Εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα
ΙΒ΄ Λουκᾶ (Λουκ. ιζ΄ 12-19)
Εἰσερχομένου τοῦ Ἰησοῦ εἴς τινα κώμην ἀπήντησαν αὐτῷ δέκα λεπροὶ ἄνδρες, οἳ ἔστησαν πόρρωθεν, καὶ αὐτοὶ ἦραν φωνὴν λέγοντες· Ἰησοῦ ἐπιστάτα, ἐλέησον ἡμᾶς. καὶ ἰδὼν εἶπεν αὐτοῖς· Πορευθέντες ἐπιδείξατε ἑαυτοὺς τοῖς ἱερεῦσι. καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ὑπάγειν αὐτοὺς ἐκαθαρίσθησαν. εἷς δὲ ἐξ αὐτῶν, ἰδὼν ὅτι ἰάθη, ὑπέστρεψε μετὰ φωνῆς μεγάλης δοξάζων τὸν Θεόν, καὶ ἔπεσεν ἐπὶ πρόσωπον παρὰ τοὺς πόδας αὐτοῦ εὐχαριστῶν αὐτῷ· καὶ αὐτὸς ἦν Σαμαρείτης. ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν· Οὐχὶ οἱ δέκα ἐκαθαρίσθησαν; οἱ δὲ ἐννέα ποῦ; οὐχ εὑρέθησαν ὑποστρέψαντες δοῦναι δόξαν τῷ Θεῷ εἰ μὴ ὁ ἀλλογενὴς οὗτος; καὶ εἶπεν αὐτῷ· Ἀναστὰς πορεύου· ἡ πίστις σου σέσωκέ σε.
Ἡ «εὐχή» τοῦ Ἰησοῦ
«καί αὐτοί ἦραν φωνήν λέγοντες· Ἰησοῦ ἐπιστάτα, ἐλέησον ἡμᾶς» (Λουκ. ιζ´, 13)
Οἱ δέκα λεπροί ἄνδρες μόλις ἀντίκρυσαν τόν Χριστό «ἦραν φωνήν λέγοντες· Ἰησοῦ ἐπιστάτα, ἐλέησον ἡμᾶς» (Λουκ. ιζ´, 13), δηλαδή φώναξαν δυνατά: «Ἰησοῦ διδάσκαλε, λυπήσου μας».
Ἡ μικρή αὐτή ἱκεσία ἔχει μεγάλη δύναμη, γιατί ὅταν λέγεται μέ πίστη ἑλκύει τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ πού ἀπαλλάσσει τόν ἄνθρωπο ἀπό κάθε κακοδαιμονία.
Ἡ ἱκεσία τῶν λεπρῶν εἶναι ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή τῆς Ἐκκλησίας πού τήν ἀκοῦμε σέ κάθε ἐκκλησιαστική ἀκολουθία. Σέ κάθε αἴτηση τοῦ ἱερέως ὁ λαός ἀπαντᾶ μέ τό «Κύριε ἐλέησον». Ἐφ᾿ ὅσον καί μεῖς εἴμαστε μέλη τῆς Ἐκκλησίας καί πρέπει νά ἀποκτήσουμε ἐκκλησιαστικό φρόνημα, πού σημαίνει ἡ ζωή καί τό φρόνημα τῆς Ἐκκλησίας νά γίνη δική μας ζωή καί δικό μας φρόνημα, πρέπει ἡ ἱκεσία αὐτή νά γίνη δική μας ἀδιάλειπτη προσευχή.
Μιά μεγαλύτερη ἀνάπτυξη τῆς ἱκεσίας τῶν λεπρῶν καί τῆς δεήσεως τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ λεγομένη «εὐχή» τοῦ Ἰησοῦ, δηλαδή τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλόν», τήν ὁποία οἱ ἅγιοι Πατέρες παραγγέλλουν νά λέμε συχνά γιά νά ἀπαλλαγοῦμε ἀπό τήν πνευματική μας λέπρα.
