Ἡ κοινή ἑορτή τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, πού καθιερώθηκε τόν 11ο αἰώνα, ἔπαιξε σημαντικό ρόλο στήν παρουσίαση τῆς ἑνότητας τῆς διδασκαλίας τους καί στόν καθορισμό τῶν τριῶν αὐτῶν Οἰκουμενικῶν Πατέρων καί διδασκάλων, ὡς προστατῶν τῆς ὀρθοδόξου παιδείας. Ἄν σκεφθῆ κανείς ὅτι τόν 11ο αἰώνα στήν Δύση ἀναπτυσσόταν ἡ σχολαστική θεολογία, πού εἶχε ὡς βάση τόν Πλατωνισμό καί τόν Νεοπλατωνισμό, ἀλλά καί τόν Ἀριστοτελισμό, ὡς ὑπέρβαση τῆς διδασκαλίας τῶν Πατέρων μέχρι τῶν 8ο αἰώνα, τότε καταλαβαίνει τήν διαφορά μεταξύ τῆς δυτικῆς καί ὀρθοδόξου παραδόσεως.
Τό ἀπολυτίκιο τῆς ἑορτῆς τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, πού συνέταξε ὁ Ἰωάννης Μαυρόπους δείχνει ὅτι εἶναι οἱ τρεῖς φωστῆρες τῆς τρισηλίου Θεότητος, οἱ ὁποῖοι φώτισαν τήν οἰκουμένη μέ τίς ἀκτίνες τῶν θείων δογμάτων, ἀλλά εἶναι καί οἱ τρεῖς μελίρρυτοι ποταμοί τῆς σοφίας πού πότισαν ὅλη τήν κτίση μέ τά νάματα τῆς θεογνωσίας. Ὁ Βασίλειος χαρακτηρίζεται «Μέγας», ὁ Γρηγόριος «Θεολόγος» καί ὁ Ἰωάννης «Χρυσορρήμων» στήν γλῶσσα. Αὐτούς τούς Τρεῖς Ἱεράρχες τιμοῦν οἱ «ἐρασταί» τῶν λόγων τους, καί ἐκεῖνοι πρεσβεύουν πάντοτε στήν Ἁγία Τριάδα ὑπέρ αὐτῶν.
Ὅμως, πέρα ἀπό τό κοινό αὐτό ἀπολυτίκιο τῆς ἑορτῆς τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν κάθε Ἱεράρχης ἔχει καί τό δικό του ἀπολυτίκιο-τροπάριο, τό ὁποῖο μέ πολύ σύντομο τρόπο παρουσιάζει ὅλη τήν λαμπρή ἀπό κάθε πλευρά προσωπικότητά τους. Θά γραφοῦν αὐτά τά ἀπολυτίκια καί θά ἐπισημανθοῦν τά βασικά θεολογικά τους σημεῖα.
Τό ἀπολυτίκιο τοῦ Μεγάλου Βασιλείου εἶναι τό ἀκόλουθο:
«Εἰς πᾶσαν τήν γῆν ἐξῆλθεν ὁ φθόγγος σου ὡς δεξαμένην τόν λόγον σου∙ δι’ οὗ θεοπρεπῶς ἐδογμάτισας, τήν φύσιν τῶν ὄντων ἐτράνωσας, τά τῶν ἀνθρώπων ἤθη κατεκόσμησας. Βασίλειον ἱεράτευμα, πάτερ ὅσιε, Χριστόν τόν Θεόν ἱκέτευε δωρήσασθαι ἡμῖν τό μέγα ἔλεος».
Στό ἀπολυτίκιο αὐτό φαίνονται τά μεγάλα χαρίσματα τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Καισαρείας τῆς Καππαδοκίας Βασιλείου τοῦ Μεγάλου, πού τόν ἀνέδειξαν ὄντως Μέγα. Ὑπῆρξε ἡγετική προσωπικότητα ὄχι μόνον στήν ἐποχή του, ἀλλά σέ ὅλες τίς ἐποχές.
