Κατά τήν Τουρκοκρατία, πού ἦταν μιά μεγάλη δοκιμασία γιά τούς Ὀρθοδόξους Χριστιανούς, διαφυλάχθηκε ἡ ὀρθόδοξη πίστη, γιατί οἱ Χριστιανοί στηρίχθηκαν στίς πνευματικές τους δυνάμεις, ὅπως αὐτές εἶχαν ἀναπτυχθῆ καί καλλιεργηθῆ τούς προηγούμενους αἰῶνες. Θά ἐντοπισθοῦν μερικοί οὐσιαστικοί παράγοντες πού συνετέλεσαν στήν διατήρηση τῆς αὐτοσυνειδησίας καί τῆς ταυτότητας τοῦ Γένους.
Ἐπειδή μερικοί ὑποστηρίζουν ὅτι κατά τήν Ἐπανάσταση τοῦ ’21 θυσιάσθηκε, κυρίως, ὁ λεγόμενος «κατώτερος» Κλῆρος, ἐννοοῦν τούς Πρεσβυτέρους καί ∆ιακόνους, ἐνῶ οἱ Ἀρχιερεῖς ἦταν ἀπρόθυμοι γιά τήν Ἐπανάσταση, θά πρέπει νά ἀναφερθῆ ὅτι ἔχει ἐκδοθῆ ἕνα σημαντικό βιβλίο μέ τίτλο Ἀρχιερεῖς καί ’21, γραμμένο ἀπό τόν ἱστορικό Πέτρο Γεωργαντζῆ, στό ὁποῖο βρίσκει κανείς πολύ ἐνδιαφέρουσες ἱστορικές πληροφορίες.
Ἡ Ἐπανάσταση ἦταν, κατά τόν συγγραφέα, θρησκευτική καί ἐθνική καί ὄχι κοινωνική, ταξική. Αὐτό τό τεκμηριώνει πρῶτον ἀπό τίς ἀπόψεις συγχρόνων μαρξιστῶν, ὅπως διατυπώθηκαν σέ ἐπιστημονικό συμπόσιο πού ἔγινε στό Κέντρο Μαρξιστικῶν Ἐρευνῶν τῆς Ἑλλάδας τόν Αὔγουστο τοῦ 1981 στήν Ἀθήνα, πού σέ μερικά σημεῖα ἀναθεωροῦν τίς θέσεις παλαιῶν μαρξιστῶν· δεύτερον ἀπό τίς μαρτυρίες τῶν δημιουργῶν τοῦ Εἰκοσιένα, τρίτον ἀπό τίς διακηρύξεις τῶν Ἐθνοσυνελεύσεων καί τέταρτον ἀπό τίς κρίσεις τῶν συγχρόνων μέ τήν Ἐπανάσταση ἱστορικῶν.
Σχετικά μέ τήν στάση τῶν Ἀρχιερέων πρό τῆς Ἐπαναστάσεως καί κατά τήν Ἐπανάσταση ὁ συγγραφεύς εἶναι πολύ ἀποκαλυπτικός. Μέ βάση ἱστορικές πηγές καί μαρτυρίες ἀποδεικνύει ὅτι οἱ Πατριάρχες καί οἱ Ἀρχιερεῖς προέρχονταν ἀπό τά κατώτατα στρώματα τοῦ λαοῦ καί ὄχι ἀπό τήν λεγομένη «ἄρχουσα τάξη». Ἔπειτα, οἱ Ἀρχιερεῖς δέν ἦταν οἱ εὐνοούμενοι τῶν Τούρκων, γιατί δέν εἶχαν καθόλου ἐλευθερία κινήσεως, δέν εἶχαν ἐλευθερία λόγου καί, ὅπως ἀποδεικνύεται ἀπό πολλές μαρτυρίες, ἡ στάση τῶν κρατούντων στά αἰτήματα τῶν Ἀρχιερέων ἦταν σκληρή. Ἀκόμη, οἱ φόροι τούς ὁποίους ἐπέβαλαν οἱ Τοῦρκοι στούς Ἀρχιερεῖς ἦταν δυσβάστακτοι, ἀφοῦ ἀναφέρονται περιπτώσεις, κατά τίς ὁποῖες Ἀρχιερεῖς ἤ παραιτοῦνταν ἤ ἀπέθαναν ἀπό μελαγχολία, γιατί δέν μποροῦσαν νά ἐξοφλήσουν τούς φόρους, πού ἔπρεπε νά ἀποδώσουν στούς Τούρκους κατακτητές.
