Πατήρ Θεόκλητος Διονυσιάτης-Ὁ Ἁγιορείτης Μοναχός

   

Ὁ πατὴρ Θεόκλητος ἦταν ἕνας ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος ποθοῦσε τὸν Θεό, γι᾽ αὐτὸ ἤθελε νὰ ἔχει ἐπικοινωνία μὲ πατέρες πνευματικούς, τὸν Γέροντα Ἀθανάσιο τὸν Ἰβηρίτη τὸν ὁποῖον πρόβαλε καὶ ἔγραψε γιὰ αὐτόν, ποὺ ἦταν ὅσιος ἄνθρωπος, Θεοτοκόφιλος, γνήσιος Ἁγιορείτης. Εἶχε πολλὲς φιλίες μὲ τὸν Ἅγιο Παΐσιο, εἶχε πολλὲς πνευματικὲς σχέσεις μὲ τὸν Γερο-Τύχωνα τὸν Γέροντα τοῦ Ἁγίου Παϊσίου. Καὶ αὐτὸ τὸ πράγμα δείχνει ὅτι ἕνας ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος ὄχι ἁπλῶς γνωρίζει κάποιον, ἀλλὰ συνδέεται μὲ μιὰ στενὴ πνευματικὴ σχέση, ἀποδεικνύει αὐτὸν τὸν θεῖο πόθο. Καὶ πράγματι εἶχε αὐτὸν τὸν πόθο. Αὐτὸ τὸ ὁποῖο βιώσαμε κοντά του, ὅσο μπορούσαμε βέβαια, ἦταν ὅτι ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ὠφελοῦσε καὶ μὲ τὰ σοβαρά του καὶ μὲ τὰ ἀστεῖα του. Καὶ θὰ ἀναφερθῶ ἀκόμα σὲ ἕνα ἀστεῖο γεγονός.

Ὑπῆρχε μιὰ περίοδος, ποὺ τὸ κονάκι τῆς Μονῆς Διονυσίου ἦταν ὑπὸ ἀναστήλωση καὶ φιλοξενούσαμε τὸν π. Θεόκλητο ὡς Πρωτεπιστάτη στὸ κονάκι τῆς Μονῆς Βατοπαιδίου. Καὶ ἔτυχε νὰ πάω ἐγὼ μιὰ μέρα ἐκεῖ καὶ καθόντουσαν στὴν τράπεζα καὶ ὁ ἅγιος Πρῶτος καὶ οἱ πατέρες οἱ βατοπαιδινοί, ὁ ἀντιπρόσωπος καὶ ὁ κοναξὴς κ.ἄ. καὶ τί νὰ τοὺς πῶ; Λέω «Καλὴ ὄρεξη», ἀφοῦ ἔτρωγαν, τοὺς βρῆκα στὸ φαγητό. «Τέκνον! Εἶσαι καὶ ἡγούμενος καὶ εὔχεσαι στοὺς μοναχοὺς καλὴ ὄρεξη; Ἐπιτρέπεται αὐτό;». Καλὰ μοῦ ἔκανε, μὲ ἔβαλε στὴν θέση μου. Λέει: «Δὲν ἐπιτρέπεται νὰ εὐχόμαστε στοὺς μοναχοὺς καλὴ ὄρεξη».

Ὅλα αὐτὰ συνδυάζονταν μὲ ἕνα χιοῦμορ, τὸ ὁποῖο ἔκρυβε πίσω μιὰ βαθιὰ πνευματικότητα, βίωνε τὴν θεία αἴσθηση. Πάντοτε, ὅταν τὸν συναντοῦσα καὶ μιλούσαμε, ἐτόνιζε πάρα πολὺ τὴν αἴσθηση τὴν πνευματική. Μοῦ ἔλεγε, θυμᾶμαι: «Τέκνον» –ἔτσι πάντα ἔλεγε– «τέκνον, ξέρετε τί θησαυρὸ ἔχει ἡ Ἐκκλησία; Μᾶς δίνει αὐτὴν τὴν πνευματικὴ αἴσθηση, ποὺ αὐτὴ εἶναι ἡ μαρτυρία τοῦ Χριστοῦ, αὐτὴν πρέπει νὰ ἔχουμε καὶ αὐτὴν πρέπει νὰ αὐξάνουμε». Ὅ,τι ἔλεγε μᾶς ἐνθουσίαζε πραγματικά.

