μεταφράζεται σέ μοναξιά, ἀπελπισία, δουλεία, ἀνελευθερία, ἀλλοτρίωση, ἀφοῦ, ὅπως καί πάλι λέγει ὁ ἅγιος Μάξιμος, «κακία ἐστίν ἡ ἐσφαλμένη κρίσις τῶν νοημάτων ᾓ ἐπακολουθεῖ ἡ παράχρησις τῶν πραγμάτων». Δηλαδή ἡ κρίση τῶν νοημάτων μας εἶναι ἐσφαλμένη, ὁ κόσμος τῶν σκέψεών μας εἶναι λανθασμένος, ὁπότε ἀκολουθεῖ καί ἡ παράχρηση τῶν πραγμάτων. Γιορτάζουμε ἤ προετοιμαζόμαστε νά γιορτάσουμε τά Χριστούγεννα, ἐνῶ ἔχουν αὐξηθῆ τά ψυχικά νοσήματα καί βαθαίνει ἡ θλίψη μας. Παρά ταῦτα ὅμως στολίζουμε τά σπίτια μας, στολίζουμε τούς δρόμους μας καί μέσα σ᾽ αὐτούς τούς χριστουγεννιάτικους δρόμους, ὅπως ἔχει παρατηρηθῆ σωστά, κυκλοφορεῖ ὁ ἄνθρωπος μέ ὅλη του τήν τραγωδία. Εἶναι φοβερό πράγμα νά βαδίζουμε σέ φωταγωγημένους δρόμους λόγῳ τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ, νά συμμετέχουμε σέ πανηγυρικές ἐκδηλώσεις, ἐνῶ μεταφέρουμε ἕναν νεκρό ἑαυτό, μιά ἀνούσια ζωή.
Πέρα ἀπό τό ἐσωτερικό δράμα ζοῦμε τήν τραγωδία καί στό κοινωνικό ἐπίπεδο. Οἱ σύγχρονες κοινωνίες δέν διαφέρουν πολύ ἀπό τίς τότε κοινωνίες, ἄν καί ἔχουν περάσει τόσα χρόνια καί ἔπρεπε νά ἀνακαινισθοῦν ἀπό τήν νέα ζωή πού ἔφερε στόν κόσμο ὁ Χριστός. Τίς ἡμέρες αὐτές ὅλα τά μέσα ἐνημερώσεως τῶν χριστιανικῶν λαῶν θά ἑτοιμάσουν ἑορταστικά προγράμματα, ὅπως τά ἐννοοῦν. Σέ εὐρωπαϊκές χῶρες οἱ ἄνθρωποι ἑτοιμάζονται πολλές ἡμέρες πρίν γιά τήν μεγάλη αὐτή ἑορτή. Οἱ πλατεῖες θά στολισθοῦν. Τήν ἡμέρα τῶν Χριστουγέννων οἱ ἀρχηγοί τῶν λαῶν, ἀλλά καί οἱ δημοσιογράφοι θά μιλήσουν γιά τήν εἰρήνη πού ὕμνησαν οἱ ἄγγελοι τήν ἡμέρα τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ. Οἱ ἄρχοντες τῶν λαῶν θά σταματήσουν τίς ἐργασίες τους γιά νά γιορτάσουν οἰκογενειακά τά Χριστούγεννα καί ἐν τῳ μεταξύ οἱ ἀποθῆκες τῶν ἐργοστασίων ὅπλων εἶναι γεμᾶτες καί ἕτοιμες νά τροφοδοτήσουν παλαιούς καί νέους πολέμους. Τήν ἑπομένη ἡμέρα τῶν Χριστουγέννων θά εἴμαστε καί ἐμεῖς ἕτοιμοι νά συνεχίζουμε τίς ταραχές στό ἐπίπεδό του ὁ καθένας ἤ νά συνεχίσουμε τούς ἐξοπλισμούς γιά νά σκορπίσουμε τόν πόνο καί τόν φόνο στούς ἀνθρώπους. Μέ ἄλλα λόγια, γιορτάζουμε τά Χριστούγεννα, ὑμνοῦμε τήν εἰρήνη καί ὅμως διώχνουμε διαρκῶς τήν εἰρήνη ἀπό τίς κοινωνίες μας, ἀφοῦ ἄρχων τῆς εἰρήνης εἶναι ὁ Χριστός. Ἔτσι καταλαβαίνουμε καλά ὅτι ἡ εἰρήνη πού θά ὑπάρξη αὐτόν τόν καιρό εἶναι τό ἱλαρό πρόσωπο τοῦ πολέμου, καί ὁ πόλεμος, πού θά ἀρχίση μετά εἶναι τό τραγικό πρόσωπο τῆς ἄνευ Χριστοῦ εἰρήνης.