* * *
Ἡ ἀξία τῆς «εὐχῆς» εἶναι ἀνυπολόγιστη, γιατί μέσα σέ λίγες λέξεις συνδέεται στενά ἡ ὁμολογία τοῦ Θεανθρώπου μέ τήν ὁμολογία τῆς ἁμαρτωλότητός μας καί ἀκριβῶς σέ αὐτόν τόν ὑπέροχο συνδυασμό βρίσκεται ὅλο τό μακάριο πνεῦμα τῆς ἁγίας μας Ὀρθοδοξίας.
Λέγοντας τήν «εὐχή» ζοῦμε τήν μακαρία κατάσταση τῆς ταπεινώσεως, ἡ ὁποία, κατά τόν ἅγιο Μάξιμο, συνίσταται στήν διπλῆ γνώση. Τήν γνώση τῆς δυνάμεως τοῦ Χριστοῦ καί τήν γνώση τῆς δικῆς μας ἀδυναμίας. Ἀντίθετα ἡ ἄγνοια τῆς δυνάμεως τοῦ Χριστοῦ καί ἡ ἄγνοια τῆς δικῆς μας ἀσθενείας συνιστᾶ τήν ὑπερηφάνεια.
Ἔτσι, λοιπόν, ἡ ἄρνηση τοῦ Χριστοῦ ὡς Θεανθρώπου καί ἡ ἄγνοια τῆς ἁμαρτωλότητός μας συνιστᾶ αἱρετική ζωή καί ὑπενθυμίζει τήν αἱρετική κατάσταση στήν ὁποία βρίσκεται ἡ Δύση.
Πράγματι, ὅλος ὁ δυτικός πολιτισμός, παρά τήν λάμψη καί τήν ἐξωτερική του ἐπιτυχία, εἶναι αἱρετικός, ἀφοῦ στήν βάση του εἶναι αὐτολυτρωτικός καί αὐτοθεωτικός. Ἐπειδή ἀγνοεῖ τήν σωστική δύναμη τοῦ Θεανθρώπου καί τήν ἀδυναμία τοῦ ἀνθρώπου, ἀνατινάζει στόν ἀέρα τίς προϋποθέσεις τῆς σωτηρίας, καί θά μποροῦσε νά λεχθῆ ὅτι δημιουργεῖ τήν «ἐκ-σάρκωση» τοῦ Θεανθρώπου. Ἀκόμη καί ἡ θρησκευτική ζωή τοῦ δυτικοῦ ἀνθρώπου διακρίνεται γιά τά δύο αὐτά ἐπικίνδυνα σημεῖα.
Γι᾿ αὐτό μέ βεβαιότητα τονίζουμε, πώς λέγοντας τήν μικρή, ἀλλά «χαριτωμένη» αὐτή «εὐχή» ζοῦμε τό πνεῦμα τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως καί διαποτιζόμαστε ἀπό τό ρεῦμα τῆς αἰωνίου ζωῆς. Μέ τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ» ὁμολογοῦμε τήν πίστη στόν Θεάνθρωπο καί μέ τό «ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλόν» ζητᾶμε, ὡς ἁμαρτωλοί, ἀπό Αὐτόν τήν σωτηρία.