Τὸ πρῶτο βράδυ τῆς ἀποταγῆς του, ὅταν πῆγε στὴν Μονὴ εἶδε σὲ ὅραμα τὴν Παναγία. Βρέθηκε στὸ παρεκκλήσιο τοῦ Ἀκαθίστου καὶ στὴν θέση τῆς θαυματουργοῦ εἰκόνος στεκόταν μία σεμνὴ μοναχή (ἡ Παναγία). Τὸ βλέμμα της ἦταν στραμμένο πρὸς τὸ ἔδαφος καὶ τοῦ εἶπε: «Παιδί μου, βλέπεις; Ἔτσι νὰ γίνεις». Καὶ ἔδειξε μὲ τὸ χέρι της τὸ ἔδαφος ποὺ ἦταν καλυμμένο μὲ φέρετρα, μέσα στὰ ὁποῖα ἦταν νεκροί, ποὺ μὲ ἐλαφρὲς κινήσεις ἔδιναν μία ὑποψία ζωῆς, ὅτι δὲν ἦταν ἐντελῶς νεκροί. Ὅραμα ποὺ ἔλεγε καὶ ὁ ἴδιος ὅτι τοῦ δίδαξε τὴν ζωοποιὸ νέκρωση. Θυμᾶμαι τὸ εἶχε ἀναφέρει καὶ σὲ ἐμένα, ἀλλὰ καὶ ὅταν ἀναφερόταν καὶ μιλοῦσε γι’ αὐτὸ τὸ περιστατικὸ δὲν μποροῦσε νὰ μὴν τὸ κάνει πάντοτε μὲ πολλὰ δάκρυα.

