Τό ἄρωμα τῆς παρουσίας

    

Τήν 7ην Αὐ­γού­στου τοῦ 1984 κοι­μή­θη­κε σέ Νο­σο­κο­μεῖ­ο τῆς Ἀ­θή­νας ὁ ἀ­εί­μνη­στος Μη­τρο­πο­λί­της Ἐ­δέσ­σης, Πέλ­λης καί Ἀλ­μω­πί­ας κυ­ρός Καλ­λί­νι­κος. Ἡ ἀ­ντί­στρο­φη μέ­τρη­ση ἄρ­χι­σε τό πρω­ΐ τῆς 6ης Αὐ­γού­στου, τήν ὥ­ρα πού στόν Ἱ­ε­ρό Να­ό τοῦ Νο­σο­κο­μεί­ου τε­λού­σα­με τήν θεί­α Λει­τουρ­γί­α τῆς ἑ­ορ­τῆς τῆς Με­τα­μορ­φώ­σε­ως τοῦ Χρι­στοῦ, τήν ὁ­ποί­α ἑ­ορ­τή τό­σο πο­λύ ἀ­γα­ποῦ­σε καί μι­λοῦ­σε γι­ά τό γε­γο­νός αὐ­τό συ­χνά καί μέ πο­λύ ἐν­θου­σι­α­σμό. Ἀ­πό τό­τε ἄρ­χι­σε ἡ οὐ­σι­α­στι­κή δι­α­δι­κα­σί­α γι­ά τό πέ­ρα­σμά του σέ ἄλ­λο κό­σμο, τόν κό­σμο τῆς δι­α­φά­νει­ας, τῆς εἰ­λι­κρί­νει­ας, τῆς δι­και­ο­σύ­νης, τῆς με­τα­μορ­φώ­σε­ως.

Κα­τά τήν πρώ­τη ἐ­πέ­τει­ο τῆς κοι­μή­σε­ώς του, ἤ­τοι τήν 3 Αὐ­γού­στου τοῦ 1985, πρίν δε­κα­εν­νέ­α χρό­νι­α, ἡ τό­τε φοι­τή­τρι­α τῆς Φι­λο­σο­φι­κῆς Σχο­λῆς Βά­σω Με­λι­κί­δου, σή­με­ρα κα­θη­γή­τρι­α, δι­δά­κτωρ τῆς φι­λο­λο­γί­ας καί Δη­μο­τι­κός Σύμ­βου­λος Ἐ­δέσ­σης, εἶ­χε τό θάρ­ρος καί τήν παρ­ρη­σί­α νά δη­μο­σι­εύ­ση στήν ἐ­φη­με­ρί­δα «Ἐ­δεσ­σα­ϊ­κή» ἕ­να κεί­με­νο μέ τίτ­λο «Tό ἄ­ρω­μα τῆς πα­ρου­σί­ας». Στήν ἀρ­χή τοῦ κει­μέ­νου αὐ­τοῦ ἔ­γρα­φε:
«Εἶ­ναι πο­λύ­τι­μο τό εἶ­δος ἐ­κεῖ­νο τῆς σχέ­σης πού δέν ἔ­χει ἀ­νά­γκη ἀ­πό δε­δο­μέ­να ἐ­ξω­τε­ρι­κά γι­ά νά στα­θεῖ, πού ἀρ­κεῖ­ται σέ ἐ­πι­κοι­νω­νί­ες ὑ­πό­γι­ες. Εἶ­ναι πο­λύ ση­μα­ντι­κό νά μπο­ρεῖς νά μι­λή­σεις γι­ά ἕ­ναν ἄν­θρω­πο χω­ρίς νά εἶ­χες πο­τέ σχέ­ση ἄ­με­σα προ­σω­πι­κή μα­ζί του.

Ὅ­που, ἦ­ταν ἀρ­κε­τό ἕ­να κή­ρυγ­μα μέ τούς γνω­στούς τρυ­φε­ρούς ἐκ­φρα­στι­κούς τρό­πους, τά ὑ­πο­κο­ρι­στι­κά τῆς στορ­γῆς. Λό­γος πού βρί­σκει τήν καρ­δι­ά τοῦ ποι­μνί­ου, πού πλά­θε­ται τήν ἴ­δι­α στιγ­μή πού ἐ­πι­κοι­νω­νεῖ μέ τό ποί­μνι­ο προ­σω­πι­κά. Λό­γος πού ὑ­ψώ­νει τήν γι­ορ­τή καί τήν δι­α­σώ­ζει. Σ’ ἕ­να πα­ρεκ­κλή­σι τήν ἡ­μέ­ρα τοῦ ἁ­γί­ου του. Μι­λά­ει γι­ά τούς μάρ­τυ­ρες χω­ρίς νά χορ­ταί­νει. Μι­λά­ει γι­ά τήν εὐ­λο­γί­α τῶν νε­ρῶν. Ὀ­σμή ἄρ­του καί οἴ­νου.
Ὀ­φθαλ­μός πα­τρι­κός καί προσ­λαμ­βά­νων. Στήν ἐ­ξέ­δρα τῶν πα­ρε­λά­σε­ων, στήν ἀ­γο­ρά τίς κα­θη­με­ρι­νές. Ἡ εὐ­λο­γοῦ­σα χείρ κά­θε στιγ­μή φό­ντο προ­στα­σί­ας καί ἀ­σφά­λει­ας: ὅ,τι συ­νεῖ­χε τήν ζω­ή μας. Πα­νή­γυ­ρις δε­σπο­τι­κή. Τό σχῆ­μα σου μέ τό πε­τρα­χή­λι, τό κα­λυ­μαύ­χι, τόν γι­ορ­τι­νό σάκ­κο. Ἄν­θρω­πος πού ἀ­φή­νει μνή­μη. Ζω­ή πού πό­τι­σε τήν πό­λη».

Εἶ­ναι φα­νε­ρό ὅ­τι στά λό­γι­α αὐ­τά κα­τα­γρά­φε­ται ἡ μνή­μη τοῦ ἀ­ει­μνή­στου Καλ­λι­νί­κου ἕ­να χρό­νο με­τά τήν κοί­μη­σή του, ἀλ­λά ταυ­τό­χρο­να καί ἡ αἴ­σθη­ση τῆς ἀ­που­σί­ας του, πού ἐκ­δη­λω­νό­ταν μέ ἕ­να ἄ­ρω­μα πού ἄ­φη­σε ἡ πα­ρου­σί­α του.

Εἴ­κο­σι χρό­νι­α με­τά τήν κοί­μη­σή του μπο­ρῶ νά δι­α­βε­βαι­ώ­σω ὅ­τι ἀ­πό τό­τε μέ­χρι σή­με­ρα αἰ­σθαν­θή­κα­με «τό ἄ­ρω­μα τῆς πα­ρου­σί­ας του», ὅ­πως τό αἰ­σθα­νό­μα­στε καί σή­με­ρα. Μι­ά Γε­ρό­ν­τισ­σα μο­να­χή μοῦ ἔ­λε­γε κά­πο­τε ὅ­τι, ὅ­ταν προ­σκύ­νη­σε ἕ­να λεί­ψα­νο, «ἄ­κου­σε» τήν εὐ­ω­δί­α του. Δέν αἰ­σθάν­θη­κε, οὔ­τε μύ­ρι­σε τήν εὐ­ω­δί­α τοῦ λει­ψά­νου, ἀλ­λά τήν «ἄ­κου­σε», γι­α­τί ἡ ἀ­κο­ή εἶ­ναι δυ­να­τό­τε­ρη ἀ­πό τήν αἴ­σθη­ση τῆς ὀ­σφρή­σε­ως καί γι­α­τί ὅ­λες οἱ αἰ­σθή­σεις γί­νο­νται μί­α κα­τά τήν δι­άρ­κει­α τῆς ἐ­μπει­ρί­ας. Ἔ­τσι αἰ­σθα­νό­μα­στε καί «ἀ­κοῦ­με» τό ἄ­ρω­μα τῆς πα­ρου­σί­ας τοῦ ἀ­ει­μνή­στου Καλ­λι­νί­κου καί ὄ­χι ἁ­πλῶς τό ἄ­ρω­μα τῆς ἀ­που­σί­ας του. Αὐ­τό τό ἄ­ρω­μα τῆς ἀ­που­σί­ας του τόν πρῶ­το χρό­νο, ἐ­πει­δή ἦ­ταν ἔ­ντο­νη ἡ πα­ρου­σί­α του ὅ­σο ζοῦ­σε, μέ τήν πά­ρο­δο τοῦ χρό­νου αὐ­τό τό ἴ­δι­ο με­τα­τρε­πό­ταν, ὅ­πως τό κα­λό κρα­σί, σέ ἄ­ρω­μα πα­ρου­σί­ας.

Πολ­λοί τόν ἔ­βλε­παν στόν ὕ­πνο τους καί ξυ­πνοῦ­σαν μέ αἴ­σθη­μα εὐ­φο­ρί­ας καί χα­ρᾶς. Ἄλ­λοι πή­γαι­ναν –καί πηγαίνουν– στό μνῆ­μα του, πού ὡς λέ­ξη δεί­χνει τήν ἔ­ντο­νη μνή­μη, καί λάμ­βα­ναν τήν εὐ­χή του, καί βε­βαί­ως δέ­χο­νταν τήν εὐ­λο­γί­α του.

Τό ἄ­ρω­μα τῆς πα­ρου­σί­ας του μέ πε­ρι­έ­βα­λε πά­ντο­τε στήν με­τέ­πει­τα ζω­ή μου. Ὅ­πως γνω­ρί­ζε­τε πο­λυ­κύμαντη ἦ­ταν ἡ ζω­ή μου με­τά τήν κοί­μη­ση τοῦ Γέ­ρο­ντός μου. Με­τα­κι­νή­θη­κα στήν Θή­βα καί τήν Ἀ­θή­να, τήν Συ­ρί­α καί τόν Λί­βα­νο, πα­ρά λί­γο καί στήν Ἀλ­βα­νί­α καί τε­λι­κά τώ­ρα στήν Ναύ­πα­κτο. Δέν ἦ­ταν εὔ­κο­λες αὐ­τές οἱ με­τα­κι­νή­σεις, μέ τίς πολ­λές δυ­σκο­λί­ες, ἰ­δί­ως στόν Λί­βα­νο κα­τά τήν δι­άρ­κει­α τοῦ πο­λέ­μου στήν πε­ρι­ο­χή, πού ἦ­ταν σάν τόν δι­κό μας ἐμ­φύ­λι­ο πό­λε­μο τήν δεκαετία τοῦ ’40, ἀλ­λά καί στήν Ἀ­θή­να μέ­σα σέ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κές συν­θῆ­κες πού γι­ά μέ­να ἦ­ταν ἄ­γνω­στες.

Ζοῦ­σα, ὅ­μως, μέ­σα στήν πα­τρι­κή ἀ­γκά­λη τοῦ ἀ­ει­μνή­στου Καλ­λι­νί­κου. Πά­ντο­τε μέ προ­στά­τευ­ε καί μέ κα­θο­δη­γοῦ­σε τό εὐ­λο­γη­μέ­νο χέ­ρι του. Μέ κα­τηύ­θυ­νε στόν ἐ­κλε­κτό του φί­λο, ἀ­εί­μνη­στο τώ­ρα, Ἀρ­χιμ. Ἐ­πι­φά­νι­ο Θε­ο­δω­ρό­που­λο. Μέ προέ­τρε­ψε πολ­λές φο­ρές, κα­τά τήν δι­άρ­κει­α τοῦ ὕ­πνου, νά συν­δε­θῶ μέ τόν Μη­τρο­πο­λί­τη Θη­βῶν καί Λε­βα­δεί­ας κ. Ἱ­ε­ρώ­νυ­μο, ἀλ­λά καί σέ ἐ­κεῖ­νον ἔ­λε­γε τά ἴ­δι­α γι­ά μέ­να. Μέ πα­ρη­γο­ροῦ­σε κα­τά τίς πολ­λές δυ­σκο­λί­ες πού συ­να­ντοῦ­σα στήν ζω­ή μου. Καί τό βρά­δυ, με­τα­ξύ ἐ­κλο­γῆς σέ Μη­τρο­πο­λί­τη Ναυ­πά­κτου καί τῆς χει­ρο­το­νί­ας, ἐμ­φα­νί­σθη­κε ὅ­λος χα­ρά στόν ὕ­πνο τοῦ Μη­τρο­πο­λί­του Θη­βῶν καί Λε­βα­δεί­ας κ. Ἱ­ε­ρω­νύ­μου, τρό­πον τι­να εὐ­χα­ρι­στώ­ντας τον, ὅ­πως ἐ­κεῖ­νος μοῦ εἶ­πε κα­τά τήν δι­άρ­κει­α τῆς χει­ρο­το­νί­ας μου, γι­α­τί συ­νήρ­γη­σε στήν ἐ­κλο­γή μου. Καί τώ­ρα, κα­τά τήν δι­άρ­κει­α τῆς ἀρ­χι­ε­ρα­τι­κῆς μου δι­α­κο­νί­ας, τόν ἔ­χω συ­νε­χῶς κο­ντά μου, ὄ­χι μό­νον μέ τήν μνή­μη τῆς καρ­δι­ᾶς καί τοῦ μυ­α­λοῦ, ἀλ­λά καί μέ τήν αἴ­σθη­ση τῆς πα­ρου­σί­ας του.

Τό ἄ­ρω­μα τῆς πα­ρου­σί­ας του τό αἰ­σθάν­θη­κα δυ­να­τά ὅ­ταν ὁ Ἀρ­χι­μαν­δρί­της Ἰ­ω­ήλ Φρα­γκά­κος –ὁ ὁ­ποῖ­ος ἦλ­θε στήν Ἔ­δεσ­σα μέ ἐ­πί­μο­νη πρό­σκλη­ση τοῦ ἀ­ει­μνή­στου Καλ­λι­νί­κου, πού στήν συ­νέ­χει­α καί τόν χει­ρο­τό­νη­σε σέ Δι­ά­κο­νο καί σέ Πρε­σβύ­τε­ρο καί τόν ἀ­γά­πη­σε– ἀ­μέ­σως με­τά τήν ἐ­κλο­γή του σέ Μη­τρο­πο­λί­τη Ἐ­δέσ­σης, Πέλ­λης καί Ἀλ­μω­πί­ας, εἰ­σῆλ­θε στήν αἴ­θου­σα τῶν Συ­νε­δρι­ά­σε­ων τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Συ­νό­δου γι­ά νά δώ­ση τό μι­κρό μή­νυ­μα καί νά ἀ­πο­δε­χθῆ τήν ἐ­κλο­γή του. Αἰ­σθα­νό­μουν ἔ­ντο­να νά τόν προ­σα­γά­γη ὁ ἀ­εί­μνη­στος Καλ­λί­νι­κος καί ἀ­να­λύ­θη­κα σέ δά­κρυ­α μέ­σα στήν με­γά­λη αἴ­θου­σα τῶν Συ­νε­δρι­ά­σε­ων τῆς Ἱ­ε­ραρ­χί­ας.

Τό ἄ­ρω­μα τῆς πα­ρου­σί­ας του τό αἰ­σθα­νό­μα­στε ὅ­λοι κα­τά τήν ἐ­πι­σκο­πι­κή δι­α­κο­νί­α τοῦ Σεβ. Μη­τρο­πο­λί­του Ἐ­δέσ­σης, Πέλ­λης καί Ἀλ­μω­πί­ας κ. Ἰ­ω­ήλ. Ἐ­κεῖ­νος εἶ­ναι δί­πλα του καί τόν κα­τευ­θύ­νει. Ἀ­πο­δεί­χθη­κε ἄ­ξι­ος νά γί­νη δι­ά­δο­χός του στήν εὐ­λο­γη­μέ­νη αὐ­τή Ἐ­πι­σκο­πή μέ τούς ἐ­κλε­κτούς Χρι­στι­α­νούς της καί ἦλ­θε ὁ και­ρός νά ἐκ­πλη­ρω­θῆ ἡ εὐ­χή τήν ὁ­ποί­α ὑ­πα­γό­ρευ­σε κλαί­γο­ντας στήν δι­α­θή­κη του, λί­γο πρίν ἀ­να­χω­ρή­ση γι­ά τήν ἐγ­χεί­ρι­ση στό Λον­δί­νο, πού ἦ­ταν ἡ ἀ­ντί­στρο­φη μέ­τρη­ση τῆς ἐ­ξό­δου του ἀ­πό αὐ­τήν τήν ζω­ή, νά γί­νη, δη­λα­δή, ἡ Ἐ­πι­σκο­πή αὐ­τή τμῆ­μα τοῦ Πα­ρα­δεί­σου. Καί, βε­βαί­ως, τό ἄ­ρω­μα τῆς πα­ρου­σί­ας του τό αἰ­σθα­νό­μα­στε αὐ­τές τίς ἡ­μέ­ρες ὅ­λοι μας πού ἑ­ορ­τά­ζου­με τήν εἰ­κο­σα­ε­τί­α ἀ­πό τήν ὁ­σι­α­κή καί ἐ­ξα­γι­α­σμέ­νη κοί­μη­σή του.


1. Τό «κό­σμη­μα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας»

   

Τό ἔ­τος 1998 ἐ­ξέ­δω­σα ἕ­να βι­βλί­ο μέ τίτ­λο «Κό­σμη­μα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας», 771 σε­λί­δων, στό ὁ­ποῖ­ο σκι­α­γρα­φοῦ­σα τήν ζω­ή καί πο­λι­τεί­α τοῦ ἀ­ει­μνή­στου Μη­τρο­πο­λί­του. Βέ­βαι­α, ἡ ἀρ­χή ἔ­γι­νε μέ τό πρῶ­το βι­βλί­ο πού ἐκ­δό­θη­κε ἀ­μέ­σως με­τά τήν κοί­μη­σή του μέ τίτ­λο «Μαρ­τυ­ρί­α ζω­ῆς». Ἐ­δῶ θά ἤ­θε­λα νά ἐ­κμυ­στη­ρευ­θῶ ὅ­τι ἕ­να ἀ­πό τά κε­φά­λαι­α τοῦ βι­βλί­ου, μέ τίτ­λο «Ἄν­θρω­πος τοῦ Θε­οῦ» τό ἔ­γρα­ψα θά ἔ­λε­γα ὡς ζω­γρά­φος. Ὅ­πως ὁ ζω­γρά­φος ἀ­πο­τυ­πώ­νει σέ ἕ­να κομ­μά­τι ξύ­λου τήν φύ­ση πού βλέ­πει ἐ­κεί­νη τήν στιγ­μή, ἔ­τσι καί ἐ­γώ ἀ­πο­τύ­πω­να τίς σκέ­ψεις μου γι­ά τόν ἀ­εί­μνη­στο Ἱ­ε­ράρ­χη, πά­νω σέ ἕ­να χαρ­τί, βλέ­πο­ντάς τον στό κρεβ­βά­τι τοῦ πό­νου του, στό Νο­σο­κο­μεῖ­ο, ὅ­ταν ἀρ­γο­πέ­θαι­νε. Εἶ­χα τό κου­ρά­γι­ο νά τόν βλέ­πω στό κρεβ­βά­τι καί νά γρά­φω. Μέ εἶ­χε ἑλ­κύ­σει καί μα­γέ­ψει ὁ τρό­πος τῆς προ­ο­δευ­τι­κῆς κοι­μή­σε­ώς του πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πό τόν τρό­πο τῆς ζω­ῆς του καί τῆς ποι­μα­ντι­κῆς του δι­α­κο­νί­ας.

Τε­λι­κά, τό βι­βλί­ο «Κό­σμη­μα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας» εἶ­ναι πι­ό ὁ­λο­κλη­ρω­μέ­νο ἀ­πό τό «Μαρ­τυ­ρί­α ζω­ῆς» καί ἐκ­θέ­τει ἀ­νά­γλυ­φα καί δι­ε­ξο­δι­κά τήν ζω­ή του ἀ­πό τήν παι­δι­κή του ἡ­λι­κί­α, τήν ποι­μαν­τι­κή του δι­α­κο­νί­α ὡς Ἱ­ε­ρέ­ως καί Ἐ­πι­σκό­που, καί τόν τρό­πο τῆς κοι­μή­σε­ώς του.

