Εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα
Κυριακή ΙΑ΄ Λουκᾶ (Λουκ. ιγ΄ 10-17)
Εἶπεν ὁ Κύριος τὴν παραβολὴν ταύτην· ἄνθρωπός τις ἐποίησε δεῖπνον μέγα καὶ ἐκάλεσε πολλούς· καὶ ἀπέστειλε τὸν δοῦλον αὐτοῦ τῇ ὥρᾳ τοῦ δείπνου εἰπεῖν τοῖς κεκλημένοις· ἔρχεσθε, ὅτι ἤδη ἕτοιμά ἐστι πάντα. καὶ ἤρξαντο ἀπὸ μιᾶς παραιτεῖσθαι πάντες. ὁ πρῶτος εἶπεν αὐτῷ· ἀγρὸν ἠγόρασα, καὶ ἔχω ἀνάγκην ἐξελθεῖν καὶ ἰδεῖν αὐτόν· ἐρωτῶ σε, ἔχε με παρῃτημένον. καὶ ἕτερος εἶπε· ζεύγη βοῶν ἠγόρασα πέντε, καὶ πορεύομαι δοκιμάσαι αὐτά· ἐρωτῶ σε, ἔχε με παρῃτημένον. καὶ ἕτερος εἶπε· γυναῖκα ἔγημα, καὶ διὰ τοῦτο οὐ δύναμαι ἐλθεῖν. καὶ παραγενόμενος ὁ δοῦλος ἐκεῖνος ἀπήγγειλε τῷ κυρίῳ αὐτοῦ ταῦτα. τότε ὀργισθεὶς ὁ οἰκοδεσπότης εἶπε τῷ δούλῳ αὐτοῦ· ἔξελθε ταχέως εἰς τὰς πλατείας καὶ ρύμας τῆς πόλεως, καὶ τοὺς πτωχοὺς καὶ ἀναπήρους καὶ χωλοὺς καὶ τυφλοὺς εἰσάγαγε ὧδε. καὶ εἶπεν ὁ δοῦλος· κύριε, γέγονεν ὡς ἐπέταξας, καὶ ἔτι τόπος ἐστί. καὶ εἶπεν ὁ κύριος πρὸς τὸν δοῦλον· ἔξελθε εἰς τὰς ὁδοὺς καὶ φραγμοὺς καὶ ἀνάγκασον εἰσελθεῖν, ἵνα γεμισθῇ ὁ οἶκός μου. λέγω γὰρ ὑμῖν ὅτι οὐδεὶς τῶν ἀνδρῶν ἐκείνων τῶν κεκλημένων γεύσεταί μου τοῦ δείπνου. πολλοὶ γάρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί.
Τό μεγάλο Δεῖπνο
«Ἄνθρωπός τις ἐποίησε δεῖπνον μέγα...» (Λουκ. ιδ´, 16)
Ἡ παραβολή τοῦ μεγάλου Δείπνου, πού συνδέεται μέ τίς παραβολές τοῦ γάμου, ἀπό τήν συνάφεια στήν ὁποία βρίσκεται στήν Ἁγία Γραφή καί ἀπό τίς ἑρμηνεῖες τῶν ἁγίων Πατέρων, δηλώνει «τήν Οἰκονομίαν» τοῦ Σωτῆρος, δηλαδή τήν ἐνανθρώπιση τοῦ Χριστοῦ, «τό συμπόσιον τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν», «τήν ἐν Χριστῷ πανήγυριν», «τήν ἀνέκφραστον ἀπόλαυσιν τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ».
Ἐπειδή ὅμως ἡ βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, οἱ γάμοι τοῦ Ἀρνίου μέ τούς πιστούς, ἐκφράζεται στό μέγα μυστήριο τῆς Ζωῆς, στό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας, κατά τό ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος λαμβάνει τήν μακαρία θέωση μέ τήν ἄμεση ἕνωση μέ τόν ζῶντα καί ζωοποιό Χριστό, καί ἐπειδή μέσα στήν θεία Εὐχαριστία ὁ ἄνθρωπος μεταλαμβάνει τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ γι᾿ αὐτό δέν νομίζουμε ὅτι πρόκειται γιά ἀλληγορία ἡ διδασκαλία, ὅτι τό Μέγα Δεῖπνο εἶναι ἡ θεία Εὐχαριστία.