Πέρα ἀπό αὐτά ὁ συγγραφεύς ἀποδεικνύει, μέ βάση τίς πηγές καί ἄλλες μαρτυρίες, ὅτι κατά τόν καιρό τῆς Ἐπαναστάσεως σέ ὁλόκληρο τό Ὀθωμανικό κράτος ὑπῆρχαν 195- 200 Ἀρχιερεῖς. Ἀπό αὐτούς ἀποδεδειγμένα οἱ 81 εἶχαν μυηθῆ στήν Φιλική Ἑταιρεία, χωρίς νά ὑπολογισθοῦν καί οἱ ἄλλοι πού τυχόν ἦταν Φιλικοί, ἀλλά δέν ἔχουμε ἐπίσημες μαρτυρίες. Ἐπίσης ἀποδεικνύει ὅτι ἀπό τούς 200 Ἀρχιερεῖς οἱ 73, ποσοστό 36,5%, ἔλαβαν ἐνεργό μέρος στόν ἀγώνα «ἐπώνυμα καί ἀδιαμφισβήτητα», οἱ 42 Ἀρχιερεῖς, ποσοστό 21,0%, δοκιμάσθηκαν, φυλακίσθηκαν καί βασανίσθηκαν, καί οἱ 45 Ἀρχιερεῖς, ποσοστό 22,5%, «θυσιάσθηκαν γιά τήν ἐλευθερία, εἴτε ἀπό βασανιστήρια καί θανατώσεις τῶν Τούρκων, εἴτε σέ πολεμικές συρράξεις». Τό συνολικό ποσοστό αὐτῶν πού συμμετεῖχαν ἐνεργῶς στόν ἀγώνα ἀνέρχεται στό 80%. «Ἄν ὅμως ληφθῆ ὑπόψη ὅτι οἱ πλεῖστοι Ἀρχιερεῖς τῆς Μ. Ἀσίας, τῆς Συρίας, τῆς Σερβίας ἤ Βουλγαρίας, λόγῳ ἀδιαφορίας ἤ ἀδυναμίας τῶν Χριστιανῶν τῶν περιοχῶν αὐτῶν, δέν ἔλαβαν μέρος στούς ἀγῶνες, τότε τό ποσοστό τῶν ἀρχιερέων τῆς Ἑλληνικῆς χερσονήσου, δηλ. ἀπό τήν Θράκη, τήν Μακεδονία καί τά δυτικά παράλια τῆς Μ. Ἀσίας καί κάτω, εἶναι ἀσφαλῶς πολύ ὑψηλότερο, πού φθάνει ὁπωσδήποτε γύρω στά 90% τοῦ συνολικοῦ ἀριθμοῦ τῶν ἀρχιερέων».
Ἐπειδή πολλοί κάνουν λόγο γιά τόν λεγόμενο «ἀφορισμό» πού ἐκδόθηκε ἀπό τόν Πατριάρχη Γρηγόριο Ε΄ ἐναντίον τοῦ Ὑψηλάντου, θά πρέπει νά γίνη μιά ἀναφορά καί στό θέμα αὐτό καί πρέπει νά ἐπισημανθῆ ἡ προσφορά τοῦ Πέτρου Γεωργαντζῆ, ὁ ὁποῖος μελέτησε τό ζήτημα ἀπό ἱστορικῆς καί κανονικῆς πλευρᾶς καί παρουσίασε ὅλες τίς σημαντικές παραμέτρους σέ βιβλίο του μέ τίτλο Ὁ «ἀφορισμός» τοῦ Ἀλεξάνδρου Ὑψηλάντου. Ἡ μελέτη τοῦ βιβλίου αὐτοῦ ὁδηγεῖ σέ τρία συμπεράσματα.
