Τήν 7ην Αὐγούστου τοῦ 1984 κοιμήθηκε σέ Νοσοκομεῖο τῆς Ἀθήνας ὁ ἀείμνηστος Μητροπολίτης Ἐδέσσης, Πέλλης καί Ἀλμωπίας κυρός Καλλίνικος. Ἡ ἀντίστροφη μέτρηση ἄρχισε τό πρωΐ τῆς 6ης Αὐγούστου, τήν ὥρα πού στόν Ἱερό Ναό τοῦ Νοσοκομείου τελούσαμε τήν θεία Λειτουργία τῆς ἑορτῆς τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Χριστοῦ, τήν ὁποία ἑορτή τόσο πολύ ἀγαποῦσε καί μιλοῦσε γιά τό γεγονός αὐτό συχνά καί μέ πολύ ἐνθουσιασμό. Ἀπό τότε ἄρχισε ἡ οὐσιαστική διαδικασία γιά τό πέρασμά του σέ ἄλλο κόσμο, τόν κόσμο τῆς διαφάνειας, τῆς εἰλικρίνειας, τῆς δικαιοσύνης, τῆς μεταμορφώσεως.
Κατά τήν πρώτη ἐπέτειο τῆς κοιμήσεώς του, ἤτοι τήν 3 Αὐγούστου τοῦ 1985, πρίν δεκαεννέα χρόνια, ἡ τότε φοιτήτρια τῆς Φιλοσοφικῆς Σχολῆς Βάσω Μελικίδου, σήμερα καθηγήτρια, διδάκτωρ τῆς φιλολογίας καί Δημοτικός Σύμβουλος Ἐδέσσης, εἶχε τό θάρρος καί τήν παρρησία νά δημοσιεύση στήν ἐφημερίδα «Ἐδεσσαϊκή» ἕνα κείμενο μέ τίτλο «Tό ἄρωμα τῆς παρουσίας». Στήν ἀρχή τοῦ κειμένου αὐτοῦ ἔγραφε:
«Εἶναι πολύτιμο τό εἶδος ἐκεῖνο τῆς σχέσης πού δέν ἔχει ἀνάγκη ἀπό δεδομένα ἐξωτερικά γιά νά σταθεῖ, πού ἀρκεῖται σέ ἐπικοινωνίες ὑπόγιες. Εἶναι πολύ σημαντικό νά μπορεῖς νά μιλήσεις γιά ἕναν ἄνθρωπο χωρίς νά εἶχες ποτέ σχέση ἄμεσα προσωπική μαζί του.
Ὅπου, ἦταν ἀρκετό ἕνα κήρυγμα μέ τούς γνωστούς τρυφερούς ἐκφραστικούς τρόπους, τά ὑποκοριστικά τῆς στοργῆς. Λόγος πού βρίσκει τήν καρδιά τοῦ ποιμνίου, πού πλάθεται τήν ἴδια στιγμή πού ἐπικοινωνεῖ μέ τό ποίμνιο προσωπικά. Λόγος πού ὑψώνει τήν γιορτή καί τήν διασώζει. Σ’ ἕνα παρεκκλήσι τήν ἡμέρα τοῦ ἁγίου του. Μιλάει γιά τούς μάρτυρες χωρίς νά χορταίνει. Μιλάει γιά τήν εὐλογία τῶν νερῶν. Ὀσμή ἄρτου καί οἴνου.
Ὀφθαλμός πατρικός καί προσλαμβάνων. Στήν ἐξέδρα τῶν παρελάσεων, στήν ἀγορά τίς καθημερινές. Ἡ εὐλογοῦσα χείρ κάθε στιγμή φόντο προστασίας καί ἀσφάλειας: ὅ,τι συνεῖχε τήν ζωή μας. Πανήγυρις δεσποτική. Τό σχῆμα σου μέ τό πετραχήλι, τό καλυμαύχι, τόν γιορτινό σάκκο. Ἄνθρωπος πού ἀφήνει μνήμη. Ζωή πού πότισε τήν πόλη».
Εἶναι φανερό ὅτι στά λόγια αὐτά καταγράφεται ἡ μνήμη τοῦ ἀειμνήστου Καλλινίκου ἕνα χρόνο μετά τήν κοίμησή του, ἀλλά ταυτόχρονα καί ἡ αἴσθηση τῆς ἀπουσίας του, πού ἐκδηλωνόταν μέ ἕνα ἄρωμα πού ἄφησε ἡ παρουσία του.
Εἴκοσι χρόνια μετά τήν κοίμησή του μπορῶ νά διαβεβαιώσω ὅτι ἀπό τότε μέχρι σήμερα αἰσθανθήκαμε «τό ἄρωμα τῆς παρουσίας του», ὅπως τό αἰσθανόμαστε καί σήμερα. Μιά Γερόντισσα μοναχή μοῦ ἔλεγε κάποτε ὅτι, ὅταν προσκύνησε ἕνα λείψανο, «ἄκουσε» τήν εὐωδία του. Δέν αἰσθάνθηκε, οὔτε μύρισε τήν εὐωδία τοῦ λειψάνου, ἀλλά τήν «ἄκουσε», γιατί ἡ ἀκοή εἶναι δυνατότερη ἀπό τήν αἴσθηση τῆς ὀσφρήσεως καί γιατί ὅλες οἱ αἰσθήσεις γίνονται μία κατά τήν διάρκεια τῆς ἐμπειρίας. Ἔτσι αἰσθανόμαστε καί «ἀκοῦμε» τό ἄρωμα τῆς παρουσίας τοῦ ἀειμνήστου Καλλινίκου καί ὄχι ἁπλῶς τό ἄρωμα τῆς ἀπουσίας του. Αὐτό τό ἄρωμα τῆς ἀπουσίας του τόν πρῶτο χρόνο, ἐπειδή ἦταν ἔντονη ἡ παρουσία του ὅσο ζοῦσε, μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου αὐτό τό ἴδιο μετατρεπόταν, ὅπως τό καλό κρασί, σέ ἄρωμα παρουσίας.
Πολλοί τόν ἔβλεπαν στόν ὕπνο τους καί ξυπνοῦσαν μέ αἴσθημα εὐφορίας καί χαρᾶς. Ἄλλοι πήγαιναν –καί πηγαίνουν– στό μνῆμα του, πού ὡς λέξη δείχνει τήν ἔντονη μνήμη, καί λάμβαναν τήν εὐχή του, καί βεβαίως δέχονταν τήν εὐλογία του.
Τό ἄρωμα τῆς παρουσίας του μέ περιέβαλε πάντοτε στήν μετέπειτα ζωή μου. Ὅπως γνωρίζετε πολυκύμαντη ἦταν ἡ ζωή μου μετά τήν κοίμηση τοῦ Γέροντός μου. Μετακινήθηκα στήν Θήβα καί τήν Ἀθήνα, τήν Συρία καί τόν Λίβανο, παρά λίγο καί στήν Ἀλβανία καί τελικά τώρα στήν Ναύπακτο. Δέν ἦταν εὔκολες αὐτές οἱ μετακινήσεις, μέ τίς πολλές δυσκολίες, ἰδίως στόν Λίβανο κατά τήν διάρκεια τοῦ πολέμου στήν περιοχή, πού ἦταν σάν τόν δικό μας ἐμφύλιο πόλεμο τήν δεκαετία τοῦ ’40, ἀλλά καί στήν Ἀθήνα μέσα σέ ἐκκλησιαστικές συνθῆκες πού γιά μένα ἦταν ἄγνωστες.
Ζοῦσα, ὅμως, μέσα στήν πατρική ἀγκάλη τοῦ ἀειμνήστου Καλλινίκου. Πάντοτε μέ προστάτευε καί μέ καθοδηγοῦσε τό εὐλογημένο χέρι του. Μέ κατηύθυνε στόν ἐκλεκτό του φίλο, ἀείμνηστο τώρα, Ἀρχιμ. Ἐπιφάνιο Θεοδωρόπουλο. Μέ προέτρεψε πολλές φορές, κατά τήν διάρκεια τοῦ ὕπνου, νά συνδεθῶ μέ τόν Μητροπολίτη Θηβῶν καί Λεβαδείας κ. Ἱερώνυμο, ἀλλά καί σέ ἐκεῖνον ἔλεγε τά ἴδια γιά μένα. Μέ παρηγοροῦσε κατά τίς πολλές δυσκολίες πού συναντοῦσα στήν ζωή μου. Καί τό βράδυ, μεταξύ ἐκλογῆς σέ Μητροπολίτη Ναυπάκτου καί τῆς χειροτονίας, ἐμφανίσθηκε ὅλος χαρά στόν ὕπνο τοῦ Μητροπολίτου Θηβῶν καί Λεβαδείας κ. Ἱερωνύμου, τρόπον τινα εὐχαριστώντας τον, ὅπως ἐκεῖνος μοῦ εἶπε κατά τήν διάρκεια τῆς χειροτονίας μου, γιατί συνήργησε στήν ἐκλογή μου. Καί τώρα, κατά τήν διάρκεια τῆς ἀρχιερατικῆς μου διακονίας, τόν ἔχω συνεχῶς κοντά μου, ὄχι μόνον μέ τήν μνήμη τῆς καρδιᾶς καί τοῦ μυαλοῦ, ἀλλά καί μέ τήν αἴσθηση τῆς παρουσίας του.
Τό ἄρωμα τῆς παρουσίας του τό αἰσθάνθηκα δυνατά ὅταν ὁ Ἀρχιμανδρίτης Ἰωήλ Φραγκάκος –ὁ ὁποῖος ἦλθε στήν Ἔδεσσα μέ ἐπίμονη πρόσκληση τοῦ ἀειμνήστου Καλλινίκου, πού στήν συνέχεια καί τόν χειροτόνησε σέ Διάκονο καί σέ Πρεσβύτερο καί τόν ἀγάπησε– ἀμέσως μετά τήν ἐκλογή του σέ Μητροπολίτη Ἐδέσσης, Πέλλης καί Ἀλμωπίας, εἰσῆλθε στήν αἴθουσα τῶν Συνεδριάσεων τῆς Ἱερᾶς Συνόδου γιά νά δώση τό μικρό μήνυμα καί νά ἀποδεχθῆ τήν ἐκλογή του. Αἰσθανόμουν ἔντονα νά τόν προσαγάγη ὁ ἀείμνηστος Καλλίνικος καί ἀναλύθηκα σέ δάκρυα μέσα στήν μεγάλη αἴθουσα τῶν Συνεδριάσεων τῆς Ἱεραρχίας.
Τό ἄρωμα τῆς παρουσίας του τό αἰσθανόμαστε ὅλοι κατά τήν ἐπισκοπική διακονία τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Ἐδέσσης, Πέλλης καί Ἀλμωπίας κ. Ἰωήλ. Ἐκεῖνος εἶναι δίπλα του καί τόν κατευθύνει. Ἀποδείχθηκε ἄξιος νά γίνη διάδοχός του στήν εὐλογημένη αὐτή Ἐπισκοπή μέ τούς ἐκλεκτούς Χριστιανούς της καί ἦλθε ὁ καιρός νά ἐκπληρωθῆ ἡ εὐχή τήν ὁποία ὑπαγόρευσε κλαίγοντας στήν διαθήκη του, λίγο πρίν ἀναχωρήση γιά τήν ἐγχείριση στό Λονδίνο, πού ἦταν ἡ ἀντίστροφη μέτρηση τῆς ἐξόδου του ἀπό αὐτήν τήν ζωή, νά γίνη, δηλαδή, ἡ Ἐπισκοπή αὐτή τμῆμα τοῦ Παραδείσου. Καί, βεβαίως, τό ἄρωμα τῆς παρουσίας του τό αἰσθανόμαστε αὐτές τίς ἡμέρες ὅλοι μας πού ἑορτάζουμε τήν εἰκοσαετία ἀπό τήν ὁσιακή καί ἐξαγιασμένη κοίμησή του.
1. Τό «κόσμημα τῆς Ἐκκλησίας»
Τό ἔτος 1998 ἐξέδωσα ἕνα βιβλίο μέ τίτλο «Κόσμημα τῆς Ἐκκλησίας», 771 σελίδων, στό ὁποῖο σκιαγραφοῦσα τήν ζωή καί πολιτεία τοῦ ἀειμνήστου Μητροπολίτου. Βέβαια, ἡ ἀρχή ἔγινε μέ τό πρῶτο βιβλίο πού ἐκδόθηκε ἀμέσως μετά τήν κοίμησή του μέ τίτλο «Μαρτυρία ζωῆς». Ἐδῶ θά ἤθελα νά ἐκμυστηρευθῶ ὅτι ἕνα ἀπό τά κεφάλαια τοῦ βιβλίου, μέ τίτλο «Ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ» τό ἔγραψα θά ἔλεγα ὡς ζωγράφος. Ὅπως ὁ ζωγράφος ἀποτυπώνει σέ ἕνα κομμάτι ξύλου τήν φύση πού βλέπει ἐκείνη τήν στιγμή, ἔτσι καί ἐγώ ἀποτύπωνα τίς σκέψεις μου γιά τόν ἀείμνηστο Ἱεράρχη, πάνω σέ ἕνα χαρτί, βλέποντάς τον στό κρεββάτι τοῦ πόνου του, στό Νοσοκομεῖο, ὅταν ἀργοπέθαινε. Εἶχα τό κουράγιο νά τόν βλέπω στό κρεββάτι καί νά γράφω. Μέ εἶχε ἑλκύσει καί μαγέψει ὁ τρόπος τῆς προοδευτικῆς κοιμήσεώς του περισσότερο ἀπό τόν τρόπο τῆς ζωῆς του καί τῆς ποιμαντικῆς του διακονίας.
Τελικά, τό βιβλίο «Κόσμημα τῆς Ἐκκλησίας» εἶναι πιό ὁλοκληρωμένο ἀπό τό «Μαρτυρία ζωῆς» καί ἐκθέτει ἀνάγλυφα καί διεξοδικά τήν ζωή του ἀπό τήν παιδική του ἡλικία, τήν ποιμαντική του διακονία ὡς Ἱερέως καί Ἐπισκόπου, καί τόν τρόπο τῆς κοιμήσεώς του.