Ἄλλωστε, ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν ἐκφράζεται καί βιοῦται μέσα σέ αὐτό τό μυστήριο καί εἶναι ἕνας λόγος γιά τόν ὁποῖο «οἱ τά πάντα καλῶς διαταξάμενοι ἅγιοι Πατέρες» ὅρισαν νά λέγεται αὐτή ἡ παραβολή πρίν ἀπό τήν μεγάλη ἑορτή τῶν Χριστουγέννων, σάν προετοιμασία γιά τήν θεία Κοινωνία.
Στήν συνέχεια θά δοῦμε ἀφ᾿ ἑνός μέν τήν θεία Εὐχαριστία σάν Δεῖπνο, ἀφ᾿ ἑτέρου δέ τήν πραγματική πείνα πού προέρχεται ἀπό τήν ἄρνηση τῆς κλήσεως γιά συμμετοχή, λόγῳ τῆς δουλείας στά αἰσθητά καί στίς αἰσθήσεις.
* * *
Στήν προπτωτική κατάσταση ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου ἦταν καθαρός καί εἶχε κοινωνία μέ τόν Θεό καί τούς ἀγγέλους. Τό σῶμα ἦταν ὑποτεταγμένο στήν ψυχή καί ἐτρέφετο ἀπό αὐτήν. Μετά τήν πτώση ἀποδιοργανώθηκε τελείως ὁ ἄνθρωπος. Ἀφοῦ ἔχασε τό πραγματικό του κέντρο, τήν πραγματική κοινωνία μέ τόν Θεό, ἀποδιοργανώθηκε καί ἐσωτερικά. Ἡ ψυχή, ἀφοῦ ἔχασε τήν Χάρη, θέλει νά τραφῆ ἀπομυζώντας τό σῶμα, καί ἔτσι γεννιοῦνται τά ψυχικά πάθη. Τό σῶμα μή μπορώντας νά τραφῆ ἀπό τήν ψυχή, αἰχμαλωτίζεται ἀπό τήν ὕλη καί ζητᾶ ἀπό ἐκεῖ νά ἱκανοποιηθῆ, μέ ἀποτέλεσμα νά γεννιοῦνται τά σωματικά πάθη. Ἔχουμε πλήρη ἐσωτερική ἀποδιοργάνωση.
Ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ καί Λόγου διόρθωσε τό σφάλμα αὐτό τοῦ Ἀδάμ. Ἐπανέφερε τήν κανονική τάξη στήν ἀνθρώπινη φύση. Αὐτήν τήν ἐπανόρθωση τήν βιώνουν οἱ ἅγιοι τοῦ Θεοῦ, πού μέ τήν θεία Χάρη ἐπανέρχονται στήν προπτωτική κατάσταση καί μάλιστα σέ ἀνώτερο βαθμό. Ἔτσι μέ τήν θεία Κοινωνία τρέφεται ἡ ψυχή καί ἐν συνεχείᾳ ἡ ψυχή διοχετεύει ὅλη τήν ζωή τοῦ Θεοῦ καί στό σῶμα καί ἐπέρχεται ἡ θεραπεία. Διότι, κατά τόν Νικόλαο Καβάσιλα, δέν προσλαμβάνει τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ προσλαμβάνει τήν ψυχή καί τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου. Γι᾿ αὐτό ἡ θεία Κοινωνία εἶναι ἡ πραγματική «βρῶσις... καί πόσις ἀληθινή».
Συνήθως ἐμεῖς νομίζουμε ὅτι οἱ ἀνάλογες θερμίδες, πού πρέπει νά λαμβάνουμε καθημερινά, μᾶς συντηροῦν στήν ζωή, καθώς ἐπίσης νομίζουμε ὅτι ἡ ὑλική τροφή ἔχει ζωή καί μπορεῖ νά μᾶς ζωοποιήση. Ἐνῶ στήν πραγματικότητα ἡ ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, πού ὑπάρχει στήν τροφή, συντηρεῖ τόν ἄνθρωπο καί ἡ θεία Κοινωνία εἶναι ἡ πραγματική Ζωή. Δίχως αὐτήν ὑπάρχει ὁ θάνατος, ἡ φθορά.