Τό πρῶτο, ὅτι ὁ «ἀφορισμός» δέν ἦταν ἀποτέλεσμα τῆς βουλήσεως τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Γρηγορίου τοῦ Ε΄, οὔτε κἄν τῶν Συνοδικῶν Ἀρχιερέων, ἀλλά ἦταν ἀπόφαση μιᾶς μεγάλης Κληρικολαϊκῆς Συνελεύσεως, πού ἀποτελεῖτο ἀπό 72 ἐγκρίτους Ρωμηούς τῆς Πόλης, ἐκ τῶν ὁποίων οἱ 49 ἦταν λαϊκοί καί οἱ 23 Κληρικοί - Ἀρχιερεῖς. Στήν Κληρικολαϊκή αὐτή συνέλευση ἀποφασίσθηκε ὅπως οἱ μέν λαϊκοί νά ὑποβάλλουν ἀναφορά ἀποκηρύξεως τῆς ἐπαναστάσεως καί δήλωση ὑποταγῆς, οἱ δέ Κληρικοί νά συνθέσουν τήν πράξη τοῦ ἀφορισμοῦ πού τούς ζητήθηκε ἀπό τήν Ὑψηλή Πύλη, καί αὐτό, βέβαια, γιά νά καθησυχάσουν τούς Τούρκους, ἐπειδή οἱ συνθῆκες ἦταν τραγικές. Στούς 49 λαϊκούς, πού ἦταν παρόντες, συμμετεῖχαν ὁ πρώην ἡγεμόνας τῆς Βλαχίας, ὁ μεγάλος διερμηνέας τῆς Πύλης, ὁ διερμηνέας τοῦ στόλου, ὅλοι οἱ ἔγκριτοι «πολιτικοί», δηλαδή «ἐπίτροποι τοῦ κοινοῦ», οἱ Ἕλληνες μεγαλέμποροι τῆς Πόλεως, οἱ ἀρχιτεχνίτες, οἱ προϊστάμενοι τῶν συντεχνιῶν κλπ. Καί στούς 23 Κληρικούς συγκαταλέγονταν 2 Πατριάρχες καί 21 Ἀρχιερεῖς. Ὅλοι αὐτοί βρίσκονταν κάτω ἀπό ἀσφυκτική πίεση, ζοῦσαν τό δράμα τοῦ Ἑλληνισμοῦ τῆς Πόλης καί ἔπρεπε νά λάβουν μιά ἀπόφαση γιά νά διασώσουν τούς Ρωμηούς τῆς Πόλης ἀπό βέβαιη σφαγή.
Τό δεύτερο σημεῖο εἶναι ὅτι ἡ Πατριαρχική Σύνοδος ἀνέλαβε τό χρέος νά συντάξη ἕνα «ἀφοριστικό» κείμενο, μέ τρόπο, ὅμως, πού νά μήν προκαλέση κακό στό Ἔθνος. Αὐτό ἐπιτεύχθηκε μέ πολλούς τρόπους.
Κατ᾿ ἀρχάς, οἱ Πατριαρχικοί κωλυσιεργοῦσαν στήν σύνταξη τοῦ «ἀφοριστικοῦ» ἐγγράφου. Ἡ κήρυξη τῆς Ἐπαναστάσεως ἔγινε ἀπό τόν Ὑψηλάντη στό Ἰάσιο τῆς Μολδαβίας τήν 24η Φεβρουαρίου 1821. Τό πρῶτο «ἀφοριστικό» ἔγγραφο ἔγινε μετά ἀπό ἕνα μήνα, ἤτοι τήν 23η Μαρτίου 1821, καί, βέβαια, ἔφθασε στόν προορισμό του μετά ἀπό λίγες ἡμέρες, ὅταν ἡ Ἐπανάσταση εἶχε ἀρχίσει στήν Πελοπόννησο.
