Κυριακή Γ´ Λουκᾶ, θάνατος καί αἰώνια ζωή

Εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα

(Λουκ. ζ´ 11-16)

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐπορεύετο ὁ Ἰησοῦς εἰς πόλιν καλουμένην Ναΐν· καὶ συνεπορεύοντο αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἱκανοὶ καὶ ὄχλος πολύς. Ὡς δὲ ἤγγισε τῇ πύλῃ τῆς πόλεως, καὶ ἰδοὺ ἐξεκομίζετο τεθνηκὼς υἱὸς μονογενὴς τῇ μητρὶ αὐτοῦ, καὶ αὕτη ἦν χήρα, καὶ ὄχλος τῆς πόλεως ἱκανὸς ἦν σὺν αὐτῇ. Καὶ ἰδὼν αὐτὴν ὁ Κύριος ἐσπλαγχνίσθη ἐπ᾿ αὐτῇ καὶ εἶπεν αὐτῇ· μὴ κλαῖε· καὶ προσελθὼν ἥψατο τῆς σοροῦ, οἱ δὲ βαστάζοντες ἔστησαν, καὶ εἶπε· νεανίσκε, σοὶ λέγω, ἐγέρθητι. Καὶ ἀνεκάθισεν ὁ νεκρὸς καὶ ἤρξατο λαλεῖν, καὶ ἔδωκεν αὐτὸν τῇ μητρὶ αὐτοῦ. Ἔλαβε δὲ φόβος πάντας καὶ ἐδόξαζον τὸν Θεόν, λέγοντες ὅτι προφήτης μέγας ἐγήγερται ἐν ἡμῖν, καὶ ὅτι ἐπεσκέψατο ὁ Θεὸς τὸν λαὸν αὐτοῦ.

Ἡ ὀρθόδοξη ἀγωγή

«καί προσελθών ἤψατο τῆς σοροῦ, ...καί εἶπε· νεανίσκε, σοί λέγω, ἐγέρθητι. καί ἀνεκάθισεν ὁ νεκρός καί ἤρξατο λαλεῖν, καί ἔδωκεν αὐτόν τῇ μητρί αὐτοῦ» (Λουκ. ζ´, 14-16)

   

Ὁ Χριστός, μέ τήν δύναμη τῆς θεότητός Του ἀνέστησε τόν νεκρό νέο καί τόν ἔδωσε στήν μητέρα του (Λουκ. ζ´, 11-17). Αὐτό τό θαῦμα, ὅπως καί ὅλα τά θαύματα τοῦ Χριστοῦ, δείχνει τό μεσσιανικό Του ἔργο, τήν οὐσιαστική καί τελική κατάργηση τοῦ θανάτου καί τήν ζωοποίηση τοῦ νεκροῦ ἀνθρώπου. Αὐτό εἶναι καί τό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας, ἀφοῦ ἡ ἁγιότητα καί ἡ δύναμη τῆς Κεφαλῆς (τοῦ Χριστοῦ) μεταβιβάζεται στήν Ἐκκλησία. Ἔτσι, ἡ Ἐκκλησία ἔχει σκοπό νά καταργῆ τόν θάνατο, νά ἀνασταίνη τόν ἄνθρωπο καί νά τόν ἀφθαρτίζη. Αὐτό λέγεται παιδεία καί ἀγωγή. Γι᾿αὐτό, ἡ ὀρθόδοξη παιδεία-ἀγωγή πρός ὅλους καί εἰδικά πρός τούς νέους ἔχει ἀναστάσιμο χαρακτήρα καί δέν νοεῖται ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία, ἔξω ἀπό τήν θεία Λειτουργία καί ἔξω ἀπό τήν Κοινότητα.

* * *

Ἡ ὀρθόδοξη παιδεία δέν εἶναι ἀνθρώπινη, πού σημαίνει ὅτι δέν ἔχει κέντρο της τόν ἄνθρωπο, ἀλλά θεανθρώπινη, πού σημαίνει ὅτι κέντρο της ἔχει τόν Θεάνθρωπο Χριστό, καί δι᾿ Αὐτοῦ ἐπιδιώκει τήν λύση ὅλων τῶν προβλημάτων. Ὁ σκοπός τῆς Θεανθρώπινης παιδείας-ἀγωγῆς ταυτίζεται μέ τόν σκοπό τῆς Ἐκκλησίας, πού εἶναι ἡ συνεχής μεταμόρφωση τῆς κτίσεως καί τοῦ ἀνθρώπου.

