Τά Πάθη καί ὁ Σταυρός τοῦ Χριστοῦ, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, εἶναι ἕνα πάρα πολύ μεγάλο μυστήριο, εἶναι ἡ θεολογία τοῦ Σταυροῦ, πού ταυτόχρονα εἶναι καί ἡ θεολογία τῆς δόξης, γιατί στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί στήν ὀρθόδοξη θεολογία δέν γίνεται ἡ διχοτόμηση μεταξύ τῆς θεολογίας τοῦ Σταυροῦ καί τῆς θεολογίας τῆς δόξης.
Ὅλα ἐκεῖνα τά ὁποῖα ἔγιναν κατά τήν διάρκεια τῶν Παθῶν καί κυρίως ὁ Σταυρός εἶναι ἕνα πάρα πολύ μεγάλο μυστήριο. Δέν μπορεῖ κανείς νά τό ἐρευνήση μέ τήν ἀνθρώπινη λογική. Εἴκοσι ἕνας αἰῶνες πέρασαν ἀπό τότε καί οἱ ἄνθρωποι ἀσχολοῦνται μέ αὐτό καί προσπαθοῦν νά βιώσουν αὐτό τό μυστήριο στήν προσωπική τους ζωή καί νά καταλάβουν ὅσο εἶναι δυνατόν ἐμπειρικῶς, τί ἦταν αὐτό τό μυστήριο, ὁ Σταυρός καί ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ.
Θά ἤθελα σήμερα νά ἐπικεντρώσω τήν προσοχή σας σέ ἕνα ἰδιαίτερο σημεῖο, σ’ ἐκεῖνο πού ἔγινε μεταξύ τῆς ἕκτης ὥρας καί τῆς ἐνάτης ὥρας τῆς σταυρώσεως πού σκότος ἔπεσε σέ ὅλη τήν κτίση. Πέρυσι τέτοια μέρα ἀπό αὐτήν τήν ἴδια θέση εἶχα ἀναλύσει τί σημαίνει αὐτό τό σκότος, τό ὁποῖο «ἐπέπεσε ἐπί πᾶσαν τήν κτίσιν». Σήμερα θά ἤθελα νά ἀναλύσω κάτι ἄλλο τό ὁποῖο ἔγινε περίπου κατά τήν ἐνάτη ὥρα.
Οἱ ἱεροί Εὐαγγελιστές Ματθαῖος καί Μᾶρκος, γράφουν ὅτι ἀπό τῆς ἕκτης ὥρας μέχρι τῆς ἐνάτης ὥρας, δηλαδή ἀπό τίς 12:00 τό μεσημέρι μέχρι τίς 3:00 τό ἀπόγευμα «σκότος ἐγένετο ἐπί πᾶσαν τήν γῆν», ἕνα σκοτάδι τό ὁποῖο δέν μπορεῖ κανείς νά τό ἑρμηνεύση διαφορετικά παρά σάν ἕνα μεγάλο θαυματουργικό γεγονός. Μαζί μέ αὐτό τό σκοτάδι τό ὁποῖο ἔπεσε στήν γῆ, ἐπῆλθε καί ἕνας φόβος τρομερός ἀπό αὐτό τό γεγονός καί μία σιωπή. Ἀναπολεῖστε λίγο τήν εἰκόνα αὐτή, νά ὑπάρχη βαθύτατο σκοτάδι, ἐνῶ προηγουμένως ἔλαμπε ὁ ἥλιος, ἀπότομα νά σβήσουν οἱ ἀκτίνες τοῦ ἡλίου, νά μή φαίνεται τίποτε, ἀπόλυτο σκοτάδι, φόβος ἀπό τούς ἀνθρώπους καί θά ἦταν καί μία ἀπέραντη σιωπή.
Καί τότε, περί τήν ἐνάτη ὥρα, στίς 3:00 τό μεσημέρι, λέει ὁ Εὐαγγελιστής Ματθαῖος, «ἀνεβόησεν ὁ Ἰησοῦς φωνῇ μεγάλῃ λέγων ἠλί, ἠλί, λιμά σαβαχθανί, τουτέστιν Θεέ μου, Θεέ μου, ἵνα τί μέ ἐγκατέλιπες». Σκοτάδι στά Ἱεροσόλυμα καί σέ ὅλη τήν γῆ, σιωπή, φόβος καί τρόμος καί μέσα σ’ αὐτό τό σκοτάδι ἀκούγεται μία πολύ δυνατή φωνή, κραυγή, «Θεέ μου, Θεέ μου, ἵνα τί μέ ἐγκατέλιπες».