Αὐτὸ τὸ ὁποῖο εἶχε ὁ πατὴρ Θεόκλητος ἦταν ὁ θεῖος ἔρως, γι’ αὐτὸ καὶ μιλοῦσε περὶ θείου ἔρωτος. Ὅλα αὐτὰ ποὺ ἀνέφερε καὶ ὁ Σεβασμιώτατος στὴν εἰσήγησή του, εἶναι δικές του ἐμπειρίες ὑπὸ μορφὴν διαλόγου καὶ τὰ ἔλεγε πάντοτε καὶ δὲν ἐσυγκινεῖτο συναισθηματικὰ ὁ πατὴρ Θεόκλητος, ὅταν τὰ ζοῦσε αὐτά. Δὲν εἶχε σχέση μὲ συναίσθημα, δὲν εἶχε σχέση μὲ μιὰ κατάθλιψη, μὲ μιὰ μελαγχολία ποὺ κανεὶς κλαίει εὔκολα. Ὅλη αὐτὴ ἡ κατάνυξη καὶ τὸ κλάμα, ποὺ εἶχε, δὲν ἦταν συναισθηματικά. Μάλιστα σὲ αὐτὴ τὴν κατάσταση δὲν μποροῦσε οὔτε νὰ μιλήσει, τὸν ἔπιανε μιὰ τέτοια κατάνυξη ποὺ ἀποροῦσες πῶς αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος, ὁ λόγιος καὶ σοφὸς, κλαίει τώρα σὰν μικρὸ παιδί. Ἀφοῦ ἦρθε μιὰ μέρα, σὰν Πρωτεπιστάτης, νὰ μᾶς φέρει ἕνα τεμάχιο λειψάνου τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Πρώτου, καὶ ἦταν ἡ ὥρα τοῦ Ἑσπερινοῦ. Εἶπε τὸν Προοιμιακὸ μετὰ λυγμῶν! Αὐτὸ δὲν ἦταν ἁπλὸ πράγμα, τὸ νὰ ἔχει κάποιος τὸ χάρισμα τῶν δακρύων, εἶναι καθαρὰ μοναχικὸ ἐπίτευγμα. Ἕνας λόγος ποὺ ἀγάπησε τὸν Ἅγιο Νεκτάριο καὶ ἔγραψε τὴν βιογραφία του, δὲν ἦταν ὅτι δὲν ὑπῆρχαν ἄλλες βιογραφίες γιὰ τὸν Ἅγιο Νεκτάριο, ἀλλὰ μοῦ ἔλεγε: «Τέκνον, ἐγὼ θέλω νὰ προβάλλω τὸν Ἅγιο Νεκτάριο ὡς μοναχό· διότι ὁ Ἅγιος Νεκτάριος εἶναι μοναχὸς καὶ πρέπει νὰ τονιστεῖ ἡ ἐσωτερική του κατάσταση, πρέπει νὰ τονιστεῖ ὁ θεῖος ἔρωτάς του, ποὺ δὲν ἔχει σχέση μὲ συναισθηματισμό, δὲν ἔχει σχέση μὲ ψυχολογικὰ αἴτια, ἀλλὰ ἔχει σχέση μὲ μιὰ καθαρὰ πνευματικὴ κατάσταση. Καὶ τὸ ὅτι ἐσυκοφαντήθη, τέκνον, τί χάρη πῆρε αὐτὸς ὁ Ἅγιος!». Καὶ πράγματι ὅ,τι ἔκανε τὸ ἔκανε μὲ πολλὴ αἴσθηση, μὲ πολλὴ πνευματικὴ εὐθύνη καὶ μάλιστα συμμετεῖχε καὶ ὁ ἴδιος σὲ αὐτὸ ποὺ ἔγραφε. Πολλὲς φορὲς μοῦ ἔλεγε: «Ξέρεις, γράφω, καὶ πολλὲς φορὲς σταματῶ· ἔχω τόσα δάκρυα καὶ ἔχω τόσο κλάμα, ποὺ σταματῶ ἀρκετὴ ὥρα, κλαίω στὸν Χριστὸ καὶ αἰσθάνομαι μιὰ φωτιὰ μέσα μου νὰ μὲ κατακρεουργεῖ, καὶ μετὰ συνέρχομαι σιγὰ σιγά. Μετὰ ποὺ σταματῶ αἰσθάνομαι μιὰ τέτοια γλυκύτητα, ἕναν φωτισμὸ ἀπὸ τὴν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος».

Εἴχαμε συναντηθεῖ κατὰ τὴν περίοδο ποὺ ἔγραφε τὸν βίο τοῦ Ἁγίου Γερασίμου τοῦ Μικραγιαννανίτου καὶ μοῦ λέει: «Τέκνον, μᾶς ἐξέπληξε ὁ Γερασιμάκης -τὸν π. Γεράσιμο τὸν ἀποκαλούσαμε Γερασιμάκη- τώρα ποὺ μοῦ ἔφεραν τὰ στοιχεῖα καὶ γράφω τὴν βιογραφία του, βλέπω ὅτι εἶναι μεγάλος Ἅγιος». Καὶ αὐτὸ μοῦ τὸ ἔλεγε δεκαετίες πρὶν τὴν ἁγιοκατάταξή του. Πρέπει νὰ λάβουμε ὑπόψη μας ὅτι ὁ πατὴρ Θεόκλητος ἦταν εὐθὺς ἄνθρωπος καὶ πολὺ αὐστηρὸς στὸ θέμα τῶν Ἁγίων, δὲν τοῦ ἄρεσε ἡ νοοτροπία: «Ξέρεις αὐτὸς εἶναι Ἅγιος καὶ πρέπει νὰ προβληθεῖ» μὲ μιὰ κοσμικὴ διάθεση καὶ μιὰ κοσμικὴ θεώρηση. Ἦταν πολὺ συντηρητικός, καὶ μάλιστα μοῦ ἔλεγε: «Ἕνας λόγος ποὺ ἀγάπησα πάρα πολὺ τὸν μακαριστὸ Γέροντα Ἀθανάσιο τὸν Ἰβηρίτη, ἦταν γιατὶ ἀγαποῦσε μὲ ἕναν σωστὸ τρόπο τὸν Ἅγιο Νικόδημο τὸν Ἁγιορείτη». Ἔλεγε: «Ἂν δὲν ἦταν ὁ Ἀθανάσιος ὁ Ἰβηρίτης, ἴσως σήμερα δὲν θὰ προβάλλετο ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ὁ ὁποῖος εἶναι ἕνας θησαυρός, παιδί μου, ἕνας θησαυρός. Καὶ ἐγὼ βλέπω τὰ συγγράμματά του, διαβάζω, τί νὰ σοῦ πῶ!». Καὶ μάλιστα ἐκινεῖτο καὶ ἔκανε διάφορες κινήσεις ποὺ πραγματικὰ συγκλονιζόταν ὁ ἴδιος.