Ἡ ὀρθόδοξη παιδεία ὡς κύριο μέλημά της ἔχει τήν θέωση τοῦ ἀνθρώπου. Συνεπῶς τό ἐνδιαφέρον της στρέφεται στήν καρδιά καί ὄχι στήν ξηρά λογική. Δέν ἐπιδιώκει τήν αὔξηση τῶν νοησιαρχικῶν γνώσεων, ἀλλά προτάσσει τήν πραγμάτωση τῆς προσευχῆς τοῦ Δαυΐδ «καρδίαν καθαράν κτίσον ἐν ἐμοί ὁ Θεός» καί ζῆ τόν μακαρισμό τοῦ Χριστοῦ «μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ ὅτι αὐτοί τόν Θεόν ὄψονται» (Ματθ. ε´, 8). Φροντίζει πρῶτα γιά τήν κάθαρση τῆς καρδιᾶς ἀπό τίς φθοροποιές ἐνέργειες τῶν παθῶν, ὁπότε ἀκολουθεῖ ὁ φωτισμός τοῦ νοῦ, ὁ ὁποῖος φωτιζόμενος «θεωρεῖ» τήν δόξα τοῦ Θεοῦ.

Βασικές ἀρετές της εἶναι ἡ ταπείνωση καί ἡ ἀγάπη. Οἱ ἅγιοι, πού εἶναι ἐραστές καί ἐφαρμοστές αὐτῆς τῆς παιδείας, εἶναι ταπεινοί καί ἀγαποῦν ὅλο τόν κόσμο, θυσιαζόμενοι καθημερινῶς, ἐνῶ οἱ κάτοχοι τῆς ἀνθρώπινης παιδείας διακατέχονται ἀπό τόν ἑωσφορικό ἐγωϊσμό τῆς γνώσεως τῆς κατά κόσμον σοφίας, πού κυριολεκτικά σκοτώνει, καθώς ἐπίσης διακρίνονται γιά τό ἀτομικό συμφέρον.

Ἀκόμη, σκοπός τῆς Θεανθρώπινης παιδείας δέν εἶναι νά κάνη τόν ἄνθρωπο καλό κἀγαθό, ἀλλά νά τόν ὁδηγήση στόν ὄντως Ἀγαθό, δηλαδή τόν Χριστό καί ἔτσι νά γίνη κατά Χάρη Θεός. Δέν ξεκινάει ἀπό τήν νοοτροπία ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἔχει μέσα του μερικά καλά στοιχεῖα τά ὁποῖα πρέπει νά ἀξιοποιηθοῦν, ἀλλά ἀπό τήν ἀλήθεια ὅτι, ἀφοῦ ἀπομακρύνθηκε ἀπό τόν Θεό, ζῆ στήν μεταπτωτική κατάσταση, κυριαρχεῖται ἀπό τήν τυραννία τοῦ διαβόλου, ζῆ τήν παρά φύση ζωή, εἶναι νεκρός, ζῆ τήν ἀνούσια ἀνυπαρξία. Γι᾿ αὐτό, ἐπιζητεῖ τήν ζωοποίηση τοῦ νεκροῦ ἀπό τήν ἁμαρτία ἀνθρώπου, τήν ἐλευθέρωσή του ἀπό τήν τυραννία τοῦ διαβόλου καί τήν ἕνωσή Του μέ τόν ἅγιο Τριαδικό Θεό. Ἔτσι, ἡ ὀρθόδοξη παιδεία δέν νοεῖται ἀνεξάρτητα ἀπό τήν Ἐκκλησία, δέν μπορεῖ νά ἀναπτυχθῆ ἔξω ἀπό τόν λυτρωτικό της χῶρο.