* * *
Δυστυχῶς στήν πρόσκληση τοῦ Χριστοῦ νά συμμετάσχουν ὅλοι στήν ἐπαναφορά τους στήν προπτωτική καί σέ ἀνώτερη ἀκόμη κατάσταση, νά ἀπολαύσουν τήν θεία καί ζωοποιό Χάρη, νά συμμετάσχουν στό Δεῖπνο τῆς ἀγάπης Του, ὑπῆρξαν πολλοί ἀρνητές. Ὁ Κύριος τούς χώρισε σέ τρεῖς κατηγορίες.
Πρῶτον. Ἀρνητές καί πεινασμένοι εἶναι οἱ δοῦλοι τῶν αἰσθητῶν. « Ἀγρόν ἠγόρασα καί ἔχω ἀνάγκην ἐξελθεῖν καί ἰδεῖν αὐτόν» (Λουκ. ιδ', 18). Εἶναι οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖνοι, πού ἀρνοῦνται νά θεωθοῦν διά τοῦ μυστηρίου τῆς θείας Εὐχαριστίας, ἀρνοῦνται νά ἐκκλησιασθοῦν καί νά ἐκκλησιοποιηθοῦν, γιατί εἶναι δοῦλοι τῶν αἰσθητῶν. Εἶναι ὑποδουλωμένοι στήν ὕλη. Δέν τήν βλέπουν ὡς δῶρο Θεοῦ καί δέν θέλουν νά τήν ἀναφέρουν σέ Αὐτόν. Ἄλλωστε στήν θεία Λειτουργία προσφέρουμε τούς καρπούς μας στόν Θεό, πού τούς ἁγιάζει καί δι᾿ αὐτῶν ἁγιαζόμαστε καί ἐμεῖς. «Τά σά ἐκ τῶν σῶν Σοί προσφέρομεν». Τά χωράφια, ἡ γῆ, οἱ καρποί ἔχουν τήν θέση τους μέσα στήν θεία Εὐχαριστία. Πρέπει κάποτε νά μάθουμε νά ζοῦμε εὐχαριστιακά. Ὅλα νά τά νοιώθουμε ὡς δῶρα τοῦ Θεοῦ καί νά τά προσφέρουμε ἐν εὐχαριστίᾳ σέ Αὐτόν. Ἐπειδή δέν κάνουμε αὐτό, γι᾿ αὐτό ὑπηρετοῦμε δουλικά τήν γῆ καί ἀφήσαμε ἔρημη τήν καρδιά μας –τήν πραγματική γῆ– μέσα στήν ὁποία ἀνάβει τό πῦρ, ἡ ὁποία εἶναι «τό φυσικόν μοναστήριον» ὅπου κατοικεῖ ὁ Θεός.
* * *
Δεύτερον. Ἀρνητές καί πεινασμένοι εἶναι οἱ δοῦλοι τῆς ἐργασίας. «Ζεύγη βοῶν ἠγόρασα πέντε καί πορεύομαι δοκιμάσαι αὐτά» (Λουκ. ιδ', 19). Ὁ πεπτωκώς νοῦς τοῦ ἀνθρώπου, μαθημένος νά ἀσχολῆται διαρκῶς μέ τά αἰσθητά καί κυριευμένος ἀπό τήν φιλαργυρία καί τήν φιληδονία, θέλει διαρκῶς νά ἐργάζεται τήν γῆ καί ἐγκαταλείπει τόν Θεό. Ἡ ἐργασία γίνεται αἰτία μή ἐκκλησιασμοῦ καί μή ἐκκλησιοποιήσεως τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος εἶναι τρομερά ὑποδουλωμένος στήν ἐργασία. Ἔτσι ἡ δουλειά γίνεται πραγματική δουλεία. Εἶναι ὑποταγμένος σέ χρονικούς προσδιορισμούς, δοῦλος τοῦ χρόνου. Μετράει τήν ζωή του μέ τά ὀκτάωρα καί τίς ἐργάσιμες μέρες. Δέν μπορεῖ νά καταλάβη ὅτι πρέπει νά ἐργάζεται γιά νά ζῆ καί ὄχι νά ζῆ γιά νά ἐργάζεται. Ὁ Χριστός δέν ἀρνεῖται τήν τιμία ἐργασία, ἀλλά δέν τήν ἀπολυτοποιεῖ. Δέν τήν θεωρεῖ σάν τό ἀπαραίτητο στοιχεῖο τῆς εὐτυχίας τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι ἕνα ἐργόχειρο στήν ζωή μας. Τό κέντρο τῆς ἐπιδιώξεώς μας εἶναι ἡ ἐν Χριστῷ ζωή, ἡ ἕνωσή μας μέ τόν Θεό, ἡ ἀποδέσμευση ἀπό τήν δουλεία τοῦ χρόνου, ἡ ἐλευθέρωσή μας ἀπό τήν τυραννία τοῦ ἐνθάδε καί ἡ βίωση τοῦ αἰωνίου.