Ὁ τίτ­λος «Κό­σμη­μα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας» ἐ­λή­φθη ἀ­πό φρά­σεις τεσ­σά­ρων προ­σώ­πων πού ἀ­γά­πη­σαν πο­λύ τόν ἀ­εί­μνη­στο καί τόν χα­ρα­κτή­ρι­σαν μέ αὐ­τόν τόν τρόπο. Πρό­κει­ται γι­ά τόν Ἀρ­χι­ε­πί­σκο­πο Ἀλ­βα­νί­ας κ. Ἀ­να­στά­σι­ο, τόν Σε­βα­σμι­ώ­τα­το Μη­τρο­πο­λί­τη πρώ­ην Ὕ­δρας κ. Ἱ­ε­ρό­θε­ο, παι­δι­κό του φί­λο καί ἀ­δελ­φό του πνευ­μα­τι­κό, τόν ἀ­εί­μνη­στο Ἀρ­χιμ. Ἐ­πι­φά­νι­ο Θε­ο­δω­ρό­που­λο, φίλ­τα­τό του ἀ­δελ­φό, μέ τόν ὁ­ποῖ­ο εἶ­χαν κα­θη­με­ρι­νή ἐ­πι­κοι­νω­νί­α, καί τόν ἀ­εί­μνη­στο Σω­κρά­τη Στί­γκα, δι­κη­γό­ρο, συμ­μα­θη­τή του ἀ­πό τό Γυ­μνά­σι­ο Θέρ­μου. Ὁ ὑ­πό­τιτ­λος τοῦ βι­βλί­ου «Βί­ος καί πο­λι­τεί­α τοῦ τα­πει­νοῦ καί πρά­ου Ἐ­πι­σκό­που κο­σμή­σα­ντος την Ἐκ­κλη­σί­αν τοῦ Χρι­στοῦ ἀ­ει­μνή­στου Μη­τρο­πο­λί­του Ἐ­δέσ­σης Καλ­λι­νί­κου» προ­έρ­χε­ται ἀ­πό κεί­με­νο τό ὁ­ποῖ­ο ἔ­γρα­ψε με­τά τήν κοί­μη­σή του ὁ Ἀρ­χιμ. Ἐ­πι­φά­νι­ος Θε­ο­δω­ρό­που­λος, ἡ με­γά­λη αὐ­τή φυ­σι­ο­γνω­μί­α τῶν νε­ω­τέ­ρων χρό­νων.

Ἐν­θυ­μοῦ­μαι ὅ­τι τό με­γα­λύ­τε­ρο τμῆ­μα τοῦ βι­βλί­ου τό ἔ­γρα­ψα κα­τά τήν δι­άρ­κει­α σα­ρά­ντα ἡ­με­ρῶν καί μά­λι­στα κα­τά τήν διάρ­κει­α μι­ᾶς Σα­ρα­κο­στῆς, σέ ἕ­να μι­κρό δι­α­μέ­ρι­σμα τῶν Κά­τω Πα­τη­σί­ων στήν Ἀ­θή­να, στό ὁ­ποῖ­ο ἔ­με­να ἐ­κεῖ­νον τόν και­ρό. Μέ­ρα-νύ­κτα ζοῦ­σα συ­νε­χῶς μέ τήν μορ­φή του. Ση­κω­νό­μουν τό πρω­ΐ καί ἔ­γρα­φα. Στήν συ­νέ­χει­α πή­γαι­να στό Γρα­φεῖ­ο στήν Ἱ­ε­ρά Ἀρ­χι­ε­πι­σκο­πή Ἀ­θη­νῶν, ὅ­που ὑ­πη­ρε­τοῦ­σα ὡς Ἱ­ε­ρο­κή­ρυξ καί Δι­ευ­θυ­ντής Νε­ό­τη­τος, καί ἐ­πέ­στρε­φα γρή­γο­ρα στό σπί­τι γι­ά νά συ­νε­χί­σω τό γρά­ψι­μο. Μέ­σα στόν Ἠ­λε­κτρι­κό Σι­δη­ρό­δρο­μο σκε­φτό­μουν τί θά γρά­ψω στήν συ­νέ­χει­α, καί, μό­λις ἐ­πέ­στρε­φα στό σπί­τι, κα­θό­μουν ἀ­μέ­σως στήν γρα­φο­μη­χα­νή γι­ά νά γρά­ψω. Δέν ἔ­κα­να οὔ­τε δι­α­κο­πές, οὔ­τε ἀ­πο­γευ­μα­τι­νές ἐ­ξό­δους, πα­ρά μό­νον ἔ­κα­να τά ἀ­πα­ραί­τη­τα. Ζοῦ­σα μί­α πνευ­μα­τι­κή μέ­θη καί εἶ­χα τήν αἴ­σθη­ση τῆς πνευ­μα­τι­κῆς πα­ρου­σί­ας τοῦ ἀ­ει­μνή­στου Ἱ­ε­ράρ­χου.

Δέν θά κά­νω πε­ρί­λη­ψη τοῦ βι­βλί­ου αὐ­τοῦ, γι­α­τί ὁ ἀ­να­γνώ­στης μπο­ρεῖ νά δι­α­βά­ση καί νά ζή­ση τό ἴ­δι­ο τό βι­βλί­ο πού πε­ρι­γρά­φει τήν ὁ­σί­α ζω­ή καί τό ὁ­σι­α­κό τέ­λος τοῦ ἀ­ει­μνή­στου Μη­τρο­πο­λί­του, ἀλ­λά μό­νον θά ἤ­θε­λα νά πα­ρα­θέ­σω με­ρι­κές φρά­σεις ἀ­πό τίς κρί­σεις τῶν ἀ­να­γνω­στῶν τοῦ βι­βλί­ου αὐ­τοῦ οἱ ὁ­ποῖ­ες εἶ­ναι ἀ­πό­λυ­τα εἰ­λι­κρι­νεῖς καί ὄ­χι συμ­βα­τι­κές. Ἴ­σως θά ἔ­πρε­πε κά­πο­τε νά δη­μο­σι­ευ­θοῦν ὅ­λες οἱ ἐ­πι­στο­λές πού ἔ­λα­βα καί οἱ βι­βλι­ο­κρι­σί­ες γι­ά τό βι­βλί­ο αὐ­τό.

Ὁ Οἰ­κου­με­νι­κός Πα­τρι­άρ­χης κ. Βαρ­θο­λο­μαῖ­ος με­τα­ξύ τῶν ἄλ­λων ἔ­γρα­ψε: «...με­τ’ ἐν­δι­α­φέ­ρο­ντος καί συ­γκι­νή­σε­ως δι­ε­ξερ­χό­με­θα ὀ­λί­γον κα­τ’ ὀ­λί­γον κα­τά τόν ἐ­λά­χι­στον ἐ­λεύ­θε­ρον χρό­νον ἡ­μῶν», καί στήν συ­νέ­χει­α πα­ρα­τη­ρεῖ ὅ­τι τό βι­βλί­ο αὐ­τό πε­ρί τοῦ ἀ­ει­μνή­στου Καλ­λι­νί­κου κο­μί­ζει «τό ἄ­ρω­μα τῆς δι­α­χρο­νι­κῆς ἁ­γι­ό­τη­τος ἐν τῷ κό­σμῳ δι­ά τῆς ἐ­πι­τυ­χοῦς σκι­α­γρα­φή­σε­ως τῆς ὁ­σί­ας μορ­φῆς καί τοῦ χρι­στο­μι­μή­του ἔρ­γου τοῦ ἀ­οι­δί­μου... Μη­τρο­πο­λί­του Ἐ­δέσ­σης, Πέλ­λης κυ­ροῦ Καλ­λι­νί­κου».

Ὁ Ἀρ­χι­ε­πί­σκο­πος Ἀ­θη­νῶν καί Πά­σης Ἑλ­λά­δος κ. Χρι­στό­δου­λος ἔ­γρα­ψε: «Ἐ­γνώ­ρι­ζα τόν σε­βα­στόν Γέ­ρο­ντα, τόν ὁ­ποῖ­ον βα­θύ­τα­τα ἐ­κτι­μοῦ­σα καί ἐ­σε­βό­μην ὡς μί­αν ἁ­γι­α­σμέ­νην πνευ­μα­τι­κήν φυ­σι­ο­γνω­μί­αν. Ὅ­ποι­ος μά­λι­στα εἶ­χε τήν εὐ­λο­γί­αν νά τόν συ­να­ντή­σει, πο­λύ δέ πε­ρισ­σό­τε­ρον ἐκ τοῦ σύ­νεγ­γυς νά τόν γνω­ρί­σει, δι­ε­πί­στω­νε ὅ­τι πρό­κει­ται πε­ρί μι­ᾶς σπου­δαί­ας καί χα­ρι­σμα­τι­κῆς προ­σω­πι­κό­τη­τος, τῆς ὁ­ποί­ας τά κα­τ’ ἐ­ξο­χήν δι­α­κρι­τι­κά στοι­χεῖ­α ἦ­σαν τό ἀ­νυ­πό­κρι­τον ὕ­φος, ἡ ἀ­νε­ξι­κα­κί­α καί ἡ πρα­ό­της σέ συν­δυ­α­σμό μέ τό ἀ­νε­πί­λη­πτον τοῦ βί­ου του».

Ὁ Σεβ. Μη­τρο­πο­λί­της Ἐ­δέσ­σης, Πέλ­λης καί Ἀλ­μω­πί­ας κ. Ἰ­ω­ήλ, ὡς Ἀρ­χι­μαν­δρί­της, ὅ­ταν δι­ά­βα­σε τό βι­βλί­ο μοῦ ἔ­γρα­ψε ἐ­πι­στο­λή, στήν ὁ­ποί­α με­τα­ξύ τῶν ἄλ­λων ἔ­γρα­φε: «Εἰ­λι­κρι­νῶς Σᾶς γρά­φω, συ­νε­κι­νή­θην βα­θέ­ως καί ἐ­δό­ξα­σα τόν Θε­όν. Ἀ­να­μνή­σεις λει­τουρ­γι­καί, συ­νέ­δρι­α ἱ­ε­ρα­τι­κά, ὁ­μι­λί­αι ἐ­ποι­κο­δο­μη­τι­καί καί ἰ­δί­ως τό ἦ­θος τοῦ ἁ­γί­ου, τα­πει­νοῦ καί μα­κα­ρι­ω­τά­του (ὄ­ντως μα­κα­ρι­ω­τά­του) Ἱ­ε­ράρ­χου ἦλ­θον εἰς τήν μνή­μην μου καί δέν τό ἀ­πο­κρύ­πτω, ἐ­δη­μι­ούρ­γη­σαν εἰς ἐ­μέ νο­σταλ­γι­κάς εἰ­κό­νας τῆς ἱ­ε­ρα­τι­κῆς μου νε­ό­τη­τος. Θέ­λω νά γνω­ρί­ζε­τε ὅ­τι ἐ­ξει­κο­νί­σα­τε θαυ­μα­σί­ως τήν μορ­φήν τοῦ σε­βα­στοῦ μας Γέ­ρο­ντος».

Ὁ Σε­βα­σμι­ώ­τα­τος Μη­τρο­πο­λί­της πρώ­ην Ὕ­δρας κ. Ἱ­ε­ρό­θε­ος, ἀ­γα­πη­τός καί ἐκ νε­ό­τη­τος φί­λος τοῦ ἀ­ει­μνή­στου, ἔ­γρα­ψε θερ­μό­τα­το γράμ­μα με­τά τήν ἀ­νά­γνω­ση τοῦ βι­βλί­ου «Κό­σμη­μα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας», τό ὁ­ποῖ­ο, ὅ­πως γρά­φει, ἀ­να­φέ­ρε­ται «εἰς τόν παμ­φίλ­τα­τον ἀ­δελ­φόν καί ἀ­λη­σμό­νη­τον φί­λον, εἰς τόν ἐξ ἀ­πέ­φθου χρυ­σοῦ ἐρ­γά­την τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, δοῦ­λον καί ἄρ­χο­ντα αὐ­τῆς, κο­σμή­σα­ντα καί κο­σμοῦ­ντα τόν ἐ­πί­γει­ον καί οὐ­ρά­νι­ον ἐκ­κλη­σι­α­στι­κόν θρό­νον, ἀν­δρεί­ως προ­κιν­δυ­νεύ­σα­ντα εἰς πρω­το­πο­ρει­α­κούς ἐκ­κλη­σι­α­στι­κούς ἀ­γῶ­νας, δι­α­κρι­θέ­ντα εἰς τάς πρώ­τας γραμ­μάς τῆς πα­ρα­τά­ξε­ως Κυ­ρί­ου εἰς «ἄν­δρα τέ­λει­ον», ἀ­νυ­πο­στό­λως καί ἀ­γογ­γύ­στως βα­στά­σα­ντα τόν βα­ρύν σταυ­ρόν ἐ­πω­δύ­νου ἀ­σθε­νεί­ας καί τόν βα­ρύν κά­μα­τον τῆς κα­θ’ ἡ­μέ­ραν μά­χης πρός ὁ­ρα­τούς καί ἀ­ο­ρά­τους ἐ­χθρούς, ὅ­λας τάς ἡ­μέ­ρας καί τάς νύ­κτας τῶν 64 ἐ­τῶν βι­ο­τῆς του». Μέ τό βι­βλί­ο αὐ­τό προ­σφέ­ρα­τε «τήν ἀ­πό τῆς γεν­νή­σε­ως μέ­χρι τῆς ἡ­μέ­ρας τῆς κοι­μή­σε­ως αὐ­τοῦ ζῶ­σαν καί συ­γκλο­νι­στι­κήν ἱ­στο­ρί­αν ἑ­νός συγ­χρό­νου ἁ­γί­ου».

Ὁ Πα­νο­σι­ολ. Κα­θη­γού­με­νος τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Μο­νῆς Ὁ­σί­ου Γρη­γο­ρί­ου Ἀρ­χιμ. Γε­ώρ­γι­ος, με­τα­ξύ τῶν ἄλ­λων ἔγραψε:
«Δι­ε­ξερ­χό­με­θα τάς σε­λί­δας του καί θαυ­μά­ζο­μεν δι­ά τήν ἁ­γιό­τη­τά του, ἀλ­λά καί δι­ά τήν πλη­ρό­τη­τα καί εὐ­ρύ­τη­τα τῆς ποι­μα­ντι­κῆς του δι­α­κο­νί­ας.
Ἐν τῇ καρ­δί­ᾳ του ἡ­συ­χα­στής καί συγ­χρό­νως ἀ­κα­τα­πό­νη­τος ποι­μήν καί ἱ­ε­ρα­πό­στο­λος. Συν­δυ­α­σμός δυ­σεύ­ρε­τος. Πῶς νά λη­σμο­νή­σω­μεν τό πρᾶ­ον, τό ἀ­νε­ξί­κα­κον, τό φι­λάν­θρω­πον, τό προ­ση­νές, τό κα­τα­νυ­κτι­κόν, τό σο­βα­ρόν, τό ἁ­πλοῦν τῆς ἁ­γί­ας προ­σω­πι­κό­τη­τός του; Εὐ­χα­ρι­στοῦ­μεν τόν Κύ­ρι­ον δι­ό­τι ἠ­ξι­ώ­θη­μεν νά τόν γνω­ρί­σω­μεν ἀλ­λά καί νά λά­βω­μεν τήν εὐ­λο­γί­αν του κα­τά τήν ἀρ­χήν τῆς ἐν Ἁ­γί­ῳ Ὄ­ρει ἐ­γκα­τα­βι­ώ­σε­ώς μας. Αἱ ὁ­μι­λί­αι του εἰς τήν Ἱ­ε­ράν Μο­νήν μας μέ­νουν ἀ­νε­ξί­τη­λοι εἰς τάς καρ­δί­ας μας καί ἰ­δι­αι­τέ­ρως χαί­ρο­μεν δι­ό­τι δη­μο­σι­εύ­ε­τε αὐ­τάς... Χαι­ρό­με­θα ἰ­δι­αι­τέ­ρως, Σε­βα­σμι­ώ­τα­τε, δι­ό­τι ἐ­κο­πι­ά­σα­τε δι­ά νά τι­μή­σε­τε καί προ­βά­λε­τε τό φω­τει­νόν πα­ρά­δειγ­μα τοῦ ἁ­γί­ου Γέ­ρο­ντός Σας... Ἐ­πι­κα­λού­με­θα καί τώ­ρα τάς εὐ­χάς του εἰς τόν μο­να­χι­κόν μας ἀ­γώ­να. Μα­κά­ρι καί μέ τάς ἰ­δι­κάς Σας ἁ­γί­ας εὐ­χάς, νά μι­μη­θῶ­μεν τάς ἁ­γί­ας του ἀ­ρε­τάς καί δή καί τήν ἁ­γί­αν τα­πεί­νω­σιν καί φι­λαν­θρω­πί­αν του».

Ὁ Πα­νο­σι­ολογιώτατος Ἀρ­χιμ. π. Ζα­χα­ρί­ας Ζά­χα­ρου, ἀ­πό τήν Ἱ­ε­ρά Μο­νή τοῦ Τι­μί­ου Προ­δρό­μου ESSEX Ἀγ­γλί­ας, ἔ­γρα­ψε με­τα­ξύ τῶν ἄλ­λων:
«Τό τε­λευ­ταῖ­ο αὐ­τό βι­βλί­ο (ἐν­νο­εῖ τό βι­βλί­ο γι­ά τόν Καλ­λί­νι­κο) πο­λύ μέ συ­γκί­νη­σε καί τό θε­ω­ρῶ με­γά­λη εὐ­λο­γί­α τό ὅ­τι γνώ­ρι­σα τόν μα­κα­ρι­στό Δε­σπό­τη καί πολ­λές φο­ρές πῆ­ρα τήν εὐ­λο­γί­α του. Ἡ τα­πεί­νω­σή του ἀ­πέ­κρυ­βε τό χρι­στι­α­νι­κό με­γα­λεῖ­ο του. Τώ­ρα πού δι­α­βά­ζω τά λό­γι­α του καί τά δι­δάγ­μα­τά του κα­τα­νο­ῶ ὅ­τι ἦ­ταν πο­λύ θαυ­μα­στός καί ἅ­γι­ος ἄν­θρω­πος... Ἄρ­χι­σα νά τό δι­α­βά­ζω καί δέν μπο­ρῶ νά τό ἀ­φή­σω, θέ­λω νά δι­α­βά­ζω κά­θε σχε­τι­κό μέ τή ζω­ή του. Ὁ πρᾶ­ος καί τα­πει­νός αὐ­τός ἐ­πί­σκο­πος ἦ­ταν ὄ­ντως ἄν­θρω­πος, ἐ­ρα­στής καί θε­ρά­πων τοῦ Λό­γου τοῦ Θε­οῦ. Αὐ­τός ἦ­ταν φύ­σει χρι­στι­α­νός καί ἀ­φο­μοι­ω­μέ­νος μέ τόν Υἱ­ό τοῦ Θε­οῦ. Τήν εὐ­χή του νά ἔ­χου­με».

Ἡ κ. Θε­α­νώ Μουσ­δε­λε­κί­δου, ἱ­ε­ρα­πό­στο­λος, με­τά τό δι­ά­βα­σμα τοῦ βι­βλί­ου αὐ­τοῦ μοῦ ἔ­γρα­ψε με­τα­ξύ τῶν ἄλ­λων:
«Τό δι­ά­βα­σα, τό δι­α­βά­ζω, τό με­λέ­τη­σα, δέν θέ­λω νά τό ἀ­φή­σω ἀ­πό τά χέ­ρι­α μου. Πλημ­μυ­ρι­σμέ­νη ἀ­πο χί­λι­α-δυ­ό συ­ναι­σθή­μα­τα καί θύ­μη­σες, ἐ­στά­θη ἀ­δύ­να­τον νά πνί­ξω τήν ἐ­σω­τε­ρι­κή φω­νή μου καί νά μή βρο­ντο­φω­νά­ξω, ἕ­να με­γά­λο Εὐ­χα­ρι­στῶ καί νά σᾶς ἐκ­φρά­σω μι­ά με­γά­λη εὐ­γνω­μο­σύ­νη, γι­ά τήν βί­βλο πού ἐ­γρά­ψα­τε καί μᾶς ἀ­πο­κα­λύ­ψα­τε τήν ζω­ή, τήν βι­ο­τή, ἀλ­λά καί τό μαρ­τύ­ρι­ο τοῦ Μα­κα­ρι­στοῦ Καλ­λι­νί­κου καί ποι­με­νάρ­χου μας.
Γι­α­τί εἶ­ναι πράγ­μα­τι Βί­βλος Ζω­ῆς, πα­τε­ρι­κῆς φυ­σι­ο­γνω­μί­ας, συ­νε­χι­στής τῆς Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῆς Ὀρ­θό­δο­ξης Χρι­στι­α­νι­κῆς Πα­ρα­δό­σε­ως.
Εἶ­ναι ἕ­να πνευ­μα­τι­κό-κοι­νω­νι­κό-πο­λι­τι­κό ντο­κου­μέ­ντο. Εἶ­ναι ἕ­να βι­βλί­ο πού πρέ­πει καί ὀ­φεί­λει νά δι­α­βα­στῆ ἀ­πό κά­θε Ἐ­δεσ­σαῖ­ο, ἀ­πό κά­θε Μα­κε­δό­να, ἀ­πό κά­θε Ἕλ­λη­να. Προ­σω­πι­κά δέ­χθη­κα τίς εὐ­λο­γί­ες του, ὡς μάν­να ἐξ οὐ­ρα­νοῦ, με­τά τόν θά­να­το τοῦ συ­ζύ­γου μου τό 1977. Ὁ κα­λός Θε­ός εἰ­σά­κου­σε τίς προ­σευ­χές μου, ἄ­νοι­ξε μο­νο­πά­τι­α γι­ά νά δι­α­βῶ καί ἀν­θρώ­πους τοῦ Θε­οῦ νά μέ βο­η­θή­σουν. Ἡ κα­λω­σύ­νη του, ἡ με­γά­λη του καρ­δι­ά, ἡ ἀ­γά­πη του, μᾶς μα­γνή­τι­ζε».