Ὁ τίτλος «Κόσμημα τῆς Ἐκκλησίας» ἐλήφθη ἀπό φράσεις τεσσάρων προσώπων πού ἀγάπησαν πολύ τόν ἀείμνηστο καί τόν χαρακτήρισαν μέ αὐτόν τόν τρόπο. Πρόκειται γιά τόν Ἀρχιεπίσκοπο Ἀλβανίας κ. Ἀναστάσιο, τόν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη πρώην Ὕδρας κ. Ἱερόθεο, παιδικό του φίλο καί ἀδελφό του πνευματικό, τόν ἀείμνηστο Ἀρχιμ. Ἐπιφάνιο Θεοδωρόπουλο, φίλτατό του ἀδελφό, μέ τόν ὁποῖο εἶχαν καθημερινή ἐπικοινωνία, καί τόν ἀείμνηστο Σωκράτη Στίγκα, δικηγόρο, συμμαθητή του ἀπό τό Γυμνάσιο Θέρμου. Ὁ ὑπότιτλος τοῦ βιβλίου «Βίος καί πολιτεία τοῦ ταπεινοῦ καί πράου Ἐπισκόπου κοσμήσαντος την Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ ἀειμνήστου Μητροπολίτου Ἐδέσσης Καλλινίκου» προέρχεται ἀπό κείμενο τό ὁποῖο ἔγραψε μετά τήν κοίμησή του ὁ Ἀρχιμ. Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος, ἡ μεγάλη αὐτή φυσιογνωμία τῶν νεωτέρων χρόνων.
Ἐνθυμοῦμαι ὅτι τό μεγαλύτερο τμῆμα τοῦ βιβλίου τό ἔγραψα κατά τήν διάρκεια σαράντα ἡμερῶν καί μάλιστα κατά τήν διάρκεια μιᾶς Σαρακοστῆς, σέ ἕνα μικρό διαμέρισμα τῶν Κάτω Πατησίων στήν Ἀθήνα, στό ὁποῖο ἔμενα ἐκεῖνον τόν καιρό. Μέρα-νύκτα ζοῦσα συνεχῶς μέ τήν μορφή του. Σηκωνόμουν τό πρωΐ καί ἔγραφα. Στήν συνέχεια πήγαινα στό Γραφεῖο στήν Ἱερά Ἀρχιεπισκοπή Ἀθηνῶν, ὅπου ὑπηρετοῦσα ὡς Ἱεροκήρυξ καί Διευθυντής Νεότητος, καί ἐπέστρεφα γρήγορα στό σπίτι γιά νά συνεχίσω τό γράψιμο. Μέσα στόν Ἠλεκτρικό Σιδηρόδρομο σκεφτόμουν τί θά γράψω στήν συνέχεια, καί, μόλις ἐπέστρεφα στό σπίτι, καθόμουν ἀμέσως στήν γραφομηχανή γιά νά γράψω. Δέν ἔκανα οὔτε διακοπές, οὔτε ἀπογευματινές ἐξόδους, παρά μόνον ἔκανα τά ἀπαραίτητα. Ζοῦσα μία πνευματική μέθη καί εἶχα τήν αἴσθηση τῆς πνευματικῆς παρουσίας τοῦ ἀειμνήστου Ἱεράρχου.
Δέν θά κάνω περίληψη τοῦ βιβλίου αὐτοῦ, γιατί ὁ ἀναγνώστης μπορεῖ νά διαβάση καί νά ζήση τό ἴδιο τό βιβλίο πού περιγράφει τήν ὁσία ζωή καί τό ὁσιακό τέλος τοῦ ἀειμνήστου Μητροπολίτου, ἀλλά μόνον θά ἤθελα νά παραθέσω μερικές φράσεις ἀπό τίς κρίσεις τῶν ἀναγνωστῶν τοῦ βιβλίου αὐτοῦ οἱ ὁποῖες εἶναι ἀπόλυτα εἰλικρινεῖς καί ὄχι συμβατικές. Ἴσως θά ἔπρεπε κάποτε νά δημοσιευθοῦν ὅλες οἱ ἐπιστολές πού ἔλαβα καί οἱ βιβλιοκρισίες γιά τό βιβλίο αὐτό.
Ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος μεταξύ τῶν ἄλλων ἔγραψε: «...μετ’ ἐνδιαφέροντος καί συγκινήσεως διεξερχόμεθα ὀλίγον κατ’ ὀλίγον κατά τόν ἐλάχιστον ἐλεύθερον χρόνον ἡμῶν», καί στήν συνέχεια παρατηρεῖ ὅτι τό βιβλίο αὐτό περί τοῦ ἀειμνήστου Καλλινίκου κομίζει «τό ἄρωμα τῆς διαχρονικῆς ἁγιότητος ἐν τῷ κόσμῳ διά τῆς ἐπιτυχοῦς σκιαγραφήσεως τῆς ὁσίας μορφῆς καί τοῦ χριστομιμήτου ἔργου τοῦ ἀοιδίμου... Μητροπολίτου Ἐδέσσης, Πέλλης κυροῦ Καλλινίκου».
Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καί Πάσης Ἑλλάδος κ. Χριστόδουλος ἔγραψε: «Ἐγνώριζα τόν σεβαστόν Γέροντα, τόν ὁποῖον βαθύτατα ἐκτιμοῦσα καί ἐσεβόμην ὡς μίαν ἁγιασμένην πνευματικήν φυσιογνωμίαν. Ὅποιος μάλιστα εἶχε τήν εὐλογίαν νά τόν συναντήσει, πολύ δέ περισσότερον ἐκ τοῦ σύνεγγυς νά τόν γνωρίσει, διεπίστωνε ὅτι πρόκειται περί μιᾶς σπουδαίας καί χαρισματικῆς προσωπικότητος, τῆς ὁποίας τά κατ’ ἐξοχήν διακριτικά στοιχεῖα ἦσαν τό ἀνυπόκριτον ὕφος, ἡ ἀνεξικακία καί ἡ πραότης σέ συνδυασμό μέ τό ἀνεπίληπτον τοῦ βίου του».
Ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Ἐδέσσης, Πέλλης καί Ἀλμωπίας κ. Ἰωήλ, ὡς Ἀρχιμανδρίτης, ὅταν διάβασε τό βιβλίο μοῦ ἔγραψε ἐπιστολή, στήν ὁποία μεταξύ τῶν ἄλλων ἔγραφε: «Εἰλικρινῶς Σᾶς γράφω, συνεκινήθην βαθέως καί ἐδόξασα τόν Θεόν. Ἀναμνήσεις λειτουργικαί, συνέδρια ἱερατικά, ὁμιλίαι ἐποικοδομητικαί καί ἰδίως τό ἦθος τοῦ ἁγίου, ταπεινοῦ καί μακαριωτάτου (ὄντως μακαριωτάτου) Ἱεράρχου ἦλθον εἰς τήν μνήμην μου καί δέν τό ἀποκρύπτω, ἐδημιούργησαν εἰς ἐμέ νοσταλγικάς εἰκόνας τῆς ἱερατικῆς μου νεότητος. Θέλω νά γνωρίζετε ὅτι ἐξεικονίσατε θαυμασίως τήν μορφήν τοῦ σεβαστοῦ μας Γέροντος».
Ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης πρώην Ὕδρας κ. Ἱερόθεος, ἀγαπητός καί ἐκ νεότητος φίλος τοῦ ἀειμνήστου, ἔγραψε θερμότατο γράμμα μετά τήν ἀνάγνωση τοῦ βιβλίου «Κόσμημα τῆς Ἐκκλησίας», τό ὁποῖο, ὅπως γράφει, ἀναφέρεται «εἰς τόν παμφίλτατον ἀδελφόν καί ἀλησμόνητον φίλον, εἰς τόν ἐξ ἀπέφθου χρυσοῦ ἐργάτην τῆς Ἐκκλησίας, δοῦλον καί ἄρχοντα αὐτῆς, κοσμήσαντα καί κοσμοῦντα τόν ἐπίγειον καί οὐράνιον ἐκκλησιαστικόν θρόνον, ἀνδρείως προκινδυνεύσαντα εἰς πρωτοπορειακούς ἐκκλησιαστικούς ἀγῶνας, διακριθέντα εἰς τάς πρώτας γραμμάς τῆς παρατάξεως Κυρίου εἰς «ἄνδρα τέλειον», ἀνυποστόλως καί ἀγογγύστως βαστάσαντα τόν βαρύν σταυρόν ἐπωδύνου ἀσθενείας καί τόν βαρύν κάματον τῆς καθ’ ἡμέραν μάχης πρός ὁρατούς καί ἀοράτους ἐχθρούς, ὅλας τάς ἡμέρας καί τάς νύκτας τῶν 64 ἐτῶν βιοτῆς του». Μέ τό βιβλίο αὐτό προσφέρατε «τήν ἀπό τῆς γεννήσεως μέχρι τῆς ἡμέρας τῆς κοιμήσεως αὐτοῦ ζῶσαν καί συγκλονιστικήν ἱστορίαν ἑνός συγχρόνου ἁγίου».
Ὁ Πανοσιολ. Καθηγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου Ἀρχιμ. Γεώργιος, μεταξύ τῶν ἄλλων ἔγραψε:
«Διεξερχόμεθα τάς σελίδας του καί θαυμάζομεν διά τήν ἁγιότητά του, ἀλλά καί διά τήν πληρότητα καί εὐρύτητα τῆς ποιμαντικῆς του διακονίας.
Ἐν τῇ καρδίᾳ του ἡσυχαστής καί συγχρόνως ἀκαταπόνητος ποιμήν καί ἱεραπόστολος. Συνδυασμός δυσεύρετος. Πῶς νά λησμονήσωμεν τό πρᾶον, τό ἀνεξίκακον, τό φιλάνθρωπον, τό προσηνές, τό κατανυκτικόν, τό σοβαρόν, τό ἁπλοῦν τῆς ἁγίας προσωπικότητός του; Εὐχαριστοῦμεν τόν Κύριον διότι ἠξιώθημεν νά τόν γνωρίσωμεν ἀλλά καί νά λάβωμεν τήν εὐλογίαν του κατά τήν ἀρχήν τῆς ἐν Ἁγίῳ Ὄρει ἐγκαταβιώσεώς μας. Αἱ ὁμιλίαι του εἰς τήν Ἱεράν Μονήν μας μένουν ἀνεξίτηλοι εἰς τάς καρδίας μας καί ἰδιαιτέρως χαίρομεν διότι δημοσιεύετε αὐτάς... Χαιρόμεθα ἰδιαιτέρως, Σεβασμιώτατε, διότι ἐκοπιάσατε διά νά τιμήσετε καί προβάλετε τό φωτεινόν παράδειγμα τοῦ ἁγίου Γέροντός Σας... Ἐπικαλούμεθα καί τώρα τάς εὐχάς του εἰς τόν μοναχικόν μας ἀγώνα. Μακάρι καί μέ τάς ἰδικάς Σας ἁγίας εὐχάς, νά μιμηθῶμεν τάς ἁγίας του ἀρετάς καί δή καί τήν ἁγίαν ταπείνωσιν καί φιλανθρωπίαν του».
Ὁ Πανοσιολογιώτατος Ἀρχιμ. π. Ζαχαρίας Ζάχαρου, ἀπό τήν Ἱερά Μονή τοῦ Τιμίου Προδρόμου ESSEX Ἀγγλίας, ἔγραψε μεταξύ τῶν ἄλλων:
«Τό τελευταῖο αὐτό βιβλίο (ἐννοεῖ τό βιβλίο γιά τόν Καλλίνικο) πολύ μέ συγκίνησε καί τό θεωρῶ μεγάλη εὐλογία τό ὅτι γνώρισα τόν μακαριστό Δεσπότη καί πολλές φορές πῆρα τήν εὐλογία του. Ἡ ταπείνωσή του ἀπέκρυβε τό χριστιανικό μεγαλεῖο του. Τώρα πού διαβάζω τά λόγια του καί τά διδάγματά του κατανοῶ ὅτι ἦταν πολύ θαυμαστός καί ἅγιος ἄνθρωπος... Ἄρχισα νά τό διαβάζω καί δέν μπορῶ νά τό ἀφήσω, θέλω νά διαβάζω κάθε σχετικό μέ τή ζωή του. Ὁ πρᾶος καί ταπεινός αὐτός ἐπίσκοπος ἦταν ὄντως ἄνθρωπος, ἐραστής καί θεράπων τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ. Αὐτός ἦταν φύσει χριστιανός καί ἀφομοιωμένος μέ τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ. Τήν εὐχή του νά ἔχουμε».
Ἡ κ. Θεανώ Μουσδελεκίδου, ἱεραπόστολος, μετά τό διάβασμα τοῦ βιβλίου αὐτοῦ μοῦ ἔγραψε μεταξύ τῶν ἄλλων:
«Τό διάβασα, τό διαβάζω, τό μελέτησα, δέν θέλω νά τό ἀφήσω ἀπό τά χέρια μου. Πλημμυρισμένη ἀπο χίλια-δυό συναισθήματα καί θύμησες, ἐστάθη ἀδύνατον νά πνίξω τήν ἐσωτερική φωνή μου καί νά μή βροντοφωνάξω, ἕνα μεγάλο Εὐχαριστῶ καί νά σᾶς ἐκφράσω μιά μεγάλη εὐγνωμοσύνη, γιά τήν βίβλο πού ἐγράψατε καί μᾶς ἀποκαλύψατε τήν ζωή, τήν βιοτή, ἀλλά καί τό μαρτύριο τοῦ Μακαριστοῦ Καλλινίκου καί ποιμενάρχου μας.
Γιατί εἶναι πράγματι Βίβλος Ζωῆς, πατερικῆς φυσιογνωμίας, συνεχιστής τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ὀρθόδοξης Χριστιανικῆς Παραδόσεως.
Εἶναι ἕνα πνευματικό-κοινωνικό-πολιτικό ντοκουμέντο. Εἶναι ἕνα βιβλίο πού πρέπει καί ὀφείλει νά διαβαστῆ ἀπό κάθε Ἐδεσσαῖο, ἀπό κάθε Μακεδόνα, ἀπό κάθε Ἕλληνα. Προσωπικά δέχθηκα τίς εὐλογίες του, ὡς μάννα ἐξ οὐρανοῦ, μετά τόν θάνατο τοῦ συζύγου μου τό 1977. Ὁ καλός Θεός εἰσάκουσε τίς προσευχές μου, ἄνοιξε μονοπάτια γιά νά διαβῶ καί ἀνθρώπους τοῦ Θεοῦ νά μέ βοηθήσουν. Ἡ καλωσύνη του, ἡ μεγάλη του καρδιά, ἡ ἀγάπη του, μᾶς μαγνήτιζε».