* * *

Αὐτή ἡ συνεχής μεταμόρφωση τοῦ ἀνθρώπου καί τῆς φύσεως, πού εἶναι βασικός σκοπός τῆς παιδείας καί τῆς Ἐκκλησίας γίνεται διά τῶν ἁγίων μυστηρίων καί ἰδίως διά τῆς θείας Εὐχαριστίας, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τό κέντρο τῆς πνευματικῆς ζωῆς, τό κέντρο ὅλων τῶν μυστηρίων καί τό μυστήριο, πού ταυτίζεται μέ τήν Ἐκκλησία, ἀφοῦ τήν ἐκφράζει πραγματικά.

Αὐτό σημαίνει, ὅτι ἡ ὀρθόδοξη ἀγωγή δέν εἶναι ἡ ξηρά διδασκαλία μερικῶν ἔστω ὀρθοδόξων γνώσεων, οὔτε ἡ διδασκαλία γιά μιά καλή «ἠθική» ζωή, οὔτε ἡ ἀναφορά σέ μιά καλή κοινωνική ἀναστροφή καί στούς καλούς τρόπους συμπεριφορᾶς, ἀλλά στήν βίωση τοῦ Θεοῦ, στήν ἀπόκτηση τῆς μακαρίας θεώσεως, στό νά «πάθη» ὁ ἄνθρωπος τά θεῖα. Καί ἐπειδή ἡ θέωση, πού εἶναι ἡ στενωτάτη ἕνωση μέ τόν Θεό, στήν ἐπίγεια ζωή τοῦ ἀνθρώπου κορυφώνεται στήν θεία Εὐχαριστία, καί ἐπειδή ἡ θεία Εὐχαριστία ἔχει θεοποιητική ἐνέργεια, γι᾿ αὐτό δέν νοεῖται ἐκκλησιαστική ἀγωγή ἔξω ἀπό αὐτήν.

Μέ αὐτό πού λέμε θέλουμε νά τονίσουμε τήν ἀλήθεια ὅτι ἡ ἀγωγή τῆς Ἐκκλησίας πρός τούς νέους δέν πρέπει νά ἔχη ὡς σκοπό μόνον τήν δημιουργία μιᾶς καλῆς συντροφιᾶς ἤ τήν προφύλαξή τους ἀπό τό «κοσμικό πνεῦμα», ἀλλά νά τούς ὁδηγήση στήν Ἐκκλησία καί στήν θεία Εὐχαριστία. Κάθε ἔργο τῆς Ἐκκλησίας πρέπει νά ξεκινᾶ ἀπό τό θυσιαστήριο καί νά ὁδηγῆ τόν ἄνθρωπο σέ αὐτό.

Ἔτσι, μέ τήν ὀρθόδοξη ἀγωγή χαράσσονται βαθειά στήν ψυχή τοῦ νέου οἱ θόλοι τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ. Εἰσχωρεῖ στήν ψυχή του καί νοτίζει ὅλες τίς ἐνέργειές της ἡ λατρευτική ἀτμόσφαιρα καί κυρίως ἡ εὐχαριστιακή ζωή. Ὁ νέος, πού δέχεται τήν ὀρθόδοξη ἀγωγή, ζυμώνεται μέ τό ἀναλόγι, τό Ἱερό Βῆμα, τήν ὑπηρεσία μέσα στόν Ναό, τήν ἁγιογραφία κλπ. Αἰσθάνεται ὡς πατέρα του τόν Ἐπίσκοπο καί τόν Ἐφημέριο του.

Ἐπαναλαμβάνουμε ὅτι ἡ ὀρθόδοξη ἀγωγή δέν μπορεῖ νά νοηθῆ ἀνεξάρτητα ἀπό τόν λατρευτικό καί εὐχαριστιακό χῶρο, δέν μπορεῖ νά νοηθῆ ἔξω ἀπό τό μυστηριακό πνεῦμα τῆς Ἐκκλησίας, πού εἶναι ἡ συνεχής μετάνοια γιά τήν μετάληψη τῆς θείας ζωῆς. Ἡ θεία Εὐχαριστία καί ἡ ἀναστροφή μέσα στόν Ἱερό Ναό δέν εἶναι μερικές κυριακάτικες εὐκαιρίες, ὡς ἕνα παράρτημα στήν ὅλη ἑβδομαδιαία ἐργασία, ἀλλά ὁ πραγματικός χῶρος τῆς ὀρθόδοξης ἀγωγῆς. Τά ἐντευκτήρια, ὅπως καί τά γραφεῖα, πρέπει νά νοηθοῦν ὡς δευτερεύοντες βοηθητικοί χῶροι, πού συνδέονται στενά μέ τόν Ναό, ἐμπνέονται ἀπ᾿ αὐτόν καί ὁδηγοῦν σέ αὐτόν.