Στήν συ­νέ­χει­α γρά­φει πῶς μέ τήν εὐ­λο­γί­α του λει­τούρ­γη­σε στό σπί­τι της τήν Μα­θη­τι­κή Στέ­γη, ὅ­που πα­ρέ­μει­ναν πολ­λές μα­θή­τρι­ες ἀ­πό τά χω­ρι­ά πού σπού­δα­ζαν στό Γυ­μνά­σι­ο τῆς Ἐ­δέσ­σης. Καί γρά­φει:
«Ὅ­σες φο­ρές τόν κα­λού­σα­με, ἀ­ντα­πο­κρί­νε­το καί μᾶς ἐ­πι­σκε­πτό­ταν. Τί με­γά­λη εὐ­λο­γί­α! Πά­ντα κά­τι κα­λό καί πα­τρι­κό εἶ­χε νά μᾶς πεῖ, ἀλ­λά ὅ­λο καί κά­τι ἔ­δι­νε σέ χρη­μα­τι­κό πο­σό, κέ­ρα­σμα γι­ά τά κο­ρί­τσι­α μας. Καί μι­ά ψυ­χή νά σω­θῆ κ. Θε­α­νώ (ἔ­λε­γε). Ὁ λό­γος του γλυ­κύς καί πα­τε­ρι­κός. Με­τά τήν κοί­μη­σή του κλο­νί­σθη­κε ἡ λει­τουρ­γί­α τῆς Μα­θη­τι­κῆς Στέ­γης, ὁ­πό­ταν τό 1990 ἔ­πα­ψε νά λει­τουρ­γεῖ. Τά δά­κρυ­ά μου ἄς ἀ­νέ­βουν ὡς θυ­μί­α­μα καί νά πρε­σβεύ­ει γι­ά μᾶς ὅ­λους, γι­ά τόν λα­ό τοῦ Θε­οῦ, γι­ά τό Ποί­μνι­ό του. Γι­ά ὅ­σους τόν γνώ­ρι­σαν καί τόν ἀ­γά­πη­σαν, ἀλ­λά καί γι­ά ὅ­σους δέν τόν γνω­ρί­σα­νε κα­λά, ἄς μα­θη­τεύ­σουν στό πό­νη­μά σας, στό βι­βλί­ο σας. Ὁ τά­φος Του καί τό ἀ­ναμ­μέ­νο κα­ντη­λά­κι στήν Ἔ­δεσ­σα εἶ­ναι ἡ πα­ρη­γο­ρι­ά μας, εἶ­ναι φά­ρος πού θά φω­τί­ζει γε­νε­ές».

Τό γε­γο­νός εἶ­ναι ὅ­τι ὅ­λοι, ὅ­σοι ἔ­γρα­ψαν γι­ά τόν ἀ­εί­μνη­στο Ἐ­πί­σκο­πό μας, κά­νουν λό­γο γι­ά ἕ­ναν ἅ­γι­ο ἄν­θρω­πο, γι­ά ἕ­ναν εὐ­αί­σθη­το Πνευ­μα­τι­κό Πα­τέ­ρα, γι­ά ἕ­ναν ὀρ­θό­δο­ξο Ἱ­ε­ράρ­χη. Ἐ­πί­σης, θε­ώ­ρη­σαν ὅ­τι τό βι­βλί­ο πού ἐ­γρά­φη γι’ αὐ­τόν εἶ­ναι ἕ­να συ­να­ξά­ρι.


2. Οἱ ποι­μα­ντο­ρι­κές Ἐγκύ­κλι­οι

Ὁ ἀ­εί­μνη­στος Μη­τρο­πο­λί­της Καλ­λί­νι­κος εἶ­χε ἀ­νε­πτυγ­μέ­νο μέ­σα του ἔ­ντο­να τό αἴ­σθη­μα τῆς ποι­μα­ντι­κῆς δι­α­κο­νί­ας. Πά­ν­το­­τε ἐ­νερ­γοῦ­σε ὡς ποι­μέ­νας καί πα­τέ­ρας. Ἤ­θε­λε συ­νε­χῶς νά ἐ­πι­κοι­νω­νῆ μέ τό ποί­μνι­ό του καί κυ­ρί­ως μέ τούς Κλη­ρι­κούς, οἱ ὁ­ποῖ­οι ἐξ ὀ­νό­μα­τος τοῦ Ἐ­πι­σκό­που ποι­μαί­νουν τό ποί­μνι­ο σέ κά­θε Ἐ­νο­ρί­α. Μέ τό «πνεῦ­μα» αὐ­τό ἔ­γρα­ψε πολ­λές Ἐ­γκυ­κλί­ους πρός τούς Κλη­ρι­κούς καί τόν λα­ό, ἀ­ντι­με­τω­πί­ζο­ντας διά­φο­ρα θέ­μα­τα καί προ­βλή­μα­τα.

Μέ πα­ρα­κα­λοῦ­σε πολ­λές φο­ρές –καί εἶ­χα πρό­θε­ση νά τό κά­νω, ἐ­άν δέν μέ προ­λάμ­βα­νε ἡ ἔ­ξο­δός του ἀ­πό τήν ζω­ή αὐ­τή– νά χω­ρί­σω τίς Ἐ­γκυ­κλί­ους αὐ­τές κα­τά θέ­μα­τα καί νά τίς ἐκ­δώ­ση ἡ Ἱ­ε­ρά Μη­τρό­πο­λη Ἐ­δέσ­σης, Πέλ­λης καί Ἀλ­μω­πί­ας, ὅσο ἐκεῖ­νος ζοῦσε. Με­τά τήν κοί­μη­σή του, ὡς ὑ­πα­κο­ή, αἰ­σθάν­θη­κα τήν ἀ­νά­γκη νά τό κά­νω. Ἔ­τσι, φεύ­γο­ντας ἀ­πό τήν Ἔ­δεσ­σα, πῆ­ρα μα­ζί μου τό ἀρ­χεῖ­ο τῶν Ἐ­γκυ­κλί­ων του, ὅ­πως τίς δι­ε­φύ­λασ­σε ὁ ἴ­δι­ος, τίς χώ­ρι­σα κα­τά θέ­μα­τα, μέ τήν βο­ή­θει­α τῆς ἀ­εί­μνη­στης Μο­να­χῆς τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Μο­νῆς Γε­νε­θλί­ου Θε­ο­τό­κου (Πε­λα­γί­ας) Μα­ρι­άμ Σπε­λέ­τα, καί ἤ­θε­λα νά τίς ἐκ­δώ­σω «εἰς μνή­μην καί μνη­μό­συ­νον αἰ­ώ­νι­ον» τοῦ ἀ­ει­μνή­στου Ἱ­ε­ράρ­χου.

Ὁ Σεβ. Μη­τρο­πο­λί­της Ἐ­δέσ­σης, Πέλ­λης καί Ἀλ­μω­πί­ας καί ἀ­γα­πη­τός μου ἀ­δελ­φός κ. Ἰ­ω­ήλ μοῦ πρό­τει­νε νά ἐκδώση τό ἔρ­γο αὐ­τό ἡ Ἱ­ε­ρά Μη­τρό­πο­λή του, μέ τήν εὐ­και­ρί­α τῆς εἰ­κο­σα­ε­τί­ας ἀ­πό τήν κοί­μη­σή του. Καί φυ­σι­κά θε­ώ­ρη­σα ὅ­τι αὐ­τός εἶ­ναι ὁ φυ­σι­κός «χῶ­ρος» τῆς ἐκ­δό­σε­ως τῶν Ἐ­γκυ­κλί­ων αὐ­τῶν, γι­α­τί οἱ Ἐ­γκύ­κλι­οι ἀ­να­φέ­ρο­νται στό ποί­μνι­ο τῆς Ἱ­ε­ρᾶς αὐ­τῆς Μη­τρο­πό­λε­ως. Βε­βαί­ως, θά ὠ­φε­λή­ση ἡ ἔκ­δο­ση ἀ­να­λο­γι­κά καί ὁ­λό­κλη­ρη τήν Ἐκ­κλη­σί­α.

Οἱ ποι­μα­ντο­ρι­κές Ἐ­γκύ­κλι­οι χω­ρί­σθη­καν σέ ἑ­πτά ἐ­πί μέ­ρους ἑ­νό­τη­τες. Ἡ πρώ­τη τιτ­λο­φο­ρεῖ­ται «Ἐ­πί τῇ ἐν­θρο­νί­σει» καί πα­ρα­τί­θε­ται ἡ πρώ­τη ποι­μα­ντο­ρι­κή Ἐ­γκύ­κλι­ος πρός τόν Κλῆ­ρο καί τόν λα­ό καί ἡ ἐ­ννε­νη­κο­στή Ἐ­γκύ­κλι­ος μέ τήν συ­μπλή­ρω­ση τῆς πρώ­της πε­ντα­ε­τί­ας στόν θρό­νο τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Μη­τρο­πό­λε­ως Ἐ­δέσ­σης, Πέλ­λης καί Ἀλ­μω­πί­ας. Στίς ἄλ­λες ἑ­νό­τη­τες πε­ρι­λαμ­βά­νο­νται ὅ­λες οἱ ἄλ­λες ποι­μα­ντο­ρι­κές Ἐ­γκύ­κλι­οι, καί χα­ρα­κτη­ρί­ζο­νται ὡς ἑ­ξῆς: Ἡ δεύ­τε­ρη «Ἱ­ε­ρα­τι­κές», ἡ τρί­τη «Λει­τουρ­γι­κές -λα­τρευ­τι­κές», ἡ τέ­ταρ­τη «Ποι­μα­ντι­κές», ἡ πέ­μπτη «Δι­οι­κη­τι­κές», ἡ ἕ­κτη «Ἑ­όρ­τι­ες», καί ἡ ἑ­βδό­μη «Ἁ­γι­ο­λο­γι­κές».

Τε­λι­κά, ἡ Ἱ­ε­ρά Μη­τρό­πο­λη Ἐ­δέσ­σης, Πέλ­λης καί Ἀλ­μω­πί­ας ἐ­ξέ­δω­σε τίς Ποι­μα­ντο­ρι­κές Ἐ­γκυ­κλί­ους σέ ἕ­ναν τό­μο μέ τίτ­λο «Ἔκ­φρα­ση Ποι­μα­ντι­κῆς Εὐ­θύ­νης» καί ὑ­πό­τιτ­λο «Ἐ­γκύ­κλι­οι τοῦ ἀ­οι­δί­μου Μη­τρο­πο­λί­του Ἐ­δέσ­σης, Πέλ­λης καί Ἀλ­μω­πί­ας κυ­ροῦ Καλ­λι­νί­κου (1967-1984)».
Ἡ ἔκ­δο­ση αὐ­τή εἶ­ναι κα­λαί­σθη­τη καί ἐ­πι­με­λη­μέ­νη. Ὁ τίτ­λος τοῦ βι­βλί­ου ἀ­πο­δί­δει τήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, δι­ό­τι ὅ­λες οἱ Ἐ­γκύ­κλι­οι ἐκ­φρά­ζουν τίς δι­οι­κη­τι­κές ἱ­κα­νό­τη­τες τοῦ ἀ­ει­μνή­στου Μη­τρο­πο­λί­του, τήν πεί­ρα τήν ὁ­ποί­α εἶ­χε ὡς πρός τήν δι­οί­κη­ση τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Μη­τρο­πό­λε­ως, τήν εὐ­αι­σθη­σί­α του σέ ποι­μα­ντι­κά θέ­μα­τα, τήν ἀ­γω­νί­α του γι­ά τήν παι­δα­γώ­γη­ση τοῦ Ποι­μνί­ου του, τόν φό­βο τοῦ Θε­οῦ πού τόν δι­α­κα­τεῖ­χε, τήν εὐ­λά­βει­α πού εἶ­χε ἀ­πέ­να­ντι σέ ὅ,τι σχετίζεται μέ τόν Να­ό καί τά Μυ­στή­ρι­α καί πολ­λά ἄλ­λα τά ὁ­ποῖ­α δεί­χνουν τό «ἀ­τό­φι­ο» ἐκ­κλη­σι­α­στι­κό φρό­νη­μα τό ὁ­ποῖ­ο δι­έ­θε­τε.

Τό ἐ­ξώ­φυλ­λο τοῦ βι­βλί­ου εἶ­ναι κα­λαί­σθη­το. Τό ἐ­μπρο­σθό­φυλ­λο ἔ­χει τήν μο­να­δι­κή φω­το­γρα­φί­α τήν ὁ­ποί­α εἶ­χε βγά­λει ὁ μα­κα­ρι­στός Ἱ­ε­ράρ­χης σέ φω­το­γρά­φο καί τήν ὁ­ποί­α εἶ­χε ἀ­πο­στεί­λει στήν Σύ­νο­δο πού τοῦ τήν εἶ­χε ζη­τή­σει, τό δέ ὀ­πι­σθό­φυλ­λο ἔ­χει χει­ρό­γρα­φο σχέ­δι­ο κη­ρύγ­μα­τός του πού εἶ­ναι, ὅ­πως ὁ ἴ­δι­ος γρά­φει, «Λό­γος ἐ­πί τῇ ἀ­κο­λου­θί­ᾳ τοῦ Με­γά­λου Κα­νό­νος». Πρό­κει­ται γι­ά σύ­ντο­μο δι­ά­γραμ­μα κη­ρύγ­μα­τός του, μέ τό ὁ­ποῖ­ο ἀ­να­λύ­ει τό κο­ντά­κι­ο «Ψυ­χή, ψυ­χή μου…» καί στό ὁ­ποῖ­ο κά­νει λό­γο γι­ά τό ξύ­πνη­μα ἀ­πό τό ὕ­πνο τῆς ἁ­μαρ­τί­ας, γι­ά τήν με­τά­νοι­α δι­ό­τι τό τέ­λος ἐγ­γί­ζει, καί ὅ­πως γρά­φει πρέ­πει νά με­τα­νο­ή­σου­με δι­ό­τι «ὁ Κύ­ρι­ος ἐγ­γύς. Ὁ θά­να­τος πλη­σί­ον γυ­μνός… τήν τε­λευ­ταί­αν στιγ­μήν πε­ρι­πί­πτει ὁ ἄν­θρω­πος εἰς κω­μα­τώ­δη κα­τά­στα­σιν καί δέν αἰ­σθά­νε­ται». Καί κα­τα­λή­γει: «Ξύ­πνα. Ἐ­ξε­γέρ­θη­τι. Ἄ­φη­σε τόν ὕ­πνον. Με­τα­νό­η­σον ὡς ἡ Ὁ­σί­α Μα­ρί­α ἡ Αἰ­γυ­πτί­α. Ἐ­ξο­μο­λό­γη­σις πλή­ρης. Θά λυ­πη­θῆ ὁ Χρι­στός, Ὅ­στις δέν ἀ­πα­τᾶ­ται. Ὁ «Πα­ντα­χοῦ Πα­ρών». Ψυ­χή μου…».

Γι­ά τήν ἔκ­δο­ση κρί­θη­κε ἀ­πό τήν Ἱ­ε­ρά Μη­τρό­πο­λη νά πε­ρι­λη­φθοῦν οἱ Ἐ­γκύ­κλι­οι ὅ­πως ἀ­πε­στά­λη­σαν, μέ τόν λο­γό­τυ­πο τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Μη­τρο­πό­λε­ως, τόν ἀ­ριθ­μό Πρω­το­κόλ­λου, τήν ἡ­με­ρο­μη­νί­α ἀ­πο­στο­λῆς, ὅ­πως γί­νε­ται μέ τίς ἐ­πι­στη­μο­νι­κές ἐκ­δό­σεις, γι­ά νά νά μεί­νουν οἱ Ἐ­γκύ­κλι­οι ὅ­πως ἀ­πε­στά­λη­σαν. Πι­θα­νῶς σέ μι­ά δεύ­τε­ρη ἔκ­δο­ση νά δη­μο­σι­ευ­θοῦν χω­ρίς τά ἐν­δει­κτι­κά αὐ­τά ση­μεῖ­α.
Τό βι­βλί­ο ἀρ­χί­ζει μέ πρό­λο­γο τοῦ Σεβ. Μη­τρο­πο­λί­του Ἐ­δέσ­σης, Πέλ­λης καί Ἀλ­μω­πί­ας κ. Ἰ­ω­ήλ μέ τίτ­λο «Τοῖς ἐ­ντευ­ξο­μέ­νοις», στόν ὁ­ποῖ­ον με­τα­ξύ τῶν ἄλ­λων γρά­φε­ται:
«Οἱ ἐ­γκύ­κλι­οι αὐ­τές εἶ­ναι ἀ­ρι­στουρ­γή­μα­τα ἀ­πό πλευ­ρᾶς γλώσ­σης, συ­ντα­τι­κοῦ, πο­λυ­ποι­κί­λου ἐκ­κλη­σι­α­στι­κοῦ πε­ρι­ε­χο­μέ­νου καί ἀ­πο­πνέ­ουν τό ἄ­ρω­μα τῆς ἁ­γι­ό­τη­τάς του, τῆς ἀ­γω­νί­ας του, τῆς εὐ­θύ­τη­τάς του, τῆς σε­μνῆς προσ­δο­κί­ας του νά δεῖ τήν Μη­τρό­πο­λή του νά γί­νε­ται ἕ­να τμῆ­μα τοῦ Πα­ρα­δεί­σου».

Στήν συ­νέ­χει­α πα­ρα­τί­θε­ται ἕ­να τμῆ­μα ἀ­πό τό βι­βλί­ο «Κό­σμη­μα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας», στό ὁ­ποῖ­ο γί­νε­ται λό­γος γι­ά τίς Ἐ­γκυ­κλί­ους τοῦ ἀ­ει­μνή­στου Ἱ­ε­ράρ­χου, καί ἀ­κό­μη πα­ρα­τί­θε­ται μι­ά πε­ρί­λη­ψη τῶν 136 Ποι­μα­ντο­ρι­κῶν Ἐ­γκυ­κλί­ων του, μέ τήν χρο­νο­λο­γι­κή σει­ρά πού ἐ­ξε­δό­θη­σαν, τήν ὁ­ποί­α πε­ρί­λη­ψη ἔ­κα­νε ὁ Πρω­το­πρε­σβύ­τε­ρος π. Θω­μᾶς Βαμ­βί­νης.

Ἔ­πει­τα, πα­ρα­τί­θε­νται οἱ Ἐ­γκύ­κλι­οι σέ ἑ­πτά ἐ­πί μέ­ρους ἑ­νό­τη­τες, ὅ­πως ἀ­να­φέρ­θη­κε προ­η­γου­μέ­νως. Στό τέ­λος δη­μο­σι­εύ­ο­νται ἐν­δει­κτι­κές φω­το­γρα­φί­ες τοῦ ἀ­ει­μνή­στου Μη­τρο­πο­λί­του ἀ­πό τήν χει­ρο­το­νί­α καί τήν ἐν­θρό­νι­σή του σέ Μη­τρο­πο­λί­τη Ἐ­δέσ­σης, Πέλ­λης καί Ἀλ­μω­πί­ας, ἕ­ως τήν Κοί­μη­σή του.
Δι­α­βά­ζο­ντας κα­νείς τίς Ἐ­γκυ­κλί­ους αὐ­τές, δι­α­πι­στώ­νει με­ρι­κά βα­σι­κά ση­μεῖ­α τά ὁ­ποῖ­α μέ συ­ντο­μί­α θά ἐκ­θέ­σω.

Τό πρῶ­το εἶ­ναι ὅ­τι ὁ μακαριστός Μητροπολίτης Καλ­λί­νι­κος ἔ­χει βα­θει­ά πί­στη στόν Θε­άν­θρω­πο Χρι­στό, πού εἶ­ναι τέ­λει­ος Θε­ός καί τέ­λει­ος ἄν­θρω­πος. Εἶ­ναι ὁ δη­μι­ουρ­γός τοῦ κό­σμου, Ἐ­κεῖ­νος πού συ­ντη­ρεῖ τόν κό­σμο καί τόν ἀ­να­καί­νι­σε, ἰ­δι­αι­τέ­ρως Ἐ­κεῖ­νος πού ἀ­να­γέν­νη­σε τόν ἄν­θρω­πο. Μέ τήν εὐ­και­ρί­α τῶν με­γά­λων Δε­σπο­τι­κῶν Ἑ­ορ­τῶν το­νί­ζει, μέ ἁ­πλά λό­γι­α, τήν με­γά­λη ση­μα­σί­α τῆς ἐ­ναν­θρω­πή­σε­ως τοῦ Υἱ­οῦ καί Λό­γου τοῦ Θε­οῦ, ἀλ­λά καί τήν ση­μα­σί­α τῆς Ἀ­να­στά­σε­ώς Του, πού εἶ­ναι προ­οί­μι­ο τῆς δι­κῆς μας ἀ­να­στά­σε­ως, κα­θώς ἐ­πί­σης καί τόν τρό­πο μέ τόν ὁ­ποῖ­ο κα­νείς βι­ώ­νει ἐ­σω­τε­ρι­κά τίς με­γά­λες αὐ­τές Δε­σπο­τι­κές Ἑ­ορ­τές.