* * *

Ὁ Γέροντας Θεόκλητος εἶχε πολὺ καλὴ σχέση μὲ τοὺς συγχρόνους ἐναρέτους Γέροντες, ὅπως προαναφέραμε. Θυμᾶμαι ποὺ μοῦ ἔλεγε ὅτι μιὰ μέρα ποὺ πῆγε νὰ δεῖ τὸν Γέροντα Τύχωνα, καὶ ἐνῶ ἦταν πρὸς τὸ μεσημέρι, αὐτὸς ἄκουγε ψαλμωδίες, χερουβικοὺς ὕμνους, καὶ ἔμεινε ἀπέξω λίγο. Λέει: «Ἴσως εἶναι στὴν Λειτουργία». «Διότι ἤξερα», μοῦ εἶπε, «ἀπὸ τὸν Γέροντα Τύχωνα ὅτι μπορεῖ νὰ κάνει καὶ τρεῖς ὧρες τὴν Θεία Λειτουργία». Διότι αὐτός, ὅπως μοῦ ἔλεγε ὁ πατὴρ Θεόκλητος, ἁρπαζόταν στὸ Χερουβικό, γινόταν ἐκτὸς ἑαυτοῦ· καὶ μπορεῖ νὰ συνέχιζε τὸ θυμίαμα στὸ Χερουβικὸ μετὰ ἀπὸ μιὰ ὥρα· τόσο πολὺ ἁρπαζόταν, γινόταν μετάρσιος στὸν οὐρανό. Καὶ σοῦ λέει, «φαίνεται ἀκόμα εἶναι ἐκεῖ». Πῆγε κοντὰ καὶ βλέπει ὅτι δὲν λειτουργοῦσε ὁ πατὴρ Τύχων. Χτύπησε, μπῆκε καὶ εἶδε ὅτι ἔκανε κάτι ἐργασίες ὁ Γέρων Τύχων ὁ μακαριστός, ποὺ εἶναι γιὰ μένα καὶ αὐτὸς Ἅγιος. Ἄκουγε τέτοιες ἀγγελικὲς ψαλμωδίες, ποὺ πραγματικὰ ἦταν μιὰ ἀπόδειξη τῆς χαριτωμένης ἐκεῖ τοποθεσίας, λόγῳ τῶν Λειτουργιῶν καὶ τῆς ἀσκήσεως καὶ τῆς πνευματικῆς ἐργασίας τοῦ πατρὸς Τύχωνος.

Ὄντως αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος, ὁ Γέρων Θεόκλητος Διονυσιάτης, εἶχε μιὰ χαρὰ καὶ ἕναν πόθο νὰ συναντᾶ ἀνθρώπους πνευματικούς! Αὐτὸ εἶναι ἴδιον τῆς δίψας τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς ποὺ διψᾶ τὸν Θεό, ὁπωσδήποτε διψᾶ καὶ θέλει καὶ ποθεῖ νὰ συναυλίζεται μὲ ἀνθρώπους ποὺ πραγματικὰ βιώνουν τὸν Θεὸ καὶ αὐτὸ εἶναι «ἡ συμφωνία τῶν Πατέρων».