Ὅλα τά σύγχρονα οἰκονομικά συστήματα χύνουν πολλή μελάνη καί καταναλίσκουν μεγάλες δυνάμεις γιά νά βελτιώσουν τούς ὅρους ἐργασίας τῶν ἀνθρώπων καί νά κάνουν ἔτσι ἀνθρωπινότερη τήν ζωή. Αὐτό ἀπό μιά ἄποψη δέν εἶναι καταδικάσιμο. Εἶναι ὅμως κολάσιμο ὅταν ἀφ᾿ ἑνός μέν βλέπουν τόν ἄνθρωπο σάν σῶμα, ἀφ᾿ ἑτέρου δέ προχωροῦν πιό πέρα γιά νά ρωτήσουν μέ δυσπιστία: «τί ἔκανε ὁ Χριστός γιά τήν ἐργασία καί τίς οἰκονομικές ἀνάγκες τοῦ ἀνθρώπου; Ὁ Χριστός, λένε, μίλησε μόνον γιά τήν σωτηρία τῆς ψυχῆς». Αὐτή ὅμως ἡ ἐρώτηση εἶναι ἐπιπόλαια. Γιατί ὁ Κύριος μέ τήν διδασκαλία Του καί τό ἔργο Του δέν ἐπεδίωξε μιά βελτίωση τῆς ἐργασίας, ἀλλά τήν μεταμόρφωσή της. Ἤ μᾶλλον καλύτερα, ἐπεδίωξε τήν μεταμόρφωση τοῦ ἀνθρώπου, ὁπότε καί ἡ ἐργασία, ὅπως καί ὅλα τά ἄλλα ἀγαθά –βιολογικά, ὑλικά– λαμβάνουν τήν ἀνάλογη ἀξία.
Κατ᾿ ἀρχάς πρέπει νά κάνουμε μιά διευκρίνηση. Ἡ Ὀρθοδοξία δέν συνδέεται μέ τόν δυαλισμό (δυϊσμό), δηλαδή μέ τήν θεωρία ἐκείνη κατά τήν ὁποία γίνεται διάκριση μεταξύ τῆς ὕλης καί τοῦ πνεύματος, μεταξύ τῶν ὑλικῶν καί πνευματικῶν ἀγαθῶν. Ἀλλά τά ὑλικά ἀγαθά θεωροῦνται δῶρα Θεοῦ πού λαμβάνουν μεγάλη ἀξία ὅταν τά προσφέρουμε ὡς ἀντίδωρα στόν Θεό γιά τήν δόξα Του. Μέ ἄλλα λόγια στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία λέμε ὅτι καί τά ὑλικά μποροῦν νά γίνουν πνευματικά, καθώς ἐπίσης τά πνευματικά μποροῦν νά μετατραποῦν σέ ὑλικά. Τό μυστικό τῆς μετατροπῆς τῆς ὕλης σέ πνευματικό γεγονός εἶναι ἡ παρουσία τοῦ Χριστοῦ καί ἡ σύνδεσή μας μαζί Του.