Γι­ά πα­ρά­δειγ­μα, σέ μι­ά Ἐ­γκύ­κλι­ο Χρι­στου­γέν­νων γρά­φει:
«Ὅ­τι τό Βρέ­φος τῆς Βη­θλε­έμ εἶ­ναι Βα­σι­λεύς αἰ­ώ­νι­ος, ἀ­ναλ­λοί­ω­τος, ἀ­με­τά­βλη­τος καί ἀ­κα­τα­νί­κη­τος εἶ­ναι γε­γο­νός αὐ­τα­πό­δει­κτον. Καί μό­νη ἡ ἱ­στο­ρί­α εἶ­ναι ἱ­κα­νή νά πεί­σῃ πε­ρί τού­του πά­ντα ἀ­προ­κα­τά­λη­πτον».
Καί ἐ­πι­λέ­γει:
«Αὐ­τή ἡ ἄ­νευ ὅ­ρων καί ἐ­πι­φυ­λά­ξε­ων πα­ρά­δο­σις εἰς τόν Τε­χθέ­ντα Βα­σι­λέ­α Χρι­στόν ἀ­πο­τε­λεῖ τήν ἀ­να­γνώ­ρι­σιν Αὐ­τοῦ, τήν εὐ­γνω­μο­σύ­νην πρός Αὐ­τόν καί τό μυ­στι­κόν τῆς ἰ­δι­κῆς μας χα­ρᾶς καί εὐ­τυ­χί­ας»1.

Σέ ἄλ­λη Ἐ­γκύ­κλι­ο γρά­φει:
«Πρό πα­ντός ἡ Δι­δα­σκα­λί­α τοῦ Νη­πί­ου τῆς Βη­θλε­έμ ἄς γί­νῃ πρᾶ­ξις ἀ­πό ἡ­μᾶς. Ἡ ζω­ή μας ἄς κα­τευ­θύ­νε­ται ἀ­πό τόν Θεῖ­ον Νό­μον. Λό­γοι, πρά­ξεις, σκέ­ψεις ἄς φω­τί­ζω­νται ἀ­πό τό φῶς τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου. Ἡ καρ­δί­α μας ἄς γί­νῃ θρό­νος τοῦ Πα­λαι­οῦ τῶν ἡ­με­ρῶν καί δι’ ἀν­θρώ­πους Νέ­ου. Συγ­χρό­νως ἄς εὐ­χη­θῶ­μεν, ὅ­πως σύ­μπα­σα ἡ ἀν­θρω­πό­της ἐ­πι­στρέ­ψῃ εἰς τόν Νε­ο­γέν­νη­τον Βα­σι­λέ­α Χρι­στόν, τόν Βα­σι­λέ­α τῶν Προ­φη­τῶν»2.

Σέ ἄλ­λη Ἐ­γκύ­κλι­ο γρά­φει:
«Ὁ ἄν­θρω­πος χω­ρίς Χρι­στόν εἶ­ναι δυ­στυ­χής. Οὔ­τε ἡ σε­λή­νη τόν ἱ­κα­νο­ποι­εῖ. Οὔ­τε ὁ Ἄ­ρης θά τόν χορ­τά­σῃ. Οὔ­τε ἡ κα­τά­κτη­σις τῶν ἄλ­λων πλα­νη­τῶν θά τόν ξε­δι­ψή­σῃ. Μό­νον ὁ Ἐ­ναν­θρω­πή­σας Θε­ός, μό­νον τό Νή­πι­ον τῆς Βη­θλε­έμ, μό­νον ὁ Κύ­ρι­ος ἡ­μῶν Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός ἱ­κα­νο­ποι­εῖ πλή­ρως τόν οὐ­ρα­νο­πο­λί­την ἄν­θρω­πον»3.

Σέ ἄλ­λη Χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κη Ἐ­γκύ­κλι­ο γρά­φει:
«Τό Νή­πι­ον τῆς Βη­θλε­έμ ἁ­πλώ­νει τό μι­κρόν καί ἀ­δύ­να­τον, ἀλ­λά μέ­γα καί πα­ντο­δύ­να­μον Χέ­ρι Του καί ζη­τεῖ τό τρε­μά­με­νον χέ­ρι τοῦ ἀν­θρώ­που, δι­ά νά ἀ­νυ­ψώ­σῃ, δι­ά νά σώ­σῃ, δι­ά νά με­τα­βά­λῃ τόν ἄν­θρω­πον εἰς ἄγ­γε­λον, δι­ά νά τόν φέ­ρῃ εἰς τούς οὐ­ρα­νούς, δι­ά νά τόν κα­τα­στή­σῃ πα­νευ­τυ­χῆ.
Ἄς ὑ­ψω­θῶ­μεν λοι­πόν. Ἄς ἐ­γερ­θῶ­μεν πνευ­μα­τι­κῶς. Ἄς ζή­σω­μεν νέ­αν ζω­ήν, κα­τά τό θέ­λη­μα τοῦ Ἐ­ναν­θρω­πή­σα­ντος Χρι­στοῦ»4.

Σέ Ἐ­γκύ­κλι­ο κα­τά τήν Πρω­το­χρο­νι­ά γρά­φει:
«Ἐ­π’ εὐ­και­ρί­ᾳ τῆς ἀ­να­το­λῆς τοῦ νέ­ου ἔ­τους κα­λού­με­θα νά πε­τά­ξω­μεν, ὡς ἄλ­λο ρυ­πα­ρόν ἔν­δυ­μα, τήν ἁ­μαρ­τί­αν. Νά κα­θα­ρί­σω­μεν τόν ἑ­αυ­τόν μας δι­ά τῶν Ἱ­ε­ρῶν Μυ­στη­ρί­ων τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας. Νά ἐν­δυ­θῶ­μεν τόν Χρι­στόν. Νά γί­νω­μεν νέ­οι ἄν­­θρω­ποι.
Ἐ­άν ὑ­πῆρ­χεν τρό­πος νά ἐ­γί­νο­ντο ὅ­λοι οἱ ἡ­λι­κι­ω­μέ­νοι νέ­οι, ὅ­λοι θά προ­ε­τί­μων μέ πᾶ­σαν θυ­σί­αν νά ἐ­πα­νέλ­θουν εἰς τούς νε­α­νι­κούς χρό­νους.
Αὐ­τό δέν εἶ­ναι σπου­δαῖ­ον τό­σον. Ἐ­κεῖ­νο, τό ὁ­ποῖ­ον ἔ­χει με­γί­στην καί πρω­τί­στην ἀ­ξί­αν, εἶ­ναι νά γί­νω­μεν νέ­οι κα­τά τήν ψυ­χήν, τήν καρ­δί­αν, τόν νοῦν, τάς ἐ­πι­θυ­μί­ας, λό­γους καί πρά­ξεις μας. Νά ἑ­νω­θῶ­μεν μέ τόν πά­ντο­τε Νέ­ον καί Νε­ο­ποι­όν Χρι­στόν.
Ἐ­άν δέν γί­νω­μεν νέ­οι κα­τά τό ἐ­σω­τε­ρι­κόν μας, θά ἔρ­χω­νται νέ­α ἔ­τη καί ἡ­μεῖς θά πα­ρα­μέ­νω­μεν πα­λαι­οί, ἀ­σθε­νεῖς καί ἀ­δύ­να­τοι. Τά νέ­α ἔ­τη θά χει­ρο­τε­ρεύ­ουν, δι­ό­τι οἱ ἄν­θρω­ποι κά­μνουν νέ­α ἔ­τη καί ὄ­χι τά νέ­α ἔ­τη τούς ἀν­θρώ­πους.
Ἑ­πο­μέ­νως ἀ­πό ἡ­μᾶς ἐ­ξαρ­τᾶ­ται νά ἔ­χω­μεν τόν νέ­ον Ἐ­νι­αυ­τόν τῆς Χρη­στό­τη­τος Κυ­ρί­ου νέ­ον, χα­ρού­με­νον, εἰ­ρη­νι­κόν, εὐ­λο­γη­μέ­νον πα­ρά τοῦ Σω­τῆ­ρος Χρι­στοῦ».

Σέ Ἐ­γκύ­κλι­ο κα­τά τήν ἑ­ορ­τή τοῦ Πά­σχα γρά­φει:
«Νά ζή­σω­μεν ἁ­γί­αν ζω­ήν ἐν Χρι­στῷ. Νά γί­νω­μεν νέ­οι εἰς τήν καρ­δί­αν μέ πό­θους ἱ­ε­ρούς καί ἀ­νω­τέ­ρους. Νέ­οι εἰς τόν νοῦν μέ σκέ­ψεις ἁ­γί­ας. Νέ­οι εἰς τάς ἀ­πο­φά­σεις καί προ­πα­ντός νέ­οι εἰς τάς πρά­ξεις. Ἁ­γνοί, εἰ­ρη­νι­κοί, ἐ­γκρα­τεῖς, φι­λά­δελ­φοι, δί­και­οι, ἐ­λεή­μο­νες, ἀ­νε­ξί­κα­κοι, εὐ­χά­ρι­στοι, τα­πει­νοί, ἁ­πλοί, ἄ­κα­κοι, φι­λα­λή­θεις, εὐ­θεῖς, ἅ­γι­οι, ἄν­θρω­ποι τοῦ Θε­οῦ. Νά συ­ντε­λε­σθῇ πνευ­μα­τι­κή ἀ­νά­στα­σις, ἀ­να­γέν­νη­σις, ἀ­να­μόρ­φω­σις, με­τα­μόρ­φω­σις, νέ­α Δη­μι­ουρ­γί­α. Τά πα­λαι­ά πά­θη, αἱ πα­λαι­αί προ­κα­τα­λή­ψεις νά ὑ­πο­χω­ρή­σουν. Νά δη­μι­ουρ­γη­θοῦν δι­ά τῆς Ἀ­να­στά­σε­ως νέ­οι ἄν­θρω­ποι, νά σκορ­πί­ζουν χα­ράν, εὐ­λο­γί­αν, εὐ­ω­δί­αν πνευ­μα­τι­κήν. Ἀ­πό σκο­τει­νοί φω­τει­νοί, ἀ­πό σκλη­ροί λε­πτοί καί πρᾶ­οι, ὡ­λο­κλη­ρω­μέ­ναι προ­σω­πι­κό­τη­τες».

Καί πι­ό κά­τω γρά­φει:
«Ἡ Ἀ­νά­στα­σις τοῦ Χρι­στοῦ δέν εἶ­ναι νά πι­στεύ­ω­μεν, ὅ­τι κά­πο­τε ἐ­σταυ­ρώ­θη ὁ Κύ­ρι­ος καί Ἀ­νέ­στη. Ἡ Ἀ­νά­στα­σις τοῦ Κυ­ρί­ου δέν εἶ­ναι ἕν πα­λαι­όν καί ἀ­πο­με­μα­κρυ­σμέ­νον γε­γο­νός, ἀλ­λά καί σύγ­χρο­νος πραγ­μα­τι­κό­της. Πρέ­πει νά συν­δε­θῇ μέ τήν ἰ­δι­κήν μας ἀ­νά­στα­σιν. Ἐ­άν ἡ­μεῖς δέν ἀ­να­στη­θῶ­μεν ἀ­πό τήν ἁ­μαρ­τί­αν, ἐ­άν ἡ­μεῖς δέν ἀλ­λά­ξω­μεν ζω­ήν, ἐ­άν ἡ­μεῖς δέν με­τα­βά­λω­μεν τό ἐ­σω­τε­ρι­κόν μας, «ἑ­ορ­τά­ζο­μεν ἐν ζύ­μῃ πα­λαι­ᾷ καί ἐν ζύ­μῃ κα­κί­ας καί πο­νη­ρί­ας» (Α΄ Κορ. ε΄, 8). Οἱ χρό­νοι περ­νοῦν. Ἡ Ἑ­ορ­τή τῆς Ἀ­να­στά­σε­ως ἐ­πα­να­λαμ­βά­νε­ται καί οἱ ἑ­ορ­τα­σταί μέ­νουν οἱ ἴ­δι­οι. Καμ­μί­α με­τα­βο­λή, καμ­μί­α ὠ­φέ­λει­α. Πρέ­πει νά τό πά­ρω­μεν ἀ­πό­φα­σιν. Ἡ Ἀ­νά­στα­σις τοῦ Κυ­ρί­ου συν­δέ­ε­ται μέ τήν ἀ­νά­στα­σιν ἡ­μῶν ἐκ τῆς ἁ­μαρ­τί­ας»6.

Σέ ἄλ­λη πα­σχα­λι­νή Ἐ­γκύ­κλι­ο γρά­φει:
«Λυ­πού­με­θα καί ἀ­δη­μο­νοῦ­μεν, ὅ­τι εἴ­με­θα μό­νοι. Ὅ­τι ὅ­λοι μᾶς ἐ­γκα­τέ­λει­ψαν. Ξέ­νοι, γνω­στοί, φί­λοι, συγ­γε­νεῖς στε­νοί μᾶς ἐ­λη­σμό­νη­σαν. Δέν εἴ­με­θα μό­νοι. Βα­δί­ζει με­τά τῶν δύ­ο σκυ­θρω­πῶν μα­θη­τῶν ὁ Ἀ­να­στάς Κύ­ρι­ος, «οἱ δέ ὀ­φθαλ­μοί αὐ­τῶν ἐ­κρα­τοῦ­ντο τοῦ μή ἐ­πι­γνῶ­ναι αὐ­τόν». Μα­ζύ των ἦ­το, ἀλ­λ’ αὐ­τοί δέν Τόν ἀ­ντε­λή­φθη­σαν. Πλη­σί­ον μας εἶ­ναι, μα­ζύ μας βα­δί­ζει, μᾶς πα­ρα­κο­λου­θεῖ, ὡς ἡ σκι­ά, καί δέν Τόν αἰ­σθα­νό­με­θα. Φαί­νε­ται ὅ­τι εἴ­με­θα τυ­φλοί (Ἀ­ποκ. γ΄, 17). Μᾶς ἐ­μπο­δί­ζει ἡ ἀ­πι­στί­α ἤ ἡ ὀ­λι­­γο­πι­στί­α. Ἄς φαί­νω­νται ὅ­λα σκο­τει­νά, ἄς πα­ρου­σι­ά­ζω­νται ὅ­λα ἀ­πελ­πι­στι­κά. Ἡ χα­ρά τῆς Ἀ­να­στά­σε­ως θά πρέ­πῃ νά εἶ­ναι μό­νι­μος. Ἡ πά­ντων Χα­ρά, ὁ Κύ­ρι­ος ἡ­μῶν Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός εἶ­πεν «ἐν τῷ κό­σμῳ θλῖ­ψιν ἕ­ξε­τε· ἀλ­λά θαρ­σεῖ­τε ἐ­γώ νε­νί­κη­κα τόν κό­σμον» (Ἰ­ω­άν. ι­στ΄, 33)».

Καί σέ ἄλ­λη πα­σχα­λι­νή Ἐ­γκύ­κλι­ο:
«Ἄς ἐ­ρευ­νή­ση ὁ κα­θέ­νας μας ἐ­άν τό Φῶς τῆς Ἀ­να­στά­σε­ως εἰ­σῆλ­θεν εἰς τήν καρ­δί­αν του. Ἐ­άν ἔ­χῃ φω­τει­νήν καρ­δί­αν, φω­τει­νόν νοῦν, φω­τει­νήν ψυ­χήν. Ἄς ἐ­ξε­τά­σῃ ἄν τό Φῶς τῆς Ἀ­να­στά­σε­ως φω­τί­ζῃ τό ἐ­σω­τε­ρι­κόν του, ἐ­άν ζῇ ἐν Χρι­στῷ Ἀ­να­στά­ντι, ἐ­άν πο­ρεύ­η­ται τήν ὁ­δόν Κυ­ρί­ου, ἐ­άν οἱ λό­γοι, αἱ πρά­ξεις καί αἱ σκέ­ψεις του ἔ­χουν τήν σφρα­γί­δα τῆς Ἀ­να­στά­σε­ως, ἐ­άν γε­νι­κῶς ὅ­λη ἡ συ­μπε­ρι­φο­ρά του εἶ­ναι φω­τει­νή. Ἄς πα­ρα­κο­λου­θή­σῃ ἐ­άν εἶ­ναι φῶς τῶν ἀν­θρώ­πων, κα­τά τήν ἁ­γι­ο­γρα­φι­κήν ἐ­ντο­λήν: «ὑ­μεῖς ἐ­στε τό φῶς τοῦ κό­σμου» (Ματθ. ε΄, 14). Τί ἔ­χο­μεν νά κερ­δί­σω­μεν ἐ­άν ὁ Οὐ­ρα­νός καί ἡ γῆ καί τά κα­τα­χθό­νι­α πλέ­ουν εἰς τό φῶς καί ἡ­μεῖς εὑ­ρι­σκώ­με­θα εἰς τό σκό­τος; Ποῖ­ον ὄ­φε­λος ἐ­άν ζῶ­μεν εἰς ἡ­λι­ό­λου­στα μέ­γα­ρα καί συγ­χρό­νως ἡ καρ­δί­α μας ἔ­χῃ σπή­λαι­α σκο­τει­νά, εἰς τά ὁ­ποῖ­α φο­βε­ρά πά­θη ἐμ­φω­λεύ­ουν; Ποῖ­ον τό κέρ­δος, ὅ­ταν ὁ ἄ­ψυ­χος κό­σμος φω­τί­ζε­ται καί ὁ λο­γι­κός ἄν­θρω­πος ζῇ εἰς τό σκό­τος τῆς ἁ­μαρ­τί­ας; Πά­ντο­τε, ἀλ­λ’ ἰ­δι­αι­τέ­ρως τάς Ἁ­γί­ας ἡ­μέ­ρας τοῦ Πά­σχα, ἄς ἀ­πο­θέ­σω­μεν «τά ἔρ­γα τοῦ σκό­τους» καί ἄς ἐν­δυ­θῶ­μεν «τά ὅ­πλα τοῦ φω­τός» (Ρωμ. ιγ΄, 12). Ἄς ἀ­νοί­ξω­μεν τάς καρ­δί­ας μας δι­ά νά εἰ­σέλ­θουν αἱ ἀ­κτῖ­νες τοῦ Θεί­ου Φω­τός, ἤ ἀ­κρι­βέ­στε­ρον δι­ά νά λάμ­ψῃ ἐ­ντός ἡ­μῶν ὁ ἐκ τοῦ τά­φου ἐ­κλάμ­ψας Χρι­στός».

Τό δεύ­τε­ρο ση­μεῖ­ο πού πα­ρα­τη­ρεῖ κα­νείς στίς Ἐ­γκυ­κλί­ους τοῦ μακαριστοῦ Ἱ­ε­ράρ­χου εἶ­ναι ἡ πί­στη του ὅ­τι οἱ Κλη­ρι­κοί, ἰ­δι­αι­τέ­ρως ὁ Ἐ­πί­σκο­πος, εἶ­ναι εἰ­κό­νες τοῦ Θε­οῦ, ἡ πα­ρου­σί­α τοῦ Θε­οῦ ἀ­νά­με­σα στόν λα­ό. Ἔ­χει βα­θει­ά αἴ­σθη­ση ὅ­τι οἱ Κλη­ρι­κοί δέν εἶ­ναι με­ρι­κοί ἐκ­κλη­σι­α­στι­κοί ὑ­πάλ­λη­λοι, ἀλ­λά οἱ Ποι­μέ­νες τοῦ λα­οῦ τοῦ Θε­οῦ, πού ἐ­νερ­γοῦν μέ τήν ἐ­ντο­λή τοῦ Θε­οῦ καί ἐρ­γά­ζο­νται μέ τήν δι­κή Του δύ­να­μη. Οἱ Κλη­ρι­κοί πρέ­πει νά εἶ­ναι ἄ­ξι­οι τῆς ἀ­πο­στο­λῆς τους, νά ἔ­χουν γνώ­ση τοῦ ἔρ­γου τους καί νά ἀ­γα­ποῦν πά­νω ἀ­πό ὅ­λα τά ἄλ­λα τό ποί­μνι­ό τους.
Κα­τ’ ἀρ­χάς, πολ­λές φο­ρές στίς Ἐ­γκυ­κλί­ους το­νί­ζει ὅ­τι θά πρέ­πη νά τόν δέ­χω­νται ὡς ἀ­δελ­φό καί πα­τέ­ρα, νά τοῦ ἀ­να­φέ­ρουν τά προ­βλή­μα­τά τους καί νά μήν ἱ­κε­τεύ­ουν λα­ϊ­κούς γι­ά νά με­σι­τεύ­ουν στόν Ἀρ­χι­ε­ρέ­α. Γρά­φει σέ μι­ά Ἐ­γκύ­κλι­ό του πρός τούς Κλη­ρι­κούς:
«Θέ­λω νά ἔ­χω­μεν ἀ­γά­πην, νά εὐ­φραί­νε­σθε ὅ­ταν μέ βλέ­πε­τε καί νά σκιρ­τῶ ὅ­ταν σᾶς βλέ­πω. Νά μέ βλέ­πε­τε ὡς Πα­τέ­ρα καί Ἀ­δελ­φόν καί νά σᾶς βλέ­πω ὡς τέ­κνα ἀ­γα­πη­τά καί ἀ­δελ­φούς γνη­σί­ους»9.