Ἦταν καὶ πολὺ ἀκριβὴς στὸ θέμα τῆς καθαρότητος, τῆς ἠθικῆς, τῆς ἁγνότητος. Πολλὲς φορὲς γινόταν καυστικὸς καὶ δὲν χαριζόταν σὲ κανέναν ἂν τοῦ ἔλεγε ἡ συνείδησή του ὅτι ἔπρεπε νὰ μιλήσει ἢ νὰ ἀρθρογραφήσει. Γι’ αὐτὸ τὰ ἔβαλε καὶ μὲ ἕναν ἔγκριτο καθηγητή, ποὺ ἔγραφε μὲ πολλὴ ἐλευθεριότητα γιὰ τὰ θέματα ἤθους καὶ ὁ ὁποῖος εἶναι ἀκόμη ἐν ζωῇ. Μοῦ ἔλεγε: «Ἐγὼ δὲν ἔχω πάθος, παιδί μου, ἀλλὰ δὲν μπορῶ, πονάω τὴν Ἐκκλησία· θέλω ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας νὰ εἶναι ἀτόφια, νὰ εἶναι ὁλοκληρωμένη, νὰ εἶναι ξεκάθαρη». Εἶχε πάντοτε αὐτὸ τὸ πνεῦμα τῆς ὁμολογίας ὁ πατὴρ Θεόκλητος· τὸ εἶχε πάρα πολύ, δὲν τὸν ἐνδιέφερε οὔτε γιὰ ἀνθρωπαρέσκειες, οὔτε γιὰ εὐγένειες ἀνθρώπινες. Ἐξάλλου ἕνας ἀληθινὸς μοναχός, ὅπως ἦταν καὶ αὐτός, δὲν ζητᾶ τίποτε ἀπὸ κανέναν. Γι’ αὐτὸ καὶ ξεκίνησε ὡς μοναχὸς μέσα ἀπὸ τὰ μαγειρεῖα, μέσα ἀπὸ διακονήματα ἁπλᾶ καὶ εὐτελῆ καὶ φιλόπονα. Καὶ σιγὰ σιγὰ ὁ Θεὸς τὸν βοήθησε, τὸν ἀνέδειξε. Ὁ Γέροντας Γαβριὴλ σὰν φωτισμένος ἄνθρωπος τὸν κατάλαβε, τὸν προ­ώθησε καὶ τὸν ἔκανε Προϊστάμενο καὶ τὸν ἔστειλε Ἀντιπρόσωπο τῆς Μονῆς στὶς Καρυές. Πρόσφερε τὰ μέγιστα γιὰ τὰ κοινὰ τοῦ Ἁγίου Ὄρους καὶ ὡς Ἀρχιγραμματέας, καὶ ὡς Ἀντιπρόσωπος τῆς Μονῆς Διονυσίου καὶ ὡς Πρωτεπιστάτης. Πραγματικὰ ὁ λόγος του, δὲν ἦταν ὅτι ἦταν λόγος ἑνὸς λογίου ἀνθρώπου, ἀλλὰ πίσω ἀπὸ τὴν λογιότητα ἦταν καὶ ἡ ἐμπειρία, καὶ αὐτὸ τὸ καταλάβαινες ὅταν τὸν ἔβλεπες. Ἰδιαίτερα ἐκεῖ στὸ κονάκι ποὺ τὸν φιλοξενούσαμε, τοῦ ἄρεσε νὰ διαβάζει τὴν Εὐχαριστία μετὰ τὴν Θεία Μετάληψη. Τί νὰ περιγράψουμε; Αὐτὴ ἡ Εὐχαριστία συνοδευόταν μὲ λυγμούς, κάτι τὸ ὁποῖο τὸ σκέφτομαι καὶ συγκινοῦμαι μόνος μου, ἐγὼ ποὺ εἶμαι σκληρόκαρδος. Θέλω νὰ τονίσω μὲ αὐτὸ τὸ περιστατικὸ ὅτι ἦταν ἄνθρωπος, ποὺ εἶχε πολλὴ αἴσθηση τῆς Χάριτος.