Στήν συνέχεια γράφει πῶς μέ τήν εὐλογία του λειτούργησε στό σπίτι της τήν Μαθητική Στέγη, ὅπου παρέμειναν πολλές μαθήτριες ἀπό τά χωριά πού σπούδαζαν στό Γυμνάσιο τῆς Ἐδέσσης. Καί γράφει:
«Ὅσες φορές τόν καλούσαμε, ἀνταποκρίνετο καί μᾶς ἐπισκεπτόταν. Τί μεγάλη εὐλογία! Πάντα κάτι καλό καί πατρικό εἶχε νά μᾶς πεῖ, ἀλλά ὅλο καί κάτι ἔδινε σέ χρηματικό ποσό, κέρασμα γιά τά κορίτσια μας. Καί μιά ψυχή νά σωθῆ κ. Θεανώ (ἔλεγε). Ὁ λόγος του γλυκύς καί πατερικός. Μετά τήν κοίμησή του κλονίσθηκε ἡ λειτουργία τῆς Μαθητικῆς Στέγης, ὁπόταν τό 1990 ἔπαψε νά λειτουργεῖ. Τά δάκρυά μου ἄς ἀνέβουν ὡς θυμίαμα καί νά πρεσβεύει γιά μᾶς ὅλους, γιά τόν λαό τοῦ Θεοῦ, γιά τό Ποίμνιό του. Γιά ὅσους τόν γνώρισαν καί τόν ἀγάπησαν, ἀλλά καί γιά ὅσους δέν τόν γνωρίσανε καλά, ἄς μαθητεύσουν στό πόνημά σας, στό βιβλίο σας. Ὁ τάφος Του καί τό ἀναμμένο καντηλάκι στήν Ἔδεσσα εἶναι ἡ παρηγοριά μας, εἶναι φάρος πού θά φωτίζει γενεές».
Τό γεγονός εἶναι ὅτι ὅλοι, ὅσοι ἔγραψαν γιά τόν ἀείμνηστο Ἐπίσκοπό μας, κάνουν λόγο γιά ἕναν ἅγιο ἄνθρωπο, γιά ἕναν εὐαίσθητο Πνευματικό Πατέρα, γιά ἕναν ὀρθόδοξο Ἱεράρχη. Ἐπίσης, θεώρησαν ὅτι τό βιβλίο πού ἐγράφη γι’ αὐτόν εἶναι ἕνα συναξάρι.
2. Οἱ ποιμαντορικές Ἐγκύκλιοι
Ὁ ἀείμνηστος Μητροπολίτης Καλλίνικος εἶχε ἀνεπτυγμένο μέσα του ἔντονα τό αἴσθημα τῆς ποιμαντικῆς διακονίας. Πάντοτε ἐνεργοῦσε ὡς ποιμένας καί πατέρας. Ἤθελε συνεχῶς νά ἐπικοινωνῆ μέ τό ποίμνιό του καί κυρίως μέ τούς Κληρικούς, οἱ ὁποῖοι ἐξ ὀνόματος τοῦ Ἐπισκόπου ποιμαίνουν τό ποίμνιο σέ κάθε Ἐνορία. Μέ τό «πνεῦμα» αὐτό ἔγραψε πολλές Ἐγκυκλίους πρός τούς Κληρικούς καί τόν λαό, ἀντιμετωπίζοντας διάφορα θέματα καί προβλήματα.
Μέ παρακαλοῦσε πολλές φορές –καί εἶχα πρόθεση νά τό κάνω, ἐάν δέν μέ προλάμβανε ἡ ἔξοδός του ἀπό τήν ζωή αὐτή– νά χωρίσω τίς Ἐγκυκλίους αὐτές κατά θέματα καί νά τίς ἐκδώση ἡ Ἱερά Μητρόπολη Ἐδέσσης, Πέλλης καί Ἀλμωπίας, ὅσο ἐκεῖνος ζοῦσε. Μετά τήν κοίμησή του, ὡς ὑπακοή, αἰσθάνθηκα τήν ἀνάγκη νά τό κάνω. Ἔτσι, φεύγοντας ἀπό τήν Ἔδεσσα, πῆρα μαζί μου τό ἀρχεῖο τῶν Ἐγκυκλίων του, ὅπως τίς διεφύλασσε ὁ ἴδιος, τίς χώρισα κατά θέματα, μέ τήν βοήθεια τῆς ἀείμνηστης Μοναχῆς τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Γενεθλίου Θεοτόκου (Πελαγίας) Μαριάμ Σπελέτα, καί ἤθελα νά τίς ἐκδώσω «εἰς μνήμην καί μνημόσυνον αἰώνιον» τοῦ ἀειμνήστου Ἱεράρχου.
Ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Ἐδέσσης, Πέλλης καί Ἀλμωπίας καί ἀγαπητός μου ἀδελφός κ. Ἰωήλ μοῦ πρότεινε νά ἐκδώση τό ἔργο αὐτό ἡ Ἱερά Μητρόπολή του, μέ τήν εὐκαιρία τῆς εἰκοσαετίας ἀπό τήν κοίμησή του. Καί φυσικά θεώρησα ὅτι αὐτός εἶναι ὁ φυσικός «χῶρος» τῆς ἐκδόσεως τῶν Ἐγκυκλίων αὐτῶν, γιατί οἱ Ἐγκύκλιοι ἀναφέρονται στό ποίμνιο τῆς Ἱερᾶς αὐτῆς Μητροπόλεως. Βεβαίως, θά ὠφελήση ἡ ἔκδοση ἀναλογικά καί ὁλόκληρη τήν Ἐκκλησία.
Οἱ ποιμαντορικές Ἐγκύκλιοι χωρίσθηκαν σέ ἑπτά ἐπί μέρους ἑνότητες. Ἡ πρώτη τιτλοφορεῖται «Ἐπί τῇ ἐνθρονίσει» καί παρατίθεται ἡ πρώτη ποιμαντορική Ἐγκύκλιος πρός τόν Κλῆρο καί τόν λαό καί ἡ ἐννενηκοστή Ἐγκύκλιος μέ τήν συμπλήρωση τῆς πρώτης πενταετίας στόν θρόνο τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ἐδέσσης, Πέλλης καί Ἀλμωπίας. Στίς ἄλλες ἑνότητες περιλαμβάνονται ὅλες οἱ ἄλλες ποιμαντορικές Ἐγκύκλιοι, καί χαρακτηρίζονται ὡς ἑξῆς: Ἡ δεύτερη «Ἱερατικές», ἡ τρίτη «Λειτουργικές -λατρευτικές», ἡ τέταρτη «Ποιμαντικές», ἡ πέμπτη «Διοικητικές», ἡ ἕκτη «Ἑόρτιες», καί ἡ ἑβδόμη «Ἁγιολογικές».
Τελικά, ἡ Ἱερά Μητρόπολη Ἐδέσσης, Πέλλης καί Ἀλμωπίας ἐξέδωσε τίς Ποιμαντορικές Ἐγκυκλίους σέ ἕναν τόμο μέ τίτλο «Ἔκφραση Ποιμαντικῆς Εὐθύνης» καί ὑπότιτλο «Ἐγκύκλιοι τοῦ ἀοιδίμου Μητροπολίτου Ἐδέσσης, Πέλλης καί Ἀλμωπίας κυροῦ Καλλινίκου (1967-1984)».
Ἡ ἔκδοση αὐτή εἶναι καλαίσθητη καί ἐπιμελημένη. Ὁ τίτλος τοῦ βιβλίου ἀποδίδει τήν πραγματικότητα, διότι ὅλες οἱ Ἐγκύκλιοι ἐκφράζουν τίς διοικητικές ἱκανότητες τοῦ ἀειμνήστου Μητροπολίτου, τήν πείρα τήν ὁποία εἶχε ὡς πρός τήν διοίκηση τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως, τήν εὐαισθησία του σέ ποιμαντικά θέματα, τήν ἀγωνία του γιά τήν παιδαγώγηση τοῦ Ποιμνίου του, τόν φόβο τοῦ Θεοῦ πού τόν διακατεῖχε, τήν εὐλάβεια πού εἶχε ἀπέναντι σέ ὅ,τι σχετίζεται μέ τόν Ναό καί τά Μυστήρια καί πολλά ἄλλα τά ὁποῖα δείχνουν τό «ἀτόφιο» ἐκκλησιαστικό φρόνημα τό ὁποῖο διέθετε.
Τό ἐξώφυλλο τοῦ βιβλίου εἶναι καλαίσθητο. Τό ἐμπροσθόφυλλο ἔχει τήν μοναδική φωτογραφία τήν ὁποία εἶχε βγάλει ὁ μακαριστός Ἱεράρχης σέ φωτογράφο καί τήν ὁποία εἶχε ἀποστείλει στήν Σύνοδο πού τοῦ τήν εἶχε ζητήσει, τό δέ ὀπισθόφυλλο ἔχει χειρόγραφο σχέδιο κηρύγματός του πού εἶναι, ὅπως ὁ ἴδιος γράφει, «Λόγος ἐπί τῇ ἀκολουθίᾳ τοῦ Μεγάλου Κανόνος». Πρόκειται γιά σύντομο διάγραμμα κηρύγματός του, μέ τό ὁποῖο ἀναλύει τό κοντάκιο «Ψυχή, ψυχή μου…» καί στό ὁποῖο κάνει λόγο γιά τό ξύπνημα ἀπό τό ὕπνο τῆς ἁμαρτίας, γιά τήν μετάνοια διότι τό τέλος ἐγγίζει, καί ὅπως γράφει πρέπει νά μετανοήσουμε διότι «ὁ Κύριος ἐγγύς. Ὁ θάνατος πλησίον γυμνός… τήν τελευταίαν στιγμήν περιπίπτει ὁ ἄνθρωπος εἰς κωματώδη κατάστασιν καί δέν αἰσθάνεται». Καί καταλήγει: «Ξύπνα. Ἐξεγέρθητι. Ἄφησε τόν ὕπνον. Μετανόησον ὡς ἡ Ὁσία Μαρία ἡ Αἰγυπτία. Ἐξομολόγησις πλήρης. Θά λυπηθῆ ὁ Χριστός, Ὅστις δέν ἀπατᾶται. Ὁ «Πανταχοῦ Παρών». Ψυχή μου…».
Γιά τήν ἔκδοση κρίθηκε ἀπό τήν Ἱερά Μητρόπολη νά περιληφθοῦν οἱ Ἐγκύκλιοι ὅπως ἀπεστάλησαν, μέ τόν λογότυπο τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως, τόν ἀριθμό Πρωτοκόλλου, τήν ἡμερομηνία ἀποστολῆς, ὅπως γίνεται μέ τίς ἐπιστημονικές ἐκδόσεις, γιά νά νά μείνουν οἱ Ἐγκύκλιοι ὅπως ἀπεστάλησαν. Πιθανῶς σέ μιά δεύτερη ἔκδοση νά δημοσιευθοῦν χωρίς τά ἐνδεικτικά αὐτά σημεῖα.
Τό βιβλίο ἀρχίζει μέ πρόλογο τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Ἐδέσσης, Πέλλης καί Ἀλμωπίας κ. Ἰωήλ μέ τίτλο «Τοῖς ἐντευξομένοις», στόν ὁποῖον μεταξύ τῶν ἄλλων γράφεται:
«Οἱ ἐγκύκλιοι αὐτές εἶναι ἀριστουργήματα ἀπό πλευρᾶς γλώσσης, συντατικοῦ, πολυποικίλου ἐκκλησιαστικοῦ περιεχομένου καί ἀποπνέουν τό ἄρωμα τῆς ἁγιότητάς του, τῆς ἀγωνίας του, τῆς εὐθύτητάς του, τῆς σεμνῆς προσδοκίας του νά δεῖ τήν Μητρόπολή του νά γίνεται ἕνα τμῆμα τοῦ Παραδείσου».
Στήν συνέχεια παρατίθεται ἕνα τμῆμα ἀπό τό βιβλίο «Κόσμημα τῆς Ἐκκλησίας», στό ὁποῖο γίνεται λόγος γιά τίς Ἐγκυκλίους τοῦ ἀειμνήστου Ἱεράρχου, καί ἀκόμη παρατίθεται μιά περίληψη τῶν 136 Ποιμαντορικῶν Ἐγκυκλίων του, μέ τήν χρονολογική σειρά πού ἐξεδόθησαν, τήν ὁποία περίληψη ἔκανε ὁ Πρωτοπρεσβύτερος π. Θωμᾶς Βαμβίνης.
Ἔπειτα, παρατίθενται οἱ Ἐγκύκλιοι σέ ἑπτά ἐπί μέρους ἑνότητες, ὅπως ἀναφέρθηκε προηγουμένως. Στό τέλος δημοσιεύονται ἐνδεικτικές φωτογραφίες τοῦ ἀειμνήστου Μητροπολίτου ἀπό τήν χειροτονία καί τήν ἐνθρόνισή του σέ Μητροπολίτη Ἐδέσσης, Πέλλης καί Ἀλμωπίας, ἕως τήν Κοίμησή του.
Διαβάζοντας κανείς τίς Ἐγκυκλίους αὐτές, διαπιστώνει μερικά βασικά σημεῖα τά ὁποῖα μέ συντομία θά ἐκθέσω.
Τό πρῶτο εἶναι ὅτι ὁ μακαριστός Μητροπολίτης Καλλίνικος ἔχει βαθειά πίστη στόν Θεάνθρωπο Χριστό, πού εἶναι τέλειος Θεός καί τέλειος ἄνθρωπος. Εἶναι ὁ δημιουργός τοῦ κόσμου, Ἐκεῖνος πού συντηρεῖ τόν κόσμο καί τόν ἀνακαίνισε, ἰδιαιτέρως Ἐκεῖνος πού ἀναγέννησε τόν ἄνθρωπο. Μέ τήν εὐκαιρία τῶν μεγάλων Δεσποτικῶν Ἑορτῶν τονίζει, μέ ἁπλά λόγια, τήν μεγάλη σημασία τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί τήν σημασία τῆς Ἀναστάσεώς Του, πού εἶναι προοίμιο τῆς δικῆς μας ἀναστάσεως, καθώς ἐπίσης καί τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο κανείς βιώνει ἐσωτερικά τίς μεγάλες αὐτές Δεσποτικές Ἑορτές.