Στήν ἴ­δι­α Ἐ­γκύ­κλι­ο γρά­φει:
«Ἡ­μεῖς οἱ Κλη­ρι­κοί ἰ­δι­αι­τέ­ρως εἴ­με­θα «πό­λις ἐ­πά­νω ὄ­ρους κει­μέ­νη». Πά­ντων, εὐ­σε­βῶν καί ἀ­σε­βῶν, τά βλέμ­μα­τα στρέ­φο­νται πρός ἡ­μᾶς. Καί ἡ ἐ­λα­χί­στη πα­ρε­κτρο­πή μας εἶ­ναι ὁ­ρα­τή. Ἐν ὀ­νό­μα­τι τῆς ἀ­θα­νά­του Ψυ­χῆς μας καί τῶν Ψυ­χῶν τῶν Χρι­στι­α­νῶν μας, ἄς προ­σέ­χω­μεν. Ἡ ζω­ή μας ἄς εἶ­ναι ἀ­στρα­πή, δι­ά νά εἶ­ναι ὁ λό­γος μας βρο­ντή. Ἄς βα­δί­ζω­μεν ἐ­ντός τοῦ πλαι­σί­ου τῆς Θεί­ας Γρα­φῆς καί τῶν Ἱ­ε­ρῶν Κα­νό­νων τῆς Ἁ­γί­ας ἡ­μῶν Ἐκ­κλη­σίας».

Καί σέ ἄλ­λη Ἐ­γκύ­κλι­ο γρά­φει:
«Θά λο­γο­δο­τή­σω­μεν δι­ά τήν ἀ­το­μι­κήν μας ζω­ήν καί δι­ά τήν ποι­μα­ντι­κήν μας ἐρ­γα­σί­αν. Θά μᾶς ἐ­ρω­τή­σῃ ὁ Κύ­ρι­ος με­τα­ξύ τῶν ἄλ­λων ἐ­άν ἀ­φή­σα­μεν δι­α­δό­χους εἰς τά Θυ­σι­α­στή­ρι­α».

Σέ Ἐ­γκύ­κλι­ό του μέ τήν συ­μπλή­ρω­ση 5ετίας ἀ­πό τήν ἐν­θρό­νι­σή του εὐ­γνω­μο­νεῖ «τόν Ἀρ­χι­ποί­με­να Κύ­ρι­ον, δι­ό­τι ὁ­δή­γη­σεν ἡ­μᾶς εἰς τόν ἐ­κλε­κτόν τοῦ­τον τό­πον μέ τούς εὐ­λο­γη­μέ­νους κα­τοί­κους του», στήν συ­νέ­χει­α ὑ­πο­γραμ­μί­ζει ὅ­τι προ­σπά­θη­σε νά καλ­λι­ερ­γή­ση τόν ἀ­γρό τοῦ Κυ­ρί­ου καί, ἐ­άν ἔ­γι­νε κά­τι, ὀ­φεί­λε­ται στόν Χρι­στό καί τούς Χρι­στι­α­νούς τῆς πε­ρι­ο­χῆς καί γρά­φει:
«Ἑ­πο­μέ­νως ἀ­πο­μέ­νει νά πρά­ξω­μεν ὅ,τι πα­ρε­λεί­ψα­μεν καί νά συ­μπλη­ρώ­σω­μεν ὅ,τι πα­ρέ­μει­νε ἀ­τε­λές. Ἐ­πι­βάλ­λε­ται νά λη­σμο­νή­σω­μεν ὅ,τι κα­τορ­θώ­θη καί νά φρο­ντί­σω­μεν ὥ­στε ἅ­πα­ντες οἱ Χρι­στι­α­νοί, γέ­ρο­ντες καί νέ­οι, μι­κροί καί με­γά­λοι, ἄν­δρες καί γυ­ναῖ­κες νά πλη­σι­ά­σω­μεν πε­ρισ­σό­τε­ρον τόν Σω­τῆ­ρα καί Λυ­τρω­τήν Κύ­ρι­ον ἡ­μῶν Ἰ­η­σοῦν Χρι­στόν, τήν Ἐκ­κλη­σί­αν Αὐ­τοῦ, τά Θεῖ­α Μυ­στή­ρι­α καί τόν σω­τή­ρι­ον Νό­μον Αὐ­τοῦ. Ἐ­πι­βάλ­λε­ται καί νά θυ­σι­α­σθῶ­μεν, ἀρ­κεῖ ἅ­παν τό Χρι­στε­πώ­νυ­μον Πλή­ρω­μα νά ζῇ κα­τά Θε­όν καί νά ἀ­κο­λου­θῇ τάς Πα­ρα­δό­σεις τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καί τοῦ Ἔ­θνους.
Στη­ρι­ζό­με­νοι εἰς τό ἄ­πει­ρον ἔ­λε­ος τοῦ ἐ­ναν­θρω­πή­σα­ντος Θε­οῦ καί Θυ­σι­α­σθέ­ντος χά­ριν τοῦ ἀν­θρώ­που καί εἰς τάς προ­σευ­χάς καί τήν βο­ή­θει­αν ὑ­μῶν θά κα­τα­βά­λω­μεν πᾶ­σαν προ­σπά­θει­αν, ὥ­στε ἡ Ἄ­μπε­λος, ἥν ἐ­νε­πι­στεύ­θη ἡ­μῖν ἡ Βου­λή τοῦ Κυ­ρί­ου, ἀ­πο­βῇ καρ­πο­φό­ρος. Ἔ­χο­μεν σφο­δράν ἐ­πι­θυ­μί­αν ἡ κα­θ’ ἡ­μᾶς Ἱ­ε­ρά Μη­τρό­πο­λις νά εἶ­ναι τμῆ­μα τῆς Βα­σι­λεί­ας τοῦ Θε­οῦ καί νά ἐ­πι­κρα­τῇ ἐν αὐ­τῇ ἡ εἰ­ρή­νη, ἡ χα­ρά καί ἅ­πα­ντες οἱ καρ­ποί τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος».

Τό τρί­το ση­μεῖ­ο εἶ­ναι ὅ­τι δί­νει με­γά­λη ση­μα­σί­α στήν λα­τρεί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, στόν τρό­πο πού γί­νε­ται καί βε­βαί­ως δί­νει με­γά­λη ση­μα­σί­α στό Μυ­στή­ρι­ο τῆς θεί­ας Εὐ­χα­ρι­στί­ας, πού εἶ­ναι τό κε­ντρι­κό Μυ­στή­ρι­ο τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας.

Σέ μι­ά Ἐ­γκύ­κλι­ό του γρά­φει:
«Ἕ­κα­στος Ἐ­φη­μέ­ρι­ος ὀ­φεί­λει νά τε­λῆ ἁ­πά­σας τάς ἱ­ε­ράς Ἀ­κο­λου­θί­ας τάς προ­βλε­πο­μέ­νας ὑ­πό τοῦ Τυ­πι­κοῦ τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ἡ­μῶν. Ὁ Ἱ­ε­ρεύς δέν χρει­ά­ζε­ται μό­νον τάς Κυ­ρι­α­κάς καί Ἑ­ορ­τάς, ἀλ­λά κα­θ’ ἑ­κά­στην ἡ­μέ­ραν. Ὀ­φεί­λει νά προ­σεύ­χη­ται ὑ­πέρ ἑ­αυ­τοῦ καί τοῦ Λα­οῦ. Οἱ Κώ­δω­νες τῶν Ἱ­ε­ρῶν Να­ῶν κρού­ο­νται κα­θ’ ἑ­κά­στην ἡ­μέ­ραν ὑ­πο­μι­μνή­σκο­ντες εἰς τούς Χρισ­τι­α­νούς, ὅ­τι οἱ Ποι­μέ­νες ἀ­γρυ­πνοῦν ἐν ταῖς προ­σευ­χαῖς ὑ­πέρ τῶν πι­στῶν. Κα­κῶς καί ἐ­σφαλ­μέ­νως νο­μί­ζουν με­ρι­κοί, ὅ­τι μό­νον εἰς τάς πό­λεις δέ­ον νά τε­λῶ­νται ἅ­πα­σαι αἱ Ἱ­ε­ραί Ἀ­κο­λου­θί­αι. Καί εἰς τό πλέ­ον ἀ­πο­με­μα­κρυ­σμέ­νον χω­ρί­ον, ἐ­φ’ ὅ­σον ὑ­πάρ­χῃ Ἱ­ε­ρεύς, θά γί­νε­ται ὅ,τι ἀ­κρι­βῶς τε­λεῖ­ται καί εἰς τούς Ἱ­ε­ρούς Να­ούς τῶν Πό­λε­ων. Ὁ Ἱ­ε­ρεύς εἶ­ναι κα­τά πρῶ­τον λό­γον Λει­τουρ­γός. Ἑ­πο­μέ­νως εἶ­ναι ὑ­πο­χρε­ω­μέ­νος νά εἶ­ναι φι­λα­κό­λου­θος».

Καί σέ ἄλ­λη Ἐ­γκύ­κλι­ο ἐ­ρω­τᾶ:
«Πῶς τό ἀ­νέ­χε­ται ἡ συ­νεί­δη­σίς του (δηλ. τοῦ Ἱ­ε­ρέ­ως) νά εἶ­ναι ὑ­γι­ής καί τήν Κυ­ρι­α­κήν, τήν ἡ­μέ­ραν τοῦ Κυ­ρί­ου, τήν κα­τ’ ἐ­ξο­χήν ἡ­μέ­ραν Θεί­ας Λα­τρεί­ας, νά μή λει­τουρ­γῇ; Ἡ Θεί­α Λει­τουρ­γί­α εἶ­ναι δι­ά τούς Ἱ­ε­ρεῖς ὁ ζω­ο­γό­νος πνευ­μα­τι­κός ἀ­έ­ρας. Ὅ­ταν ὁ Ἐ­πί­σκο­πος ἤ ὁ Πρε­σβύ­τε­ρος δέν λει­τουρ­γῇ ἤ ὁ Δι­ά­κο­νος δέν δι­α­κο­νῇ ἐν ἡ­μέ­ρᾳ Κυ­ρι­α­κῇ, ἐ­νῶ εἶ­ναι ὑ­γι­ής, θά πρέ­πῃ νά αἰ­σθά­νε­ται ἕν βά­ρος εἰς τό ἐ­σω­τε­ρι­κόν του καί νά δο­κι­μά­ζη λύ­πην βα­θεῖ­αν. Ἐ­άν δέν λα­χτα­ρᾷ δι­ά νά λει­τουρ­γή­σῃ τό­τε «ἐ­πά­γω­σεν» ψυ­χι­κῶς».

Σέ ἄλ­λη Ἐ­γκύ­κλι­ό του ἐκ­φρά­ζει τήν εὐ­λά­βει­α, τόν θαυ­μα­σμό καί τόν φό­βο του γι­ά τόν Ἱ­ε­ρό Να­ό, ὅ­που λα­τρεύ­ε­ται ὁ Θε­ός καί τε­λεῖ­ται ἡ θεί­α Λει­τουρ­γί­α:
«Πό­σον μᾶλ­λον εἶ­ναι ἱ­ε­ρός ὁ τό­πος τῆς λα­τρεί­ας τῶν Ὀρ­θο­δό­ξων Χρι­στι­α­νῶν! Ἱ­ε­ρώ­τε­ρος, δι­ό­τι ἐν αὐ­τῷ λα­τρεύ­ε­ται ὁ ἀ­λη­θι­νός Θε­ός. Ἱ­ε­ρώ­τε­ρος, δι­ό­τι ἐν αὐ­τῷ κα­τοι­κεῖ ὁ Ὕ­ψι­στος Θε­ός. Ἱ­ε­ρώ­τε­ρος, δι­ό­τι ἐν αὐ­τῷ τε­λεῖ­ται ἡ ἀ­ναί­μα­κτος θυ­σί­α, τό Μέ­γα Μυ­στή­ρι­ον τῆς Θεί­ας Εὐ­χα­ρι­στί­ας.
Ἑ­πο­μέ­νως, πρέ­πει νά τρέ­μω­μεν καί ὅ­ταν ἀ­κό­μη εὑ­ρι­σκώ­με­θα εἰς τό προ­αύ­λι­ον τῶν Ἱ­ε­ρῶν Να­ῶν, πο­λύ δέ πε­ρισ­σό­τε­ρον ἱ­στά­με­νοι ἐν αὐ­τοῖς».

Στήν Ἐ­γκύ­κλι­ό του «Πε­ρί Ἱ­ε­ρῶν Να­ῶν, Ἱ­ε­ρῶν Σκευ­ῶν κλπ. ἀ­ντι­κει­μέ­νων τῶν Ἱ­ε­ρῶν Να­ῶν καί εὐ­πρε­πεί­ας αὐ­τῶν»16, ἀ­σχο­λεῖ­ται μέ κά­θε λε­πτο­μέ­ρει­α μέ ὅ,τι ὑ­πάρ­χει καί γί­νε­ται στόν Ἱ­ε­ρό Να­ό, ἀ­πό τήν ἀ­νέ­γερ­ση τοῦ Ἱ­ε­ροῦ Να­οῦ μέ­χρι τά ψί­χου­λα τοῦ ἱ­ε­ροῦ ἀ­ντι­δώ­ρου. Πε­ρι­γρά­φει πῶς πρέ­πει νά εἶ­ναι ὁ Ἱ­ε­ρός Να­ός καί τά Ἱ­ε­ρά Σκεύ­η, πῶς νά κα­τα­σκευ­ά­ζω­νται, νά συ­ντη­ροῦ­νται, νά κα­θα­ρί­ζω­νται καί νά λει­τουρ­γοῦ­νται.

Ἐ­πί­σης στήν Ἐ­γκύ­κλι­ό του «Πε­ρί ἀ­πο­φυ­γῆς θο­ρύ­βου ἐν τοῖς Ἱ­ε­ροῖς Να­οῖς», μέ σχο­λα­στι­κό­τη­τα ἐ­ντο­πί­ζει κά­θε πι­θα­νή πη­γή θο­ρύ­βου στόν Ἱ­ε­ρό Να­ό καί ἔ­ξω ἀ­πό αὐ­τόν, κα­τά τήν δι­άρ­κει­α τῶν Ἱ­ε­ρῶν Ἀ­κο­λου­θι­ῶν, ἀ­πό τό ἀ­πρό­σε­κτο προ­σω­πι­κό –Κλη­ρι­κούς καί λα­ϊ­κούς– μέ­χρι τό ἀ­πρό­σε­κτο ἄ­ναμ­μα καί σβή­σι­μο τῶν κη­ρί­ων, θό­ρυ­βοι πού γί­νο­νται αἰ­τί­α νά χα­λᾶ ἡ πνευ­μα­τι­κή ἀ­τμό­σφαι­ρα καί νά μή δι­α­φέ­ρη ὁ «Οἶ­κος τοῦ Θε­οῦ ἀ­πό τῶν συ­νή­θων τό­πων», κα­θι­στώ­ντας ὑ­πευ­θύ­νους κυ­ρί­ως τούς Ἐ­φη­με­ρί­ους, ἀ­φοῦ «ὅ­που ὑ­πάρ­χουν εὐ­λα­βεῖς ἱ­ε­ρεῖς, ἔ­χει ἐ­ξα­σφα­λι­σθῆ ἡ­συ­χία».

Ὁ τρό­πος τε­λέ­σε­ως τῆς λα­τρεί­ας εἶ­ναι δι­ά­χυ­τος μέ­σα σ’ ὅ­λες τίς Ἐ­γκυ­κλί­ους του, ὅ­ταν κά­νη λό­γο γι­ά τήν ἱ­ε­ρό­τη­τα τοῦ Να­οῦ, γι­ά τόν τρό­πο τε­λέ­σε­ως τῶν Ἱ­ε­ρῶν Ἀ­κο­λου­θι­ῶν, γι­ά τίς Πα­ρα­κλή­σεις, τήν Ἀρ­το­κλα­σί­α, τήν θεί­α Λει­τουρ­γί­α, τήν Προ­σκο­μι­δή, τόν τρό­πο ἐκ­φω­νή­σε­ως τῆς Κυ­ρι­α­κῆς Προ­σευ­χῆς, τήν τά­ξη κα­τά τήν θεί­α Κοι­νω­νί­α, γι­ά τούς Ἱ­ε­ρο­ψάλ­τες, γι­ά τά παι­δι­ά πού ὑ­πη­ρε­τοῦν στό ἱ­ε­ρό Βῆ­μα, γι­ά τίς δι­ά­φο­ρες Ἀ­κο­λου­θί­ες καί τά Μυ­στή­ρι­α κλπ.

Ὅ­λα αὐ­τά δεί­χνουν ἕ­ναν Ἐ­πί­σκο­πο πού εἶχε κέ­ντρο τῆς ζω­ῆς του τόν Να­ό, τά Μυ­στή­ρι­α, τήν λα­τρεί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἰ­δι­αι­τέ­ρως τήν θεί­α Λει­τουρ­γί­α.

Τό τέ­ταρ­το εἶ­ναι ὅ­τι ἔ­χει βα­θει­ά αἴ­σθη­ση ὅ­τι ὅ­λοι οἱ ἄν­θρω­ποι θά δώ­σου­με λό­γο στόν Θε­ό κα­τά τήν ἡ­μέ­ρα τῆς κρί­σε­ως, ὅ­ταν θά πα­ρα­στα­θοῦ­με ἐ­νώ­πι­ον τοῦ ἀ­δε­κά­στου βή­μα­τος τοῦ Χρι­στοῦ. Αὐ­τό τόν συ­νέ­χει κυ­ρι­ο­λε­κτι­κά.

Σέ μι­ά Ἐ­γκύ­κλι­ό του πρός τούς Κλη­ρι­κούς γρά­φει:
«Ἡ­μεῖς οἱ Κλη­ρι­κοί… θά λο­γο­δο­τή­σω­μεν εἰς τόν Ἀρ­χι­ποί­με­να».

Σέ ἄλλη Ἐ­γκύ­κλι­ο γρά­φει:
«Ὁ βί­ος τοῦ ἀν­θρώ­που ἐ­πί τῆς γῆς εἶ­ναι βρα­χύς. Συ­ντό­μως φεύ­γο­μεν ἀ­πό τόν κό­σμον αὐ­τόν καί ὁ­δη­γού­με­θα εἰς Κρι­τή­ρι­ον. Θά λο­γο­δο­τή­σω­μεν δι­ά τήν ἀ­το­μι­κήν μας ζω­ήν καί δι­ά τήν ποι­μα­ντι­κήν μας ἐρ­γα­σί­αν. Θά μᾶς ἐ­ρω­τή­σῃ ὁ Κύ­ρι­ος με­τα­ξύ τῶν ἄλ­λων ἐ­άν ἀ­φή­σα­μεν δι­α­δό­χους εἰς τά Θυ­σι­α­στή­ρι­α».

Καί σέ ἄλ­λη Ἐ­γκύ­κλι­ό του, ἀπευθυνόμενος στούς Ἐφημερίους, γρά­φει:
«Εὐ­θύ­νη τρι­σμε­γί­στη ἀ­πέ­να­ντι ἡ­μῶν καί κυ­ρί­ως ἀ­πέ­να­ντι τοῦ Ὑ­ψί­στου Θε­οῦ… «Φο­βε­ρόν τό ἐ­μπε­σεῖν εἰς χεῖ­ρας Θε­οῦ Ζῶ­ντος»».

Πρέ­πει ἰ­δι­αι­τέ­ρως νά ση­μει­ω­θῆ αὐ­τό τό «πνεῦ­μα» μέ­σα στό ὁ­ποῖ­ο ἐ­γρά­φη­σαν οἱ Ἐ­γκύ­κλι­οι αὐ­τές. Εἶ­ναι τό «πνεῦ­μα» τῆς προ­σω­πι­κό­τη­τος τοῦ Ἐ­πι­σκό­που αὐ­τοῦ καί τῆς αἰ­σθή­σε­ως τῆς πα­ρου­σί­ας μας μπρο­στά στό ἀ­δέ­κα­στο κρι­τή­ρι­ο τοῦ Θε­οῦ. Ὁ μα­καριστός ζοῦ­σε πά­ντο­τε μέ­σα σέ αὐ­τήν τήν προ­ο­πτι­κή, τῆς μα­ται­ό­τη­τος τῶν πα­ρό­ντων καί τῆς ἀ­πο­λαύ­σε­ως τῶν μή σα­λευο­μέ­νων.

Πα­ρου­σι­ά­ζο­ντας τό βι­βλί­ο αὐ­τό «Ἔκ­φρα­ση Ποι­μα­ντι­κῆς Εὐ­θύ­νης», θά πρέ­πη νά κα­τα­γρα­φοῦν καί με­ρι­κές ἀ­πα­ραί­τη­τες διευ­κρι­νί­σεις.
Ἡ πρώ­τη ὅ­τι ὁ χω­ρι­σμός σέ ἑ­πτά ἑ­νό­τη­τες δέν εἶ­ναι ἀ­πό­λυ­τος, οὔ­τε εὐ­χε­ρής. Δη­λα­δή, με­ρι­κές Ἐ­γκύ­κλι­οι, πού χα­ρα­κτη­ρί­σθη­καν ὡς δι­οι­κη­τι­κές, θά μπο­ροῦ­σαν νά θε­ω­ρη­θοῦν ποι­­μα­ντι­κές καί ἀ­ντι­στρό­φως. Τά θέ­μα­τα ἐ­πι­κα­λύ­πτο­νται με­τα­ξύ τους.