* * *

Ἡ ὀρθόδοξη ἀγωγή δέν νοεῖται καί ἔξω ἀπό τήν ἐκκλησιαστική - λατρευτική κοινότητα. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι οἰκογένεια καί ὁ νέος πρέπει νά ζῆ αὐτήν τήν οἰκογενειακή ζωή καί νά δέχεται ἀπό κοινοῦ τήν διδασκαλία καί τήν τροφή. Τό πνεῦμα τῆς κοινότητος, τῆς οἰκογένειας, πρέπει νά βιώνεται καί νά ἀναπτύσσεται, γιατί εἶναι τό μόνο πού προσφέρει ζεστασιά καί παρηγοριά στόν νέο καί δέν τοῦ ἀφήνει περιθώρια ἀναζητήσεως αὐτοῦ τοῦ κλίματος σέ ἄλλες κοινωνίες.

Στήν θεία Λειτουργία ὁ νέος μαθαίνει τήν οἰκογένειά του στήν ὁποία ἀνήκει ὁ παππούς του, ὁ πατέρας του, τά μικρότερα ἀδέλφια του καί τά νήπια. Ἀνήκουν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι κάθε ἡλικίας καί κοινωνικῆς στάθμης. Ἀνήκουν ἀκόμη ὅλοι οἱ Ὀρθόδοξοι, πού ζοῦν σέ διαφορετικά ἔθνη καί πού τυχόν θά τούς συναντήση στόν Ναό. Ἡ παρουσία τοῦ γέροντος καί τό κλάμα τοῦ νηπίου μέσα στήν θεία Λειτουργία ἀφήνει βαθειά βιώματα στόν νέο.

Γι᾿ αὐτό, ὅπως ἔχει σημειωθῆ ἀπό ὀρθόδοξο μελετητή, οἱ μεμονωμένες εὐχαριστιακές συνάξεις καί μάλιστα χωρίς οὐσιαστικό λόγο, διασποῦν αὐτήν τήν κοινωνία, τήν ἀδελφότητα, καί τήν οἰκογενειακή ζωή καί εἶναι μιά «αἵρεση» «ἐν μέσῃ Ὀρθοδοξίᾳ». Εἶναι τό ἴδιο σάν νά ἑτοιμάζωνται στό σπίτι δύο τραπέζια, ἕνα γιά τά παιδιά καί ἕνα γιά τούς μεγάλους, πράγμα πού διασπᾶ τήν ἑνότητα τῆς οἰκογένειας. Ἡ ὀρθόδοξη ἀγωγή πρέπει νά βοηθᾶ τόν νέο νά ἀναζητᾶ καί νά βρίσκη τήν ζωή, τόν Θεό, τήν διδασκαλία, ὄχι στίς ἰδιαίτερες γι᾿ αὐτόν συγκεντρώσεις, ἀλλά μέσα στήν κοινότητα, μέσα στό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ.

Τό θέμα ἔχει πολλές διαστάσεις. Μερικές μόνο πτυχές τονίσαμε καί μάλιστα ἐπιγραμματικά. Πάντως, ὅπως ὁ Χριστός ἀνέστησε τόν νέο καί τόν ἔδωσε στήν μητέρα του, ἔτσι καί ἡ ὀρθόδοξη ἀγωγή, μέ τήν Χάρη τοῦ Χριστοῦ, ἀνασταίνει τόν νέο καί τόν προσφέρει στήν Μητέρα του, τήν Ἐκκλησία, γιά νά ζῆ μέσα στήν μητρική της ἀγάπη.