Γιά παράδειγμα, σέ μιά Ἐγκύκλιο Χριστουγέννων γράφει:
«Ὅτι τό Βρέφος τῆς Βηθλεέμ εἶναι Βασιλεύς αἰώνιος, ἀναλλοίωτος, ἀμετάβλητος καί ἀκατανίκητος εἶναι γεγονός αὐταπόδεικτον. Καί μόνη ἡ ἱστορία εἶναι ἱκανή νά πείσῃ περί τούτου πάντα ἀπροκατάληπτον».
Καί ἐπιλέγει:
«Αὐτή ἡ ἄνευ ὅρων καί ἐπιφυλάξεων παράδοσις εἰς τόν Τεχθέντα Βασιλέα Χριστόν ἀποτελεῖ τήν ἀναγνώρισιν Αὐτοῦ, τήν εὐγνωμοσύνην πρός Αὐτόν καί τό μυστικόν τῆς ἰδικῆς μας χαρᾶς καί εὐτυχίας»1.
Σέ ἄλλη Ἐγκύκλιο γράφει:
«Πρό παντός ἡ Διδασκαλία τοῦ Νηπίου τῆς Βηθλεέμ ἄς γίνῃ πρᾶξις ἀπό ἡμᾶς. Ἡ ζωή μας ἄς κατευθύνεται ἀπό τόν Θεῖον Νόμον. Λόγοι, πράξεις, σκέψεις ἄς φωτίζωνται ἀπό τό φῶς τοῦ Εὐαγγελίου. Ἡ καρδία μας ἄς γίνῃ θρόνος τοῦ Παλαιοῦ τῶν ἡμερῶν καί δι’ ἀνθρώπους Νέου. Συγχρόνως ἄς εὐχηθῶμεν, ὅπως σύμπασα ἡ ἀνθρωπότης ἐπιστρέψῃ εἰς τόν Νεογέννητον Βασιλέα Χριστόν, τόν Βασιλέα τῶν Προφητῶν»2.
Σέ ἄλλη Ἐγκύκλιο γράφει:
«Ὁ ἄνθρωπος χωρίς Χριστόν εἶναι δυστυχής. Οὔτε ἡ σελήνη τόν ἱκανοποιεῖ. Οὔτε ὁ Ἄρης θά τόν χορτάσῃ. Οὔτε ἡ κατάκτησις τῶν ἄλλων πλανητῶν θά τόν ξεδιψήσῃ. Μόνον ὁ Ἐνανθρωπήσας Θεός, μόνον τό Νήπιον τῆς Βηθλεέμ, μόνον ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός ἱκανοποιεῖ πλήρως τόν οὐρανοπολίτην ἄνθρωπον»3.
Σέ ἄλλη Χριστουγεννιάτικη Ἐγκύκλιο γράφει:
«Τό Νήπιον τῆς Βηθλεέμ ἁπλώνει τό μικρόν καί ἀδύνατον, ἀλλά μέγα καί παντοδύναμον Χέρι Του καί ζητεῖ τό τρεμάμενον χέρι τοῦ ἀνθρώπου, διά νά ἀνυψώσῃ, διά νά σώσῃ, διά νά μεταβάλῃ τόν ἄνθρωπον εἰς ἄγγελον, διά νά τόν φέρῃ εἰς τούς οὐρανούς, διά νά τόν καταστήσῃ πανευτυχῆ.
Ἄς ὑψωθῶμεν λοιπόν. Ἄς ἐγερθῶμεν πνευματικῶς. Ἄς ζήσωμεν νέαν ζωήν, κατά τό θέλημα τοῦ Ἐνανθρωπήσαντος Χριστοῦ»4.
Σέ Ἐγκύκλιο κατά τήν Πρωτοχρονιά γράφει:
«Ἐπ’ εὐκαιρίᾳ τῆς ἀνατολῆς τοῦ νέου ἔτους καλούμεθα νά πετάξωμεν, ὡς ἄλλο ρυπαρόν ἔνδυμα, τήν ἁμαρτίαν. Νά καθαρίσωμεν τόν ἑαυτόν μας διά τῶν Ἱερῶν Μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας μας. Νά ἐνδυθῶμεν τόν Χριστόν. Νά γίνωμεν νέοι ἄνθρωποι.
Ἐάν ὑπῆρχεν τρόπος νά ἐγίνοντο ὅλοι οἱ ἡλικιωμένοι νέοι, ὅλοι θά προετίμων μέ πᾶσαν θυσίαν νά ἐπανέλθουν εἰς τούς νεανικούς χρόνους.
Αὐτό δέν εἶναι σπουδαῖον τόσον. Ἐκεῖνο, τό ὁποῖον ἔχει μεγίστην καί πρωτίστην ἀξίαν, εἶναι νά γίνωμεν νέοι κατά τήν ψυχήν, τήν καρδίαν, τόν νοῦν, τάς ἐπιθυμίας, λόγους καί πράξεις μας. Νά ἑνωθῶμεν μέ τόν πάντοτε Νέον καί Νεοποιόν Χριστόν.
Ἐάν δέν γίνωμεν νέοι κατά τό ἐσωτερικόν μας, θά ἔρχωνται νέα ἔτη καί ἡμεῖς θά παραμένωμεν παλαιοί, ἀσθενεῖς καί ἀδύνατοι. Τά νέα ἔτη θά χειροτερεύουν, διότι οἱ ἄνθρωποι κάμνουν νέα ἔτη καί ὄχι τά νέα ἔτη τούς ἀνθρώπους.
Ἑπομένως ἀπό ἡμᾶς ἐξαρτᾶται νά ἔχωμεν τόν νέον Ἐνιαυτόν τῆς Χρηστότητος Κυρίου νέον, χαρούμενον, εἰρηνικόν, εὐλογημένον παρά τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ».
Σέ Ἐγκύκλιο κατά τήν ἑορτή τοῦ Πάσχα γράφει:
«Νά ζήσωμεν ἁγίαν ζωήν ἐν Χριστῷ. Νά γίνωμεν νέοι εἰς τήν καρδίαν μέ πόθους ἱερούς καί ἀνωτέρους. Νέοι εἰς τόν νοῦν μέ σκέψεις ἁγίας. Νέοι εἰς τάς ἀποφάσεις καί προπαντός νέοι εἰς τάς πράξεις. Ἁγνοί, εἰρηνικοί, ἐγκρατεῖς, φιλάδελφοι, δίκαιοι, ἐλεήμονες, ἀνεξίκακοι, εὐχάριστοι, ταπεινοί, ἁπλοί, ἄκακοι, φιλαλήθεις, εὐθεῖς, ἅγιοι, ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ. Νά συντελεσθῇ πνευματική ἀνάστασις, ἀναγέννησις, ἀναμόρφωσις, μεταμόρφωσις, νέα Δημιουργία. Τά παλαιά πάθη, αἱ παλαιαί προκαταλήψεις νά ὑποχωρήσουν. Νά δημιουργηθοῦν διά τῆς Ἀναστάσεως νέοι ἄνθρωποι, νά σκορπίζουν χαράν, εὐλογίαν, εὐωδίαν πνευματικήν. Ἀπό σκοτεινοί φωτεινοί, ἀπό σκληροί λεπτοί καί πρᾶοι, ὡλοκληρωμέναι προσωπικότητες».
Καί πιό κάτω γράφει:
«Ἡ Ἀνάστασις τοῦ Χριστοῦ δέν εἶναι νά πιστεύωμεν, ὅτι κάποτε ἐσταυρώθη ὁ Κύριος καί Ἀνέστη. Ἡ Ἀνάστασις τοῦ Κυρίου δέν εἶναι ἕν παλαιόν καί ἀπομεμακρυσμένον γεγονός, ἀλλά καί σύγχρονος πραγματικότης. Πρέπει νά συνδεθῇ μέ τήν ἰδικήν μας ἀνάστασιν. Ἐάν ἡμεῖς δέν ἀναστηθῶμεν ἀπό τήν ἁμαρτίαν, ἐάν ἡμεῖς δέν ἀλλάξωμεν ζωήν, ἐάν ἡμεῖς δέν μεταβάλωμεν τό ἐσωτερικόν μας, «ἑορτάζομεν ἐν ζύμῃ παλαιᾷ καί ἐν ζύμῃ κακίας καί πονηρίας» (Α΄ Κορ. ε΄, 8). Οἱ χρόνοι περνοῦν. Ἡ Ἑορτή τῆς Ἀναστάσεως ἐπαναλαμβάνεται καί οἱ ἑορτασταί μένουν οἱ ἴδιοι. Καμμία μεταβολή, καμμία ὠφέλεια. Πρέπει νά τό πάρωμεν ἀπόφασιν. Ἡ Ἀνάστασις τοῦ Κυρίου συνδέεται μέ τήν ἀνάστασιν ἡμῶν ἐκ τῆς ἁμαρτίας»6.
Σέ ἄλλη πασχαλινή Ἐγκύκλιο γράφει:
«Λυπούμεθα καί ἀδημονοῦμεν, ὅτι εἴμεθα μόνοι. Ὅτι ὅλοι μᾶς ἐγκατέλειψαν. Ξένοι, γνωστοί, φίλοι, συγγενεῖς στενοί μᾶς ἐλησμόνησαν. Δέν εἴμεθα μόνοι. Βαδίζει μετά τῶν δύο σκυθρωπῶν μαθητῶν ὁ Ἀναστάς Κύριος, «οἱ δέ ὀφθαλμοί αὐτῶν ἐκρατοῦντο τοῦ μή ἐπιγνῶναι αὐτόν». Μαζύ των ἦτο, ἀλλ’ αὐτοί δέν Τόν ἀντελήφθησαν. Πλησίον μας εἶναι, μαζύ μας βαδίζει, μᾶς παρακολουθεῖ, ὡς ἡ σκιά, καί δέν Τόν αἰσθανόμεθα. Φαίνεται ὅτι εἴμεθα τυφλοί (Ἀποκ. γ΄, 17). Μᾶς ἐμποδίζει ἡ ἀπιστία ἤ ἡ ὀλιγοπιστία. Ἄς φαίνωνται ὅλα σκοτεινά, ἄς παρουσιάζωνται ὅλα ἀπελπιστικά. Ἡ χαρά τῆς Ἀναστάσεως θά πρέπῃ νά εἶναι μόνιμος. Ἡ πάντων Χαρά, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός εἶπεν «ἐν τῷ κόσμῳ θλῖψιν ἕξετε· ἀλλά θαρσεῖτε ἐγώ νενίκηκα τόν κόσμον» (Ἰωάν. ιστ΄, 33)».
Καί σέ ἄλλη πασχαλινή Ἐγκύκλιο:
«Ἄς ἐρευνήση ὁ καθένας μας ἐάν τό Φῶς τῆς Ἀναστάσεως εἰσῆλθεν εἰς τήν καρδίαν του. Ἐάν ἔχῃ φωτεινήν καρδίαν, φωτεινόν νοῦν, φωτεινήν ψυχήν. Ἄς ἐξετάσῃ ἄν τό Φῶς τῆς Ἀναστάσεως φωτίζῃ τό ἐσωτερικόν του, ἐάν ζῇ ἐν Χριστῷ Ἀναστάντι, ἐάν πορεύηται τήν ὁδόν Κυρίου, ἐάν οἱ λόγοι, αἱ πράξεις καί αἱ σκέψεις του ἔχουν τήν σφραγίδα τῆς Ἀναστάσεως, ἐάν γενικῶς ὅλη ἡ συμπεριφορά του εἶναι φωτεινή. Ἄς παρακολουθήσῃ ἐάν εἶναι φῶς τῶν ἀνθρώπων, κατά τήν ἁγιογραφικήν ἐντολήν: «ὑμεῖς ἐστε τό φῶς τοῦ κόσμου» (Ματθ. ε΄, 14). Τί ἔχομεν νά κερδίσωμεν ἐάν ὁ Οὐρανός καί ἡ γῆ καί τά καταχθόνια πλέουν εἰς τό φῶς καί ἡμεῖς εὑρισκώμεθα εἰς τό σκότος; Ποῖον ὄφελος ἐάν ζῶμεν εἰς ἡλιόλουστα μέγαρα καί συγχρόνως ἡ καρδία μας ἔχῃ σπήλαια σκοτεινά, εἰς τά ὁποῖα φοβερά πάθη ἐμφωλεύουν; Ποῖον τό κέρδος, ὅταν ὁ ἄψυχος κόσμος φωτίζεται καί ὁ λογικός ἄνθρωπος ζῇ εἰς τό σκότος τῆς ἁμαρτίας; Πάντοτε, ἀλλ’ ἰδιαιτέρως τάς Ἁγίας ἡμέρας τοῦ Πάσχα, ἄς ἀποθέσωμεν «τά ἔργα τοῦ σκότους» καί ἄς ἐνδυθῶμεν «τά ὅπλα τοῦ φωτός» (Ρωμ. ιγ΄, 12). Ἄς ἀνοίξωμεν τάς καρδίας μας διά νά εἰσέλθουν αἱ ἀκτῖνες τοῦ Θείου Φωτός, ἤ ἀκριβέστερον διά νά λάμψῃ ἐντός ἡμῶν ὁ ἐκ τοῦ τάφου ἐκλάμψας Χριστός».
Τό δεύτερο σημεῖο πού παρατηρεῖ κανείς στίς Ἐγκυκλίους τοῦ μακαριστοῦ Ἱεράρχου εἶναι ἡ πίστη του ὅτι οἱ Κληρικοί, ἰδιαιτέρως ὁ Ἐπίσκοπος, εἶναι εἰκόνες τοῦ Θεοῦ, ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ ἀνάμεσα στόν λαό. Ἔχει βαθειά αἴσθηση ὅτι οἱ Κληρικοί δέν εἶναι μερικοί ἐκκλησιαστικοί ὑπάλληλοι, ἀλλά οἱ Ποιμένες τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, πού ἐνεργοῦν μέ τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ καί ἐργάζονται μέ τήν δική Του δύναμη. Οἱ Κληρικοί πρέπει νά εἶναι ἄξιοι τῆς ἀποστολῆς τους, νά ἔχουν γνώση τοῦ ἔργου τους καί νά ἀγαποῦν πάνω ἀπό ὅλα τά ἄλλα τό ποίμνιό τους.
