Γενικές ἀναμνήσεις του ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος

   

Ὁ Γέροντας Σωφρόνιος ἔζησε 22 χρόνια στό Ἅγιον Ὄρος καί ἀξιώθηκε νά ζήση ὅλη τήν πνευματική ἀτμόσφαιρά του. Κατ’ ἀρχάς, γνώρισε τόν ἐμπειρικό θεολόγο ἅγιο Σιλουανό, ἀλλά καί ἄλλους μοναχούς πού εἶχαν ὑψηλές πνευματικές ἐμπειρίες. Ἔπειτα, ἔζησε καί τούς δύο τύπους τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἤτοι τόν κοινοβιακό καί τόν ἐρημικό, καί μάλιστα μέ μεγάλη πνευματική ἔνταση. Ἀκόμη, πέρασε πολλά χρόνια ὡς ἁπλός μοναχός καί ∆ιάκονος, καί μερικά χρόνια ὡς πνευματικός κοινοβιατῶν καί ἐρημιτῶν.

Σέ ὅλες αὐτές τίς καταστάσεις ζοῦσε μέ καρδιακή προσευχή, πνευματικό θρῆνο, δυνατή ἔμπνευση, ὅπως τό εἴδαμε προηγου­μένως. Μερικές ἀπό τίς ἐμπειρίες αὐτές τίς παρέδωσε στούς μοναχούς του καί τίς κατέγραψε, τίς περισσότερες τίς πῆρε μαζί του στήν ἄλλη ζωή, ἀφοῦ ἦταν τέτοιες ἐμπειρίες πού ἀντέχουν μόνον στήν αἰωνιότητα. Στήν συνέχεια θά παρουσιάσω μερικές πνευματικές ἀναμνήσεις του.

Ὁ Γέροντας Σωφρόνιος γράφει ὅτι στό Ἅγιον Ὄρος ὄχι μόνον θυμόταν, ἀλλά ζοῦσε ὅτι ὁ Χριστός ὡς Θεός εἶναι τό πᾶν καί ὁ ἴδιος αἰσθανόταν ὡς ἕνας μαθητής τοῦ Χριστοῦ.

Προσπαθοῦσε νά τηρήση ὅλες τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ, οἱ ὁποῖες γι’ αὐτόν ἦταν ἔκφραση τῆς ζωῆς τοῦ Θεοῦ. Αὐτό, ὅμως, τόν ὁδηγοῦσε σέ μεγάλη αὐτομεμψία, γιατί δέν μποροῦσε νά ἐφαρμόση στήν τελειότητα τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ, καί προσευχόταν γιά ὅλο τόν κόσμο. Λέγει: «Ἔχοντας ἀρχίσει τήν ἐν Χριστῷ ζωή μου, ἔβλεπα σέ κάθε βῆμα μου, ἡμέρα καί νύχτα, ὅτι παρ’ ὅλη τή θεωρητική μου ἀγάπη γι’ αὐτό πού ὁ Κύριος μᾶς ζητᾶ, δέν ἔφθανα νά ζήσω ὅπως τό παραγγέλλει στίς ἐντολές Του». Αὐτό τόν ὁδήγησε νά προσεύχεται γιά ὅλο τόν κόσμο, λέγοντας στόν Θεό: «Πρέπει Ἐσύ νά σώσεις ὅλο τόν κόσμο, χωρίς ἐξαίρεση. Καί τότε θά σωθῶ καί ἐγώ», «δηλαδή, ὅτι ἔπρεπε νά σωθοῦν ὅλοι, καί τελευταῖος ἐγώ».

Στό Ἅγιον Ὄρος συνάντησε τήν ζωντανή «Φιλοκαλία», δηλαδή ὑπῆρχαν μοναχοί πού ζοῦσαν ὅπως διδάσκουν οἱ Πατέρες, τῶν ὁποίων τά ἔργα συμπεριλήφθηκαν στήν Φιλοκαλία τῶν Ἱερῶν Νηπτικῶν. Λέγει: «Ἐγώ πρόλαβα ἀκόμη στόν Ἄθω τήν ἐποχή τῆς Φιλοκαλίας, πού δέν διακόπηκε μέχρι σήμερα. Ἀπό πολλές περιπτώσεις προσευχῆς γιά ὅλο τόν κόσμο, πού μέ κατέπληξαν, δοκίμασα μεγάλη χαρά καί εὐγνωμοσύνη στόν Θεό, γιά τό γεγονός ὅτι οἱ ἄνθρωποι ἄρχισαν νά σκέφτονται ὅλη τήν ἀνθρωπότητα».