Ἡ δεύ­τε­ρη, ὅ­τι με­ρι­κά θέ­μα­τα, τά ὁ­ποῖ­α θί­γο­νται στίς Ἐ­γκυ­κλί­ους, ἀ­να­φέ­ρο­νται στίς συν­θῆ­κες τῆς ἐ­πο­χῆς πού ἐ­γρά­φη­σαν. Οἱ Ἐ­γκύ­κλι­οι ἄρ­χι­σαν νά γρά­φω­νται πρίν 35 χρό­νι­α. Αὐ­τό πρέ­πει νά λη­φθῆ σο­βα­ρά ὑ­π’ ὄ­ψη καί νά μή συ­γκρί­νω­νται μέ τά ὅ­σα συμ­βαί­νουν στήν ἐ­πο­χή μας. Γι­ά πα­ρά­δειγ­μα γί­νε­ται λό­γος γι­ά θέρ­μαν­ση τῶν Ἱ­ε­ρῶν Να­ῶν μέ ξυ­λό­σο­μπες, γι­ά ἐ­πί­στρω­ση τῶν Ἱ­ε­ρῶν Να­ῶν μέ τόν τρό­πο τῆς ἐ­πο­χῆς ἐ­κεί­νης, γι­ά τόν νι­πτή­ρα, τό τη­λέ­φω­νο κἄ. Ἀ­πό τίς Ἐ­γκυ­κλί­ους αὐ­τές πρέ­πει νά συ­γκρα­τή­σου­με τήν ἀ­γω­νί­α τοῦ ἀ­ει­μνή­στου Μη­τρο­πο­λί­του καί τό «πνεῦ­μα» τῶν ὅ­σων γρά­φο­νται.

Ἡ τρί­τη δι­ευ­κρί­νι­ση εἶ­ναι ὅ­τι σέ με­ρι­κά λει­τουρ­γι­κά θέ­μα­τα ὑ­πάρ­χουν καί ἄλ­λες ἀ­πό­ψεις ἀ­πό ἐ­κεῖ­νες πού θί­γο­νται στίς Ἐ­γκυ­κλί­ους. Προ­φα­νῶς οἱ Ἐ­γκύ­κλι­οι δέν εἶ­ναι ἐ­πι­στη­μο­νι­κές με­λέ­τες. Ὁ Ἐ­πί­σκο­πος, πού ἔ­χει τήν εὐ­θύ­νη τῆς λει­τουρ­γι­κῆς τά­ξε­ως σέ μι­ά Ἐ­παρ­χί­α, ἐ­πι­λέ­γει μι­ά ἄ­πο­ψη, καί μά­λι­στα τήν ἐ­πι­κρα­τοῦ­σα τῆς ἐ­πο­χῆς ἐ­κεί­νης, καί μέ αὐ­τή κα­θο­δη­γεῖ λα­τρευ­τι­κῶς Κλη­ρι­κούς καί λα­ϊ­κούς. Ἑ­πο­μέ­νως καί στό θέ­μα αὐ­τό πρέ­πει νά δοῦ­με τό «πνεῦ­μα» τῆς Ἐ­γκυ­κλί­ου καί ὄ­χι τό­σο τήν ἐ­πι­λεγ­μέ­νη ἄ­πο­ψη τοῦ Μη­τρο­πο­λί­του.

Καί ἡ τέ­ταρ­τη δι­ευ­κρί­νι­ση εἶ­ναι ὅ­τι με­ρι­κές Ἐ­γκύ­κλι­οι μπο­ρεῖ νά φαί­νω­νται αὐ­στη­ρές, ἀλ­λά πρέ­πει νά τίς δοῦ­με μέ­σα στήν προ­ο­πτι­κή τῆς προ­σπά­θει­ας ἑ­νός Ἐ­πι­σκό­που γι­ά τήν δι­όρ­θω­ση τῶν κα­κῶς κει­μέ­νων. Ὁ ἀ­οί­δι­μος Μη­τρο­πο­λί­της ἀ­γα­ποῦ­σε τούς Ἱ­ε­ρεῖς καί τούς λα­ϊ­κούς, ἀλ­λά ἤ­θε­λε νά ὑ­πάρ­χη τά­ξη τό­σο κα­τά τήν λα­τρεί­α ὅ­σο καί κα­τά τήν δι­οί­κη­ση καί ἐ­πε­δί­ω­κε νά ἀ­νε­βά­ζη τό πνευ­μα­τι­κό ἐ­πί­πε­δο τοῦ ποι­μνί­ου του. Ἐ­πει­δή ἔ­βλε­πε ἄλ­λες ἀ­ντι­δε­ο­ντο­λο­γι­κές, κα­τά τήν ἄ­πο­ψή του, συ­μπε­ρι­φο­ρές δι­α­φό­ρων Μη­τρο­πο­λι­τῶν, γι’ αὐ­τό καί ὁ ἴ­δι­ος, σέ με­ρι­κά θέ­μα­τα, ἦ­ταν «ὑ­πέρ ἄ­γαν» αὐ­στη­ρός, ὡς πρός τά λε­γό­με­να «δι­και­ώ­μα­τα» τοῦ Ἐ­πι­σκό­που. Ὡ­στό­σο, ὅ­σο προ­χω­ροῦ­σαν τά χρό­νι­α, καί ἰ­δι­αι­τέ­ρως πρός τό τέ­λος τῆς ζω­ῆς του, ἦ­ταν ἀρ­κε­τά ἐ­πι­ει­κής καί εἶ­χε δι­α­φο­ρε­τι­κές ἀ­πό­ψεις ἀ­πό ἐ­κεῖ­νες πού ἐ­ξέ­φρα­ζε στήν ἀρ­χή τῆς ποι­μα­ντι­κῆς του δι­α­κο­νί­ας.

Γε­νι­κά, τά προ­σό­ντα πού πα­ρα­τη­ροῦ­νται στίς Ἐ­γκυ­κλί­ους τοῦ ἀ­ει­μνή­στου Ἱ­ε­ρά­ρχου εἶ­ναι ἡ γνώ­ση τῶν θε­μά­των, ἡ δι­οι­κη­τι­κή πεί­ρα, ἡ ποι­μα­ντι­κή εὐ­θύ­νη καί ἀ­γω­νί­α, ἡ ἁ­πλό­τη­τα καί κα­θα­ρό­τη­τα τῆς γρα­φῆς, ἡ πί­στη στόν Θε­ό καί ἡ βε­βαι­ό­τη­τα ὅ­τι θά λο­γο­δο­τή­ση ἐ­νώ­πι­ον τοῦ Θε­οῦ γι­ά τήν ποι­μα­ντι­κή του δι­α­κο­νί­α. Ὅ­λα αὐ­τά εἶ­ναι προ­σό­ντα ἐκ­κλη­σι­α­στι­κοῦ ἤ­θους καί φρο­νή­μα­τος.

3. Ὁ Συ­νο­δι­κός Ἱ­ε­ράρ­χης τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας

   

Ὁ κά­θε Ἐ­πί­σκο­πος εἶ­ναι ποι­μήν τῆς Το­πι­κῆς Ἐκ­κλη­σί­ας γι­ά τήν ὁ­ποί­α ἐ­ξε­λέ­γη, ἀλ­λά ταυ­το­χρό­νως εἶ­ναι ποι­μήν καί τῆς κα­θό­λου Ἐκ­κλη­σί­ας. Αὐ­τό φαί­νε­ται ἀ­πό τό ὅ­τι κα­λεῖ­ται νά πα­ρί­στα­ται στίς Συ­νό­δους τῆς Το­πι­κῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καί νά ἀ­ντι­­­με­τω­πί­ζη φλέ­γο­ντα θέ­μα­τα πού τήν ἀ­πα­σχο­λοῦν. Εἶ­ναι ὑ­πο­χρε­ω­μέ­νος, κα­τά τόν λδ΄ ἀ­πο­στο­λι­κό Κα­νό­να, νά ἀ­ντι­με­τω­πί­ζη μα­ζί μέ τόν «πρῶ­τον» κά­θε Ἐ­παρ­χί­ας τά λε­γό­με­να πε­ριτ­τά, ὅ­πως ἑρ­μη­νεύ­ει ὁ ἱ­ε­ρός Βαλ­σα­μών, καί τά ὁ­ποῖ­α ἀ­να­φέ­ρο­νται σέ ὁ­λό­κλη­ρη τήν Ἐ­παρ­χί­α καί ὑ­περ­βαί­νουν τήν δι­κή του ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή πε­ρι­φέ­ρει­α. Τά λε­γό­με­να «πε­ριτ­τά», κα­τά τόν Ζω­να­ρᾶ, εἶ­ναι «ζη­τή­σεις δογ­μα­τι­κάς, οἰ­κο­νο­μί­ας πε­ρί σφαλ­μά­των κοι­νῶν, κα­τα­στά­σεις ἀρ­χι­ε­ρέ­ων, καί ὅ­σα τοι­αῦ­τα».

Ἔ­τσι καί ὁ ἀ­εί­μνη­στος Μη­τρο­πο­λί­της συμ­με­τεῖ­χε στά Συ­νο­δι­κά ὄρ­γα­να τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας γι­ά τήν λύ­ση τῶν δι­α­φό­ρων προ­βλη­μά­των πού ἀ­να­φύ­ο­νταν κά­θε φο­ρά. Γι’ αὐ­τό θά ἤ­θε­λα στήν συ­νέ­χει­α νά πα­ρου­σι­ά­σω με­ρι­κά ση­μεῖ­α ἀ­πό αὐ­τήν τήν ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή του δι­α­κο­νί­α. Καί τό ση­μεῖ­ο αὐ­τό εἶ­ναι ἀ­πα­ραί­τη­το, γι­α­τί στό βι­βλί­ο πού ἔ­γρα­ψα γι’ αὐ­τόν, καί προ­α­νέ­φε­ρα, τόν εἶ­δα μέ τά «μά­τι­α» τοῦ Πρε­σβυ­τέ­ρου-πνευ­μα­τι­κοῦ παι­δι­οῦ πρός ἕ­να Μη­τρο­πο­λί­τη. Τώ­ρα ὅ­μως, πού καί ἐ­γώ εἶ­μαι Μη­τρο­πο­λί­της, μέ τό ἄ­πει­ρο ἔ­λε­ος τοῦ Θε­οῦ καί γνω­ρί­ζω τόν τρό­πο μέ τόν ὁ­ποῖ­ο γί­νο­νται οἱ Συ­νε­δρι­ά­σεις τό­σο τῆς Ἱ­ε­ραρ­χί­ας ὅ­σο καί τῆς Δι­αρ­κοῦς Ἱ­ε­ρᾶς Συ­νό­δου, μπο­ρῶ νά δῶ τήν προ­σω­πι­κό­τη­τά του καί ἀ­πό τῆς πλευ­ρᾶς τοῦ Ἀρ­χι­ε­ρέ­ως. Ἔ­τσι θά ἐ­κτι­μή­σω πε­ρισ­σό­τε­ρο τό με­γα­λεῖ­ο τῆς προ­σω­πι­κό­τη­τός του.

Βε­βαί­ως δέν ἔ­χω ἀ­να­δι­φή­σει στά ἀρ­χεῖ­α τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Συ­νό­δου γι­ά νά ἐ­ντο­πί­σω τίς πα­ρεμ­βά­σεις του στήν Ἱ­ε­ραρ­χί­α καί τήν Δι­αρ­κῆ Ἱ­ε­ρά Σύ­νο­δο, πράγ­μα πού θά τό ἐ­πι­δι­ώ­ξω μέ τήν πρώ­τη εὐ­και­ρί­α, γι­ά νά γί­νη μι­ά ἐ­κτε­νέ­στε­ρη με­λέ­τη καί γι­ά τό θέ­μα αὐ­τό. Ἀ­πό τό ἀρ­χεῖ­ο του, πού ἔ­χω στήν δι­ά­θε­σή μου, θά χρη­σι­μο­ποι­ή­σω με­ρι­κά στοι­χεῖ­α στά ὁ­ποῖ­α φαί­νε­ται ὁ τρό­πος μέ τόν ὁ­ποῖ­ο ἐ­νερ­γοῦ­σε ὡς Ἀρ­χι­ε­ρεύς καί μά­λι­στα ὡς Συ­νο­δι­κός Ἀρ­χι­ε­ρεύς.

Κα­τ’ ἀρ­χάς πρέ­πει νά το­νι­σθῆ, ὅ­πως εἶ­ναι γνω­στόν, ὅ­τι ὁ ἴ­δι­ος, πα­ρά τίς ἀρ­χι­κές ἐ­πι­φυ­λά­ξεις του καί ὕ­στε­ρα ἀ­πό συμ­βου­λή τοῦ ἀ­ει­μνή­στου κα­νο­νο­λό­γου καί καρ­δι­α­κοῦ ἀ­δελ­φοῦ του καί ἐ­πι­στη­θί­ου φί­λου του Ἀρ­χιμ. Ἐ­πι­φα­νί­ου Θε­ο­δω­ρο­πού­λου δέ­χθη­κε τήν ἐ­κλο­γή του ἀ­πό τήν Ἀ­ρι­στίν­δην Σύ­νο­δο τοῦ 1967 καί τήν το­πο­θέ­τη­σή του στήν Ἱ­ε­ρά Μη­τρό­πο­λη Ἐ­δέσ­σης, Πέλ­λης καί Ἀλ­μω­πί­ας, ἡ ὁ­ποί­α, ἦ­ταν χη­ρεύ­ου­σα πρίν τήν 21η Ἀπριλίου τοῦ 1967 καί, βε­βαί­ως, πρίν ἀ­νέλ­θη στόν Ἀρ­χι­ε­πι­σκο­πι­κό Θρό­νο ὁ Ἀρ­χι­ε­πί­σκο­πος Ἱ­ε­ρώ­νυ­μος. Ὁ ἀ­εί­μνη­στος Μη­τρο­πο­λί­της Ἐ­δέσ­σης, Πέλ­λης καί Ἀλ­μω­πί­ας κυ­ρός Δι­ο­νύ­σι­ος εἶ­χε ἀ­πο­μα­κρυν­θῆ ἀ­πό τόν θρό­νο του μέ νό­μο πού ψή­φι­σε ἡ Κυ­βέρ­νη­ση Στε­φα­νό­που­λου, πρίν τήν 21η Ἀ­πρι­λί­ου 1967. Πα­ρά ταῦ­τα ὁ ἀ­εί­μνη­στος Καλ­λί­νι­κος στά Συ­νο­δι­κά Ὄρ­γα­να τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ἐ­πέ­δει­ξε ἕ­να ἐκ­κλη­σι­α­στι­κό φρό­νη­μα, καί αὐ­τό θά ἐ­ξε­τα­σθῆ στά ἑ­πό­με­να.

Ὡς Μη­τρο­πο­λί­της συμ­με­τεῖ­χε πά­ντο­τε στίς Συ­νε­δρι­ά­σεις τῆς Ἱ­ε­ραρ­χί­ας τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἑλ­λά­δος, ὁ­σά­κις συ­νε­κα­λεῖ­το. Ὅ­μως, εἶ­χε τήν δι­κή του προ­σω­πι­κό­τη­τα καί τό δι­κό του ἦ­θος. Κα­τά τήν πε­ρί­ο­δο 1967-1974 δέν ἐ­πε­λέ­γη νά εἶ­ναι μέ­λος τῆς Δι­αρ­κοῦς Ἱ­ε­ρᾶς Συ­νό­δου, ἡ ὁ­ποί­α στήν οὐ­σί­α καί σέ ὅ­λες τίς φά­σεις της κα­τά τήν δι­άρ­κει­α τῆς ἑ­πτα­ε­τί­ας ἐπιλεγόταν καί διο­­ρι­ζό­ταν. Με­τά τήν πτώ­ση τοῦ τότε καθεστῶ­τος, τήν πα­ραί­τη­ση τοῦ Ἱ­ε­ρω­νύ­μου καί τήν ἄ­νο­δο στόν Ἀρ­χι­ε­πι­σκο­πι­κό Θρό­νο τῶν Ἀ­θη­νῶν τοῦ ἀ­πό Ἰ­ω­αν­νί­νων Σε­ρα­φείμ, ἔ­γι­νε δύ­ο φο­ρές μέ­λος τῆς Δι­αρ­κοῦς Ἱ­ε­ρᾶς Συ­νό­δου, ἤ­τοι κα­τά τήν Συ­νο­δι­κή πε­ρί­ο­δο 1976-1977 καί τήν Συ­νο­δι­κή πε­ρί­ο­δο 1982-1983.

Γί­νε­ται φα­νε­ρό ὅ­τι ὁ ἀ­εί­μνη­στος Καλ­λί­νι­κος ἔ­ζη­σε ὡς Μη­τρο­πο­λί­της σέ με­γά­λες καί κρί­σι­μες στιγ­μές τῆς Ἱ­ε­ραρ­χί­ας τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἑλ­λά­δος. Πολ­λά γε­γο­νό­τα ἔ­γι­ναν τήν πε­ρί­ο­δο 1972-1974, ἤ­τοι ἡ με­γά­λη κρί­ση στίς σχέ­σεις με­τα­ξύ τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἑλ­λά­δος καί τοῦ Οἰ­κου­με­νι­κοῦ Πα­τρι­αρ­χεί­ου, ἡ πα­ραί­τη­ση τοῦ Ἀρ­χι­ε­πι­σκό­που Ἱ­ε­ρω­νύ­μου ἀ­πό τόν Ἀρ­χι­ε­πι­σκο­πι­κό θρό­νο τῶν Ἀ­θη­νῶν, ἡ ἐκλογή ὡς Ἀρχιεπισκόπου τοῦ ἀπό Ἰωαν­νί­νων Σεραφείμ, κα­θώς ἐ­πί­σης καί πολ­λά ἄλ­λα πού ἀ­κο­λού­θη­­σαν ἀ­πό τό 1974, ἤ­τοι οἱ ἐκ­θρο­νί­σεις με­ρι­κῶν Ἀρ­χι­ε­ρέ­ων πού ἐ­ξε­λέ­γη­σαν κα­τά τήν ἀρ­χι­ε­πι­σκο­πεί­α τοῦ Ἱ­ε­ρω­νύ­μου καί οἱ προ­σπά­θει­ές τους νά ἐ­πα­νέλ­θουν με­τά τήν με­τα­πο­λί­τευ­ση. Κα­τά τήν πρώ­τη συ­νο­δι­κή πε­ρί­ο­δο ἤ­τοι τό ἔ­τος 1976-1977 ἦ­ταν ἡ πρώ­τη φο­ρά πού ἡ πλει­ο­ψη­φί­α τῆς Δι­αρ­κοῦς Ἱ­ε­ρᾶς Συ­νό­δου ἦ­ταν ἀ­ντί­θε­τη μέ τίς ἐ­πι­λο­γές τοῦ Ἀρ­χι­ε­πι­σκό­που Σε­ρα­φείμ. Ἔ­γι­ναν πολ­λά γε­γο­νό­τα τά ὁ­ποῖ­α ἐ­δῶ δέν θά ἤ­θε­λα νά πα­ρα­θέ­σω, γι­α­τί ὁ σκο­πός μου, ὅ­πως προ­α­νέ­φε­ρα, εἶ­ναι δι­α­φο­ρε­τι­κός, ἀ­φοῦ θά ἤ­θε­λα νά με­τα­φέ­ρω τό ἐκ­κλη­σι­α­στι­κό φρό­νη­μα καί τό ἦ­θος τοῦ ἀ­ει­μνή­στου Μη­τρο­πο­λί­του.

Ἑ­πο­μέ­νως, στά ἑ­πό­με­να θά κα­τα­θέ­σω ὄ­χι τό τί ἔ­λε­γε στήν Ἱ­ε­ρά Σύ­νο­δο καί τί ἔ­πρατ­τε, ἀλ­λά κυ­ρί­ως τό πῶς ἀ­ντι­με­τώ­πι­ζε τίς κα­τα­στά­σεις, καί τά προ­βλή­μα­τα πού ἀ­να­φύ­ο­νταν.