Ἔπειτα, χρειάσθηκε νά γίνουν δύο «ἀφοριστικά» ἔγγραφα, καί αὐτό ἦταν μέσα στόν διπλωματικό τρόπο μέ τόν ὁποῖο ἐνεργοῦσαν οἱ Πατριαρχικοί. Τό πρῶτο ἐστάλη σέ ὅλους τούς Ἀρχιερεῖς (23 Μαρτίου) καί ἦταν γραμμένο κατά τέτοιο τρόπο πού δέν μπορεῖ νά χαρακτηρισθῆ ἀφορισμός «ἐφ’ ὅσον δέν εἶχε οὔτε κἄν τίς τυπικά συνηθισμένες ἀφοριστικές ἐκφράσεις», καί τό δεύτερο ἀφοριστικό ἐγράφη μετά ἀπό 4 ἡμέρες, ἤτοι τήν 27η Μαρτίου, ὅταν οἱ Τοῦρκοι κατάλαβαν τήν πλεκτάνη καί τήν ἀπάτη, καί τό ὁποῖο ἀπεστάλη μόνον σέ ἕναν Μητροπολίτη, τόν Μητροπολίτη Οὐγγροβλαχίας. Μέ αὐτόν τόν τρόπο καί τά δύο αὐτά «ἀφοριστικά» κείμενα δέν ἐξετέλεσαν τόν προορισμό τους.
Τό τρίτο σημεῖο εἶναι ὅτι οἱ Πατριαρχικοί Ἱεράρχες πλήρωσαν πολύ ἀκριβά τήν ἐνέργειά τους αὐτή, ἀκριβῶς γιατί ἀκόμη καί αὐτοί οἱ Τοῦρκοι ἀντιλήφθηκαν τήν πλεκτάνη τους. Ἀπό τούς 23 Ἀρχιερεῖς πού ὑπέγραψαν τό «ἀφοριστικό» κείμενο, τό ἕνα τρίτο (1/3), συμπεριλαμβανομένου καί τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Γρηγορίου τοῦ Ε΄, πλήρωσαν μέ τήν ζωή τους τήν «ἀπιστία» τους πρός τόν Σουλτάνο, τό ἄλλο 1/3 δοκιμάσθηκε σκληρά μέ φυλακίσεις, ἐξορίες καί περιορισμούς. Ἐπίσης, πρέπει νά σημειωθῆ ὅτι τό 1/5 ἀπό τούς Συνοδικούς Ἀρχιερεῖς ἔλαβε μέρος στήν Ἐπανάσταση καί ὅτι τό 1/3 τῶν Συνοδικῶν Ἀρχιερέων, ἐνῶ ἦταν «πλεγμένοι στίς μηχανορραφίες» τῆς Φιλικῆς Ἑταιρείας, ἐν τούτοις στά «ἀφοριστικά» κείμενα γράφουν ὅτι πρώτη φορά λάμβαναν γνώση γιά τήν σύσταση καί τούς σκοπούς τῆς Φιλικῆς Ἑταιρείας.
Γενικά, ἡ Ἐκκλησία μέ τά μέλη της, Κληρικούς καί λαϊκούς, βοήθησε τό Γένος τόσο κατά τήν διάρκεια τῆς Τουρκοκρατίας, ὅσο καί κατά τόν ἀγώνα τῆς ἐλευθερίας, χύνοντας ποταμηδόν τό αἷμα της.
ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο Παλαιά καί Νέα Ρώμη