* * *

Θάνατος καί αἰώνια ζωή

Στό θαῦμα τῆς ἀναστάσεως τοῦ υἱοῦ τῆς χήρας τῆς Ναΐν (Λουκ. ζ´, 11-17) φαίνεται ὅτι ὁ Χριστός θανατώνει τόν θάνατο καί ζωοποιεῖ τόν νέο. Ὁ Θεάνθρωπος καταργεῖ τόν θάνατο καί τήν φθορά. Αὐτό ὅμως πού συνέβη στόν νέο ἐκεῖνο, συμβαίνει στούς Χριστιανούς πού ζοῦν μέσα στήν Ἐκκλησία. Δηλαδή, λαμβάνουν προσωπική πείρα τῆς καταργήσεως τοῦ θανάτου καί τῆς ἀποκτήσεως τῆς ἀφθαρσίας. Τό ζῆ αὐτό ὁ Χριστιανός σέ τρεῖς συγκεκριμένους σταθμούς τῆς ζωῆς του.

Ὅσο ζῆ βιολογικά ἀποκτᾶ ἐμπειρία τῆς αἰωνίου ζωῆς. Αὐτό γίνεται μέ τήν προσευχή καί ἐν γένει μέ τήν μυστηριακή ζωή. Πεθαίνει πρῶτα ὡς πρός τήν ἁμαρτία καί ἀνασταίνεται ἔπειτα στήν ἐν Χριστῷ ζωή. Ἡ χαρά, ἡ μακαριότητα, ἡ εὐδαιμονία εἶναι κύματα τῆς αἰωνίου ζωῆς πού ἔρχονται στήν ὕπαρξή του.

Κατά τόν καιρό τοῦ σωματικοῦ του θανάτου δέν φοβᾶται. Ἀφοῦ προηγουμένως ἔζησε προσωπικά τήν αἰώνια ζωή, τήν ὥρα ἐκείνη ἐλπίζει. Πολλοί ἅγιοι ἀξιώθηκαν ἀπό τόν Θεό νά ἔχουν ὁσιακά τέλη. «Ἔλεγαν γιά τόν Ἀββᾶ Σισώη, ὅτι, ὅταν ἔμελλε νά τελευτήση καί κάθονταν οἱ πατέρες γύρω του, ἔλαμψε τό πρόσωπό του σάν τόν ἥλιο... Καί εὐθύς παρέδωσε τό πνεῦμα. Καί ἔγινε σάν ἀστραπή. Καί γέμισε ὅλο τό κελλί ἀπό εὐωδία». Εἶναι τό χάρισμα τῆς μακαρίας καί εὐλογημένης τελευτῆς.

Μετά τόν θάνατο βλέπουμε τήν ἀφθαρσία καί τήν δόξα τοῦ σώματος μέ τήν ὕπαρξη τῶν ἁγίων λειψάνων. Ἐπειδή ἔχουν μέσα τους τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, γι᾿ αὐτό εὐωδιάζουν, κάνουν θαύματα, παραμένουν ἄφθαρτα καί ἀναλλοίωτα. Πράγματι, τά λείψανα τῶν Ἁγίων εἶναι τρανή ἀπόδειξη τῆς ἀξίας τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος, ὅταν προσφέρωνται στόν ἁγιασμό.

Στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία συμβαίνει αὐτό τό ἐξωτερικά παράδοξο. Ἐνῶ προετοιμάζει τόν ἄνθρωπο γιά τόν θάνατο, ὅμως εἶναι ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἀναστάσεως. Ἑπομένως, ὁ Χριστιανός ζῆ τήν ἀνάστασή του ἀπό τήν παροῦσα ζωή.

ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο Ὅσοι Πιστοί

Δεῖτε ἐπίσης: ΑΝΑΣΤΑΣΕΙΣ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ




Προφίλ

Οἱ ἐκδόσεις τῆς γυναικείας Ἱερᾶς Μονῆς Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου (Πελαγίας) ἀπό τό 1982 ἐκδίδουν καί διακινοῦν σέ ὅλο τόν κόσμο τά βιβλία τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου, ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ ἱδρυτής καί πνευματικός πατέρας τῆς ἀδελφότητος.

Μάθετε περισσότερα...

banks
Login-iconLogin
active³ 5.5 · IPS κατασκευή E-shop · Όροι χρήσης