Μέσα στήν προοπτική αὐτή διηγεῖται περίπτωση ἑνός μοναχοῦ πού προσευχόταν μέ ἕνα κομποσχοίνι τριακοσίων κόμπων καί ὅταν τόν παρακάλεσε τρεῖς φορές νά προσευχηθῆ καί γι’ αὐτόν, ἐπειδή εἶχε προβλήματα, ἐκεῖνος τοῦ ἀπαντοῦσε: «Βλέπεις αὐτό τό κομποσχοίνι; Τό "τραβῶ" γιά ὅλο τόν κόσμο. Καί ἐσύ εἶσαι ἐκεῖ στήν προσευχή μου».

   

Ὁ Γέροντας εἶχε τόση μεγάλη ἔμπνευση πού δέν τόν ἄφηνε νά πέση στήν ἀκηδία. ∆ιηγεῖται: «Ντρέπομαι νά μιλῶ, ἀλλά ἀπό τότε πού ὁ Κύριος μέ ἀπέσπασε ἀπό τή θεωρία τοῦ κτιστοῦ κόσμου καί τῶν ἀνθρώπων καί μέ προσείλκυσε στόν Ἑαυτό Του, ποτέ δέν γνώρισα τί εἶναι ἡ ἀκηδία! Μέ ἀπόγνωση γιά τόν ἴδιο τόν ἑαυτό μου, ζοῦσα ἔντονα τήν ἀνεπάρκειά μου, ὅταν ἀναλογιζόμουν τή Βασιλεία τοῦ Χριστοῦ καί ταυτόχρονα τήν πασχαλινή χαρά τῆς Ἀναστάσεως».

∆οξολογοῦσε τόν Θεό ἀκόμη καί μέσα στούς σωματικούς πόνους του: «Ἄς μέ συγχωρήσει ὁ Θεός, πού θέλω νά σᾶς μιλήσω γιά τόν ἑαυτό μου. Περισσότερο ἀπό μισό αἰώνα πρίν, ὅταν ἤμουν ἀκόμη στόν Ἄθω, βασανιζόμουν ἀπό πόνους καί ὑπέφερα πολύ. Ἔκπληκτος ὅμως δόξαζα τόν Θεό πού δημιούργησε τή σάρκα αὐτή, μέ τήν ὁποία μπορῶ νά ὑπομένω τά παθήματα».

Γνώρισε μοναχούς πού δέν ἦταν μορφωμένοι, ἀλλά προσεύχον­ταν γιά ὅλο τόν κόσμο. Συνάντησε ἀνθρώπους πού εἶχαν πολλή Χάρη καί μεγάλη ταπείνωση. Ὡς πνευματικός πατέρας γνώρισε πολλούς μοναχούς πού εἶχαν δοθῆ ἐξ ὁλοκλήρου στόν Θεό, ἀλλά ζοῦσαν μέ ἁπλότητα καί φυσικότητα, καθώς ἐπίσης γνώρισε μοναχούς πού βρίσκονταν σέ κατάσταση προσευχῆς ἡ ὁποία τιθασσεύει τά πάθη καί ζοῦσαν μέ φυσικό τρόπο νά κυλᾶ μέσα τους τό ζωντανό αἴσθημα τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ.

∆ιηγεῖται διάφορα περιστατικά ἀπό συναντήσεις καί συζητήσεις μέ ἁγιορεῖτες πατέρες. Ἕνας Σέρβος μοναχός τοῦ εἶπε μέ λύπη: «Ὁ Κύριος μέ ξέχασε». Καί ὅταν τόν ρώτησε τί τοῦ συμβαίνει, ἐκεῖνος ἀπάντησε: «Ἐδῶ καί ὀκτώ χρόνια ὑπέφερα ἀπό τό στομάχι μου, καί αὐτό μέ βοηθοῦσε νά προσεύχομαι. Τώρα ὅμως πού θεραπεύθηκα, ἡ προσευχή μου ἐξασθένησε». Αὐτό τό θεωροῦσε ὅτι τόν «ξέχασε» ὁ Θεός.