Ὅταν εἶχα ἐπισκεφθεῖ τὸν Ἅγιο Σωφρόνιο στὴν Ἱερὰ Μονή του στὸ Ἔσσεξ στὴν Ἀγγλία, ὁ Ἅγιος μοῦ εἶχε τονίσει: «Παιδί μου, σήμερα οἱ ἄνθρωποι δὲν ἔχουν ἰσχυρὸ νευρικὸ σύστημα καὶ δὲν μποροῦν νὰ ἐπιδοθοῦν στὴν ἡσυχία, ὅπως οἱ παλαιότεροι. Οἱ ἄνθρωποι εἶναι μὲν ἀδύνατοι, ὁ Θεὸς ὅμως εἶναι εὔσπλαγχνος καὶ δὲν θέλει νὰ στερηθεῖ ἡ ψυχὴ ἀπὸ τὴν πνευματικὴ κατάσταση ποὺ ποθεῖ. Μπορεῖ μὲν ἡ σὰρξ νὰ εἶναι ἀσθενής, ἀλλὰ τὸ πνεῦμα εἶναι πρόθυμο. Καὶ ἐγὼ βρίσκω μὲ τὴν μικρή μου πείρα, ὅτι ἡ Θεία Λειτουργία ἀναπληρώνει τὴν ἡσυχαστικὴ ζωή, καὶ ὅτι μέσα στὴν Λειτουργία ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ πάρει πάρα πολλὴ Χάρη». Ὅταν ἀνέφερα στὸν Γέροντα Θεόκλητο, αὐτὰ ποὺ μοῦ εἶπε ὁ Ἅγιος Σωφρόνιος, μὲ πῆρε καὶ μὲ φίλησε. Τόσο πολὺ τοῦ ἄρεσε αὐτὸ τὸ πράγμα καὶ τόσο πολὺ συμφωνοῦσε ὁ ἴδιος, ποὺ σὰν νὰ πανηγύρισε, ὅτι τρόπον τινὰ ἐπαληθεύτηκε μιὰ θέση ποὺ εἶχε αὐτός, ποὺ ἦταν πάρα πολὺ λειτουργικὸς ἄνθρωπος, πάρα πολὺ φιλακόλουθος μοναχός. 

* * *

Ἐπέμενε ἐπίσης πολὺ στὴν ἄσκηση τῆς νοερᾶς προσευχῆς. Πολλὲς φορὲς μᾶς ἔλεγε γιὰ τὴν νοερὰ προσευχή· καὶ αὐτὸ τὸ τόνιζε πάρα πολύ, ποὺ εἶναι πατερικὴ θέση. Διότι ὁ πατὴρ Θεόκλητος ἀκριβῶς μετέφερε τὴν πατερικὴ παράδοση. Ἦταν αὐτὸ τὸ πρόσωπο τῆς παλαιᾶς σχολῆς τῶν Ἁγιορειτῶν, ποὺ μετέφερε τὸ πνεῦμα τῶν Πατέρων ὅπου δὲν ὑπῆρχαν ἴχνη στείρας φιλοσοφίας καὶ ξηροῦ διανοητισμοῦ. Ἔβλεπες ὅτι ἦταν ἕνας ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος ζοῦσε τὴν πνευματικὴ ζωή, ζοῦσε τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ, ἤξερε τί εἶναι ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτὸ καὶ συνεχῶς, ἐνῶ μιλοῦσε μὲ κάποιον συνομιλητή του, παράλληλα σιγοψιθύριζε, «Ἰησοῦ μου, Ἰησοῦ μου, Ἰησοῦ μου». Ἔβλεπες ὅτι ἦταν ἕνας ἐραστὴς τῆς νοερᾶς προσευχῆς, ἕνας ἄνθρωπος ποὺ ἀγάπησε τὸν Θεὸ καὶ πραγματικὰ ἦταν συνδεδεμένος, ἑνωμένος μὲ τὸν Θεό. Αὐτὸ ποὺ διέκρινα –μπορεῖ καὶ νὰ κάνω λάθος–ἐνῶ μιλούσαμε δὲν ἦταν παρών, δηλαδὴ ὁ νοῦς του ἦταν κάπου ἀλλοῦ. Ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος «νὰ φρονοῦμε τὰ ἄνω καὶ μὴ τὰ ἐπὶ τῆς γῆς». Ὁ Γέροντας Θεόκλητος ἦταν ἄνθρωπος τῆς νοερᾶς ἐργασίας. Συνεχῶς μέσα του, ἐνῶ μιλοῦσε, ἄκουγε, συνεννοεῖτο μαζί σου, τὸ φρόνημα του ἦταν εἰς τὸν οὐρανόν· καὶ πάντοτε εἶχε ἕναν πόνο, εἶχε ἕναν στεναγμό, εἶχε ἕνα πένθος τὸ ὁποῖο ἦταν μόνιμο. Αὐτὸ τὸ πένθος, ὅπως λένε οἱ ἅγιοι Πατέρες, ὅταν καλλιεργηθεῖ, σὺν τῷ χρόνῳ φέρνει τὰ δάκρυα, τὸν κλαυθμό. Εἶχε αὐτὰ τὰ δάκρυα, αὐτὴν τὴν συντριβή, αὐτὰ ὅλα τὰ εἶχε ὁ π. Θεόκλητος. Ἐμεῖς οἱ νεώτεροι ποὺ τὸν πλησιάζαμε καταλαβαίναμε ὅτι εἶναι ἕνας ἀληθινὸς μοναχός, καὶ πράγματι παίρναμε θάρρος ὅτι αὐτὸ ὅλο, αὐτὸς ὁ πόνος ποὺ εἶχε, αὐτὴ ἡ διάθεση ἡ πενθική, ἦταν μιὰ χαρμολύπη, ἦταν μία εὐτυχία, ἦταν ἕνα πλήρωμα· ἦταν ἔμπλεως χαρᾶς, ἦταν πραγματικὰ ὁ ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος ἄγγιξε τὸ νόημα τῆς ζωῆς. Βίωσε τὴν ἀλήθεια, ποὺ εἶναι ὁ Χριστός· αὐτὸ τὸ βίωμα μᾶς πρόσφερε ὁ π. Θεόκλητος.