Ἐν τῳ μεταξύ, κατά παράδοξο τρόπο, οἱ συνθῆκες εἶναι οἱ ἴδιες στούς ὀρθόδοξους λαούς. Ὅπου βρίσκονται ὀρθόδοξοι λαοί σήμερα, πού λατρεύουν ἀληθινά τόν ἐνανθρωπήσαντα Χριστό, δέχονται ποικίλους πειρασμούς ἀπό ἀνθρώπους πού ἔχουν ἄλλους σκοπούς καί ἐπιδιώξεις. Χριστιανοί ξένων Ὁμολογιῶν καί Μουσουλμάνοι συσπειρώνονται γιά νά κτυπήσουν ὀρθόδοξους λαούς.
Ἔτσι καί φέτος θά γιορτάσουμε Χριστούγεννα μέσα σέ τραγικά πλαίσια, μέ ἐσωτερικές καί ἐξωτερικές τραγωδίες, ἀλλά μέ τήν ἐλπίδα ὅτι ὁ Χριστός μπορεῖ νά μᾶς βοηθήση νά ξεπεράσουμε αὐτήν τήν τραγωδία. Μέ τόν Χριστό δέν ὑπάρχει τραγωδία. Ὑπερβαίνεται. Ὁ Χριστιανός πού συνδέεται μέ τόν ἐνανθρωπήσαντα Χριστό, μπορεῖ νά ζῆ σέ ὅλες τίς κοινωνικές συνθῆκες, ἀπό τούς διωγμούς μέχρι τήν πλήρη ἀσύδοτη ἐλευθερία καί ὅμως νά βιώνη μιά ἐσωτερική εἰρήνη πού ὑπερβαίνει τήν σύλληψη τῆς λογικῆς τοῦ ἀνθρώπου.
Ὑπαρξιακός ἑορτασμός τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ
Δέν ἔχω πρόθεση νά τελειώσω μέ μελαγχολία. Τά τροπάρια τῆς Ἐκκλησίας, πού ψάλλουμε αὐτές τίς ἡμέρες, ἔχουν μέσα τοὺς μιά ζεστασιά, ἐσωτερική θαλπωρή, ἐλπίδα ζωῆς. Εἶναι τά μόνα πού μποροῦν νά μᾶς παρηγορήσουν, ὅπως παρηγόρησαν ἑκατομμύρια ἀνθρώπους διά μέσου τῶν αἰώνων. Τό ἴδιο ἀκριβῶς συναντοῦμε καί στούς λόγους τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Ἔτσι, ἄν καί ζοῦμε σέ τραγικές συνθῆκες ζωῆς καί τραγικές κοινωνίες, μποροῦμε νά ζήσουμε ὑπαρξιακά τήν κοινωνία μέ τόν ἐνανθρωπήσαντα Υἱό καί Λόγο τοῦ Θεοῦ.
Ὁ ἅγιος Συμεών ὁ νέος Θεολόγος ὁμιλεῖ γιά τήν Γέννηση τοῦ Χριστοῦ μέσα στήν καρδιά μας. Λέγει ὅτι, ὅπως εἰσῆλθε ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ μέσα στήν γαστέρα τῆς Θεοτόκου, ἔτσι καί σέ μᾶς, ὅταν διδασκόμαστε τήν εὐσέβεια, εἰσέρχεται ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ καί «ὥσπερ σπόρος εὑρίσκεται». Συλλαμβάνουμε καί ἐμεῖς τόν Χριστό, ὄχι σωματικῶς, ὅπως ἔγινε στήν Θεοτόκο, «ἀλλά πνευματικῶς μέν, οὐσιωδῶς δέ». Ἔχουμε μέσα στήν καρδιά μας Αὐτόν τόν Ἴδιο τόν Χριστό πού εἶχε ἡ Παναγία, «πιστεύοντες καί μετανοοῦντες θερμῶς». Καί ὅπως τήν Παναγία δέν τήν κατέφλεξε τό πῦρ τῆς θεότητος, ἐπειδή ἧταν ὑπεράμωμος, ἔτσι δέν καταφλέγει καί τίς δικές μας καρδιές, ὅταν εἶναι ἁγνές καί καθαρές, «ἀλλά δρόσος ἡ ἐξ οὐρανοῦ καί πηγή ὕδατος καί ἀθανάτου ζωῆς ρεῖθρον ἐν ἡμῖν γίνεται».