Ἡ ἑρμηνεία αὐτῆς τῆς ἐγκαταλείψεως
Τί ἦταν αὐτή ἡ ἐγκατάλειψη τοῦ Υἱοῦ ἀπό τόν Πατέρα; Εἶναι ἕνα μυστήριο, τό ὁποῖο δέν μπορεῖ κανείς νά τό ἑρμηνεύση μέ τήν ἀνθρώπινη λογική. Μά πῶς εἶναι δυνατόν νά ἐγκατέλειψε ὁ Πατήρ τόν Υἱό; Ξέρουμε ἀπό τήν ὀρθόδοξη θεολογία ὅτι τά Τρία Πρόσωπα τῆς Παναγίας Τριάδος ἔχουν κοινή οὐσία, κοινή φύση, κοινή ἐνέργεια, κοινή δόξα, κοινή βασιλεία καί παρά τό ὅτι ἔχουν ἰδιαίτερα ὑποστατικά ἰδιώματα, τό ἀγέννητον, τό γεννητόν καί τό ἐκπορευτόν, ἐν τούτοις ὅμως ὑπάρχει ἡ ἀλληλοπεριχώρηση τῶν Προσώπων. Καί ὁ Χριστός, ἀκούσαμε χθές στά Εὐαγγέλια, εἶπε «ἐγώ ἐν τῷ πατρί καί ὁ πατήρ ἐν ἐμοί». Ἑπομένως, ποτέ δέν χωρίστηκε ὁ Πατήρ ἀπό τόν Υἱό καί τό Ἅγιον Πνεῦμα, ἦταν πάντοτε ἑνωμένοι. Εἶχαν τήν ἴδια οὐσία, τήν ἴδια ἐνέργεια καί τήν ἴδια δόξα.
Τότε τί ἦταν αὐτή ἡ ἐγκατάλειψη; Ἦταν ἡ ἐγκατάλειψη τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως ἀπό τήν θεία φύση; Ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ προσέλαβε τήν ἀνθρώπινη φύση στήν ὑπόστασή Του καί ἑνώθηκαν οἱ δύο φύσεις, ὅπως λέει ἡ Δ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος καί ὅλες οἱ μετέπειτα Σύνοδοι, ἀτρέπτως, ἀσυγχύτως, ἀδιαιρέτως καί ἀχωρίστως. Ποτέ δέν χωρίστηκαν ἡ θεία ἀπό τήν ἀνθρώπινη φύση, ἦταν πάντοτε ἑνωμένες στήν ὑπόσταση τοῦ Λόγου, χωρίς νά χάνη ἡ καθεμία τίς ἰδιότητές της. Ὁπότε τί σημαίνει; Ἡ θεία φύση ἐγκατέλειψε τήν ἀνθρώπινη φύση; Ὄχι, βεβαίως. Αὐτό εἶναι παράλογο νά τό πῆ κανείς καί ἀντορθόδοξο, δέν στέκεται καθόλου θεολογικά.
Ἑπομένως, οὔτε ὁ Πατήρ ἐγκατέλειψε τόν Υἱό, οὔτε ἡ θεία φύση ἐγκατέλειψε τήν ἀνθρώπινη φύση. Τί σημαίνει, λοιπόν, αὐτή ἡ κραυγή τήν ὁποία εἶπε ὁ Χριστός τό μεσημέρι ἐκεῖνο τῆς Σταυρώσεως στίς 3:00, περί τήν ἐνάτην ὥραν, πρίν παραδώση τό πνεῦμα Του στόν Πατέρα; Τί ἦταν αὐτό πού εἶπε «ἠλί, ἠλί, λιμά σαβαχθανί, τουτέστιν Θεέ μου, Θεέ μου, ἵνα τί μέ ἐγκατέλιπες»;.