Κάποιος μοναχός, πού παλαιότερα ἦταν παιδαγωγός, τοῦ εἶπε ὅτι εἶναι περιττό νά λένε σαράντα φορές τό «Κύριε ἐλέησον», ἐνῶ θά μποροῦσαν νά τό ποῦν τρεῖς φορές καί θά ἦταν ἀρκετό. Ὁ Γέροντας τοῦ ἀπάντησε: «Στήν ἐκκλησία εἶναι ἀποδεκτό ἄλλοτε νά τό λέμε μόνο μία φορά, ἄλλοτε δώδεκα φορές καί ἄλλοτε σαράντα, κατά τίς διαθέσεις τῶν ἀνθρώπων. ∆ιότι ὑπάρχουν ἄνθρωποι πού θέλουν νά τό λένε ἡμέρα καί νύχτα... Πρέπει, λοιπόν, νά κάνουμε ὑπομονή, ∆έν προσεύχονται ὅλοι μέ τόν ἴδιο τρόπο. Ἡ Ἐκκλησία προσεύχεται ποικιλοτρόπως».

Ὡς πνευματικός πατέρας ἔδειχνε ἀγάπη στούς ἐξομολογουμένους. Ἔλεγε ὅτι κάποτε καί οἱ πνευματικοί πατέρες ὁμοιώνονται μέ τόν Χριστό στήν «αὐτοεξουθένωσή» Του, «ὥστε νά μήν ταράζονται οἱ ἄνθρωποι καί νά μή φοβοῦνται νά λένε στόν πνευματικό ὁποιεσδήποτε ἁμαρτίες τους. Καί ὁ πνευματικός τά ὑπομένει ὅλα: "Ὤ, τά γνωρίζω αὐτά! Ὤ, ἔτσι κάνουμε ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι!"». Καί ὁμολογοῦσε ὅτι ἡ παράδοση αὐτή τοῦ ἦταν πολύ οἰκεία, ὅταν ἦταν στήν ἔρημο τοῦ Ἄθω, ὅπου εἶχε ἀκούσει γιά μερικούς σπουδαίους πνευματικούς, στούς ὁποίους οἱ ἁμαρτωλοί πήγαιναν καί ἐξομολογοῦνταν τά ἁμαρτήματά τους, γιατί «ὄντας ἅγιος ὁ πνευματικός, ἔπαιρνε ἐπάνω του ὅλες τίς ἁμαρτίες, γιά νά δώσει τό θάρρος στόν ἐξομολογούμενο νά ἐξαγορεύσει ὅλες τίς πράξεις του».

Βοηθοῦσε ποικιλοτρόπως τούς μοναχούς μέ τήν διάκριση πού τόν διακατεῖχε. Μερικοί μοναχοί τοῦ ἔλεγαν ὅτι οἱ ἄλλοι συμπεριφέρον­ταν μέ ἄδικο τρόπο σέ αὐτούς, καί ἐκεῖνος τούς ἔλεγε: «...  "Ἴσως νά εἶναι ὅπως τά λέτε, ἀλλά ὁ ἄλλος δέν εἶναι ἑκατό τοῖς ἑκατό ἔνοχος. Ἴσως ἐμεῖς νά εἴμαστε ἔνοχοι πέντε τοῖς ἑκατό· καί ἄν ἐξαλείψουμε αὐτά τά πέντε τοῖς ἑκατό, ἄν ἀναγνωρίσουμε ὅτι εἴμαστε ἔνοχοι γι’ αὐτά τά πέντε τοῖς ἑκατό, τότε θά δεῖτε πώς ὁ ἄλλος θά ἀφοπλιστεῖ". Καί μέ τήν ἐλάχιστη, δηλαδή, ἀναγνώριση ὅτι εἴμαστε ἄδικοι, μποροῦμε νά ἐξαλείψουμε ἑκατό τοῖς ἑκατό ὅλα τά λάθη, καί τά δικά μας καί τῶν ἀδελφῶν».

Ὅσα συνάντησε στό Ἅγιον Ὄρος, τόν ἔκαναν νά σέβεται ὅλες τίς παραδόσεις καί τούς ἄγραφους κανόνες πού ἀπέβλεπαν στήν καθαρότητα τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος, ἡ ὁποία ὁδηγεῖ στήν ἀπάθεια. Ἔλεγε ὅτι μεταξύ τῶν μοναχῶν τοῦ Ἄθω ὑπῆρχε ἕνας «ἄγραφος κανόνας, ὅτι ἕνας μοναχός δέν ἀγγίζει τό σῶμα ἑνός ἄλλου μοναχοῦ». Καί γι’ αὐτό τόν λόγο «δέν χαιρετᾶ ὁ ἕνας τόν ἄλλον διά χειραψίας, καί, κατά ἕναν γενικό τρόπο, ἀποφεύγουν κάθε ἐπαφή μέ ἄλλο σῶμα, ἀκόμη καί αὐτό ἑνός ζώου». Ἀκόμη «ὁ μοναχός δέν βλέπει τή δική του γυμνότητα. Προσπαθεῖ νά κάνει τά πάντα, ὥστε νά μή δεῖ τόν ἑαυτό του, πόσῳ μᾶλλον νά δεῖ κάποιον ἄλλον, ἕνα ἄλλο σῶμα».