Κατ’ ἀρχάς, πολλές φορές στίς Ἐγκυκλίους τονίζει ὅτι θά πρέπη νά τόν δέχωνται ὡς ἀδελφό καί πατέρα, νά τοῦ ἀναφέρουν τά προβλήματά τους καί νά μήν ἱκετεύουν λαϊκούς γιά νά μεσιτεύουν στόν Ἀρχιερέα. Γράφει σέ μιά Ἐγκύκλιό του πρός τούς Κληρικούς:
«Θέλω νά ἔχωμεν ἀγάπην, νά εὐφραίνεσθε ὅταν μέ βλέπετε καί νά σκιρτῶ ὅταν σᾶς βλέπω. Νά μέ βλέπετε ὡς Πατέρα καί Ἀδελφόν καί νά σᾶς βλέπω ὡς τέκνα ἀγαπητά καί ἀδελφούς γνησίους»9.
Στήν ἴδια Ἐγκύκλιο γράφει:
«Ἡμεῖς οἱ Κληρικοί ἰδιαιτέρως εἴμεθα «πόλις ἐπάνω ὄρους κειμένη». Πάντων, εὐσεβῶν καί ἀσεβῶν, τά βλέμματα στρέφονται πρός ἡμᾶς. Καί ἡ ἐλαχίστη παρεκτροπή μας εἶναι ὁρατή. Ἐν ὀνόματι τῆς ἀθανάτου Ψυχῆς μας καί τῶν Ψυχῶν τῶν Χριστιανῶν μας, ἄς προσέχωμεν. Ἡ ζωή μας ἄς εἶναι ἀστραπή, διά νά εἶναι ὁ λόγος μας βροντή. Ἄς βαδίζωμεν ἐντός τοῦ πλαισίου τῆς Θείας Γραφῆς καί τῶν Ἱερῶν Κανόνων τῆς Ἁγίας ἡμῶν Ἐκκλησίας».
Καί σέ ἄλλη Ἐγκύκλιο γράφει:
«Θά λογοδοτήσωμεν διά τήν ἀτομικήν μας ζωήν καί διά τήν ποιμαντικήν μας ἐργασίαν. Θά μᾶς ἐρωτήσῃ ὁ Κύριος μεταξύ τῶν ἄλλων ἐάν ἀφήσαμεν διαδόχους εἰς τά Θυσιαστήρια».
Σέ Ἐγκύκλιό του μέ τήν συμπλήρωση 5ετίας ἀπό τήν ἐνθρόνισή του εὐγνωμονεῖ «τόν Ἀρχιποίμενα Κύριον, διότι ὁδήγησεν ἡμᾶς εἰς τόν ἐκλεκτόν τοῦτον τόπον μέ τούς εὐλογημένους κατοίκους του», στήν συνέχεια ὑπογραμμίζει ὅτι προσπάθησε νά καλλιεργήση τόν ἀγρό τοῦ Κυρίου καί, ἐάν ἔγινε κάτι, ὀφείλεται στόν Χριστό καί τούς Χριστιανούς τῆς περιοχῆς καί γράφει:
«Ἑπομένως ἀπομένει νά πράξωμεν ὅ,τι παρελείψαμεν καί νά συμπληρώσωμεν ὅ,τι παρέμεινε ἀτελές. Ἐπιβάλλεται νά λησμονήσωμεν ὅ,τι κατορθώθη καί νά φροντίσωμεν ὥστε ἅπαντες οἱ Χριστιανοί, γέροντες καί νέοι, μικροί καί μεγάλοι, ἄνδρες καί γυναῖκες νά πλησιάσωμεν περισσότερον τόν Σωτῆρα καί Λυτρωτήν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, τήν Ἐκκλησίαν Αὐτοῦ, τά Θεῖα Μυστήρια καί τόν σωτήριον Νόμον Αὐτοῦ. Ἐπιβάλλεται καί νά θυσιασθῶμεν, ἀρκεῖ ἅπαν τό Χριστεπώνυμον Πλήρωμα νά ζῇ κατά Θεόν καί νά ἀκολουθῇ τάς Παραδόσεις τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ Ἔθνους.
Στηριζόμενοι εἰς τό ἄπειρον ἔλεος τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Θεοῦ καί Θυσιασθέντος χάριν τοῦ ἀνθρώπου καί εἰς τάς προσευχάς καί τήν βοήθειαν ὑμῶν θά καταβάλωμεν πᾶσαν προσπάθειαν, ὥστε ἡ Ἄμπελος, ἥν ἐνεπιστεύθη ἡμῖν ἡ Βουλή τοῦ Κυρίου, ἀποβῇ καρποφόρος. Ἔχομεν σφοδράν ἐπιθυμίαν ἡ καθ’ ἡμᾶς Ἱερά Μητρόπολις νά εἶναι τμῆμα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ καί νά ἐπικρατῇ ἐν αὐτῇ ἡ εἰρήνη, ἡ χαρά καί ἅπαντες οἱ καρποί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος».
Τό τρίτο σημεῖο εἶναι ὅτι δίνει μεγάλη σημασία στήν λατρεία τῆς Ἐκκλησίας, στόν τρόπο πού γίνεται καί βεβαίως δίνει μεγάλη σημασία στό Μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας, πού εἶναι τό κεντρικό Μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας.
Σέ μιά Ἐγκύκλιό του γράφει:
«Ἕκαστος Ἐφημέριος ὀφείλει νά τελῆ ἁπάσας τάς ἱεράς Ἀκολουθίας τάς προβλεπομένας ὑπό τοῦ Τυπικοῦ τῆς Ἐκκλησίας ἡμῶν. Ὁ Ἱερεύς δέν χρειάζεται μόνον τάς Κυριακάς καί Ἑορτάς, ἀλλά καθ’ ἑκάστην ἡμέραν. Ὀφείλει νά προσεύχηται ὑπέρ ἑαυτοῦ καί τοῦ Λαοῦ. Οἱ Κώδωνες τῶν Ἱερῶν Ναῶν κρούονται καθ’ ἑκάστην ἡμέραν ὑπομιμνήσκοντες εἰς τούς Χριστιανούς, ὅτι οἱ Ποιμένες ἀγρυπνοῦν ἐν ταῖς προσευχαῖς ὑπέρ τῶν πιστῶν. Κακῶς καί ἐσφαλμένως νομίζουν μερικοί, ὅτι μόνον εἰς τάς πόλεις δέον νά τελῶνται ἅπασαι αἱ Ἱεραί Ἀκολουθίαι. Καί εἰς τό πλέον ἀπομεμακρυσμένον χωρίον, ἐφ’ ὅσον ὑπάρχῃ Ἱερεύς, θά γίνεται ὅ,τι ἀκριβῶς τελεῖται καί εἰς τούς Ἱερούς Ναούς τῶν Πόλεων. Ὁ Ἱερεύς εἶναι κατά πρῶτον λόγον Λειτουργός. Ἑπομένως εἶναι ὑποχρεωμένος νά εἶναι φιλακόλουθος».
Καί σέ ἄλλη Ἐγκύκλιο ἐρωτᾶ:
«Πῶς τό ἀνέχεται ἡ συνείδησίς του (δηλ. τοῦ Ἱερέως) νά εἶναι ὑγιής καί τήν Κυριακήν, τήν ἡμέραν τοῦ Κυρίου, τήν κατ’ ἐξοχήν ἡμέραν Θείας Λατρείας, νά μή λειτουργῇ; Ἡ Θεία Λειτουργία εἶναι διά τούς Ἱερεῖς ὁ ζωογόνος πνευματικός ἀέρας. Ὅταν ὁ Ἐπίσκοπος ἤ ὁ Πρεσβύτερος δέν λειτουργῇ ἤ ὁ Διάκονος δέν διακονῇ ἐν ἡμέρᾳ Κυριακῇ, ἐνῶ εἶναι ὑγιής, θά πρέπῃ νά αἰσθάνεται ἕν βάρος εἰς τό ἐσωτερικόν του καί νά δοκιμάζη λύπην βαθεῖαν. Ἐάν δέν λαχταρᾷ διά νά λειτουργήσῃ τότε «ἐπάγωσεν» ψυχικῶς».
Σέ ἄλλη Ἐγκύκλιό του ἐκφράζει τήν εὐλάβεια, τόν θαυμασμό καί τόν φόβο του γιά τόν Ἱερό Ναό, ὅπου λατρεύεται ὁ Θεός καί τελεῖται ἡ θεία Λειτουργία:
«Πόσον μᾶλλον εἶναι ἱερός ὁ τόπος τῆς λατρείας τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν! Ἱερώτερος, διότι ἐν αὐτῷ λατρεύεται ὁ ἀληθινός Θεός. Ἱερώτερος, διότι ἐν αὐτῷ κατοικεῖ ὁ Ὕψιστος Θεός. Ἱερώτερος, διότι ἐν αὐτῷ τελεῖται ἡ ἀναίμακτος θυσία, τό Μέγα Μυστήριον τῆς Θείας Εὐχαριστίας.
Ἑπομένως, πρέπει νά τρέμωμεν καί ὅταν ἀκόμη εὑρισκώμεθα εἰς τό προαύλιον τῶν Ἱερῶν Ναῶν, πολύ δέ περισσότερον ἱστάμενοι ἐν αὐτοῖς».
Στήν Ἐγκύκλιό του «Περί Ἱερῶν Ναῶν, Ἱερῶν Σκευῶν κλπ. ἀντικειμένων τῶν Ἱερῶν Ναῶν καί εὐπρεπείας αὐτῶν»16, ἀσχολεῖται μέ κάθε λεπτομέρεια μέ ὅ,τι ὑπάρχει καί γίνεται στόν Ἱερό Ναό, ἀπό τήν ἀνέγερση τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ μέχρι τά ψίχουλα τοῦ ἱεροῦ ἀντιδώρου. Περιγράφει πῶς πρέπει νά εἶναι ὁ Ἱερός Ναός καί τά Ἱερά Σκεύη, πῶς νά κατασκευάζωνται, νά συντηροῦνται, νά καθαρίζωνται καί νά λειτουργοῦνται.
Ἐπίσης στήν Ἐγκύκλιό του «Περί ἀποφυγῆς θορύβου ἐν τοῖς Ἱεροῖς Ναοῖς», μέ σχολαστικότητα ἐντοπίζει κάθε πιθανή πηγή θορύβου στόν Ἱερό Ναό καί ἔξω ἀπό αὐτόν, κατά τήν διάρκεια τῶν Ἱερῶν Ἀκολουθιῶν, ἀπό τό ἀπρόσεκτο προσωπικό –Κληρικούς καί λαϊκούς– μέχρι τό ἀπρόσεκτο ἄναμμα καί σβήσιμο τῶν κηρίων, θόρυβοι πού γίνονται αἰτία νά χαλᾶ ἡ πνευματική ἀτμόσφαιρα καί νά μή διαφέρη ὁ «Οἶκος τοῦ Θεοῦ ἀπό τῶν συνήθων τόπων», καθιστώντας ὑπευθύνους κυρίως τούς Ἐφημερίους, ἀφοῦ «ὅπου ὑπάρχουν εὐλαβεῖς ἱερεῖς, ἔχει ἐξασφαλισθῆ ἡσυχία».
Ὁ τρόπος τελέσεως τῆς λατρείας εἶναι διάχυτος μέσα σ’ ὅλες τίς Ἐγκυκλίους του, ὅταν κάνη λόγο γιά τήν ἱερότητα τοῦ Ναοῦ, γιά τόν τρόπο τελέσεως τῶν Ἱερῶν Ἀκολουθιῶν, γιά τίς Παρακλήσεις, τήν Ἀρτοκλασία, τήν θεία Λειτουργία, τήν Προσκομιδή, τόν τρόπο ἐκφωνήσεως τῆς Κυριακῆς Προσευχῆς, τήν τάξη κατά τήν θεία Κοινωνία, γιά τούς Ἱεροψάλτες, γιά τά παιδιά πού ὑπηρετοῦν στό ἱερό Βῆμα, γιά τίς διάφορες Ἀκολουθίες καί τά Μυστήρια κλπ.
Ὅλα αὐτά δείχνουν ἕναν Ἐπίσκοπο πού εἶχε κέντρο τῆς ζωῆς του τόν Ναό, τά Μυστήρια, τήν λατρεία τῆς Ἐκκλησίας, ἰδιαιτέρως τήν θεία Λειτουργία.
Τό τέταρτο εἶναι ὅτι ἔχει βαθειά αἴσθηση ὅτι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι θά δώσουμε λόγο στόν Θεό κατά τήν ἡμέρα τῆς κρίσεως, ὅταν θά παρασταθοῦμε ἐνώπιον τοῦ ἀδεκάστου βήματος τοῦ Χριστοῦ. Αὐτό τόν συνέχει κυριολεκτικά.
Σέ μιά Ἐγκύκλιό του πρός τούς Κληρικούς γράφει:
«Ἡμεῖς οἱ Κληρικοί… θά λογοδοτήσωμεν εἰς τόν Ἀρχιποίμενα».
Σέ ἄλλη Ἐγκύκλιο γράφει:
«Ὁ βίος τοῦ ἀνθρώπου ἐπί τῆς γῆς εἶναι βραχύς. Συντόμως φεύγομεν ἀπό τόν κόσμον αὐτόν καί ὁδηγούμεθα εἰς Κριτήριον. Θά λογοδοτήσωμεν διά τήν ἀτομικήν μας ζωήν καί διά τήν ποιμαντικήν μας ἐργασίαν. Θά μᾶς ἐρωτήσῃ ὁ Κύριος μεταξύ τῶν ἄλλων ἐάν ἀφήσαμεν διαδόχους εἰς τά Θυσιαστήρια».
Καί σέ ἄλλη Ἐγκύκλιό του, ἀπευθυνόμενος στούς Ἐφημερίους, γράφει:
«Εὐθύνη τρισμεγίστη ἀπέναντι ἡμῶν καί κυρίως ἀπέναντι τοῦ Ὑψίστου Θεοῦ… «Φοβερόν τό ἐμπεσεῖν εἰς χεῖρας Θεοῦ Ζῶντος»».
Πρέπει ἰδιαιτέρως νά σημειωθῆ αὐτό τό «πνεῦμα» μέσα στό ὁποῖο ἐγράφησαν οἱ Ἐγκύκλιοι αὐτές. Εἶναι τό «πνεῦμα» τῆς προσωπικότητος τοῦ Ἐπισκόπου αὐτοῦ καί τῆς αἰσθήσεως τῆς παρουσίας μας μπροστά στό ἀδέκαστο κριτήριο τοῦ Θεοῦ. Ὁ μακαριστός ζοῦσε πάντοτε μέσα σέ αὐτήν τήν προοπτική, τῆς ματαιότητος τῶν παρόντων καί τῆς ἀπολαύσεως τῶν μή σαλευομένων.