* * *
Στήν Ὀρθοδοξία, ὅπως φαίνεται στήν «εὐχή» αὐτή, συνδέονται στενά ἡ πίστη με τήν ζωή. Γνωρίζουμε καλά ἀπό τήν διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων μας, ὅτι πίστη ἄεργη καί ἔργο ἄπιστο δέν λυτρώνουν τόν ἄνθρωπο. Μέ τήν λέξη ἔργα δέν ἐννοοῦμε ἁπλῶς τίς ἐξωτερικές καλές πράξεις, ἀλλά τήν πνευματική ζωή, πού εἶναι καρπός τοῦ Παναγίου Πνεύματος. Ἔτσι πιά καταλαβαίνουμε, ὅτι δέν μποροῦμε νά ζήσουμε ἀληθινά χωρίς τήν πραγματική πίστη, καθώς ἐπίσης δέν μποροῦμε νά πιστεύσουμε πραγματικά, χωρίς τήν πνευματική ζωή. Χωρίς τήν ὀρθόδοξη πίστη, ὅπως τήν παρέδωσαν οἱ Ἀπόστολοι καί οἱ ἅγιοι Πατέρες, δέν ἔχουμε ἀκέραιη ζωή καί χωρίς τήν πνευματική ζωή –ζωή μετανοίας, κοινωνία μέ τόν Θεό– δέν μποροῦμε νά ζήσουμε τήν οὐσία τῆς πίστεως, ἀφοῦ τότε τά δόγματα ἁπλῶς εἰδωλοποιοῦνται ἤ ἰδεολογοποιοῦνται. Αὐτό σημαίνει ὅτι ὅταν ἀλλοιώνεται ἡ πίστη ἀμέσως ἀλλοιώνεται καί ἡ ζωή. Ἑπομένως, εἶναι ἀπαραίτητο νά συνδέεται ἡ ἀληθινή ζωή μέ τήν ἀληθινή πίστη.
* * *
Ἡ χρησιμοποίηση τοῦ μυστικοῦ αὐτοῦ ὅπλου θά μεταμορφώση ὅλη μας τήν ζωή. Ἡ προσευχή εἶναι κατά τούς Πατέρας «θεοποιός ἀρετή» γιατί προετοιμάζει τό ἔδαφος γιά νά κατοικήση μέσα μας ὁ Θεός. Μέ τήν ἀδιάλειπτη προσευχή γίνεται ἐνοίκηση τοῦ Θεοῦ καί ἡ καρδιά μας γίνεται κατοικητήριο τῆς Ἁγίας Τριάδος.
Ἡ σύντονη προσευχή «τάς σαρκικάς ὀρέξεις ἀναστέλλει καί τήν πλεονεκτικήν ἀμβλύνει γνώμην καί τόν τύφον καθαιρεῖ καί τόν φθόνον ἀναιρεῖ καί τόν θυμόν παιδαγωγεῖ καί τήν μνησικακίαν ἀφανίζει» (ἅγ. Γρηγόριος Παλαμᾶς). Ἀντίθετα, ἡ ἀπουσία τῆς προσευχῆς ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπο στήν ἀναλγησία, τήν ὁποία οἱ Πατέρες ὀνομάζουν πώρωση.
Νά λέμε τήν «εὐχή» τό πρωΐ, τό βράδυ, καί ὅποια ἄλλη ὥρα τῆς ἡμέρας μποροῦμε, ἄλλοτε μέ τά χείλη, ἄλλοτε μέ τόν νοῦ, ἄλλοτε μέ τήν καρδιά καί τότε θά ἐλευθερωθοῦμε ἀπό τήν πνευματική μας λέπρα, θά καταλάβουμε τό ζωοπάροχο πνεῦμα τῆς Ὀρθοδοξίας καί θά ἀποκτήσουμε τήν σωτηρία μας.