Πολλά θά μποροῦσε κανείς νά πῆ ἐπάνω σ’ αὐτήν τήν ἐγκατάλειψη. Ἀλλά θά ἤθελα νά παρουσιάσω στήν ἀγάπη σας τρεῖς μαρτυρίες πατερικές, γιά νά κατανοήσουμε ὅσο εἶναι δυνατόν, ὄχι φυσικά λογικά, ἀλλά ἐμπειρικά, ὅπως τό ἔκαναν οἱ ἅγιοι, αὐτόν τόν λόγο.
Ἡ ἑρμηνεία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου
Ἡ πρώτη πατερική μαρτυρία εἶναι τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, τοῦ μεγάλου αὐτοῦ Πατρός τῆς Ἐκκλησίας μας, πού ἔζησε τόν 4ο αἰώνα. Ἀφοῦ ἀνέφερε ὅτι δέν εἶναι δυνατόν νά ἐγκαταλείψη ὁ Πατέρας τόν Υἱό ἤ ἡ θεία φύση τήν ἀνθρώπινη φύση, λέγει «ἐν ἑαυτῷ τυποῖ τό ἡμέτερον». Δηλαδή, ὁ Χριστός ἐκείνη τήν ὥρα τυπώνει καί ἐκφράζει τήν δική μας ἀγωνία καί τήν δική μας ἐγκατάλειψη. Γιατί ἐμεῖς εἴμασταν οἱ ἐγκαταλελειμμένοι καί οἱ παραθεωρημένοι, λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, καί ἔπειτα εἴμαστε οἱ προσληφθέντες καί σωθέντες στό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ.
Ἑπομένως, ἐκφράζει τήν ἀγωνία, τόν πόνο τῶν ἀνθρώπων ὅλων τῶν αἰώνων, ἀμέσως μετά τήν ἁμαρτία τήν ὁποία διέπραξε ὁ Ἀδάμ καί ἡ Εὔα καί ἔχασαν τήν ἐπικοινωνία μέ τόν Θεό καί ἔχασαν καί τήν κοινωνία μεταξύ τους καί ἔχασαν ἀκόμη καί τήν κοινωνία μέ ὅλη τήν κτίση, καί ἐπέπεσε μεγάλη ἀγωνία καί πόνος καί κραυγή. Εἶναι φοβερό πράγμα νά γνωρίση κανείς τόν Θεό καί μετά νά ἀπομακρυνθῆ ἀπό τόν Θεό. Εἶναι φοβερό πράγμα νά ζήση κανείς αὐτήν τήν ἔλλειψη τοῦ Θεοῦ, τήν ἔλλειψη τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ.
Αὐτό τό ἔζησε σέ τρομερό βαθμό ἐκεῖνο τό πρῶτο ζεῦγος, ὁ Ἀδάμ καί ἡ Εὔα, καί μετά οἱ ἄνθρωποι περιέπεσαν σέ πολλές ἀθεΐες καί θρησκεῖες, ἐγκαταλείποντας τόν Θεό. Κραυγή μεγάλη, ἀρρώστιες, ἀσθένειες, θάνατοι. Ἄν εἶχε τήν δυνατότητα κανείς νά συγκεντρώση ὅλον αὐτόν τόν πόνο καί τό βογκητό τῶν ἀνθρώπων, καί ὄχι μόνο ἀπό τίς ἀσθένειες, ἀλλά, κυρίως, ἀπό τό ὅτι ἔχει ἀπομακρυνθῆ ἀπό τόν Θεό, θά εἶχε τρομάξει.
Ἐκείνη τήν ὥρα, λοιπόν, κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο, ὁ Ἰησοῦς Χριστός ἐπάνω στόν Σταυρό «τυποῖ ἐν ἑαυτῷ τό ἡμέτερον». Ἐκφράζει τήν ἀγωνία τοῦ ἀνθρώπου πού εἶχε ἀπομακρυνθῆ ἀπό τόν Θεό καί δέν εἶχε πιά δυνατότητα νά γνωρίση τόν ζῶντα Θεό, ἐκτός ἀπό μονωμένες περιπτώσεις, ὅπως ἦταν οἱ Προφῆτες καί οἱ Δίκαιοι τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης.