Νομίζουμε ὅτι ὁ Θεὸς θὰ τὸν ἔχει σὲ μιὰ εὐλογημένη θέση μέσα στὸν παράδεισο, γιατὶ ἐργάστηκε γιὰ τὸν ἑαυτό του, ἐργάστηκε γιὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος, ἐργάστηκε γιὰ τὴν ὀρθόδοξη θεολογία, ἐργάστηκε νὰ ἐπανέλθει τὸ Ἅγιον Ὄρος στὴν τροχιὰ αὐτὴν ποὺ τοῦ ἔδωσαν οἱ κτήτορες. Γιατὶ μοῦ ἔλεγε ὁ ἴδιος ὁ Γερο-Θεόκλητος: «Οἱ κτήτορες, παιδί μου, δὲν ἔδωσαν τὰ μοναστήρια ἰδιόρρυθμα, τὰ ἔδωσαν κοινόβια. Ἐμεῖς τὰ παραβιάσαμε». Ὁ ἴδιος, ὅταν ὅλες οἱ Μονὲς ἔγιναν κοινοβιακές, χαιρόταν ἰδιαίτερα καὶ ἔλεγε χαρακτηριστικά: «Σήμερα τὸ Ἅγιον Ὄρος εἶναι ἱματισμένον καὶ σωφρονοῦν».