Μέ τήν πείρα πού ἀπέκτησε κατάλαβε ὅτι τό μεγαλύτερο πρόβλημα στά Μοναστήρια εἶναι τό πῶς θά διατηρηθῆ ἡ ἑνότητα τῆς πειθαρχίας καί συγχρόνως νά δοθῆ ἐλευθερία στούς μοναχούς, γιά νά ἐκφρασθῆ ἡ μετάνοια σέ καθένα ἀπό αὐτούς. Ὁ ἴδιος ἔτρεφε «βαθειά εὐλάβεια στίς παραδόσεις τοῦ Ἁγίου Ὄρους», ὅμως διαπίστωνε ὅτι «οἱ νόμοι, τά τυπικά, οἱ κανόνες μποροῦν νά βοηθήσουν στήν ἀρχή, ἀλλά ἔπειτα ἀναχαιτίζουν τήν πρόοδο. Γιά κάθε νόμο ὑπάρχει τέλος. Ὁ σκοπός ὅμως κάθε ἀνθρώπου, τῆς εἰκόνος τοῦ Θεοῦ, ὑπερβαίνει κάθε ὅριο».

∆ιηγεῖται ὅτι εἶχε ἐπισκεφθῆ ἕνα Μοναστήρι στήν Ὀξφόρδη καί ὁ πνευματικός καί ἡ Ἡγουμένη τόν ρώτησαν γιά τήν ὀργάνωση τῆς ἀδελφότητας. Ἐκεῖνος μέ τήν μεγάλη πείρα, τήν ὁποία διέθετε, τούς ἀπάντησε: «Τό πιό δύσκολο στήν ὀργάνωση τῆς μοναχικῆς ζωῆς τοῦ κοινοβίου ἔγκειται στήν προσπάθεια νά διατηρηθεῖ ἡ ἑνότητα τῆς πειθαρχίας καί ταυτόχρονα νά δοθεῖ ἐλευθερία γιά τήν ἐκδήλωση τοῦ προσωπικοῦ χαρακτήρα τοῦ καθενός ἀπό τούς ἀδελφούς. Μιλῶ γιά τήν ἀρχή αὐτή τοῦ προσώπου, γιατί ὁ Θεός μοῦ ἔδωσε νά συναντήσω στήν ὁδό μου τόν μακάριο καί ἅγιο πατέρα Σιλουα­­νό, ἡ ζωή τοῦ ὁποίου ὑπερέβαινε τούς νόμους καί τίς παραδόσεις τοῦ Ἁγίου Ὄρους». Ὡς πρός τά τυπικά ὑπάρχει κάποιο ἐλάχιστο ὅριο, δηλαδή πρέπει νά ὑπάρχη ἕνα πρόγραμμα γιά τήν προσευχή, τήν τράπεζα, τήν ἐργασία, γιατί «διαφορετικά, θά ὑπάρχει πλήρης διάλυση, ἐφ’ ὅσον εἶναι πολύ δύσκολη ἡ ἐν γένει ὀργάνωση τῆς φυσικῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου» .

Προσπαθοῦσε ὡς πνευματικός πατέρας νά ἀναπτύσση στόν μοναχό τήν ἔμπνευση γιά τήν προσευχή καί τήν ὁρμή του πρός τόν Θεό καί ὅλα τά ἄλλα διαμορφώνονται κατά φυσικό τρόπο. Αὐτό φαίνεται καί στό θέμα τῆς ἀλλαγῆς τοῦ Ἡμερολογίου, ἀφοῦ ὑπάρχουν μοναχοί πού προσκολλῶνται στίς ἡμέρες καί ὄχι στήν αἰωνιότητα. Παραμένουν σέ λεπτομέρειες καί δέν ἀντιλαμβάνονται τήν προσευχή τοῦ Χριστοῦ στήν Γεθσημανῆ καί τήν θυσία τοῦ Γολγοθᾶ, οὔτε μποροῦν νά γίνουν σάν τόν Ἀδάμ πρό τῆς πτώσεως. Παρατηρεῖ: «...Στά εἴκοσι δύο χρόνια τῆς ζωῆς μου στόν Ἄθω ἦταν ὀδυνηρό νά βλέπω πῶς μερικούς, ἐνῶ ἦταν καλοί ἄνθρωποι, τούς ἀπασχολοῦσαν οἱ ἡμέρες καί ὄχι ἡ αἰωνιότητα. Ὅμως οἱ καρδιές τῶν ἀνθρώπων πού σκέφτονται ἔτσι παραδόξως σκληρύνονται. Εἶναι ἤδη κλειστές οἱ θύρες τῶν καρδιῶν τους. ∆έν μποροῦν νά καταλάβουν οὔτε τή Γεθσημάνια προσευχή οὔτε τή θυσία τοῦ Γολγοθᾶ οὔτε τήν ἰδέα τοῦ Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου ἤ τοῦ Σιλουανοῦ, ὅτι δηλαδή ὁ καθένας μας ὀφείλει νά ὁμοιωθεῖ μέ τόν πρῶτο ἄνθρωπο κατά τό περιεχόμενο τῆς ζωῆς του, νά γίνει δηλαδή Ἀδάμ».