Ἡ ἑρμηνεία τοῦ ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας
Ἡ δεύτερη πατερική μαρτυρία γιά τό τί ἦταν αὐτή ἡ ἐγκατάλειψη τοῦ Θεοῦ εἶναι τοῦ ἁγίου Κυρίλλου, Ἀρχιεπισκόπου Ἀλεξανδρείας, ὁ ὁποῖος ἑρμηνεύοντας σέ μία ὁμιλία αὐτό, τό τί σημαίνει ἐγκατάλειψη τοῦ Θεοῦ, λέει: «ἐγκατάλειψιν νοήσεις καί τήν τοῦ πάθους συγχώρησιν». Νά ἐννοήσης, λέγει, τήν συγχώρηση τοῦ πάθους, τό πῶς ὁ Κύριος τῆς δόξης σταυρώθηκε.
Εἶναι αὐτό πού λέει καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, πού εἶναι τό μέγα μυστήριον, ὅτι «τόν Κύριον τῆς δόξης ἐσταύρωσαν». Ποιός εἶναι αὐτός ὁ Κύριος τῆς δόξης; Εἶναι ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, πού φανερωνόταν στούς Προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης μέσα στήν δόξα, ὁ ἄσαρκος Λόγος καί αὐτός ὁ ἄσαρκος Λόγος, ὁ Κύριος τῆς δόξης εἶναι Αὐτός ὁ ὁποῖος σταυρώθηκε, ἐπειδή προσέλαβε μέ τήν θέλησή Του σῶμα παθητό καί θνητό, γιά νά νικήση ἐπάνω Του τόν θάνατο, τήν ἁμαρτία καί τόν διάβολο. Μέγα μυστήριο νά βλέπη κανείς ἐπάνω στόν Σταυρό τόν Κύριο τῆς δόξης, ἔχοντας τό ἀνθρώπινο σῶμα.
Γι’ αὐτό καί οἱ ἱεροί ἁγιογράφοι τῆς Ἐκκλησίας μας αὐτήν τήν ἐπιγραφή στόν Σταυρό «Ἰησοῦς Ναζωραῖος Βασιλεύς Ἰουδαίων» τήν ἀντικατέστησαν μέ τήν ἐπιγραφή «Ὁ Κύριος τῆς Δόξης». Εἶναι ὁ ἄσαρκος Λόγος πού ἔγινε σεσαρκωμένος καί σταυρώθηκε γιά νά νικήση τόν θάνατο, τήν ἁμαρτία καί τόν διάβολο. Ὁπότε καί αὐτό τό Πάθος καί τήν Σταύρωση μπορεῖ νά ἐννοήση κανείς, κατά τόν ἅγιο Κύριλλο, καί ὡς ἐγκατάλειψη.
Ἡ ἑρμηνεία τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ
Ἡ τρίτη πατερική μαρτυρία προέρχεται ἀπό ἕναν πολύ μεγάλο Πατέρα τῆς Ἐκκλησίας μας, τοῦ 7ου αἰῶνος, τόν ἅγιο Μάξιμο τόν Ὁμολογητή, ὁ ὁποῖος στά «κεφάλαια περί τῆς ἀγάπης» ὁμιλεῖ γιά τά τέσσερα εἴδη ἐγκαταλείψεως τοῦ Θεοῦ, τά ὁποῖα βλέπουμε μέσα στήν Ἁγία Γραφή. Καί ἑρμηνεύει ποιά εἶναι τά τέσσερα αὐτά εἴδη τῆς ἐγκαταλείψεως. «Τέσσερείς ἐστι», λέγει ὁ Ἅγιος, «γενικοί ἐγκαταλείψεως τρόποι». Τέσσερεις εἶναι οἱ τρόποι μέ τούς ὁποίους μπορεῖ κανείς νά ἐννοῆ τήν ἐγκατάλειψη τοῦ Θεοῦ, δηλαδή τό νά ἐγκαταλείψη ὁ Θεός τόν ἄνθρωπο.