Παρουσιάζοντας τό βιβλίο αὐτό «Ἔκφραση Ποιμαντικῆς Εὐθύνης», θά πρέπη νά καταγραφοῦν καί μερικές ἀπαραίτητες διευκρινίσεις.
Ἡ πρώτη ὅτι ὁ χωρισμός σέ ἑπτά ἑνότητες δέν εἶναι ἀπόλυτος, οὔτε εὐχερής. Δηλαδή, μερικές Ἐγκύκλιοι, πού χαρακτηρίσθηκαν ὡς διοικητικές, θά μποροῦσαν νά θεωρηθοῦν ποιμαντικές καί ἀντιστρόφως. Τά θέματα ἐπικαλύπτονται μεταξύ τους.
Ἡ δεύτερη, ὅτι μερικά θέματα, τά ὁποῖα θίγονται στίς Ἐγκυκλίους, ἀναφέρονται στίς συνθῆκες τῆς ἐποχῆς πού ἐγράφησαν. Οἱ Ἐγκύκλιοι ἄρχισαν νά γράφωνται πρίν 35 χρόνια. Αὐτό πρέπει νά ληφθῆ σοβαρά ὑπ’ ὄψη καί νά μή συγκρίνωνται μέ τά ὅσα συμβαίνουν στήν ἐποχή μας. Γιά παράδειγμα γίνεται λόγος γιά θέρμανση τῶν Ἱερῶν Ναῶν μέ ξυλόσομπες, γιά ἐπίστρωση τῶν Ἱερῶν Ναῶν μέ τόν τρόπο τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, γιά τόν νιπτήρα, τό τηλέφωνο κἄ. Ἀπό τίς Ἐγκυκλίους αὐτές πρέπει νά συγκρατήσουμε τήν ἀγωνία τοῦ ἀειμνήστου Μητροπολίτου καί τό «πνεῦμα» τῶν ὅσων γράφονται.
Ἡ τρίτη διευκρίνιση εἶναι ὅτι σέ μερικά λειτουργικά θέματα ὑπάρχουν καί ἄλλες ἀπόψεις ἀπό ἐκεῖνες πού θίγονται στίς Ἐγκυκλίους. Προφανῶς οἱ Ἐγκύκλιοι δέν εἶναι ἐπιστημονικές μελέτες. Ὁ Ἐπίσκοπος, πού ἔχει τήν εὐθύνη τῆς λειτουργικῆς τάξεως σέ μιά Ἐπαρχία, ἐπιλέγει μιά ἄποψη, καί μάλιστα τήν ἐπικρατοῦσα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, καί μέ αὐτή καθοδηγεῖ λατρευτικῶς Κληρικούς καί λαϊκούς. Ἑπομένως καί στό θέμα αὐτό πρέπει νά δοῦμε τό «πνεῦμα» τῆς Ἐγκυκλίου καί ὄχι τόσο τήν ἐπιλεγμένη ἄποψη τοῦ Μητροπολίτου.
Καί ἡ τέταρτη διευκρίνιση εἶναι ὅτι μερικές Ἐγκύκλιοι μπορεῖ νά φαίνωνται αὐστηρές, ἀλλά πρέπει νά τίς δοῦμε μέσα στήν προοπτική τῆς προσπάθειας ἑνός Ἐπισκόπου γιά τήν διόρθωση τῶν κακῶς κειμένων. Ὁ ἀοίδιμος Μητροπολίτης ἀγαποῦσε τούς Ἱερεῖς καί τούς λαϊκούς, ἀλλά ἤθελε νά ὑπάρχη τάξη τόσο κατά τήν λατρεία ὅσο καί κατά τήν διοίκηση καί ἐπεδίωκε νά ἀνεβάζη τό πνευματικό ἐπίπεδο τοῦ ποιμνίου του. Ἐπειδή ἔβλεπε ἄλλες ἀντιδεοντολογικές, κατά τήν ἄποψή του, συμπεριφορές διαφόρων Μητροπολιτῶν, γι’ αὐτό καί ὁ ἴδιος, σέ μερικά θέματα, ἦταν «ὑπέρ ἄγαν» αὐστηρός, ὡς πρός τά λεγόμενα «δικαιώματα» τοῦ Ἐπισκόπου. Ὡστόσο, ὅσο προχωροῦσαν τά χρόνια, καί ἰδιαιτέρως πρός τό τέλος τῆς ζωῆς του, ἦταν ἀρκετά ἐπιεικής καί εἶχε διαφορετικές ἀπόψεις ἀπό ἐκεῖνες πού ἐξέφραζε στήν ἀρχή τῆς ποιμαντικῆς του διακονίας.
Γενικά, τά προσόντα πού παρατηροῦνται στίς Ἐγκυκλίους τοῦ ἀειμνήστου Ἱεράρχου εἶναι ἡ γνώση τῶν θεμάτων, ἡ διοικητική πείρα, ἡ ποιμαντική εὐθύνη καί ἀγωνία, ἡ ἁπλότητα καί καθαρότητα τῆς γραφῆς, ἡ πίστη στόν Θεό καί ἡ βεβαιότητα ὅτι θά λογοδοτήση ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ γιά τήν ποιμαντική του διακονία. Ὅλα αὐτά εἶναι προσόντα ἐκκλησιαστικοῦ ἤθους καί φρονήματος.
3. Ὁ Συνοδικός Ἱεράρχης τῆς Ἐκκλησίας
Ὁ κάθε Ἐπίσκοπος εἶναι ποιμήν τῆς Τοπικῆς Ἐκκλησίας γιά τήν ὁποία ἐξελέγη, ἀλλά ταυτοχρόνως εἶναι ποιμήν καί τῆς καθόλου Ἐκκλησίας. Αὐτό φαίνεται ἀπό τό ὅτι καλεῖται νά παρίσταται στίς Συνόδους τῆς Τοπικῆς Ἐκκλησίας καί νά ἀντιμετωπίζη φλέγοντα θέματα πού τήν ἀπασχολοῦν. Εἶναι ὑποχρεωμένος, κατά τόν λδ΄ ἀποστολικό Κανόνα, νά ἀντιμετωπίζη μαζί μέ τόν «πρῶτον» κάθε Ἐπαρχίας τά λεγόμενα περιττά, ὅπως ἑρμηνεύει ὁ ἱερός Βαλσαμών, καί τά ὁποῖα ἀναφέρονται σέ ὁλόκληρη τήν Ἐπαρχία καί ὑπερβαίνουν τήν δική του ἐκκλησιαστική περιφέρεια. Τά λεγόμενα «περιττά», κατά τόν Ζωναρᾶ, εἶναι «ζητήσεις δογματικάς, οἰκονομίας περί σφαλμάτων κοινῶν, καταστάσεις ἀρχιερέων, καί ὅσα τοιαῦτα».
Ἔτσι καί ὁ ἀείμνηστος Μητροπολίτης συμμετεῖχε στά Συνοδικά ὄργανα τῆς Ἐκκλησίας γιά τήν λύση τῶν διαφόρων προβλημάτων πού ἀναφύονταν κάθε φορά. Γι’ αὐτό θά ἤθελα στήν συνέχεια νά παρουσιάσω μερικά σημεῖα ἀπό αὐτήν τήν ἐκκλησιαστική του διακονία. Καί τό σημεῖο αὐτό εἶναι ἀπαραίτητο, γιατί στό βιβλίο πού ἔγραψα γι’ αὐτόν, καί προανέφερα, τόν εἶδα μέ τά «μάτια» τοῦ Πρεσβυτέρου-πνευματικοῦ παιδιοῦ πρός ἕνα Μητροπολίτη. Τώρα ὅμως, πού καί ἐγώ εἶμαι Μητροπολίτης, μέ τό ἄπειρο ἔλεος τοῦ Θεοῦ καί γνωρίζω τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο γίνονται οἱ Συνεδριάσεις τόσο τῆς Ἱεραρχίας ὅσο καί τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου, μπορῶ νά δῶ τήν προσωπικότητά του καί ἀπό τῆς πλευρᾶς τοῦ Ἀρχιερέως. Ἔτσι θά ἐκτιμήσω περισσότερο τό μεγαλεῖο τῆς προσωπικότητός του.
Βεβαίως δέν ἔχω ἀναδιφήσει στά ἀρχεῖα τῆς Ἱερᾶς Συνόδου γιά νά ἐντοπίσω τίς παρεμβάσεις του στήν Ἱεραρχία καί τήν Διαρκῆ Ἱερά Σύνοδο, πράγμα πού θά τό ἐπιδιώξω μέ τήν πρώτη εὐκαιρία, γιά νά γίνη μιά ἐκτενέστερη μελέτη καί γιά τό θέμα αὐτό. Ἀπό τό ἀρχεῖο του, πού ἔχω στήν διάθεσή μου, θά χρησιμοποιήσω μερικά στοιχεῖα στά ὁποῖα φαίνεται ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο ἐνεργοῦσε ὡς Ἀρχιερεύς καί μάλιστα ὡς Συνοδικός Ἀρχιερεύς.
Κατ’ ἀρχάς πρέπει νά τονισθῆ, ὅπως εἶναι γνωστόν, ὅτι ὁ ἴδιος, παρά τίς ἀρχικές ἐπιφυλάξεις του καί ὕστερα ἀπό συμβουλή τοῦ ἀειμνήστου κανονολόγου καί καρδιακοῦ ἀδελφοῦ του καί ἐπιστηθίου φίλου του Ἀρχιμ. Ἐπιφανίου Θεοδωροπούλου δέχθηκε τήν ἐκλογή του ἀπό τήν Ἀριστίνδην Σύνοδο τοῦ 1967 καί τήν τοποθέτησή του στήν Ἱερά Μητρόπολη Ἐδέσσης, Πέλλης καί Ἀλμωπίας, ἡ ὁποία, ἦταν χηρεύουσα πρίν τήν 21η Ἀπριλίου τοῦ 1967 καί, βεβαίως, πρίν ἀνέλθη στόν Ἀρχιεπισκοπικό Θρόνο ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἱερώνυμος. Ὁ ἀείμνηστος Μητροπολίτης Ἐδέσσης, Πέλλης καί Ἀλμωπίας κυρός Διονύσιος εἶχε ἀπομακρυνθῆ ἀπό τόν θρόνο του μέ νόμο πού ψήφισε ἡ Κυβέρνηση Στεφανόπουλου, πρίν τήν 21η Ἀπριλίου 1967. Παρά ταῦτα ὁ ἀείμνηστος Καλλίνικος στά Συνοδικά Ὄργανα τῆς Ἐκκλησίας ἐπέδειξε ἕνα ἐκκλησιαστικό φρόνημα, καί αὐτό θά ἐξετασθῆ στά ἑπόμενα.
Ὡς Μητροπολίτης συμμετεῖχε πάντοτε στίς Συνεδριάσεις τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ὁσάκις συνεκαλεῖτο. Ὅμως, εἶχε τήν δική του προσωπικότητα καί τό δικό του ἦθος. Κατά τήν περίοδο 1967-1974 δέν ἐπελέγη νά εἶναι μέλος τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου, ἡ ὁποία στήν οὐσία καί σέ ὅλες τίς φάσεις της κατά τήν διάρκεια τῆς ἑπταετίας ἐπιλεγόταν καί διοριζόταν. Μετά τήν πτώση τοῦ τότε καθεστῶτος, τήν παραίτηση τοῦ Ἱερωνύμου καί τήν ἄνοδο στόν Ἀρχιεπισκοπικό Θρόνο τῶν Ἀθηνῶν τοῦ ἀπό Ἰωαννίνων Σεραφείμ, ἔγινε δύο φορές μέλος τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου, ἤτοι κατά τήν Συνοδική περίοδο 1976-1977 καί τήν Συνοδική περίοδο 1982-1983.
Γίνεται φανερό ὅτι ὁ ἀείμνηστος Καλλίνικος ἔζησε ὡς Μητροπολίτης σέ μεγάλες καί κρίσιμες στιγμές τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Πολλά γεγονότα ἔγιναν τήν περίοδο 1972-1974, ἤτοι ἡ μεγάλη κρίση στίς σχέσεις μεταξύ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καί τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ἡ παραίτηση τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἱερωνύμου ἀπό τόν Ἀρχιεπισκοπικό θρόνο τῶν Ἀθηνῶν, ἡ ἐκλογή ὡς Ἀρχιεπισκόπου τοῦ ἀπό Ἰωαννίνων Σεραφείμ, καθώς ἐπίσης καί πολλά ἄλλα πού ἀκολούθησαν ἀπό τό 1974, ἤτοι οἱ ἐκθρονίσεις μερικῶν Ἀρχιερέων πού ἐξελέγησαν κατά τήν ἀρχιεπισκοπεία τοῦ Ἱερωνύμου καί οἱ προσπάθειές τους νά ἐπανέλθουν μετά τήν μεταπολίτευση. Κατά τήν πρώτη συνοδική περίοδο ἤτοι τό ἔτος 1976-1977 ἦταν ἡ πρώτη φορά πού ἡ πλειοψηφία τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου ἦταν ἀντίθετη μέ τίς ἐπιλογές τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Σεραφείμ. Ἔγιναν πολλά γεγονότα τά ὁποῖα ἐδῶ δέν θά ἤθελα νά παραθέσω, γιατί ὁ σκοπός μου, ὅπως προανέφερα, εἶναι διαφορετικός, ἀφοῦ θά ἤθελα νά μεταφέρω τό ἐκκλησιαστικό φρόνημα καί τό ἦθος τοῦ ἀειμνήστου Μητροπολίτου.
Ἑπομένως, στά ἑπόμενα θά καταθέσω ὄχι τό τί ἔλεγε στήν Ἱερά Σύνοδο καί τί ἔπραττε, ἀλλά κυρίως τό πῶς ἀντιμετώπιζε τίς καταστάσεις, καί τά προβλήματα πού ἀναφύονταν.