Ὁ Γέροντας Σωφρόνιος ἔζησε στό Ἅγιον Ὄρος τήν τέλεια ἐν Χριστῷ ζωή, συμμετεῖχε στήν προσευχή τοῦ Χριστοῦ στήν Γεθσημανῆ, στήν θυσία τοῦ Γολγοθᾶ, μετεῖχε στήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καί τήν Ἀνάληψή Του, βίωσε καί τό μυστήριο τῆς Πεντη­κοστῆς. Ὑπῆρξε ἀληθινός Ἁγιορείτης. Ἔζησε τό βάθος καί τό ὕψος τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Ἀγάπησε τόν ἱερό καί εὐλογημένο τόπο καί τόν τρόπο τῆς ζωῆς τῶν Πατέρων.

Ἀφοῦ ἔλαβε μεγάλη πνευματική ἐνέργεια συνέχισε νά εἶναι Ἁγιορείτης στό Παρίσι καί τήν Ἀγγλία μέχρι τέλους τῆς ζωῆς του, ὅπως λέγει: «Πάνω ἀπό μισό αἰώνα καί στόν Ἄθω καί στήν Εὐρώπη προσευχόμουν μέ βαθύ κλάμα γιά τή σωτηρία τῆς ρωσικῆς Ἐκκλησίας, ὅπως καί τώρα προσεύχομαι γιά ὅλη τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ὅπου καί ἄν αὐτή εὑρίσκεται».

Ὁ Γέροντας Σωφρόνιος ἦταν πράγματι ἕνας θαυμαστός Ἁγιορείτης πού μετέφερε τήν ζωή καί τήν ἀτμόσφαιρα τοῦ Ἁγίου Ὄρους ὅπου κι ἄν βρισκόταν, καί προσευχόταν γιά ὅλο τόν κόσμο. Οἱ βασικές ἀρχές τῆς διδασκαλίας του προέρχονταν ἀπό τήν ἐπικοινωνία του μέ τόν ἅγιο Σιλουανό, τόν Ἡγούμενο καί τούς μοναχούς τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος, τούς μοναχούς τοῦ Ἁγίου Ὄρους πού ἐξομολογοῦσε καί ἀπό τήν δική του πνευματική ἐμπειρία. ∆έν ἦταν καρποί ἀναγνώσεως βιβλίων. Αὐτήν τήν ζωή τῆς ἐξέφρασε μέ τήν σύγχρονη ὁρολογία. Γι’ αὐτό ἦταν ὄντως Ἁγιορείτης. Οἱ συμβουλές του ἦταν καρπός τῶν Πατέρων τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Αὐτό θά διαπιστωθή καί στά ἑπόμενα κεφάλαια.

Ἄς μᾶς συνοδεύουν οἱ πρεσβεῖες του καί οἱ προσευχές του πρός τόν Χριστό, τόν Ὁποῖον ἀγάπησε ὑπερβαλλόντως.

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ




Προφίλ

Οἱ ἐκδόσεις τῆς γυναικείας Ἱερᾶς Μονῆς Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου (Πελαγίας) ἀπό τό 1982 ἐκδίδουν καί διακινοῦν σέ ὅλο τόν κόσμο τά βιβλία τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου, ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ ἱδρυτής καί πνευματικός πατέρας τῆς ἀδελφότητος.

Μάθετε περισσότερα...

banks
Login-iconLogin
active³ 5.5 · IPS κατασκευή E-shop · Όροι χρήσης