Ἡ πρώτη εἶναι ἡ οἰκονομική, ἡ κατ’ οἰκονομίαν ἐγκατάλειψη, «ὡς ἐπί τῆς Κυρίου ἵνα διά τῆς δοκούσης ἐγκαταλείψεως οἱ ἐγκαταλελειμμένοι σωθῶσιν». Ἐννοοῦμε, λέγει, ὅτι ὁ πρῶτος τρόπος ἐγκαταλείψεως εἶναι ἡ κατ’ οἰκονομίαν, πού συνέβη ἐπάνω στόν Σταυρό στόν Χριστό, τῆς «δοκούσης», τῆς φαινομενικῆς ἐγκαταλείψεως, πού φαίνεται ὡς ἐγκατάλειψη, ἀλλά δέν εἶναι ἐγκατάλειψη. Γιατί; Ὥστε ἐμεῖς πού εἴμαστε οἱ ἐγκαταλελειμμένοι νά σωθοῦμε. Ἐκφράζει ἐκείνη τήν ὥρα, ὅπως εἶπα προηγουμένως, τήν ἀγωνία καί τόν πόνο τῶν ἀνθρώπων.
Ὁ δεύτερος τρόπος τῆς ἐγκαταλείψεως εἶναι ἡ «πρός δοκιμήν ὡς ἐπί τοῦ Ἰώβ καί Ἰωσήφ». Καί ὁ μέν Ἰώβ ἐγκαταλείφθηκε ἀπό τόν Θεό, γιά νά φανῆ καί νά δοκιμασθῆ ἡ ἀνδρεία του, δηλαδή εἶχε τήν ἀρρώστια τῆς λέπρας κι ἄλλες φοβερές ἀσθένειες, γιά νά φανῆ ἡ ἀνδρεία του, τοῦ δέ Ἰωσήφ γιά νά φανῆ ἡ σωφροσύνη του, ὥστε «ὁ μέν ἀνδρείας, ὁ δέ σωφροσύνης στῆλαι φανῶσιν».
Αὐτή εἶναι ἡ πρός δοκιμήν καί αὐτό μπορεῖ νά θεωρηθῆ ἐγκατάλειψη, ὅτι ὁ Θεός δοκιμάζει τόν ἄνθρωπο γιά νά φανῆ ἡ ἀρετή του, ἡ ὑπομονή του, ἡ ἀνδρεία του, ἡ σωφροσύνη του καί ἔτσι νά ἐκφρασθῆ καί ἡ δική μας θέληση, τό πόσο ἀγαπᾶμε τόν Θεό καί θέλουμε νά παραμείνουμε σταθερῶς κοντά Του.
Ὁ τρίτος τρόπος ἐγκαταλείψεως, κατά τόν ἅγιο Μάξιμο, εἶναι ἡ «πρός παίδευσιν πατρικήν». Περιστέλλει ὁ Θεός τήν Χάρη Του ἤ δίνει κάτι ὥστε νά φθάση ὁ ἄνθρωπος στήν ταπείνωση «πρός παίδευσιν», γιά νά τόν παιδαγωγήση. «Πρός παίδευσιν πατρικήν», λέγει, ὡς ἐπί τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, «ἵνα ταπεινοφρονῶν, τήν ὑπερβολήν φυλάξῃ τῆς χάριτος». Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος γράφει στίς ἐπιστολές του, «ἐδόθη μοι σκόλοψ τῇ σαρκί ἄγγελος σατάν, ἵνα μέ κολαφίζῃ, ἵνα μή ὑπεραίρωμαι. Ὑπέρ τούτου τρίς τόν Κύριον παρεκάλεσα, ἀλλ’ εἴρηκέ μοι ἀρκεῖ σοι ἡ χάρις μου, ἡ γάρ δύναμίς μου ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται». Δηλαδή, εἶναι ἡ ἀσθένεια τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ἡ ἀσθένεια τοῦ σώματος, γιατί εἶχε λάβει πάρα πολλά μεγάλα χαρίσματα καί ἔπρεπε μέσα ἀπό τήν ταπείνωση νά περιφρουρήση αὐτά τά χαρίσματα πού τοῦ ἔδωσε ὁ Θεός. Ἄρα εἶναι «πρός παίδευσιν πατρικήν».