Αὐτό τό βλέπουμε στήν περικοπή τῆς θαυματουργικῆς ἁλιείας (Λουκ. ε´, 1 κ.ἑ.). Ὁ Ἀπόστολος Πέτρος διέθεσε τό πλοιάριό του γιά νά γίνη ἄμβωνας ἀπό τόν ὁποῖο κήρυξε ὁ Χριστός. «Ἐμβάς εἰς ἕνα τῶν πλοίων, ὅ ἦν τοῦ Σίμωνος, ἠρώτησεν αὐτόν ἀπό τῆς γῆς ἐπαναγαγεῖν ὀλίγον· καί καθίσας ἐδίδασκεν ἐκ τοῦ πλοίου τούς ὄχλους» (Λουκ. ε´, 3). Ἑπομένως, ἡ ἐργασία τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου γίνεται ἄμβωνας τῆς θείας διδαχῆς διά τῆς ὁποίας σώζονται οἱ ἄνθρωποι.
Ὅταν καί στήν δική μας ἐργασία ἀφήνουμε τόν Χριστό νά κηρύττη στούς ἀνθρώπους τότε ἀποκτοῦμε δόξα καί τιμή.
Ἔπειτα, ὅλη τήν νύκτα οἱ Μαθητές, πρίν ἀκόμη λάβουν τήν τελική κλήση, χωρίς τόν Χριστό δέν μπόρεσαν τίποτε νά κάνουν. Ἡ ἐργασία τους ἦταν ἄσκοπη. Κατά τήν διάρκεια ὅμως τῆς ἡμέρας μέ τόν Χριστό ἔπιασαν τόσα πολλά ψάρια, ὥστε ὑπῆρχε κίνδυνος νά βυθισθοῦν τά πλοῖα. Τήν ὁποιαδήποτε ἐργασία, δηλαδή, ἐξαγιάζει ἡ παρουσία καί ἡ εὐλογία τοῦ Χριστοῦ. Ἄλλωστε, ὅλα τά πράγματα, ὅταν γίνωνται μέ τήν εὐλογία τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἅγια, ὅπως καί ἀντίθετα, ὅλα τά πράγματα ὅταν δέν γίνωνται μέ τήν εὐλογία τοῦ Χριστοῦ εἶναι γεμάτα ἄγχος καί ταλαιπωρία.
Ὅταν, λοιπόν, κατά τήν διάρκεια τῆς ἐργασίας μας, ἐπιδιώκουμε νά τηροῦμε τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὅσο κι ἄν μᾶς κοστίζη, καί φροντίζουμε νά ἔχουμε μνήμη Θεοῦ, μέ τήν προσευχή, τότε ἡ ἐργασία γίνεται παράγοντας σωτηρίας. Ὄχι ἁπλῶς βελτιώνεται, ἀλλά μεταμορφώνεται. Μπορεῖ νά εἶναι λίγα τά χρήματα ἀπό μιά τέτοια ἐργασία, ἀλλά ἡ χαρά καί ἡ εὐλογία πού παίρνουμε εἶναι ὁ μεγαλύτερος πλοῦτος, πού δέν ἐξαγοράζεται μέ τίποτε, οὔτε συγκρίνεται μέ τίποτε.
Ἡ Ὀρθοδοξία δέν ἐνδιαφέρεται νά φέρη ἁπλῶς τόν ἄνθρωπο στόν Οὐρανό, ἀλλά νά κατεβάση τόν Οὐρανό στήν γῆ.