Ἀναφέροντας δέ ὁ ἅγιος Συμεών ὁ νέος Θεολόγος τόν λόγο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου «τεκνία οὕς πάλιν ὠδίνω ἄχρις οὗ μορφωθῇ Χριστός ἐν ὑμῖν», λέγει ὅτι ὁ Χριστός σαρκώνεται «ἐν τῇ καρδίᾳ ἡμῶν» «ἀσωμάτως δέ καί ὡς Θεῷ πρέπον ἐστί». Καί ὅπως ἡ γυναίκα ἀντιλαμβάνεται ὅτι εἶναι ἔγκυος, ἐπειδή σκιρτᾶ τό βρέφος στήν κοιλία της καί ποτέ δέν θά τό ἀγνοήση, ἔτσι καί ἐκεῖνος πού ἔχει μέσα του μορφωμένο τόν Χριστό «καί τάς κινήσεις ἤτοι ἐλλάμψεις αὐτοῦ γινώσκει καί τά σκιρτήματα ἤτοι τάς ἀστραπάς αὐτοῦ ὅλως οὐκ ἀγνοεῖ καί τήν μόρφωσιν αὐτοῦ ἐν ἑαυτῷ καθορᾷ». Σ᾽αὐτήν τήν κατάσταση ὁ ἄνθρωπος βλέπει τόν Χριστό «ἐν μορφῇ ἀμόρφῳ καί ἐν ἀνιδέῳ ἰδέᾳ ἀοράτως ὁρώμενον καί ἀκατανοήτως κατανοούμενον».
Σ᾽ αὐτά τά Χριστούγεννα ὁδηγεῖ ἡ Ἐκκλησία τά πιστά της τέκνα. Τά προετοιμάζει καί τά καθοδηγεῖ νά αἰσθανθοῦν μέσα στήν καρδιά τους τά βεφοπρεπῆ σκιρτήματα τοῦ Χριστοῦ. Ὁπότε, τότε μεταμορφώνεται ὁ ἄνθρωπος καί ἀλλάζει ὁλόκληρος ὁ κόσμος. Ἐπειδή μεταμορφώνεται, βλέπει ὅλον τόν κόσμο μέσα ἀπό ἄλλη προοπτική, ὁπότε, ὅπως ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στήν φυλακή τῶν Φιλίππων ἀνυμνοῦσε κατά τό μεσονύκτιο τόν Θεό, ἔτσι καί αὐτός μέσα στήν φρικτή φυλακή τῶν συγχρόνων κοινωνικῶν συνθηκῶν, ἀνυμνεῖ καί δοξάζει τόν ἐνανθρωπήσαντα Λόγο τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Μπερντιάγιεφ εἶπε: «Ὁ Θεός δέν εἶναι κυριαρχία καί αὐθεντία, ἀλλά ἐλευθερία καί ἀγάπη, δέν εἶναι κάποια ἄτεγκτη νομοθεσία, ἀλλά ὁ πόνος τῆς ἀγάπης. Ὁ Θεός στόν κόσμο ὑποφέρει μᾶλλον, παρά κυβερνᾶ».
Ἡ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ δείχνει ὅτι ὁ Θεός κυβερνᾶ τόν κόσμο μέ τόν πόνο τῆς ἀγάπης. Εἶναι Θεός ἀγάπης. Καί κυβερνᾶται ἀπό τόν ἐνανθρωπήσαντα Χριστό ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος πού ἀποφασίζει στήν ζωή του νά ἀγαπᾶ τόν πόνο καί νά πονᾶ ἀπό ἀγάπη. Αὐτός ὁ πόνος εἶναι ὑπέρβαση τοῦ θανάτου.
Νοέμβριος 1992
ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο Παρεμβάσεις Τόμος Β´