Στό βι­βλί­ο «Κό­σμη­μα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας» κα­τα­γρά­φω με­ρι­κά πε­ρι­στα­τι­κά στά ὁ­ποῖ­α φαί­νε­ται πῶς ἀ­ντι­με­τώ­πι­ζε τά ἐκ­κλη­σια­στι­κά γε­γο­νό­τα τῶν ἡ­με­ρῶν ἐ­κεί­νων. Γι­ά τά γε­γο­νό­τα στήν Κε­φαλ­λο­νι­ά, κα­τά τά ὁ­ποῖ­α ἐ­ξε­γέρ­θη­σαν οἱ ἄρχοντες καί ὁ λαός ἐ­να­ντί­ον τοῦ Μη­τρο­πο­λί­του Προκοπίου καί ἔ­γι­ναν πολ­λά συ­ντα­ρα­κτι­κά γε­γο­νό­τα, σέ ἐ­πι­στο­λή του στόν τό­τε Μη­τρο­πο­λί­τη Κε­φαλ­λη­νί­ας Προ­κό­πι­ο εἶ­ναι ἀ­πο­κα­λυ­πτι­κό­τα­τος, ἄν καί ἐ­κεῖ­νος εἶχε ψηφίσει γι­ά τήν ἐκ­θρό­νι­ση τοῦ ἀ­δελ­φοῦ του, Μητρο­πο­λίτου Διδυμοτείχου Κωνσταντίνου. Τόν ἀ­πο­κα­λεῖ «πο­νε­μέ­νο ἀ­δελ­φό». Αἰ­σθά­νε­ται ἔκ­πλη­ξη: «φο­βε­ρόν νά δι­κά­ζε­ται ὁ Ἀρ­χι­ε­ρεύς ὑ­πό τοῦ ὄ­χλου!», ἀ­φοῦ ὑ­πάρ­χουν οἱ ἱ­ε­ροί Κα­νό­νες καί οἱ νό­μοι. Ἐκ­φρά­ζει τήν λύ­πη του: «Ἐ­λυ­πή­θην δι­ά τήν πε­ρι­πέ­τει­άν σας. Ἐ­λυ­πή­θην δι­ά τό κα­τά­ντη­μα Ἱ­ε­ρω­μέ­νων νά στρα­φοῦν κα­τά τοῦ Ἐ­πι­σκό­που των. Δέν ἀ­ντε­λή­φθη­σαν τό φο­βε­ρώ­τα­τον πα­ρά­πτω­μα τῆς ἀ­πο­κο­πῆς ἀ­πό τόν οἰ­κεῖ­ον Ἐ­πί­σκο­πον». Γρά­φει ὅ­τι τά ὅ­σα ἔ­γι­ναν στήν Κε­φαλ­λο­νι­ά δέν ἀ­φο­ροῦν μό­νον τήν ἐ­κεῖ Το­πι­κή Ἐκ­κλη­σί­α, ἀλ­λά ὁ­λό­κλη­ρη τήν Ἐκ­κλη­σί­α. «Εἶ­ναι ὑ­πό­θε­σις τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἑλ­λά­δος καί τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας γε­νι­κώ­τε­ρον ἐ­άν θέ­λε­τε. Ἐ­άν δέν λη­φθοῦν μέ­τρα δρα­στή­ρι­α, ἡ­μεῖς μέν, οἱ σύγ­χρο­νοι Ἀρ­χι­ε­ρεῖς, θά λυ­πη­θῶ­μεν, οἱ δι­ά­δο­χοί μας ὅ­μως θά θρη­νοῦν καί θά ὀ­δύ­ρω­νται». Τά ἴ­δι­α ἔ­γρα­φε καί στόν Μη­τρο­πο­λί­τη Τρι­φυλ­λί­ας καί Ὀ­λυ­μπί­ας Στέ­φα­νο πού δι­ε­κτρα­γω­δοῦ­σε τά γε­γο­νό­τα αὐ­τά μέ ἀ­να­φο­ρά του πρός τήν Σύ­νο­δο. «Ὀρ­θῶς το­πο­θε­τεῖ­τε τά πράγ­μα­τα. Ἐ­άν δέν ἀ­ντι­με­τω­πι­σθῇ ἡ κα­τά­στα­σις μέ ἀ­πο­φα­σι­στι­κό­τη­τα καί κα­τά τούς Κα­νό­νας τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, θά κλαύ­σω­μεν καί θά θρη­νή­σω­μεν, ἰ­δι­αι­τέ­ρως μά­λι­στα ὡς Ἐ­πί­σκο­ποι».

Ἦ­ταν εὐ­χα­ρι­στη­μέ­νος ὅ­ταν ἐ­ξε­λέ­γη κά­ποι­ος Ἀρ­χι­ε­ρεύς πού τι­μοῦ­σε τήν Μη­τρό­πο­λη καί τήν Ἐκ­κλη­σί­α. Καί σέ ἐ­πι­στο­λή πού τοῦ ἀ­πέ­στει­λε ἔ­γρα­φε: «Θέ­λω καί εὔ­χο­μαι καί τό πι­στεύ­ω, ὅ­τι θά εἶ­σθε μάρ­τυς ὑ­πε­ρα­σπί­σε­ως πά­ντων τῶν Ἀρ­χι­ε­ρέ­ων, οἱ ὁ­ποῖ­οι μέ πολ­λήν ἀ­γά­πην καί βα­θεί­αν ἐ­κτί­μη­σιν σᾶς ἐ­ψή­φι­σαν ὡς Ἀρ­χι­ε­ρέ­α» καί φυ­σι­κά ἐν­νο­οῦ­σε καί τόν ἴ­δι­ο.

Ἕ­νας Ἀρ­χι­ε­ρεύς τοῦ ἀ­πέ­στει­λε ἐ­πι­στο­λή καί τόν πα­ρα­κα­λοῦ­σε νά τόν ψη­φί­ση γι­ά νά με­τα­τε­θῆ σέ ἄλ­λη με­γά­λη Ἱ­ε­ρά Μη­τρό­πο­λη. Ὁ ἀ­εί­μνη­στος Καλ­λί­νι­κος τοῦ ἀ­πά­ντη­σε μέ εὐ­γέ­νει­α καί δι­α­κρι­τι­κό­τη­τα καί, ἀ­φοῦ ἐ­ξέ­φρα­ζε τήν τι­μή πού τοῦ ἐ­κμυ­στη­ρεύ­θη­κε αὐ­τήν τήν ἐ­πι­θυ­μί­α του, ὕ­στε­ρα τοῦ ἔ­γρα­φε:
«Τό θέ­μα σας μέ ἀ­πη­σχό­λη­σε καί ἀ­πα­σχο­λεῖ. Προ­σκρού­ει εἰς τήν θέ­σιν, τήν ὁ­ποί­αν ἔ­χω λά­βει κα­τά τοῦ με­τα­θε­τοῦ. Δέν κα­τη­γο­ρῶ τούς Ἀ­δελ­φούς, τούς ἐ­πι­θυ­μοῦ­ντας με­τά­θε­σιν. Ἐ­φ’ ὅ­σον ὅ­μως ἐ­τά­χθην κα­τά τοῦ με­τα­θε­τοῦ καί μά­λι­στα ἐ­δή­λω­σα τοῦ­το συ­νε­δρι­α­ζού­σης τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Συ­νό­δου καί ἐ­γρά­φη εἰς τά πρα­κτι­κά ἡ γνώ­μη μου, δέν δύ­να­μαι νά προ­τεί­νω τήν πλή­ρω­σιν τῆς γνω­στῆς θέ­σε­ως δι­ά με­τα­θέ­σε­ως.
Ὀ­φεί­λω νά μή δη­μι­ουρ­γή­σω ψευ­δαί­σθη­σιν εἰς τόν Ἀ­δελ­φόν, πο­λύ δέ πε­ρισ­σό­τε­ρον νά δώ­σω ὑ­πό­σχε­σιν μέ τήν βε­βαι­ό­τη­τα ἀ­θε­τή­σε­ως.
Ἀ­δελ­φέ μου, ζη­τῶ συγ­γνώ­μην, δι­ό­τι πρώ­την φο­ράν μοῦ ἐ­ζη­τή­σα­τε τήν συ­μπα­ρά­στα­σίν μου καί δέν δύ­να­μαι νά «ἱ­κα­νο­ποι­ή­σω τήν ἐ­πι­θυ­μί­αν σας».

Στήν ἐ­πι­στο­λή αὐ­τή φαί­νε­ται ἡ θέ­ση πού ἔ­λα­βε κα­τά τήν διάρ­κει­α τῆς Συ­νε­δρι­ά­σε­ως τῆς Ἱ­ε­ραρ­χί­ας κα­τά τοῦ «με­τα­θε­τοῦ» τῶν Ἀρ­χι­ε­ρέ­ων, ἀλ­λά ταυ­το­χρό­νως ἐκ­φρά­ζει τήν ἄ­πο­ψη ὅ­τι δέν κα­τη­γο­ρεῖ κα­νέ­ναν Ἱ­ε­ράρ­χη πού ἐ­πι­θυ­μεῖ τήν με­τά­θε­σή του. Ἁ­πλῶς δι­α­τυ­πώ­νει τήν ἄ­πο­ψή του καί ξε­κα­θα­ρί­ζει τήν θέ­ση του, ὥ­στε νά μή δη­μι­ουρ­γή­ση ψευ­δαί­σθη­ση στόν ἀ­δελ­φό ὅ­τι ἐν­δέ­χε­ται νά τόν ψη­φί­ση. Αὐ­τή ἡ το­πο­θέ­τη­σή του εἶ­ναι πο­λύ ση­μα­ντι­κή, ἄν τήν συ­γκρί­νη κα­νείς μέ τίς πολ­λές ὑ­πο­σχέ­σεις πού δί­νο­νται ἀπό τούς Ἀρχιερεῖς ἐν γνώ­σει τους ὅ­τι δέν πρό­κει­ται νά τη­ρη­θοῦν.
Ὅ­ταν ἦ­ταν Συ­νο­δι­κός Ἀρ­χι­ε­ρεύς μοῦ ἀ­πέ­στει­λε, μέ κά­ποι­α ἄλ­λη ἀ­φορ­μή, ἐ­πι­στο­λή μέ­σα στήν ὁ­ποί­α βλέ­που­με τήν ἀ­γω­νί­α του γι­ά τά ἐκ­κλη­σι­α­στι­κά πράγ­μα­τα καί τόν τρό­πο μέ τόν ὁ­ποῖ­ο τά ἀ­ντι­με­τώ­πι­ζε. Ἔ­γρα­φε στήν ἐ­πι­στο­λή του με­τα­ξύ τῶν ἄλ­λων:
«Πολ­λές φο­ρές σέ σκέ­πτο­μαι καί φέ­ρω εἰς τήν θέ­σιν μου τόν Πο­λυ­σέ­βα­στον ΙΕΡΟΘΕΟΝ (τόν Μη­τρο­πο­λί­τη Αἰ­τω­λο­α­καρ­να­νί­ας), καί εἰς τήν θέ­σιν σου τόν ἑ­αυ­τόν μου. Νέ­α ἀ­κρι­βῆ νά μά­θῃς δέν μπο­ρεῖς, δι­ό­τι εἰς τάς Ἐ­φη­με­ρί­δας δέν γρά­φε­ται ἡ ἀ­λή­θει­α. Μέ ἀ­να­κου­φί­ζει ἡ ἑ­νό­της καί ἡ πε­ποί­θη­σις ὅ­τι θά λα­λή­σῃ ὁ Οὐ­ρα­νός! Ὅ­ταν λα­λῇ ὁ Οὐ­ρα­νός τρέ­μει ἡ γῆ. Ἕν πρᾶγ­μα ἀρ­χί­ζω ἐκ τῶν πραγ­μά­των νά βλέ­πω: Δυ­στυ­χῶς ζη­τοῦ­μεν λύ­σιν τῶν προ­βλη­μά­των μας ἀ­πό τούς ἀν­θρώ­πους καί λη­σμο­νοῦ­μεν ὅ­τι μό­νον ὁ Θε­ός μᾶς ἀ­γα­πᾶ καί μᾶς προ­στα­τεύ­ει. «Οὐκ ἔ­στιν ἐν ἄλ­λῳ οὐ­δε­νί ἡ σω­τη­ρί­α». Αὐ­τόν τόν Χρι­στόν ἄς ἀ­γα­πή­σω­μεν καί τά ἄλ­λα τά κα­νο­νί­ζει Ἐ­κεῖ­νος...
Σέ πα­ρα­κα­λῶ, γο­νά­τι­σε καί πα­ρε­κά­λε­σε τόν Ἱ­δρυ­τήν τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας νά βο­η­θή­σῃ τόν Ἐ­πί­σκο­πόν σου καί τήν Ἐκ­κλη­σί­αν Του».

Στήν ἐ­πι­στο­λή αὐ­τή φαί­νε­ται κα­θα­ρά τό ἐκ­κλη­σι­α­στι­κό του φρό­νη­μα, ὁ τρό­πος μέ τόν ὁ­ποῖ­ο ἐ­νερ­γοῦ­σε ὡς Συ­νο­δι­κός Ἀρ­χι­ε­ρεύς, ἀλ­λά καί ὁ τρό­πος μέ τόν ὁ­ποῖ­ο κα­θο­δη­γοῦ­σε τούς Κλη­ρι­κούς του.

Κα­τά τήν δι­άρ­κει­α τῆς Συ­νο­δι­κῆς του θη­τεί­ας 1976-1977 κα­ταρ­τι­ζό­ταν ὁ νέ­ος Κα­τα­στα­τι­κός Χάρ­της τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἑλ­λά­δος. Εἶ­χε συ­γκρο­τη­θῆ μί­α Ἐ­πι­τρο­πή προ­κει­μέ­νου νά κα­ταρ­τί­ση τό Νο­μο­σχέ­δι­ο καί νά ἀ­πο­στα­λῆ στήν Βου­λή πρός ψή­φι­ση ὡς Κώ­δι­κα. Ἀ­κού­γο­νταν τό­τε πολ­λά, καί κυ­ρί­ως ὅ­τι προ­βλε­πό­ταν ὁ πε­ρι­ο­ρι­σμός τῶν δι­και­ω­μά­των τῆς Δι­αρ­κοῦς Ἱ­ε­ρᾶς Συ­νό­δου. Τό­τε ἀ­πέ­στει­λε τη­λε­γρά­φη­μα στόν τό­τε Πρω­θυ­πουρ­γό Κων­στα­ντῖ­νο Κα­ρα­μαν­λῆ καί τόν Ὑ­πουρ­γό Παι­δεί­ας Γεώρ­γι­ο Ράλ­λη μέ τό ἀ­κό­λου­θο πε­ρι­ε­χό­με­νο:
«Ἐ­πλη­ρο­φο­ρή­θην ὅ­τι κα­τα­τί­θε­ται Νο­μο­σχέ­δι­ον πε­ρι­ο­ρι­σμοῦ νο­μι­κῶν καί κα­νο­νι­κῶν δι­και­ω­μά­των Δι­αρ­κοῦς Ἱ­ε­ρᾶς Συ­νό­δου ἧς τυγ­χά­νω μέ­λος ἀ­πό 1η Ὀ­κτω­βρί­ου καί ὅ­τι κρα­τεῖ σκέ­ψις ψη­φί­σε­ως ὡς Κώ­δι­κος ὑ­πό Βου­λῆς Κα­τα­στα­τι­κοῦ Χάρ­του Ἐκ­κλη­σί­ας Ἑλ­λά­δος συ­ντα­χθέ­ντος ὑ­πό ὀ­λι­γο­με­λοῦς Ἐ­πι­τρο­πῆς. Ἐ­άν ἀ­λη­θεύ­θουν αἱ πλη­ρο­φο­ρί­αι φρο­νῶ ὅ­τι δέν δι­και­ο­λο­γεῖ­ται νά στε­ρη­θῇ ἡ νέ­α Δι­αρ­κής Ἱ­ε­ρά Σύ­νο­δος δι­και­ω­μά­των ὧν δέν ἐ­στε­ρή­θη­σαν αἱ ἀ­πό τῆς με­τα­πο­λι­τεύ­σε­ως τοι­αῦ­ται. Ψή­φι­σις Κα­τα­στα­τι­κοῦ Χάρ­του του­τέ­στι Συ­ντάγ­μα­τος Ἐκ­κλη­σί­ας ἄ­νευ γνώ­μης Ἱ­ε­ρᾶς Συ­νό­δου Ἱ­ε­ραρ­χί­ας Ἀ­νω­τά­της Ἐκ­κλη­σια­στι­κῆς Ἀρ­χῆς καί ἄ­νευ γνώ­σε­ως τῶν Ἐκ­προ­σώ­πων Ἔ­θνους δέν συ­νᾴ­δει πρός τό πνεῦ­μα τῆς Δη­μο­κρα­τί­ας, δί­δει λα­βήν δυ­σμε­νῶν σχο­λί­ων, δη­μι­ουρ­γεῖ Νό­μον μή ἀ­ντέ­χο­ντα εἰς τό φῶς τοῦ ἐ­λέγ­χου, πε­ρι­πλέ­κει Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κόν Θέ­μα καί ἐ­γκυ­μο­νεῖ κιν­δύ­νους καί μά­λι­στα δι­ά­στα­σιν Δι­οι­κού­σης Ἐκ­κλη­σί­ας καί Θρη­σκεύ­ο­ντος Ἑλ­λη­νι­κοῦ Λα­οῦ. Κα­θη­κό­ντως κα­θι­στῶ γνω­στάς τάς ἀ­νω­τέ­ρω σκέ­ψεις μου καί πα­ρα­κα­λῶ προ­λά­βα­τε πε­ρι­πλο­κάς Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κοῦ ζη­τή­μα­τος».

Φαί­νε­ται ἐ­δῶ ὅ­τι δί­νει με­γά­λη ση­μα­σί­α στίς ἀ­πο­φά­σεις τῆς Ἱ­ε­ραρ­χί­ας τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἑλ­λά­δος, ἡ ὁ­ποί­α ἀ­πο­φαί­νε­ται γι­ά ὅ­λα τά θέ­μα­τα πού ἀ­πα­σχο­λοῦν τήν Ἐκ­κλη­σί­α τῆς Ἑλ­λά­δος.

Πέ­ρα ὅ­μως ἀ­πό αὐ­τά θά ἤ­θε­λα νά ἐ­ντο­πί­σω με­ρι­κά στοι­χεῖ­α πού θε­ω­ρῶ ση­μα­ντι­κά καί συν­δέ­ο­νται μέ τό ἐκ­κλη­σι­α­στι­κό φρό­νη­μα καί ἦ­θος πού ὁ ἀ­εί­μνη­στος δι­έ­θε­τε, τά ὁ­ποῖ­α εἴ­δα­με προ­η­γου­μέ­νως.

Ὁ ἀ­εί­μνη­στος Καλλίνικος ἦ­ταν ἄν­θρω­πος προ­σευ­χῆς καί λει­τουρ­γι­κοῦ ἤ­θους. Ἡ θεί­α Λει­τουρ­γί­α ἦ­ταν ἡ ζω­ή του, ἀλ­λά καί ἡ ὅ­λη ἀ­να­στρο­φή του ἦ­ταν ἀ­παύ­γα­σμα τῆς θεί­ας Λει­τουρ­γί­ας. Τό συ­νο­δι­κό σύ­στη­μα τό θε­ω­ροῦ­σε ὡς ἀ­πό­το­κο τοῦ τρό­που τε­λέ­σε­ως τῆς θεί­ας Λει­τουρ­γί­ας. Γι’ αὐ­τό καί ὅ­ταν πή­γαι­νε γι­ά νά συμ­με­τά­σχη στίς Συ­νε­δρι­ά­σεις τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Συ­νό­δου, οὐ­σι­α­στι­κά πή­γαι­νε ὡ­σάν νά ἐκ­κλη­σι­α­σθῆ καί νά λει­τουρ­γή­ση. Καί κα­τά τήν δι­άρ­κει­α τῶν Συν­εδρι­ά­σε­ων, ὅ­πως πολ­λές φο­ρές μοῦ ἔ­λε­γε, προ­σευ­χό­ταν καί εἶ­χε ἔ­ντο­να μνή­μη θα­νά­του. Μι­ά τέ­τοι­α προ­σευ­χη­τι­κή δι­ά­θε­ση τόν ἔ­κα­νε νά εἶ­ναι προ­σε­κτι­κός, σύν­νους, καί νά ἀ­ντι­με­τω­πί­ζη τά θέ­μα­τα μέ σύν­νοι­α καί προ­σο­χή.

Ἐ­πει­δή τό κέ­ντρο τῆς ζω­ῆς του ἦ­ταν ὁ Θε­ός καί ἡ μέλ­λου­σα κρί­ση, γι’ αὐ­τό καί πί­στευ­ε ἀ­κρα­δά­ντως ὅ­τι σέ ὅ­λες τίς ἐ­νέρ­γει­ές μας θά λει­τουρ­γή­σουν οἱ λε­γό­με­νοι πνευ­μα­τι­κοί νό­μοι. Ἔ­χω συ­γκε­κρι­μέ­να πα­ρα­δείγ­μα­τα καί ἐκ­κλη­σι­α­στι­κές πε­ρι­πτώ­σεις, πού δέν θά ἤ­θε­λα νά ἀ­να­φέ­ρω αὐ­τήν τήν στιγ­μή, πού ἦ­ταν πο­λύ συ­ντα­ρα­κτι­κά γι­ά τήν ἐ­πο­χή ἐ­κεί­νη, καί γι­ά τίς ὁ­ποῖ­ες μοῦ ἔ­λε­γε ὅ­τι αὐ­τό φαί­νε­ται ὅ­τι εἶ­ναι ἄ­δι­κο φαι­νο­με­νι­κά, ἀλ­λά ἐ­δῶ λει­τουρ­γοῦν οἱ πνευ­μα­τι­κοί νό­μοι, γι­ά τήν ὠ­φέ­λει­α τοῦ συ­γκε­κρι­μέ­νου ἐκ­κλη­σι­α­στι­κοῦ ἡ­γέ­του. Καί ἄλ­λες φο­ρές μοῦ ἔ­λε­γε ὅ­τι καί στό μέλ­λον θά δῆς, ὡς νε­ώ­τε­ρος πού εἶ­σαι, νά λει­τουρ­γοῦν οἱ πνευ­μα­τι­κοί νό­μοι. Ἀ­κρι­βῶς αὐ­τό τόν ἔ­κα­νε νά εἶ­ναι προ­σε­κτι­κός στίς ἀ­πο­φά­σεις του, καί κυ­ρί­ως στίς ψη­φο­φο­ρί­ες πού γί­νο­νταν στήν Ἱ­ε­ρά Σύ­νο­δο. Δέν ἔ­βλε­πε τό προ­σω­πι­κό του συμ­φέ­ρον, ἀλ­λά κυ­ρί­ως τό νά μήν ἀ­δι­κή­ση τούς ἀν­θρώ­πους καί νά μή γί­νη αὐ­τό αἰ­τί­α νά λει­τουρ­γή­σουν ἀ­να­πο­φεύ­κτως καί ἀ­δη­ρί­τως οἱ πνευ­μα­τι­κοί νό­μοι.