Στό βιβλίο «Κόσμημα τῆς Ἐκκλησίας» καταγράφω μερικά περιστατικά στά ὁποῖα φαίνεται πῶς ἀντιμετώπιζε τά ἐκκλησιαστικά γεγονότα τῶν ἡμερῶν ἐκείνων. Γιά τά γεγονότα στήν Κεφαλλονιά, κατά τά ὁποῖα ἐξεγέρθησαν οἱ ἄρχοντες καί ὁ λαός ἐναντίον τοῦ Μητροπολίτου Προκοπίου καί ἔγιναν πολλά συνταρακτικά γεγονότα, σέ ἐπιστολή του στόν τότε Μητροπολίτη Κεφαλληνίας Προκόπιο εἶναι ἀποκαλυπτικότατος, ἄν καί ἐκεῖνος εἶχε ψηφίσει γιά τήν ἐκθρόνιση τοῦ ἀδελφοῦ του, Μητροπολίτου Διδυμοτείχου Κωνσταντίνου. Τόν ἀποκαλεῖ «πονεμένο ἀδελφό». Αἰσθάνεται ἔκπληξη: «φοβερόν νά δικάζεται ὁ Ἀρχιερεύς ὑπό τοῦ ὄχλου!», ἀφοῦ ὑπάρχουν οἱ ἱεροί Κανόνες καί οἱ νόμοι. Ἐκφράζει τήν λύπη του: «Ἐλυπήθην διά τήν περιπέτειάν σας. Ἐλυπήθην διά τό κατάντημα Ἱερωμένων νά στραφοῦν κατά τοῦ Ἐπισκόπου των. Δέν ἀντελήφθησαν τό φοβερώτατον παράπτωμα τῆς ἀποκοπῆς ἀπό τόν οἰκεῖον Ἐπίσκοπον». Γράφει ὅτι τά ὅσα ἔγιναν στήν Κεφαλλονιά δέν ἀφοροῦν μόνον τήν ἐκεῖ Τοπική Ἐκκλησία, ἀλλά ὁλόκληρη τήν Ἐκκλησία. «Εἶναι ὑπόθεσις τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καί τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας γενικώτερον ἐάν θέλετε. Ἐάν δέν ληφθοῦν μέτρα δραστήρια, ἡμεῖς μέν, οἱ σύγχρονοι Ἀρχιερεῖς, θά λυπηθῶμεν, οἱ διάδοχοί μας ὅμως θά θρηνοῦν καί θά ὀδύρωνται». Τά ἴδια ἔγραφε καί στόν Μητροπολίτη Τριφυλλίας καί Ὀλυμπίας Στέφανο πού διεκτραγωδοῦσε τά γεγονότα αὐτά μέ ἀναφορά του πρός τήν Σύνοδο. «Ὀρθῶς τοποθετεῖτε τά πράγματα. Ἐάν δέν ἀντιμετωπισθῇ ἡ κατάστασις μέ ἀποφασιστικότητα καί κατά τούς Κανόνας τῆς Ἐκκλησίας, θά κλαύσωμεν καί θά θρηνήσωμεν, ἰδιαιτέρως μάλιστα ὡς Ἐπίσκοποι».
Ἦταν εὐχαριστημένος ὅταν ἐξελέγη κάποιος Ἀρχιερεύς πού τιμοῦσε τήν Μητρόπολη καί τήν Ἐκκλησία. Καί σέ ἐπιστολή πού τοῦ ἀπέστειλε ἔγραφε: «Θέλω καί εὔχομαι καί τό πιστεύω, ὅτι θά εἶσθε μάρτυς ὑπερασπίσεως πάντων τῶν Ἀρχιερέων, οἱ ὁποῖοι μέ πολλήν ἀγάπην καί βαθείαν ἐκτίμησιν σᾶς ἐψήφισαν ὡς Ἀρχιερέα» καί φυσικά ἐννοοῦσε καί τόν ἴδιο.
Ἕνας Ἀρχιερεύς τοῦ ἀπέστειλε ἐπιστολή καί τόν παρακαλοῦσε νά τόν ψηφίση γιά νά μετατεθῆ σέ ἄλλη μεγάλη Ἱερά Μητρόπολη. Ὁ ἀείμνηστος Καλλίνικος τοῦ ἀπάντησε μέ εὐγένεια καί διακριτικότητα καί, ἀφοῦ ἐξέφραζε τήν τιμή πού τοῦ ἐκμυστηρεύθηκε αὐτήν τήν ἐπιθυμία του, ὕστερα τοῦ ἔγραφε:
«Τό θέμα σας μέ ἀπησχόλησε καί ἀπασχολεῖ. Προσκρούει εἰς τήν θέσιν, τήν ὁποίαν ἔχω λάβει κατά τοῦ μεταθετοῦ. Δέν κατηγορῶ τούς Ἀδελφούς, τούς ἐπιθυμοῦντας μετάθεσιν. Ἐφ’ ὅσον ὅμως ἐτάχθην κατά τοῦ μεταθετοῦ καί μάλιστα ἐδήλωσα τοῦτο συνεδριαζούσης τῆς Ἱερᾶς Συνόδου καί ἐγράφη εἰς τά πρακτικά ἡ γνώμη μου, δέν δύναμαι νά προτείνω τήν πλήρωσιν τῆς γνωστῆς θέσεως διά μεταθέσεως.
Ὀφείλω νά μή δημιουργήσω ψευδαίσθησιν εἰς τόν Ἀδελφόν, πολύ δέ περισσότερον νά δώσω ὑπόσχεσιν μέ τήν βεβαιότητα ἀθετήσεως.
Ἀδελφέ μου, ζητῶ συγγνώμην, διότι πρώτην φοράν μοῦ ἐζητήσατε τήν συμπαράστασίν μου καί δέν δύναμαι νά «ἱκανοποιήσω τήν ἐπιθυμίαν σας».
Στήν ἐπιστολή αὐτή φαίνεται ἡ θέση πού ἔλαβε κατά τήν διάρκεια τῆς Συνεδριάσεως τῆς Ἱεραρχίας κατά τοῦ «μεταθετοῦ» τῶν Ἀρχιερέων, ἀλλά ταυτοχρόνως ἐκφράζει τήν ἄποψη ὅτι δέν κατηγορεῖ κανέναν Ἱεράρχη πού ἐπιθυμεῖ τήν μετάθεσή του. Ἁπλῶς διατυπώνει τήν ἄποψή του καί ξεκαθαρίζει τήν θέση του, ὥστε νά μή δημιουργήση ψευδαίσθηση στόν ἀδελφό ὅτι ἐνδέχεται νά τόν ψηφίση. Αὐτή ἡ τοποθέτησή του εἶναι πολύ σημαντική, ἄν τήν συγκρίνη κανείς μέ τίς πολλές ὑποσχέσεις πού δίνονται ἀπό τούς Ἀρχιερεῖς ἐν γνώσει τους ὅτι δέν πρόκειται νά τηρηθοῦν.
Ὅταν ἦταν Συνοδικός Ἀρχιερεύς μοῦ ἀπέστειλε, μέ κάποια ἄλλη ἀφορμή, ἐπιστολή μέσα στήν ὁποία βλέπουμε τήν ἀγωνία του γιά τά ἐκκλησιαστικά πράγματα καί τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο τά ἀντιμετώπιζε. Ἔγραφε στήν ἐπιστολή του μεταξύ τῶν ἄλλων:
«Πολλές φορές σέ σκέπτομαι καί φέρω εἰς τήν θέσιν μου τόν Πολυσέβαστον ΙΕΡΟΘΕΟΝ (τόν Μητροπολίτη Αἰτωλοακαρνανίας), καί εἰς τήν θέσιν σου τόν ἑαυτόν μου. Νέα ἀκριβῆ νά μάθῃς δέν μπορεῖς, διότι εἰς τάς Ἐφημερίδας δέν γράφεται ἡ ἀλήθεια. Μέ ἀνακουφίζει ἡ ἑνότης καί ἡ πεποίθησις ὅτι θά λαλήσῃ ὁ Οὐρανός! Ὅταν λαλῇ ὁ Οὐρανός τρέμει ἡ γῆ. Ἕν πρᾶγμα ἀρχίζω ἐκ τῶν πραγμάτων νά βλέπω: Δυστυχῶς ζητοῦμεν λύσιν τῶν προβλημάτων μας ἀπό τούς ἀνθρώπους καί λησμονοῦμεν ὅτι μόνον ὁ Θεός μᾶς ἀγαπᾶ καί μᾶς προστατεύει. «Οὐκ ἔστιν ἐν ἄλλῳ οὐδενί ἡ σωτηρία». Αὐτόν τόν Χριστόν ἄς ἀγαπήσωμεν καί τά ἄλλα τά κανονίζει Ἐκεῖνος...
Σέ παρακαλῶ, γονάτισε καί παρεκάλεσε τόν Ἱδρυτήν τῆς Ἐκκλησίας νά βοηθήσῃ τόν Ἐπίσκοπόν σου καί τήν Ἐκκλησίαν Του».
Στήν ἐπιστολή αὐτή φαίνεται καθαρά τό ἐκκλησιαστικό του φρόνημα, ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο ἐνεργοῦσε ὡς Συνοδικός Ἀρχιερεύς, ἀλλά καί ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο καθοδηγοῦσε τούς Κληρικούς του.
Κατά τήν διάρκεια τῆς Συνοδικῆς του θητείας 1976-1977 καταρτιζόταν ὁ νέος Καταστατικός Χάρτης τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Εἶχε συγκροτηθῆ μία Ἐπιτροπή προκειμένου νά καταρτίση τό Νομοσχέδιο καί νά ἀποσταλῆ στήν Βουλή πρός ψήφιση ὡς Κώδικα. Ἀκούγονταν τότε πολλά, καί κυρίως ὅτι προβλεπόταν ὁ περιορισμός τῶν δικαιωμάτων τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου. Τότε ἀπέστειλε τηλεγράφημα στόν τότε Πρωθυπουργό Κωνσταντῖνο Καραμανλῆ καί τόν Ὑπουργό Παιδείας Γεώργιο Ράλλη μέ τό ἀκόλουθο περιεχόμενο:
«Ἐπληροφορήθην ὅτι κατατίθεται Νομοσχέδιον περιορισμοῦ νομικῶν καί κανονικῶν δικαιωμάτων Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου ἧς τυγχάνω μέλος ἀπό 1η Ὀκτωβρίου καί ὅτι κρατεῖ σκέψις ψηφίσεως ὡς Κώδικος ὑπό Βουλῆς Καταστατικοῦ Χάρτου Ἐκκλησίας Ἑλλάδος συνταχθέντος ὑπό ὀλιγομελοῦς Ἐπιτροπῆς. Ἐάν ἀληθεύθουν αἱ πληροφορίαι φρονῶ ὅτι δέν δικαιολογεῖται νά στερηθῇ ἡ νέα Διαρκής Ἱερά Σύνοδος δικαιωμάτων ὧν δέν ἐστερήθησαν αἱ ἀπό τῆς μεταπολιτεύσεως τοιαῦται. Ψήφισις Καταστατικοῦ Χάρτου τουτέστι Συντάγματος Ἐκκλησίας ἄνευ γνώμης Ἱερᾶς Συνόδου Ἱεραρχίας Ἀνωτάτης Ἐκκλησιαστικῆς Ἀρχῆς καί ἄνευ γνώσεως τῶν Ἐκπροσώπων Ἔθνους δέν συνᾴδει πρός τό πνεῦμα τῆς Δημοκρατίας, δίδει λαβήν δυσμενῶν σχολίων, δημιουργεῖ Νόμον μή ἀντέχοντα εἰς τό φῶς τοῦ ἐλέγχου, περιπλέκει Ἐκκλησιαστικόν Θέμα καί ἐγκυμονεῖ κινδύνους καί μάλιστα διάστασιν Διοικούσης Ἐκκλησίας καί Θρησκεύοντος Ἑλληνικοῦ Λαοῦ. Καθηκόντως καθιστῶ γνωστάς τάς ἀνωτέρω σκέψεις μου καί παρακαλῶ προλάβατε περιπλοκάς Ἐκκλησιαστικοῦ ζητήματος».
Φαίνεται ἐδῶ ὅτι δίνει μεγάλη σημασία στίς ἀποφάσεις τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἡ ὁποία ἀποφαίνεται γιά ὅλα τά θέματα πού ἀπασχολοῦν τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος.
Πέρα ὅμως ἀπό αὐτά θά ἤθελα νά ἐντοπίσω μερικά στοιχεῖα πού θεωρῶ σημαντικά καί συνδέονται μέ τό ἐκκλησιαστικό φρόνημα καί ἦθος πού ὁ ἀείμνηστος διέθετε, τά ὁποῖα εἴδαμε προηγουμένως.
Ὁ ἀείμνηστος Καλλίνικος ἦταν ἄνθρωπος προσευχῆς καί λειτουργικοῦ ἤθους. Ἡ θεία Λειτουργία ἦταν ἡ ζωή του, ἀλλά καί ἡ ὅλη ἀναστροφή του ἦταν ἀπαύγασμα τῆς θείας Λειτουργίας. Τό συνοδικό σύστημα τό θεωροῦσε ὡς ἀπότοκο τοῦ τρόπου τελέσεως τῆς θείας Λειτουργίας. Γι’ αὐτό καί ὅταν πήγαινε γιά νά συμμετάσχη στίς Συνεδριάσεις τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, οὐσιαστικά πήγαινε ὡσάν νά ἐκκλησιασθῆ καί νά λειτουργήση. Καί κατά τήν διάρκεια τῶν Συνεδριάσεων, ὅπως πολλές φορές μοῦ ἔλεγε, προσευχόταν καί εἶχε ἔντονα μνήμη θανάτου. Μιά τέτοια προσευχητική διάθεση τόν ἔκανε νά εἶναι προσεκτικός, σύννους, καί νά ἀντιμετωπίζη τά θέματα μέ σύννοια καί προσοχή.