* * *
Ἡ «εὐχή» τοῦ Ἰησοῦ δέν εἶναι ἔργο μόνον τῶν μοναχῶν. Ὅλοι μποροῦν νά ἀποκτήσουν ἐμπειρίες καί νά ἀπολαύσουν τούς θησαυρούς της. Αὐτό μᾶς δείχνει καί ἡ συνομιλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ μέ τόν μοναχό Ἰώβ καί τήν ἀποκάλυψη πού εἶχε ὁ τελευταῖος. Δηλαδή, στόν λόγο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου ὅτι ὅλοι μποροῦν νά προσεύχωνται ἀδιαλείπτως, ὁ μοναχός Ἰώβ ἀντέτεινε ὅτι ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή εἶναι μόνον γιά τούς μοναχούς. Ὅμως, σύμφωνα μέ τήν διήγηση τοῦ ἁγίου Φιλοθέου, «ἀφοῦ ἀνεχώρησε καθ᾿ ἕνας εἰς τά ἴδια καί εἰς τήν προσευχήν του, ὁ Θεός ἄνωθεν παρευθύς κάμνει τήν κρίσιν τῶν λόγων τοῦ Γρηγορίου, πέμποντας φιλανθρώπως ἄγγελον οὐρανόθεν πρός τόν γέροντα (Ἰώβ), νά τόν διδάξη ὡς ἀμαθῆ ἐκεῖνα ὅπου δέν ἔμαθε, καί εἰς τόν ἴδιον καιρόν τάχα τιμῶντας ἀντάμα μέ τά λαληθέντα καί τόν Γρηγόριον· καί λοιπόν φανείς εἰς τόν γέροντα προσευχόμενον, ὅλος φῶς ὁ θεῖος ἄγγελος τοῦ λέγει: «μήν ἀμφιβάλλῃς παντελῶς, ὧ πρεσβύτα, διά τά πρό ὀλίγου λαληθέντα, ἀλλά καθώς ὁ ἱερός Γρηγόριος εἶπε, τοιούτης λογῆς, καί σύ φρόνει καί ὁμολόγει ἀπό τοῦ νῦν».
* * *
Συχνά ἀντιμετωπίζουμε γιά τήν προσευχή ἐρωτήματα ἐκ μέρους πολλῶν Χριστιανῶν. Τό κυριότερο εἶναι: «δέν μποροῦμε νά συγκεντρώσουμε τόν νοῦ μας τήν ὥρα τῆς προσευχῆς, πού διασπᾶται σέ διάφορα πράγματα. Πῶς μποροῦμε νά κάνουμε ἀπερίσπαστη προσευχή;». Ἀπαντώντας σέ αὐτό τό ἐρώτημα ἔχουμε νά ποῦμε τρία πράγματα.
Πρῶτον. Τό θέμα τῆς συγκεντρώσεως κατά τήν ὥρα τῆς προσευχῆς εἶναι ζήτημα καθαρότητος τῆς καρδιᾶς ἀπό τήν ὕπαρξη τῶν παθῶν. Γιατί τά πάθη ἐγείρονται καί προσελκύονται εὔκολα ἀπό τίς εἰκόνες καί τίς φαντασίες πού φέρνει ὁ σατανᾶς στόν προσευχόμενο Χριστιανό.
Δεύτερον. Ἡ πρωϊνή καί ἡ βραδυνή προσευχή εἶναι μιά μικρή προσευχή μέσα στήν μεγάλη προσευχή τῆς ἡμέρας. Δηλαδή, ὅταν ὁ ἄνθρωπος δέν μάθη ὅλη τήν ἡμέρα νά τήν περνᾶ κάτω ἀπό τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ, τηρώντας τό θέλημά Του καί ζώντας μέ μετάνοια, δέν μπορεῖ τίς καθορισμένες ὧρες νά προσευχηθῆ ἀπερίσπαστα.
Τρίτον. Ἰδίως γιά τήν ἀπερίσπαστη προσευχή κατά τήν θεία Λειτουργία τῆς Κυριακῆς πρέπει νά ὑπογραμμίσουμε ὅτι ὅταν κανείς δέν ζῆ ὅλη τήν ἑβδομάδα ἀσκητικά δέν μπορεῖ νά ζήση λειτουργικά τήν Κυριακή.
Ἑπομένως, ἡ προσευχή συνδέεται στενά μέ τήν πνευματική ζωή, μέ τήν ἄσκηση. Συνδέεται μέ τόν βαθμό τῆς ἐσωτερικῆς καθαρότητος καί μέ τόν βαθμό τῆς ἀγάπης μας πρός τόν Θεό.
Ὅποιος ἀγαπᾶ τόν Θεό ξέρει νά προσεύχεται.
ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο Ὅσοι Πιστοί