Ὁ Μέγας Βασίλειος δογμάτισε «Θεοπρεπῶς» γιά τόν Τριαδικό Θεό καί καθόρισε τίς ἀποφάσεις τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί τῶν μεταγενεστέρων Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ἄν καί εἶχε κοιμηθῆ λίγο πρίν τήν συγκρότησή της. Εἶχε ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ, ὅπως τό γράφει ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, καί τήν ἐξέφρασε «Θεοπρεπῶς». Ἔπειτα, διελεύκανε καί διασαφήνισε τήν φύση τῶν ὄντων μέ τήν ἑρμηνεία πού ἔκανε γιά τήν δημιουργία τοῦ κόσμου, καί ἀκόμη μέ τίς ἠθικές του διδασκαλίες στόλισε τά ἤθη τῶν ἀνθρώπων.
Αὐτό σημαίνει ὅτι διέπρεψε στήν δογματική, τήν κοσμολογία καί τήν ἀνθρωπολογία, γι’ αὐτό ὁ λόγος του ξεχύθηκε σέ ὅλη τήν γῆ, σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους πού τόν δέχθηκαν. Ὁ ἴδιος ὑπῆρξε «Βασίλειον ἱεράτευμα», δηλαδή ὑπῆρξε ἀληθινός Ἱερεύς τῆς θείας Χάριτος, καί δίδαξε τόν τρόπο τῆς ἀληθινῆς ἱερουργίας, ἀκόμη καί μέ τίς εὐχές πού συνέταξε στήν θεία Λειτουργία πού φέρει τό ὄνομά του. Ὑπῆρξε οἰκουμενικός διδάσκαλος καί Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας μέ θεωρία καί πράξη, μέ λόγο καί ἔργα.
«Ὁ ποιμενικός αὐλός τῆς θεολογίας σου τάς τῶν ρητόρων ἐνίκησε σάλπιγγας∙ ὡς γάρ τά βάθη τοῦ Πνεύματος ἐκζητήσαντι καί τά κάλλη τοῦ φθέγματος προσετέθη σοι. Ἀλλά πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, πάτερ Γρηγόριε, σωθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν».
Οἱ αἱρετικοί τῆς ἐποχῆς τοῦ ἁγίου Γρηγορίου εἶχαν λόγο πού ὁμοίαζε μέ τίς σάλπιγγες τῶν ρητόρων, μέ δυνατές φωνές καί ἔντονη φιλοσοφική σκέψη, πού προκαλοῦσαν τό ἐνδιαφέρον καί τήν προσοχή τῶν ἀνθρώπων, ἐνῶ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος διέθετε, ὡς καλός ποιμήν, τόν «αὐλό τῆς θεολογίας». Ὁ αὐλός εἶναι ἡ φλογέρα, ἀπό τήν ὁποία ἐξέρχεται ἁπλός καί γλυκύς ἦχος πού σαγηνεύει τούς ἀνθρώπους. Ἡ ὀρθόδοξη θεολογία, ὡς ἀπόρροια τῆς ἀποκαλυπτικῆς ἐμπειρίας εἶναι ἀληθινή, διαθέτει ἁπλότητα καί πνευματική ὀμορφιά.
Ἔτσι, ὁ ἅγιος Γρηγόριος, Ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως ὑπῆρξε μεγάλος Θεολόγος, ὅπως φαίνεται στούς θεολογικούς του λόγους, ἀλλά γενικά σέ ὅλα τά κείμενά του, καί ἔκανε μέ τόν θεολογικό καί ποιμενικό αὐλό του νά σιγήσουν οἱ δυνατές σάλπιγγες τῶν ρητόρων αἱρετικῶν.
Ἡ θεολογία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου ἔχει ὀρθό περιεχόμενο, εἶναι ἀπόσταγμα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀλλά καί διατυπώνεται καί μέ ὀρθό λόγο. Ὁ ἴδιος, ἐπειδή ἀναζήτησε τά βάθη τοῦ Πνεύματος καί διείσδυσε, ὅσο ἦταν δυνατόν, στήν θεολογία τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ὄχι βέβαια στά ἐνδότερα τῆς Ἁγίας Τριάδος, γι’ αὐτό καί τοῦ δόθηκε ὡς δῶρο καί ἡ ὀμορφιά τῆς γλώσσης, τό κάλλος τοῦ λόγου. Ἔτσι, ἡ θεολογία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου ἔχει ὑπέροχο περιεχόμενο, ἀλλά καί λαμπρή ἔκφραση.
Τό ἀπολυτίκιο τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου εἶναι τό ἀκόλουθο:
«Ἡ τοῦ στόματός σου καθάπερ πυρσός ἐκλάμψασα χάρις, τήν οἰκουμένην ἐφώτισεν∙ ἀφιλαργυρίας τῷ κόσμῳ θησαυρούς ἐναπέθετο∙ τό ὕψος ἡμῖν τῆς ταπεινοφροσύνης ὑπέδειξεν. Ἀλλά σοῖς λόγοις παιδεύων, πάτερ Ἰωάννη Χρυσόστομε, πρέσβευε τῷ Λόγῳ Χριστῷ τῷ Θεῷ σωθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν».
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἦταν πραγματικά χρυσορρήμων, ὁ μεγαλύτερος ρήτορας τῶν αἰώνων, τό πνευματικό ἀηδόνι τοῦ ἄμβωνος. Ἡ χάρις τῶν λόγων του πού ἐξέλαμψε ἀπό τό στόμα του ὡσάν πυρσός, δηλαδή σάν ἕνα δαδί ἀναμμένο, ἐφώτισε ὅλη τήν οἰκουμένη. Οἱ λόγοι του αὐτοί ἐναπέθεσαν στόν κόσμο θησαυρούς ἀφιλαργυρίας καί ὑπέδειξαν τό ὕψος τῆς ταπεινοφροσύνης, καί αὐτοί οἱ λόγοι μᾶς ἐκπαιδεύουν γιά νά ἀποκτήσουμε τήν ζωή τοῦ Χριστοῦ.
Ἔτσι, ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος δέν ἦταν μόνο ρήτορας, ἀλλά μέσα ἀπό τήν ρητορική του τέχνη μᾶς μετέδωσε θησαυρούς ἀφιλαργυρίας, ἀγάπης πρός τούς ἀνθρώπους καί τόν Θεό, ἀλλά ταυτοχρόνως μᾶς μετέδωσε τήν μεγάλη ἀξία, τό μεγάλο ὕψος τῆς ταπεινοφροσύνης. Ὁ ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος ἀποκτᾶ τήν κενωτική ἀγάπη πού εἶναι ἡ χριστοειδής ταπείνωση, γίνεται χορηγός ἀγάπης σέ ὅλους.
Καί οἱ τρεῖς Ἱεράρχες ἦταν μεγάλοι θεολόγοι, ἐμπειρικοί Πατέρες, χαρισματικοί ἡγέτες τῆς Ἐκκλησίας, ἐξαγιασμένοι ρήτορες τοῦ θείου λόγου, οἰκουμενικοί διδάσκαλοι. Εἶναι ἀκατάλυτοι μέσα στούς αἰῶνες, μέ τά μεγάλα διανοητικά τους χαρίσματα, τίς ἐμπειρίες τοῦ Θεοῦ καί τήν ἀγάπη πρός τούς ἀνθρώπους.
Ὅσοι μελετοῦν τά ἔργα τους μέ συστηματικό τρόπο καί μέ προσευχή, αὐτοί φωτίζονται ἀπό τό Φῶς τοῦ Θεοῦ, πού προέρχεται ἀπό τόν λόγο τους, ἀποκτοῦν νοῦ Χριστοῦ καί καρδιά θεοφιλῆ. Οἱ λόγοι τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, ὅπως ἔχουν διασωθῆ σέ πατερικές ἐκδόσεις, δέν εἶναι γιά νά στολίζουν τίς βιβλιοθῆκες τῶν οἴκων μας, ἀλλά γιά νά μελετῶνται καί στήν συνέχεια γιά νά φωτίζωνται οἱ ψυχές μας πρός ἀνάβαση σέ ὕψος θεοπτίας.