Ἐπειδή τό κέντρο τῆς ζωῆς του ἦταν ὁ Θεός καί ἡ μέλλουσα κρίση, γι’ αὐτό καί πίστευε ἀκραδάντως ὅτι σέ ὅλες τίς ἐνέργειές μας θά λειτουργήσουν οἱ λεγόμενοι πνευματικοί νόμοι. Ἔχω συγκεκριμένα παραδείγματα καί ἐκκλησιαστικές περιπτώσεις, πού δέν θά ἤθελα νά ἀναφέρω αὐτήν τήν στιγμή, πού ἦταν πολύ συνταρακτικά γιά τήν ἐποχή ἐκείνη, καί γιά τίς ὁποῖες μοῦ ἔλεγε ὅτι αὐτό φαίνεται ὅτι εἶναι ἄδικο φαινομενικά, ἀλλά ἐδῶ λειτουργοῦν οἱ πνευματικοί νόμοι, γιά τήν ὠφέλεια τοῦ συγκεκριμένου ἐκκλησιαστικοῦ ἡγέτου. Καί ἄλλες φορές μοῦ ἔλεγε ὅτι καί στό μέλλον θά δῆς, ὡς νεώτερος πού εἶσαι, νά λειτουργοῦν οἱ πνευματικοί νόμοι. Ἀκριβῶς αὐτό τόν ἔκανε νά εἶναι προσεκτικός στίς ἀποφάσεις του, καί κυρίως στίς ψηφοφορίες πού γίνονταν στήν Ἱερά Σύνοδο. Δέν ἔβλεπε τό προσωπικό του συμφέρον, ἀλλά κυρίως τό νά μήν ἀδικήση τούς ἀνθρώπους καί νά μή γίνη αὐτό αἰτία νά λειτουργήσουν ἀναποφεύκτως καί ἀδηρίτως οἱ πνευματικοί νόμοι.
Στήν συνέχεια κατά τρόπο ἀρνητικό θά καταγράψω τί δέν ἦταν ὁ ἀείμνηστος Μητροπολίτης, πού τόν καθιστοῦσε ὀρθόδοξο Ἱεράρχη μέ ἐκκλησιαστικό φρόνημα καί τό ὁποῖο εἶναι διαφορετικό ἀπό τήν συνήθη πρακτική, ὅπως τό παρατηρῶ καθημερινῶς μέσα στίς Συνεδριάσεις τῆς Ἱερᾶς Συνόδου καί ὅπως, δυστυχῶς, δημοσιοποιοῦνται καί προκαλοῦν σκανδαλισμό τῶν πιστῶν.
Ὁ ἀείμνηστος δέν ἀνῆκε σέ συγκεκριμένες ὁμάδες Ἀρχιερέων, πού ἀναλαμβάνουν νά προωθήσουν διάφορα σχέδια γιά νά ἐπικρατήσουν μέσα στήν Ἱεραρχία. Ὄχι μόνον δέν συγκροτοῦσε κάποια ὁμάδα Ἀρχιερέων, ἀλλά καί δέν ἐνέτασσε τόν ἑαυτό του σέ κάποια ἀπό αὐτές, πού εἶναι φυσικό νά ὑπάρχουν. Μεγάλη ἀδελφική ἐπικοινωνία εἶχε μέ τόν ἀείμνηστο Μητροπολίτη Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανῆς καί Κονίτσης κυρό Σεβαστιανό, μιά μεγάλη μορφή στήν σύγχρονη Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας, πού καί ἐκεῖνος εἶχε φόβο Θεοῦ καί σύννοια. Ἐπίσης ἐπικοινωνία εἶχε μέ τόν Μητροπολίτη πρ. Ὕδρας κ. Ἱερόθεο καί τόν ἀείμνηστο Μητροπολίτη Κερκύρας κυρό Πολύκαρπο.
Ὁ ἀείμνηστος Καλλίνικος δέν ἔκανε ἀντιπολίτευση στόν ἑκάστοτε Ἀρχιεπίσκοπο. Ὅταν δέν συμφωνοῦσε καί μέ τόν ἀείμνηστο Ἱερώνυμο καί μέ τόν ἀείμνηστο Σεραφείμ ἔλεγε τήν ἄποψή του, χωρίς νά τούς ἀντιπολιτεύεται. Καί αὐτό φαίνεται ἀπό τό γεγονός ὅτι ψήφιζε τίς προτάσεις τους, ἀκόμη καί γιά τούς προτεινομένους πρός ἀρχιερατεία, ὅταν γνώριζε ὅτι τό προτεινόμενο πρόσωπο εἶναι καλό. Τό λέγω αὐτό, γιατί μερικοί, ἐπειδή δέν συμφωνοῦν μέ τό ἰσχύον σύστημα ἐκλογῆς Ἀρχιερέων, ἀφοῦ ὁ ὑποψήφιος προτείνεται ἀπό τόν Ἀρχιεπίσκοπο, δέν ψηφίζουν τόν προταθέντα ἤ ρίπτουν λευκό ψηφοδέλτιο ἤ δέν συμμετέχουν στίς διαδικασίες. Ἐκεῖνος ὅμως ἐξέταζε τό συγκεκριμένο πρόσωπο καί τό ψήφιζε, ἔστω κι ἄν εἶχε καλύτερο πρόσωπο νά προτείνη ὁ ἴδιος ἤ ἔστω κι ἄν ἦταν στενοχωρημένος πού δέν τόν ρωτοῦσε ὁ Ἀρχιεπίσκοπος.
Ὁ ἀείμνηστος Καλλίνικος δέν εἶχε διασυνδέσεις μέ δημοσιογράφους γιά νά προβάλλη τόν ἑαυτό του ἤ νά δίνη πληροφορίες. Καί ὄχι μόνον αὐτό, ἀλλά ἀπέφευγε καί τήν ἐπικοινωνία μαζί τους, ἀκόμη καί στό ἐπίπεδο τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως. Καί αὐτό εἶναι σημαντικό, γιατί πολλοί, ἀκόμη καί Κληρικοί, ὡς κύριο μέλημά τους ἔχουν τό πῶς θά διατηροῦν διασυνδέσεις μέ παράγοντες τῶν Μέσων Μαζικῆς Ἐνημέρωσης, προκειμένου νά προωθήσουν προσωπικές ἐπιδιώξεις ἤ νά ἔχουν τά νῶτα τους καλυμμένα ἤ νά διασύρουν κάποιους ἄλλους ἀδελφούς.
Ὁ ἀείμνηστος Καλλίνικος, ὅταν ἐπέστρεφε στήν Ἔδεσσα ἀπό τίς Συνεδριάσεις, τόσο ἀπό τήν Ἱεραρχία ὅσο καί ἀπό τήν Διαρκῆ Ἱερά Σύνοδο, δέν σχολίαζε τά ὅσα συνέβαιναν ἐκεῖ, δέν μᾶς ἐνημέρωνε γιά τά ὅσα γίνονταν καί λέγονταν στίς Συνεδριάσεις. Πολλές φορές, ὅταν μαθαίναμε ἀπό τίς ἐφημερίδες διάφορες ἐκρηκτικές καταστάσεις καί διαπληκτισμούς ἀπό Συνεδριάσεις τῆς Ἱερᾶς Συνόδου καί τόν ρωτούσαμε σχετικά, ἐκεῖνος ἀπέφευγε νά τά σχολιάση ἤ νά τά ἐπαναλάβη, πάντοτε δέ εὕρισκε τρόπο νά διορθώνη μερικές πληροφορίες. Καί αὐτό τό ἔκανε γιατί δέν ἤθελε νά μᾶς σκανδαλίση οὔτε νά ἐκθέση διαφόρους ἀδελφούς του. Ἤθελε νά ἔχουμε πολύ ψηλά τήν εἰκόνα τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν Συνεδριάσεων τῆς Ἱερᾶς Συνόδου. Ἦταν ἀποτροπιαστικό σέ αὐτόν ἡ νοοτροπία πού νεαροί Κληρικοί «κουτσομπολεύουν» διάφορα ἐκκλησιαστικά πρόσωπα καί γεγονότα, ἔχουν γνωριμίες μέ Ἀρχιερεῖς καί μεταφέρουν τῇδε κἀκεῖσε διάφορες πληροφορίες, ἀσχολούμενοι μέ τά λεγόμενα «πολιτικά» τῆς Ἐκκλησίας. Ἤθελε οἱ Κληρικοί καί μάλιστα οἱ ἄγαμοι νεαροί Κληρικοί νά ἀσχολοῦνται μέ τά πνευματικά τῆς Ἐκκλησίας, τό κήρυγμα, τήν ποιμαντική καθοδήγηση καί νά ἔχουν ὑγιές ἐκκλησιαστικό φρόνημα, ἀπηλλαγμένο ἀπό τήν νοοτροπία τοῦ πεζοδρομίου. Καί τό ἔκανε αὐτό γιατί γνώριζε ὅτι Κληρικοί, πού ἔχουν μιά τέτοια συμπεριφορά, δέν ἔχουν καλή ἐξέλιξη μέσα στήν Ἐκκλησία. Καί αὐτό τό ἐντόπιζε καί ἀπό τήν πλευρά τῶν Ἀρχιερέων, καί ὑποστήριζε τήν ἄποψη ὅτι γιά τήν κατάσταση πού ὑπάρχει στήν Ἐκκλησία σέ μεγάλο βαθμό εὐθύνονται οἱ Γέροντές τους πού τούς μετέδωσαν αὐτό τό ἀντιεκκλησιαστικό φρόνημα καί ἦθος. Ἔλεγε συχνά ὅτι ἔχουν μεγάλη εὐθύνη οἱ Ἀρχιερεῖς, γιατί μέ τόν τρόπο πού παιδαγωγοῦν τά πνευματικά τους παιδιά, τούς Κληρικούς τους, κατασκευάζουν τό κλίμα τῆς αὐριανῆς Ἱεραρχίας, ἀφοῦ διαμορφώνουν Ἱεράρχες κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσή τους.
Ἐπίλογος
Ἄρχισα τήν εἰσήγησή μου ἀναφέροντας τήν ἀρχή τοῦ κειμένου πού ἔγραψε ἕνα ἔτος μετά τήν κοίμησή του ἡ κ. Βάσω Μελικίδου στήν ἐφημερίδα «Ἐδεσσαϊκή». Τώρα τελειώνοντας θά ἤθελα νά κατακλείσω τόν λόγο μέ τό τέλος τοῦ ἐμπειρικοῦ καί αὐθόρμητου καί γνήσιου αὐτοῦ κειμένου.Ἔγραφε:
«Ἡ πόλη, σχέση ὀργανική. Ὁ κάμπος πού ὅριζε τό βλέμμα σου. Τό ἀρχοντικό σου, ὅριο τοῦ νόστου μας.
Στοιχεῖα τῆς ζωῆς μας ὁ ἑσπερινός τοῦ Σαββάτου, οἱ ἀρχιερατικές λειτουργίες πράξεις ποιητικές. Μέ τό χρυσοκίτρινο ἄμφιο στό ἱερό τῆς Ἁγίας Σκέπης, διάφανος τήν στιγμή πού ἔγνοιά του πύκνωνε στήν προσευχή γιά τήν ἄμπελο: «...ἐπίβλεψον ... καί ἴδε... καί ἐπίσκεψαι τήν ἄμπελον ταύτην... ». Ὑπάρχουν πράγματα πού δέν ἀνακαλοῦνται ποτέ. Γιά τή μνήμη μας χῶροι ἐφ’ ἅπαξ σημαδεμένοι.
Ἤρεμη, παμπάλαιη θλίψη στά στενά τῆς Ἁγίας Κυριακῆς, τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, τῆς Κοιμήσεως.
Ἡ ἀπουσία ἑνός ἀνθρώπου πού ἀγάπησε μυστικά καί ἔζησε βαθιά τήν πόλη εἶναι ἐξίσου καθοριστική ὅσο καί ἡ παρουσία του.
Ἕνας κεκοιμημένος ἅγιος εὐεργετεῖ καί μέ τό σῶμα του, τόν τόπο πού κρατάει τό σῶμα του. Ἡ βροχή ἐνεργοποιεῖ τήν εὐλογία τοῦ σώματος τῶν κεκοιμημένων ἁγίων».
Καί συνεχίζω τόν λόγο αὐτό κατακλείοντάς τον.
Συνεχής ἡ παρουσία σου, ἀείμνηστε Γέροντα.
Λειτουργεῖς ἀένναα στήν οὐράνια Ἐκκλησία, τήν πανήγυρη τῶν πρωτοτόκων τῶν ἀπογεγραμμένων ἐν οὐρανοῖς, συμμετέχοντας στήν ἄκτιστη θεία Λειτουργία.
Ἔζησες μαρτυρικά καί κοιμήθηκες ὁσιακά, ὡς πρέπει τοῖς ἁγίοις.
Ἀγάπησες τήν ἐπιφάνεια τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ καί τώρα τήν ἀπολαμβάνεις.
῎Ετσι καταλαβαίνουμε, ἀκοῦμε καί αἰσθανόμαστε τό ἄρωμα τῆς παρουσίας σου. Ὅσο περνᾶ ὁ καιρός τό ἄρωμα τῆς ἀπουσίας σου μετατράπηκε σέ ἄρωμα παρουσίας, καί τώρα γίνεται ἄρωμα οὐρανίου θυσιαστηρίου. Αὐτό τό ἄρωμα δέν προέρχεται ἀπό τό λιβάνι πού ἀγαποῦσες πολύ καί γέμιζες τό θυμιατό κατά τήν θεία Λειτουργία, γιατί ἤθελες νά λειτουργῆς μέσα σέ σύννεφο εὐωδιαστό ἁγιορείτικου θυμιάματος, ἀλλά εἶναι τό ἄρωμα τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ πού σέ περιέβαλε καί τώρα σέ φωτίζει, σέ κάνει διάφανο, ὄχι σωματικά, ἀλλά ψυχικά.
Ἔζησες πτωχικά καί κοιμήθηκες πλούσια καί ὅσο περνᾶ ὁ καιρός πλουτίζεις ἀκόμη πιό πολύ μέ τήν προσθήκη τῶν χαρισμάτων.
Καί ἐμεῖς πού ζοῦμε σ’ αὐτήν τήν κοιλάδα τοῦ κλαυθμῶνος ζητᾶμε περισσότερο τήν εὐλογία σου. Ὄχι ἁπλῶς γιά νά ἀντέξουμε στίς δυσκολίες, ἀλλά γιά νά ἀνεβοῦμε σέ ψηλότερο ἐπίπεδο ζωῆς, στό δικό σου ἐπίπεδο, γιά νά μπορέσουμε νά σέ συναντήσουμε.
Ζητοῦμε τήν συγγνώμη σου, τήν ἀγάπη σου, τήν εὐλογία σου, τίς πρεσβεῖες σου.
«Ὁ γάρ λαός σου καί ἡ Ἐκκλησία σου ἱκετεύουσί σε».
Σεπτέμβριος 2004
ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο Θρησκεία καί Ἐκκλησία στήν κοινωνία