* * *
Τρίτον. Ἀρνητές καί πεινασμένοι εἶναι καί οἱ δοῦλοι τῶν αἰσθήσεων. «Γυναῖκα ἔγημα καί διά τοῦτο οὐ δύναμαι ἐλθεῖν» (Λουκ. ιδ´, 20). Ὁ γάμος ἔγινε ἐμπόδιο γιά νά λάβη ὁ ἄνθρωπος τῆς παραβολῆς μέρος στό μεγάλο δεῖπνο. Καί πολλοί σύγχρονοί μας θεωροῦν τόν γάμο καί τά οἰκογενειακά βάρη ὡς ἐμπόδια γιά νά ἐκκλησιασθοῦν καί νά ἐκκλησιοποιηθοῦν. Καί ὅμως ἡ ἴδια ἡ Ἐκκλησία εὐλογεῖ τήν συζυγία καί τήν οἰκογενειακή ζωή, διά τοῦ μυστηρίου τοῦ γάμου. Ἔτσι, ἡ ἕνωση τοῦ ἀνδρός καί τῆς γυναικός παύει νά εἶναι μιά βιολογική καί ἐξωτερική σύναψη καί γίνεται μυστηριακή ἑνότητα. Μποροῦμε μέ βεβαιότητα νά ποῦμε ὅτι χωρίς τήν ἀναφορά στό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας ὁ γάμος εἶναι ἕνα γεγονός τοῦ παρόντος ἁμαρτωλοῦ κόσμου. Κινεῖται μέσα στήν φθαρτότητα καί στήν θνητότητα. Ὁ εὐλογημένος γάμος δέν εἶναι ἐμπόδιο γιά νά ἐκκλησιασθοῦμε καί νά κοινωνήσουμε. Οὔτε ἡ οἰκογένεια μπορεῖ νά μᾶς δώση ἀφορμή νά ἀποφύγουμε τόν ἐκκλησιασμό καί τήν θεία Κοινωνία. Ἀντίθετα, ἐλαφρώνει τό βάρος καί ἀφήνει ἄνοιγμα γιά νά περάση ὁ Θεός στήν ζωή μας καί νά τήν ἀνακαινίση. Ἔρχεται ὁ Θεός καί κάνει ὅσα δέν μπορεῖ νά κάνη ὁ ἄνθρωπος, ἄν ἀφιερώση ὅλη του τήν ζωή γιά τήν συντήρηση τῆς οἰκογενείας του, χωρίς ὅμως τόν Θεό.
* * *
Ἀπό ὅσα ἀναφέραμε προηγουμένως φαίνεται ὅτι ἡ παραβολή τοῦ μεγάλου Δείπνου εἰκονίζει τήν Ἐκκλησία, πού ἐκφράζεται στό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας. Δηλαδή, ἡ πρόσκληση νά συμμετάσχουν στό μεγάλο Δεῖπνο εἶναι πρόσκληση γιά νά γίνουν μέλη τῆς Ἐκκλησίας καί νά φάγουν τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί νά πίουν τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Πρέπει νά γίνουν μέλη γιά νά ἀξιωθοῦν νά κοινωνήσουν, νά λάβουν τήν ζωή. Καί δέν νοεῖται μέλος τῆς Ἐκκλησίας ἄν δέν συμμετέχη στό μεγάλο Δεῖπνο καί δέν κοινωνῆ.
Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ θεία Λειτουργία, πού λέγεται θεία Εὐχαριστία ἐπειδή εὐχαριστοῦμε τόν Θεό καί προσφέρουμε ἐν εὐχαριστίᾳ τόν ἑαυτό μας καί τά δῶρα μας στό Θεό, καί θεία Κοινωνία ἐπειδή κοινωνοῦμε τοῦ Χριστοῦ, εἶναι Δεῖπνο. Κάθε φορά πού ἐρχόμαστε στόν Ἱερό Ναό γιά νά λειτουργηθοῦμε, ἐρχόμαστε γιά νά δειπνήσουμε, νά λάβουμε τροφή γιά νά ζήσουμε καί νά ἀπομακρύνουμε τό φάσμα τοῦ θανάτου. Ὁ Χριστός λέγεται ἀμνός πού προσφέρεται γιά θυσία. Τό μέρος πού γίνεται ἡ θυσία λέγεται Ἁγία Τράπεζα, δηλαδή τραπέζι. Ἡ πρόσκληση γιά νά ἑνωθοῦμε μέ τόν Χριστό προσφέρεται ὡς ἑξῆς: «Λάβετε, φάγετε» καί «Πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες».