Καί ὁ τέταρτος τρόπος ἐγκαταλείψεως εἶναι ἡ «κατά ἀποστροφήν, ὡς ἐπί τῶν Ἰουδαίων, ἵνα κολαζόμενοι πρός μετάνοιαν κατακαμφθῶσιν». Ἐγκατέλειψε ὁ Θεός τούς Ἰουδαίους, γιατί σταύρωσαν τόν Χριστό καί αὐτό ἔγινε, ὅπως λέει, κατά ἀποστροφήν, τούς ἀπεστράφη. Καί γιατί ἔγινε αὐτή ἡ ἀποστροφή; Πάλι ὄχι ἀπό ἐκδίκηση, ἀλλά ὥστε τιμωρούμενοι «πρός μετάνοιαν κατακαμφθῶσιν», γιά νά ἐπιστρέψουν στόν Θεό, νά μετανοήσουν, νά κάμψουν τόν αὐχένα τους τόν δύστροπο καί νά μετανοήσουν, νά ἐπιστρέψουν στόν Θεό.
Ἄρα, κατά τόν ἅγιο Μάξιμο τόν Ὁμολογητή, τέσσερεις εἶναι αὐτοί οἱ τρόποι τῆς ἐγκαταλείψεως: εἶναι ἡ κατ’ οἰκονομίαν, πού συνέβη στό Χριστό, εἶναι κατά δοκιμήν, πού συνέβη στόν Ἰώβ καί τόν Ἰωσήφ, εἶναι ἡ κατά παίδευσιν, πού ἔγινε στόν Ἀπόστολο Παῦλο καί εἶναι ἡ κατά ἀποστροφήν, πού ἔγινε στούς Ἰουδαίους.
Καταλήγει, ὅμως, ὁ ἅγιος Μάξιμος γιά νά πῆ τόν φοβερό λόγο: «Σωτήριοι δέ πάντες οἱ τρόποι ὑπάρχουσι καί τῆς θείας ἀγαθότητος καί φιλανθρωπίας ἀνάμεστοι». Δηλαδή, καί οἱ τέσσερεις αὐτοί τρόποι ἐγκαταλείψεως εἶναι σωτήριοι καί μάλιστα εἶναι γεμάτοι ἀπό τήν ἀγάπη καί τήν φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ.
Ἡ ἐπικαιρότητα τοῦ λόγου αὐτοῦ
Καί ὁ λόγος αὐτός, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, εἶναι πολύ ἐπίκαιρος στίς ἡμέρες μας. Γιατί περνᾶμε καί ἐμεῖς ὅλη τήν δοκιμασία τῆς νέας αὐτῆς ἀσθένειας τοῦ κορωνοϊοῦ. Δέν θά ἔκανα καμία ἀναφορά στήν ἀσθένεια αὐτή τούτη τήν ἡμέρα τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Παρασκευῆς, ἀλλά τό κάνω, γιατί αὐτή ἡ ἀσθένεια μᾶς ἀποστέρησε τίς ἱερές ἀκολουθίες ὅλη τήν Μεγάλη Ἑβδομάδα, ἀλλά προηγουμένως καί τήν Μεγάλη Σαρακοστή, μᾶς ἀποστέρησε αὐτές τίς ὑπέροχες ἀκολουθίες γιά νά βιώσουμε καί ἐμεῖς ἐμπειρικά τό Πάθος τοῦ Χριστοῦ. Τέτοια μέρα αὐτός ὁ Ἱερός Ναός τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς ἦταν γεμάτος ἀπό Χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι ἔρχονταν ἐδῶ, ὄχι ἁπλῶς τυπικά καί μηχανικά, ἀλλά ἐκφράζοντας μέσα τους τήν ἀγάπη τους στόν Θεό, ἡ καρδιά τους ἦταν φλεγόμενη ἀπό ἀγάπη γιά τόν Θεό.
Καί τώρα βλέπουμε τόν Ναό αὐτόν νά εἶναι ἄδειος. Ἀλλά τί λέγω; Σέ ὅλη τήν διάρκεια αὐτῆς τῆς ἱερᾶς ἀκολουθίας δέν αἰσθανόμουν καθόλου ὅτι ὁ Ναός αὐτός ἦταν ἄδειος, γιατί οἱ καρδιές τῶν ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι ἀγαποῦν τόν Θεό καί ἀγαποῦν τόν Χριστό καί σταυρώνονται μαζί Του εἶναι ἐδῶ μαζί μας. Τίς αἰσθανόμουν ἐδῶ τούτη τήν ἡμέρα ὄχι μόνο νοερά, ἀλλά καί αἰσθητά. Γιατί ἡ Ἐκκλησία εἶναι μία μεγάλη ἀγκαλιά, μία μεγάλη μητρική ἀγκαλιά, δέν εἶναι τοῖχοι καί ὀροφή, ἀλλά βίος καί ζωή, κατά τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο. Ἡ Ἐκκλησία ἀγκαλιάζει ὅλον τόν κόσμο. Ἔτσι οἱ Χριστιανοί μας βίωναν μέσα ἀπό τά σύγχρονα μέσα αὐτό τό μεγάλο μυστήριο τοῦ Πάθους καί τοῦ Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ καί τοῦ μυστηρίου τῆς θείας ἐγκαταλείψεως.
Ἀλλά ἄς ἐρευνήσει κανείς τόν ἑαυτό του, γιατί ἐπέτρεψε ὁ Θεός νά γίνη αὐτό. Ὁ καθένας ἔχει τόν δικό του τρόπο καί ὁ καθένας ἔχει τήν δική του αἰτία. Εἴτε πρός δοκιμήν γιά νά δοκιμασθῆ ἡ πίστη τῶν ἀνθρώπων καί ἡ ὑπομονή τους καί ἡ ἀρετή τους καί ἡ ὑπακοή στήν Ἐκκλησία. Εἴτε γιά νά ἐκφρασθῆ ἡ πρός παιδεία πατρική ἐγκατάλειψη, γιατί ἔχουμε λάβει τόσα χαρίσματα ὡς Χριστιανοί καί μάλιστα ὡς Ὀρθόδοξοι Ἕλληνες Χριστιανοί, τόσες δωρεές ἀπό τόν Θεό καί δέν τίς ἐκτιμᾶμε. Εἴχαμε τήν δυνατότητα νά μετέχουμε σέ ὅλες αὐτές τίς ἀκολουθίες τόσα χρόνια ὁ καθένας ὅσο ζῆ καί πρέπει νά καταλάβουμε αὐτήν τήν μεγάλη δωρεά καί νά ταπεινωθοῦμε καί λιγάκι, γιά νά ἐπιστρέψουμε στόν Χριστό. Καί μπορεῖ κάποιος νά δέχεται σήμερα καί νά αἰσθάνεται αὐτήν τήν ἔλλειψη τῶν ἱερῶν ἀκολουθιῶν γιά ἀποστροφή, ὅτι μᾶς ἀποδοκιμάζει ὁ Θεός γιά τίς πράξεις μας, τίς ἁμαρτίες μας, γιά τά ὅσα εἴχαμε διαπράξει, γιά τά ὁποῖα στήν παλαιά ἐποχή θά ἔπρεπε νά ὑποστοῦμε πολλά ἐπιτίμια καί βαριά ἐπιτίμια πολλῶν ἐτῶν. Καί νά διερωτηθοῦμε: Μήπως ὁ Θεός ἀπέστρεψε τό πρόσωπό Του ἀπό μερικούς, ὄχι γενικά, ἀλλά ἀπό μερικούς, καί πρέπει μέσα ἀπό τήν μετάνοια νά ἐπιστρέψουμε στόν Θεό; Πάντως ὅλοι αὐτοί οἱ τρόποι εἶναι σωτήριοι καί εὐλογημένοι.
Καί ἔτσι πρέπει νά τό δεχθοῦμε αὐτήν τήν ἡμέρα, ἀκόμη καί μεθαύριο, τήν ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ. Ὁ καθένας νά κάνη τήν αὐτοεξέτασή του, τήν αὐτοκριτική του καί νά ἐκφράση τήν μετάνοιά του πρός τόν Θεό καί τήν ἀγάπη του πρός τόν Θεό.
Μήπως ἐμεῖς ἐγκαταλείψαμε τόν Θεό;
Θά ἔλεγα, τελειώνοντας, ὅτι τό πρόβλημα δέν εἶναι μόνο ἡ ἑρμηνεία αὐτῆς τῆς φωνῆς καί τῆς κραυγῆς τοῦ Χριστοῦ: «Θεέ μου, Θεέ μου ἵνα τί μέ ἐγκατέλιπες», ἀλλά εἶναι, ἄν μοῦ ἐπιτρέπετε νά κάνω κάποια παράφραση, νά τό παρουσιάσω διαφορετικά καί νά πῶ: Εἶναι ἡ κραυγή τήν ὁποία ὅλοι μας αὐτήν τήν ἡμέρα, ὁ καθένας μας μέ τόν δικό του τρόπο νά φωνάξη στόν Θεό καί νά τοῦ πῆ: «Θεέ μου, Θεέ μου, ἵνα τί Σέ ἐγκατέλειψα;».
Μιλᾶμε γιά τήν ἐγκατάλειψη τοῦ Θεοῦ, πού μπορεῖ νά εἶναι μία περιστολή ἤ ὑποστολή τῆς θείας Χάριτος, γιατί δέν ἐγκαταλείπει ποτέ τόν ἄνθρωπο, ἀλλά τό κάνει αὐτό πρός παιδαγωγίαν, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Διάδοχος ὁ Φωτικῆς, ὅπως τό κάνει ἡ μητέρα, ὅταν θέλη νά διακριβώση κατά πόσον τό παιδί τήν ἀγαπᾶ, κρύβεται καί τό παιδί ἀρχίζει καί ψάχνει καί φωνάζει «ποῦ εἶσαι»; καί ἐκείνη κάπου-κάπου τοῦ λέει, «ἐδῶ εἶμαι» καί κάνει τό παιδί νά τήν ἀναζητήση. Ὁπότε μέσα ἀπό αὐτήν τήν ἔννοια μπορεῖ νά καταλάβη κανείς καί τήν ἐγκατάλειψη τοῦ Θεοῦ, τήν ὑποστολή τῆς θείας Χάριτος γιά νά μᾶς ἀνάψη ἀκόμη περισσότερο τόν πόθο καί τήν ἀγάπη γι’ Αὐτόν.
Ὅμως, τό ἐρώτημα τό ἀναπάντητο πού ὁ καθένας πρέπει νά τό ἀπαντήση στόν ἑαυτό του εἶναι. «Μήπως ἐμεῖς ἐγκαταλείψαμε τόν Θεό;». «Θεέ μου, Θεέ μου», νά λέμε, «ἵνα τί Σέ ἐγκατέλειψα;». Μήπως ἐμεῖς ἐγκαταλείψαμε τόν Θεό, μέ τούς λογισμούς μας, μέ τίς σκέψεις μας, μέ τίς ἐπιθυμίες μας, μέ τίς ἁμαρτίες μας; Μήπως αὐτό πού ἔλεγαν στήν Δύση ὁ θάνατος τοῦ Θεοῦ, δέν εἶναι ὁ θάνατος τοῦ Θεοῦ, ἀλλά εἶναι ὁ θάνατος τοῦ ἀνθρώπου, ὅτι πέθανε ὁ ἄνθρωπος γιά τόν Θεό καί μήπως εἶναι ὁ θάνατος καί τοῦ πλησίον; Γιατί στόν δυτικό κόσμο παλαιότερα μιλοῦσαν γιά τόν θάνατο τοῦ Θεοῦ, ὅμως τώρα μιλᾶμε γιά τόν θάνατο τοῦ πλησίον, δέν ὑπάρχει αὐτή ἡ ἀγάπη πρός τόν πλησίον.
Αὐτό, λοιπόν, πού σήμερα αὐτήν τήν ἡμέρα καί αὐτές τίς ἡμέρες πρέπει νά μᾶς ἀπασχολήση εἶναι αὐτό: «Θεέ μου, Θεέ μου ἵνα τί Σέ ἐγκατέλειψα;». Καί ἄς ἀναπτύξουμε μέσα μας ἐν Χάριτι Θεοῦ τήν μετάνοια γιά νά γνωρίσουμε τόν Χριστό πού εἶναι στόν Σταυρό καί εἶναι ὁ Κύριος τῆς δόξης. Ἀμήν.
Κήρυγμα τήν Μεγάλη Παρασκευή κατά τήν Ἀποκαθήλωση (ἀπομαγνητοφωνημένο)