Εἶχε βέβαια καὶ πολλοὺς ἐχθροὺς τότε, οἱ ὁποῖοι τὸν κορόϊδευαν, κοσμικοὶ καὶ μοναχοὶ ποὺ δὲν τοὺς βόλευε νὰ γίνουν τὰ ἰδιόρρυθμα κοινόβια γιὰ τοὺς προσωπικούς τους λόγους, ἀλλὰ αὐτὸς ἀπτόητος προχωροῦσε. Καὶ μάλιστα ἀγαποῦσε πάρα πολὺ τὸν Γέροντα Ἐφραὶμ τὸν Φιλοθεΐτη, τὸν μετέπειτα Ἀριζονίτη, καὶ χαιρόταν ὅταν ὁ Γέροντας Ἐφραὶμ ἦταν σὲ διάθεση νὰ παραχωρήσει μοναχοὺς καὶ ἔτσι ἐπανδρώθηκαν στὴν συνέχεια οἱ Μονὲς Κωνσταμονίτου, Καρακάλλου καὶ Ξηροποτάμου. Χαιρόταν καὶ ἔλεγε: «Εὐτυχῶς τὰ κατάφερα καὶ τὸν ἔβαλα αὐτόν· δὲν τὸν πολυ-ἤθελαν τὸν παπα-Ἐφραίμ, ἀλλὰ ἐγὼ τὰ κατάφερα, ὥστε νὰ μπεῖ στὰ μοναστήρια τὸ ἀληθινὸ καὶ παραδοσιακὸ πνεῦμα ποὺ εἶχε ὁ παπποῦς σας». Διότι ὁ π. Θεόκλητος πάντοτε ἤξερε, καταλάβαινε· ἐφωτίζετο καὶ ἤξερε τί σημαίνει παραδοσιακὸ πνεῦμα καὶ ἔλεγε: «Ἐγὼ θέλω νὰ γίνουν οἱ κοινοβιάτες μοναχοί, ἄνθρωποι τῆς νοερᾶς προσευχῆς». Πράγματι βίωνε τὴν νοερὰ προσευχή. Αὐτὸ τὸ ἐπεδίωκε, τὸ ἀσκοῦσε καὶ ὁ ἴδιος στὴν προσωπική του ζωή, γι’ αὐτὸ καὶ ὅταν ἐνθυμούμεθα τὸν πατέρα Θεόκλητο, ἐνθυμούμεθα τί σημαίνει προσευχή, τί σημαίνει ἀγάπη Θεοῦ, τί σημαίνει θεῖος ἔρως, τί σημαίνει κατατρύφηση στοὺς Πατέρες.

Ὁ Γέροντας Θεόκλητος Διονυσιάτης ὑπῆρξε ὁ λογιότερος σύγχρονος Ἁγιορείτης. Ἔγραψε συνολικὰ πάνω ἀπὸ 70 βιβλία. Ἔγραψε γιὰ τὸν Ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ, τὸν Ἅγιο Νικόδημο τὸν Ἁγιορείτη, τὸν Ἅγιο Νεκτάριο Αἰγίνης, τὸν Ἅγιο Γεράσιμο Μικραγιαννανίτη, τὴν Παναγία, γιὰ τὸν Γέροντά του Γαβριὴλ Διονυσιάτη, γιὰ τὴν Θεολογία τῆς νοερᾶς προσευχῆς καὶ πολλὰ ἄλλα. Σὲ αὐτὸ ὅμως ποὺ συνέβαλε κυρίως ὁ πατὴρ Θεόκλητος ἦταν νὰ ἐπανεύρει τὸ Ἅγιον Ὄρος τὴν σωστὴ τροχιὰ καὶ νὰ εἰσέλθει στὴν Πατερικὴ γραμμὴ τοῦ ἁγιασμοῦ καὶ τῆς θεώσεως, ποὺ πράγματι αὐτὴν ἐξέφραζε, αὐτὴν ἐβίωνε καὶ αὐτὴν προσφέρει καὶ σήμερα στὸν σύγχρονο κόσμο τοῦ ἀποπροσανατολισμοῦ καὶ τῆς ἀποστασίας τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν Θεό.

Ἀπόσπασμα ἀπό τήν Εἰσήγηση τοῦ Ἀρχιμ. Ἐφραίμ, Καθηγουμένου τῆς Ἱ.Μ. Βατοπαιδίου

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ




Προφίλ

Οἱ ἐκδόσεις τῆς γυναικείας Ἱερᾶς Μονῆς Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου (Πελαγίας) ἀπό τό 1982 ἐκδίδουν καί διακινοῦν σέ ὅλο τόν κόσμο τά βιβλία τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου, ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ ἱδρυτής καί πνευματικός πατέρας τῆς ἀδελφότητος.

Μάθετε περισσότερα...

banks
Login-iconLogin
active³ 5.5 · IPS κατασκευή E-shop · Όροι χρήσης