Στήν συ­νέ­χει­α κα­τά τρό­πο ἀρ­νη­τι­κό θά κα­τα­γρά­ψω τί δέν ἦ­ταν ὁ ἀ­εί­μνη­στος Μη­τρο­πο­λί­της, πού τόν κα­θι­στοῦ­σε ὀρ­θό­δο­ξο Ἱ­ε­ράρ­χη μέ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κό φρό­νη­μα καί τό ὁ­ποῖ­ο εἶ­ναι δι­α­φο­ρε­τι­κό ἀ­πό τήν συ­νή­θη πρα­κτι­κή, ὅ­πως τό πα­ρα­τη­ρῶ κα­θη­με­ρι­νῶς μέ­σα στίς Συ­νε­δρι­ά­σεις τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Συ­νό­δου καί ὅ­πως, δυ­στυ­χῶς, δη­μο­σι­ο­ποι­οῦ­νται καί προ­κα­λοῦν σκαν­δα­λι­σμό τῶν πι­στῶν.

Ὁ ἀ­εί­μνη­στος δέν ἀ­νῆ­κε σέ συ­γκε­κρι­μέ­νες ὁ­μά­δες Ἀρ­χι­ε­ρέ­ων, πού ἀ­να­λαμ­βά­νουν νά προ­ω­θή­σουν δι­ά­φο­ρα σχέ­δι­α γι­ά νά ἐ­πι­κρα­τή­σουν μέ­σα στήν Ἱ­ε­ραρ­χί­α. Ὄ­χι μό­νον δέν συ­γκρο­τοῦ­σε κά­ποι­α ὁ­μά­δα Ἀρ­χι­ε­ρέ­ων, ἀλ­λά καί δέν ἐ­νέ­τασ­σε τόν ἑ­αυ­τό του σέ κά­ποι­α ἀ­πό αὐ­τές, πού εἶ­ναι φυ­σι­κό νά ὑ­πάρ­χουν. Με­γά­λη ἀ­δελ­φι­κή ἐ­πι­κοι­νω­νί­α εἶ­χε μέ τόν ἀ­εί­μνη­στο Μη­τρο­πολί­τη Δρυ­ϊ­νου­πό­λε­ως, Πω­γω­νι­α­νῆς καί Κο­νί­τσης κυ­ρό Σε­βαστι­α­νό, μι­ά με­γά­λη μορ­φή στήν σύγ­χρο­νη Ἱ­ε­ραρ­χί­α τῆς Ἐκ­­κλησίας, πού καί ἐ­κεῖ­νος εἶ­χε φό­βο Θε­οῦ καί σύν­νοι­α. Ἐ­πί­σης ἐ­πι­κοι­νω­νί­α εἶ­χε μέ τόν Μη­τρο­πο­λί­τη πρ. Ὕ­δρας κ. Ἱ­ε­ρό­θε­ο καί τόν ἀ­εί­μνη­στο Μη­τρο­πο­λί­τη Κερ­κύ­ρας κυ­ρό Πο­λύ­καρ­πο.

Ὁ ἀ­εί­μνη­στος Καλ­λί­νι­κος δέν ἔ­κα­νε ἀ­ντι­πο­λί­τευ­ση στόν ἑ­κά­στο­τε Ἀρ­χι­ε­πί­σκο­πο. Ὅ­ταν δέν συμ­φω­νοῦ­σε καί μέ τόν ἀ­εί­μνη­στο Ἱ­ε­ρώ­νυ­μο καί μέ τόν ἀ­εί­μνη­στο Σε­ρα­φείμ ἔ­λε­γε τήν ἄ­πο­ψή του, χω­ρίς νά τούς ἀ­ντι­πο­λι­τεύ­ε­ται. Καί αὐ­τό φαί­νε­ται ἀ­πό τό γε­γο­νός ὅ­τι ψή­φι­ζε τίς προ­τά­σεις τους, ἀ­κό­μη καί γι­ά τούς προ­τει­νο­μέ­νους πρός ἀρ­χι­ε­ρα­τεί­α, ὅ­ταν γνώ­ρι­ζε ὅ­τι τό προ­τει­νό­με­νο πρό­σω­πο εἶ­ναι κα­λό. Τό λέ­γω αὐ­τό, γι­α­τί με­ρι­κοί, ἐ­πει­δή δέν συμ­φω­νοῦν μέ τό ἰ­σχύ­ον σύ­στη­μα ἐ­κλο­γῆς Ἀρ­χι­ε­ρέ­ων, ἀφοῦ ὁ ὑποψήφιος προτείνεται ἀπό τόν Ἀρχιεπίσκοπο,  δέν ψη­φί­ζουν τόν προ­τα­θέ­ντα ἤ ρί­πτουν λευ­κό ψη­φο­δέλ­τι­ο ἤ δέν συμ­με­τέ­χουν στίς δι­α­δι­κα­σί­ες. Ἐ­κεῖ­νος ὅ­μως ἐ­ξέ­τα­ζε τό συγ­κε­κρι­μέ­νο πρό­σω­πο καί τό ψή­φι­ζε, ἔ­στω κι ἄν εἶ­χε κα­λύ­τε­ρο πρό­σω­πο νά προ­τεί­νη ὁ ἴ­δι­ος ἤ ἔ­στω κι ἄν ἦ­ταν στε­νο­χω­ρη­μέ­νος πού δέν τόν ρω­τοῦ­σε ὁ Ἀρ­χι­ε­πί­σκο­πος.

Ὁ ἀ­εί­μνη­στος Καλ­λί­νι­κος δέν εἶ­χε δι­α­συν­δέ­σεις μέ δη­μο­σιο­γρά­φους γι­ά νά προ­βάλ­λη τόν ἑ­αυ­τό του ἤ νά δί­νη πλη­ρο­φο­ρί­ες. Καί ὄ­χι μό­νον αὐ­τό, ἀλ­λά ἀ­πέ­φευ­γε καί τήν ἐ­πι­κοι­νω­νί­α μα­ζί τους, ἀ­κό­μη καί στό ἐ­πί­πε­δο τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Μη­τρο­πό­λε­ως. Καί αὐ­τό εἶ­ναι ση­μα­ντι­κό, γι­α­τί πολ­λοί, ἀ­κό­μη καί Κλη­ρι­κοί, ὡς κύ­ρι­ο μέ­λη­μά τους ἔ­χουν τό πῶς θά δι­α­τη­ροῦν δι­α­συν­δέ­σεις μέ πα­ρά­γο­ντες τῶν Μέ­σων Μα­ζι­κῆς Ἐ­νη­μέ­ρω­σης, προ­κει­μέ­νου νά προ­ω­­θή­σουν προ­σω­πι­κές ἐ­πι­δι­ώ­ξεις ἤ νά ἔ­χουν τά νῶ­τα τους κα­λυμ­μέ­να ἤ νά δι­α­σύ­ρουν κά­ποι­ους ἄλ­λους ἀ­δελ­φούς.

Ὁ ἀ­εί­μνη­στος Καλ­λί­νι­κος, ὅ­ταν ἐ­πέ­στρε­φε στήν Ἔ­δεσ­σα ἀ­πό τίς Συ­νε­δρι­ά­σεις, τό­σο ἀ­πό τήν Ἱ­ε­ραρ­χί­α ὅ­σο καί ἀ­πό τήν Διαρ­κῆ Ἱ­ε­ρά Σύ­νο­δο, δέν σχο­λί­α­ζε τά ὅ­σα συ­νέ­βαι­ναν ἐ­κεῖ, δέν μᾶς ἐ­νη­μέ­ρω­νε γι­ά τά ὅ­σα γί­νο­νταν καί λέ­γο­νταν στίς Συ­νε­δρι­ά­σεις. Πολ­λές φο­ρές, ὅ­ταν μα­θαί­να­με ἀ­πό τίς ἐ­φη­με­ρί­δες δι­ά­φο­ρες ἐ­κρη­κτι­κές κα­τα­στά­σεις καί δι­α­πλη­κτι­σμούς ἀ­πό Συ­νε­δρι­ά­σεις τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Συ­νό­δου καί τόν ρω­τού­σα­με σχε­τι­κά, ἐ­κεῖ­νος ἀ­πέ­φευ­γε νά τά σχο­λι­ά­ση ἤ νά τά ἐ­πα­να­λά­βη, πά­ντο­τε δέ εὕ­ρι­σκε τρό­πο νά δι­ορ­θώ­νη με­ρι­κές πλη­ρο­φο­ρί­ες. Καί αὐ­τό τό ἔ­κα­νε γι­α­τί δέν ἤ­θε­λε νά μᾶς σκαν­δα­λί­ση οὔ­τε νά ἐκ­θέ­ση δι­α­φό­ρους ἀ­δελ­φούς του. Ἤ­θε­λε νά ἔ­χου­με πο­λύ ψη­λά τήν εἰ­κό­να τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καί τῶν Συ­νε­δρι­ά­σε­ων τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Συ­νό­δου. Ἦ­ταν ἀ­πο­τρο­πι­α­στι­κό σέ αὐ­τόν ἡ νο­ο­τρο­πί­α πού νε­α­ροί Κλη­ρι­κοί «κου­τσο­μπο­λεύ­ουν» δι­ά­φο­ρα ἐκ­κλη­σι­α­στι­κά πρό­σω­πα καί γε­γο­νό­τα, ἔ­χουν γνω­ρι­μί­ες μέ Ἀρ­χι­ε­ρεῖς καί με­τα­φέ­ρουν τῇδε κἀ­κεῖ­σε δι­ά­φο­ρες πλη­ρο­φο­ρί­ες, ἀ­σχο­λού­με­νοι μέ τά λε­γό­με­να «πο­λι­τι­κά» τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Ἤ­θε­λε οἱ Κλη­ρι­κοί καί μά­λι­στα οἱ ἄ­γα­μοι νε­α­ροί Κλη­ρι­κοί νά ἀ­σχο­λοῦ­νται μέ τά πνευ­μα­τι­κά τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, τό κή­ρυγ­μα, τήν ποι­μα­ντι­κή κα­θο­δή­γη­ση καί νά ἔ­χουν ὑ­γι­ές ἐκ­κλη­σι­α­στι­κό φρό­νη­μα, ἀ­πηλ­λαγ­μέ­νο ἀ­πό τήν νο­ο­τρο­πί­α τοῦ πε­ζο­δρο­μί­ου. Καί τό ἔ­κα­νε αὐ­τό γι­α­τί γνώ­ρι­ζε ὅ­τι Κλη­ρι­κοί, πού ἔ­χουν μι­ά τέ­τοι­α συ­μπε­ρι­φο­ρά, δέν ἔ­χουν κα­λή ἐ­ξέ­λι­ξη μέ­σα στήν Ἐκ­κλη­σί­α. Καί αὐ­τό τό ἐ­ντό­πι­ζε καί ἀ­πό τήν πλευ­ρά τῶν Ἀρ­χι­ε­ρέ­ων, καί ὑ­πο­στή­ρι­ζε τήν ἄ­πο­ψη ὅ­τι γι­ά τήν κα­τά­στα­ση πού ὑ­πάρ­χει στήν Ἐκ­κλη­σί­α σέ με­γά­λο βαθ­μό εὐ­θύ­νο­νται οἱ Γέ­ρο­ντές τους πού τούς με­τέ­δω­σαν αὐ­τό τό ἀ­ντι­εκ­κλη­σι­α­στι­κό φρό­νη­μα καί ἦ­θος. Ἔ­λε­γε συ­χνά ὅ­τι ἔ­χουν με­γά­λη εὐ­θύ­νη οἱ Ἀρ­χι­ε­ρεῖς, γι­α­τί μέ τόν τρό­πο πού παι­δα­γω­γοῦν τά πνευ­μα­τι­κά τους παι­δι­ά, τούς Κλη­ρι­κούς τους, κα­τα­σκευ­ά­ζουν τό κλί­μα τῆς αὐ­ρι­α­νῆς Ἱ­ε­ραρ­χί­ας, ἀ­φοῦ δι­α­μορ­φώ­νουν Ἱ­ε­ράρ­χες κα­τ’ εἰ­κό­να καί κα­θ’ ὁ­μοί­ω­σή τους.


Ἐπίλογος

   

Ἄρ­χι­σα τήν εἰ­σή­γη­σή μου ἀ­να­φέ­ρο­ντας τήν ἀρ­χή τοῦ κει­μέ­νου πού ἔ­γρα­ψε ἕ­να ἔ­τος με­τά τήν κοί­μη­σή του ἡ κ. Βά­σω Με­λι­κί­δου στήν ἐ­φη­με­ρί­δα «Ἐ­δεσ­σα­ϊ­κή». Τώ­ρα τε­λει­ώ­νο­ντας θά ἤ­θε­λα νά κα­τα­κλεί­σω τόν λό­γο μέ τό τέ­λος τοῦ ἐ­μπει­ρι­κοῦ καί αὐ­θόρ­μη­του καί γνή­σι­ου αὐ­τοῦ κει­μέ­νου.Ἔ­γρα­φε:
«Ἡ πό­λη, σχέ­ση ὀρ­γα­νι­κή. Ὁ κά­μπος πού ὅ­ρι­ζε τό βλέμ­μα σου. Τό ἀρ­χο­ντι­κό σου, ὅ­ρι­ο τοῦ νό­στου μας.
Στοι­χεῖ­α τῆς ζω­ῆς μας ὁ ἑ­σπε­ρι­νός τοῦ Σαβ­βά­του, οἱ ἀρ­χι­ε­ρα­τι­κές λει­τουρ­γί­ες πρά­ξεις ποι­η­τι­κές. Μέ τό χρυ­σο­κί­τρι­νο ἄμ­φι­ο στό ἱ­ε­ρό τῆς Ἁ­γί­ας Σκέ­πης, δι­ά­φα­νος τήν στιγ­μή πού ἔ­γνοι­ά του πύ­κνω­νε στήν προ­σευ­χή γι­ά τήν ἄ­μπε­λο: «...ἐ­πί­βλε­ψον ... καί ἴ­δε... καί ἐ­πί­σκε­ψαι τήν ἄ­μπε­λον ταύ­την... ». Ὑ­πάρ­χουν πράγ­μα­τα πού δέν ἀ­να­κα­λοῦ­νται πο­τέ. Γι­ά τή μνή­μη μας χῶ­ροι ἐ­φ’ ἅ­παξ ση­μα­δε­μέ­νοι.
Ἤ­ρε­μη, πα­μπά­λαι­η θλί­ψη στά στε­νά τῆς Ἁ­γί­ας Κυ­ρι­α­κῆς, τοῦ Ἀ­πο­στό­λου Παύ­λου, τῆς Κοι­μή­σε­ως.
Ἡ ἀ­που­σί­α ἑ­νός ἀν­θρώ­που πού ἀ­γά­πη­σε μυ­στι­κά καί ἔ­ζη­σε βα­θι­ά τήν πό­λη εἶ­ναι ἐ­ξί­σου κα­θο­ρι­στι­κή ὅ­σο καί ἡ πα­ρου­σί­α του.
Ἕ­νας κε­κοι­μη­μέ­νος ἅ­γι­ος εὐ­ερ­γε­τεῖ καί μέ τό σῶ­μα του, τόν τό­πο πού κρα­τά­ει τό σῶ­μα του. Ἡ βρο­χή ἐ­νερ­γο­ποι­εῖ τήν εὐ­λο­γί­α τοῦ σώ­μα­τος τῶν κε­κοι­μη­μέ­νων ἁ­γί­ων».
Καί συ­νε­χί­ζω τόν λό­γο αὐ­τό κα­τα­κλεί­ο­ντάς τον.
Συ­νε­χής ἡ πα­ρου­σί­α σου, ἀ­εί­μνη­στε Γέ­ρο­ντα.
Λει­τουρ­γεῖς ἀ­έν­να­α στήν οὐ­ρά­νι­α Ἐκ­κλη­σί­α, τήν πα­νή­γυ­ρη τῶν πρω­το­τό­κων τῶν ἀ­πο­γε­γραμ­μέ­νων ἐν οὐ­ρα­νοῖς, συμ­με­τέ­χοντας στήν ἄ­κτι­στη θεί­α Λει­τουρ­γί­α.
Ἔ­ζη­σες μαρ­τυ­ρι­κά καί κοι­μή­θη­κες ὁ­σι­α­κά, ὡς πρέ­πει τοῖς ἁ­γί­οις.
Ἀ­γά­πη­σες τήν ἐ­πι­φά­νει­α τῆς δό­ξης τοῦ Θε­οῦ καί τώ­ρα τήν ἀ­πο­λαμ­βά­νεις.

῎Ε­τσι κα­τα­λα­βαί­νου­με, ἀ­κοῦ­με καί αἰ­σθα­νό­μα­στε τό ἄ­ρω­μα τῆς πα­ρου­σί­ας σου. Ὅ­σο περ­νᾶ ὁ και­ρός τό ἄ­ρω­μα τῆς ἀ­που­σί­ας σου με­τα­τρά­πη­κε σέ ἄ­ρω­μα πα­ρου­σί­ας, καί τώ­ρα γί­νε­ται ἄ­ρω­μα οὐ­ρα­νί­ου θυ­σι­α­στη­ρί­ου.  Αὐ­τό τό ἄ­ρω­μα δέν προ­έρ­χε­ται ἀ­πό τό λι­βά­νι πού ἀ­γα­ποῦ­σες πο­λύ καί γέ­μι­ζες τό θυ­μι­α­τό κα­τά τήν θεί­α Λει­τουρ­γί­α, γι­α­τί ἤ­θε­λες νά λει­τουρ­γῆς μέ­σα σέ σύν­νε­φο εὐ­ω­δι­α­στό ἁ­γι­ο­ρεί­τι­κου θυ­μι­ά­μα­τος, ἀλ­λά εἶ­ναι τό ἄ­ρω­μα τῆς Χά­ρι­τος τοῦ Θε­οῦ πού σέ πε­ρι­έ­βα­λε καί τώ­ρα σέ φω­τί­ζει, σέ κά­νει δι­ά­φα­νο, ὄ­χι σω­μα­τι­κά, ἀλ­λά ψυ­χι­κά.

Ἔ­ζη­σες πτω­χι­κά καί κοι­μή­θη­κες πλού­σι­α καί ὅ­σο περ­νᾶ ὁ και­ρός πλου­τί­ζεις ἀ­κό­μη πι­ό πο­λύ μέ τήν προ­σθή­κη τῶν χα­ρι­σμά­των.
Καί ἐ­μεῖς πού ζοῦ­με σ’ αὐ­τήν τήν κοι­λά­δα τοῦ κλαυθ­μῶ­νος ζη­τᾶ­με πε­ρισ­σό­τε­ρο τήν εὐ­λο­γί­α σου. Ὄ­χι ἁ­πλῶς γι­ά νά ἀ­ντέ­ξου­με στίς δυ­σκο­λί­ες, ἀλ­λά γι­ά νά ἀ­νε­βοῦ­με σέ ψη­λό­τε­ρο ἐ­πί­πε­δο ζω­ῆς, στό δι­κό σου ἐ­πί­πε­δο, γι­ά νά μπο­ρέ­σου­με νά σέ συ­να­ντή­σου­με.
Ζη­τοῦ­με τήν συγ­γνώ­μη σου, τήν ἀ­γά­πη σου, τήν εὐ­λο­γί­α σου, τίς πρε­σβεῖ­ες σου.
«Ὁ γάρ λα­ός σου καί ἡ Ἐκ­κλη­σί­α σου ἱ­κε­τεύ­ου­σί σε».

Σεπτέμβριος 2004

ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο Θρησκεία καί Ἐκκλησία στήν κοινωνία



Προφίλ

Οἱ ἐκδόσεις τῆς γυναικείας Ἱερᾶς Μονῆς Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου (Πελαγίας) ἀπό τό 1982 ἐκδίδουν καί διακινοῦν σέ ὅλο τόν κόσμο τά βιβλία τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου, ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ ἱδρυτής καί πνευματικός πατέρας τῆς ἀδελφότητος.

Μάθετε περισσότερα...

banks
Login-iconLogin
active³ 5.5 · IPS κατασκευή E-shop · Όροι χρήσης