Στήν θεία Εὐχαριστία, ἑπομένως, δέν πρέπει νά ὑπάρχουν παρακολουθοῦντες ἤ θεατές καί προσευχόμενοι, ἀλλά βιοῦντες τό Μυστήριο καί κοινωνοῦντες τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ. Γι᾿ αὐτό καί ἡ Ἐκκλησία συνέδεσε κάθε ἁμαρτία μέ τήν ἀποχή ἀπό τήν θεία Κοινωνία. Οἱ ἁμαρτήσαντες ἔδειξαν ὅτι δέν ἀγαποῦν τόν Θεό, ἀφοῦ παρέβησαν τήν ἐντολή Του. Ἄρα, ἀφοῦ δέν ἔχουν ἀγάπη, δέν μποροῦν νά ἑνωθοῦν μέ τήν Ἀγάπη. Δέν μποροῦν νά κοινωνήσουν. Ὅταν κανείς μετανοῆ, τότε κοινωνεῖ.
Ἐκτός ἀπό τήν ἁμαρτία ἡ ὁποία χρειάζεται μετάνοια δέν ὑπάρχουν ἄλλα ἐμπόδια γιά τήν θεία Κοινωνία. Ἤ μᾶλλον δέν πρέπει νά ὑπάρχουν. Οὔτε τά ὑλικά ἀγαθά (ἀγρόν ἠγόρασα), οὔτε ἡ ἐργασία (ζεύγη βοῶν ἠγόρασα), οὔτε ὁ γάμος (γυναῖκα ἔγημα). Στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί τά τρία αὐτά δέν ἀπορρίπτονται, οὔτε λατρεύονται, ἀλλά προσφέρονται ὡς δοξολογία στόν Θεό. Οἱ σημερινοί, βέβαια, ἄνθρωποι τά θεωροῦν ἐμπόδια γιά νά ἐκκλησιαστοῦν καί νά κοινωνήσουν τῶν ἀχράντων Μυστηρίων. Ἰδίως αὐτό λέγεται γιά τόν γάμο. Ἀλλά, οἱ Πατέρες λένε ὅτι, ἄν ὁ γάμος ἦταν κακός καί ἐμπόδιο γιά τήν σωτηρία μας, δέν θά τόν εὐλογοῦσε ὁ Θεός. Τό ὅ,τι τόν εὐλογεῖ ὁ Θεός σημαίνει ὅτι σώζεται ὁ ἄνθρωπος καί διά μέσου τοῦ ἐν Χριστῷ γάμου. Γι᾿ αὐτό καί εὐλογήθηκε.
Ἑπομένως, μή προφασιζόμαστε. Δέν φταῖνε οὔτε τά ὑλικά ἀγαθά, οὔτε ἡ ἐργασία, οὔτε ὁ γάμος. Φταίει ὁ ἄρρωστος καί ἁμαρτωλός ἑαυτός μας. Ἄν τόν θεραπεύσουμε, θά μποροῦμε νά κοινωνοῦμε καί νά εἴμαστε πραγματικά μέλη τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδή κεκλημένοι στό μεγάλο Δεῖπνο.
Στήν ἐποχή μας ὑπάρχει ἕνα μεγάλο ἁμάρτημα. Εἶναι τό ἁμάρτημα τῆς αὐτονομίας. Ὅλα αὐτονομοῦνται. Τά ὑλικά ἀγαθά, ἡ ἐργασία, ἡ οἰκογένεια, οἱ ἱκανότητες κλπ. χωρίζονται ἀπό τήν Ἐκκλησία. Ἔτσι κυριολεκτικά ἀλλοτριώνεται ὁ ἄνθρωπος. Γίνεται δοῦλος τοῦ χρόνου καί τῆς φθορᾶς. Ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ ἐλευθέρωσε τόν ἄνθρωπο ἀπό τήν δουλεία στόν χρόνο. Πρέπει νά τό ζήσουμε καί νά τό ζοῦμε μέσα στήν θεία Εὐχαριστία. Τότε ὅλα θά μεταμορφωθοῦν. Ὅλα θά ἀλλάξουν. Τό κάθε παρόν θά γίνη αἰώνιο καί τό αἰώνιο θά εἶναι προέκταση τοῦ παρόντος. Θά σταματήση ἡ πείνα. Θά παύσουμε νά εἴμαστε πεινασμένοι.
ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο Ὅσοι Πιστοί
Δεῖτε ἐπίσης: ΟΙ ΠΑΡΑΒΟΛΕΣ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΔΕΙΠΝΟΥ