Ὅσιος Ἰωσήφ ὁ Ἡσυχαστής

   

Τόν Γέροντα Ἰωσήφ τόν ἡσυχαστή δέν τόν γνώρισα προσωπικά, ἀφοῦ κοιμήθηκε τό 1959 στήν Νέα Σκήτη. Προηγουμένως ἀσκήθηκε στήν Βίγλα, τήν ἔρημο τῶν Κατουνακίων, τήν Σκήτη τοῦ Ἁγίου Βασιλείου, στά σπήλαια τῆς Μικρᾶς Ἁγίας Ἄννης καί στήν συνέχεια μέ τήν συνοδεία του κατέβηκε στήν Νέα Σκήτη τοῦ Ἁγίου Ὄρους.

Ἀπό τά μέσα τῆς δεκαετίας τοῦ ’60 ἐπισκεπτόμουν τήν Νέα Σκήτη, διότι ἐκεῖ μόναζε ὁ π. Σπυρίδων Ξένος, τόν ὁποῖο εἶχα Διευθυντή στό Οἰκοτροφεῖο τοῦ Ἀγρινίου, ὅταν σπούδαζα στό ἐκεῖ Γυμνάσιο, καί ἔτσι γνώρισα τούς μαθητές τοῦ Γέροντος Ἰωσήφ, οἱ ὁποῖοι μοῦ ἔκαναν ἐντύπωση καί ὠφέλησαν ποικιλοτρόπως ὄχι μόνον ἐμένα, ἀλλά ἑκατοντάδες καί χιλιάδες ἐπισκέπτες καί προσκυνητές.

Ὁ π. Ἀθανάσιος ἦταν ἀδελφός κατά σάρκα τοῦ Γέροντος Ἰωσήφ καί μέλος τῆς συνοδείας του, ὁ ὁποῖος εἶχε μιά μεγάλη σύννοια καί διαρκῆ προσευχή, ἀγάπη στόν Θεό, τήν Παναγία καί τό Ἅγιον Ὄρος, τό «λιμανάκι» του ὅπως τό ἔλεγε, στό ὁποῖο τόν πῆγε ἡ Παναγία. Ἐνθυμοῦμαι μέ τί μέθεξη ἔψαλλε στό Κυριακό τῆς Νέας Σκήτης, πῶς διάβαζε τήν ἀκολουθία τῶν Ὡρῶν καί τήν ἀκολουθία τῆς θείας Μεταλήψεως καί πῶς συνεχῶς δοξολογοῦσε τόν Θεό.

Γερο-Θεοφύλακτος ἀνῆκε στήν συνοδεία τοῦ Ἀρχιμ. Ἰωακείμ Σπετσιέρη, ἀλλά συχνά πήγαινε στόν Γέροντα Ἰωσήφ καί ἔπαιρνε ἀπό ἐκεῖνον πνευματική καθοδήγηση, κυρίως, στήν νοερά προσευχή. Ἀκολουθοῦσε κατά τήν νύκτα τό πρόγραμμα τῆς προσευχῆς πού τοῦ εἶχε διδάξει ὁ Γέρων Ἰωσήφ. Τόν ἐπισκεπτόμουν συχνά στό κελλί του, ἀκόμη καί ὁ ἴδιος ἐρχόταν στό καλύβι τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος, ὅπου ἔμενα, καί μοῦ διηγόταν πολλά χαριτωμένα περιστατικά ἀπό τήν πνευματική καί προσωπική σχέση πού εἶχε μέ τούς ἁγίους Ἀναργύρους, τήν εἰκόνα τῶν ὁποίων εἶχε στό καλύβι του καί τιμοῦσε. Τούς παρακαλοῦσε μέ ἁπλότητα γιά διάφορα θέματα καί ἐκεῖνοι τόν βοηθοῦσαν θαυματουργικά. Ὁ Γερο-Θεο­φύ­λακτος, πού ἦταν ἕνας εὐλαβής καί ἁπλοῦς μοναχός, εἶχε πολλές ἐλλάμψεις καί πνευματικές ἐμπειρίες, ἀπόσταγμα τῆς νοερᾶς-καρδιακῆς προσευχῆς πού καλλιεργοῦσε καί ζοῦσε.

Γέρων Ἰωσήφ ὁ Βατοπαιδινός (ἐκοιμήθη 1η Ἰουλίου 2009), τότε ἀσκεῖτο στήν Νέα Σκήτη καί τόν θυμοῦμαι νά κρατᾶ στά χέρια του κομποσχοίνι καί νά προσεύχεται ὅταν περπατοῦσε. Μᾶς πλησίαζε πάντα μέ ἀγάπη, ἦταν πολύ κοινωνικός καί διακριτικός καί μᾶς μιλοῦσε πολύ ἤρεμα, τρυφερά καί πνευματικά.

Ὁ μοναχός Γεώργιος Μπλάνκο, σερβικῆς καταγωγῆς, πού εἶχε μεγάλη δίψα γιά τόν Θεό, ζοῦσε ἡσυχαστικά καί μιλοῦσε συνέχεια γι’ αὐτό. Τόν ρώτησα τί πρέπει νά κάνω γιά νά σωθῶ καί μοῦ εἶπε ἀφ’ ἑνός μέν νά προσεύχομαι συνέχεια μέ τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, ἀφ’ ἑτέρου δέ νά ἐπισκέπτομαι, τοὐλάχιστον μιά φορά τόν χρόνο, τό Ἅγιον Ὄρος καί νά συζητῶ μέ ἡσυχαστές ἁγιορεῖτες Πατέρες. Τόν συνάντησα ἕνα μῆνα πρίν κοιμηθῆ καί τό πρόσωπό του ἀκτινοβολοῦσε τήν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἡ ὅλη παρουσία του καί ὁ λόγος του προκαλοῦσαν θαυμασμό.

παπα-Ἐφραίμ, ὁ μετέπειτα Ἡγούμενος τῆς Μονῆς Φιλοθέου καί τώρα βρίσκεται στήν Ἀμερική, ὁ φωτιστής τῆς Ἀμερικῆς στόν ὀρθόδοξο μοναχισμό, τότε μέ μιά ὁμάδα ὑποτακτικῶν του ἀσκεῖτο στήν Νέα Σκήτη. Τόν ἐπισκεπτόμουν συχνά καί μέ ἄλλους προσκυνητές καί μᾶς μιλοῦσε γιά τήν νοερά προσευχή, τήν πνευματική ἀδολεσχία μέ τόν Θεό, ὅπως ἔλεγε. Μαζί του ἦταν καί τό πρῶτο του πνευματικό παιδί, ὁ «μικρός» παπα-Ἐφραίμ, ἀργότερα Ἡγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ξηροποτάμου, πού ἀπέπνεε μιά ταπείνωση, γλυκύτητα καί καλωσύνη, ἔκφραση τῆς λεπτότητος τῆς ἐσωτερικῆς του ζωῆς.

Ἀργότερα, κατά τήν δεκαετία τοῦ ’70-’80, γνώρισα τόν παπα-Χαράλαμπο, τόν μετέπειτα Ἡγούμενο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Διονυσίου, στόν ὁποῖο πολλές φορές ἐξομολογήθηκα καί μοῦ μετέδιδε μέ ἁπλό τρόπο τίς πνευματικές του ἐμπειρίες-ἀποκαλύψεις μέσα στήν προοπτική τῆς συμβουλῆς, τῆς προτροπῆς καί τῆς μυήσεώς μου στήν ἡσυχαστική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Μοῦ μιλοῦσε συνέχεια γιά τήν νοερά προσευχή. Ἦταν ἁπλοῦς ἄνθρωπος καί ὡς Πνευματικός ἦταν γλυκύς.

Στήν Ἱερά Μονή τοῦ Διονυσίου γνώρισα, πρός τό τέλος τῆς ζωῆς του, τόν γερο-Ἀρσένιο, συνασκητή ἀπό τήν ἀρχή τῆς ἐρημικῆς ζωῆς τοῦ Γέροντα Ἰωσήφ τοῦ ἡσυχαστοῦ. Βρισκόταν πιά στό Γηροκομεῖο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς καί ἔλεγε ἀκατάπαυστα τήν εὐχή τοῦ Ἰησοῦ. Ἀξιώθηκα νά λάβω τήν εὐχή του, τήν εὐλογία του καί νά ἀκούσω τίς πνευματικές συμβουλές του.

Ἐπίσης, στήν Γυναικεία Ἱερά Μονή τῆς Ἁγίας Τριάδος Ἐδέσσης γνώρισα τήν τυφλή μοναχή Θεοδοσία, ἡ ὁποία ἦταν μαθήτρια καί πνευματικό τέκνο τοῦ Γέροντος Ἰωσήφ. Ὅταν εἰσερχόταν κανείς στό κελλί της ἔβλεπε τήν φωτογραφία του μέ τήν προσωπική ἀφιέρωση σέ αὐτήν. Τήν ἐξομολογοῦσα τόν καιρό ἐκεῖνο πού βρισκόταν σέ μεγάλη ἡλικία, σχεδόν κατάκοιτη, καί μοῦ μιλοῦσε γιά τήν πνευματική καθοδήγηση πού εἶχε λάβει ἀπό τόν Γέροντα Ἰωσήφ σχετικά μέ τήν ἀδιά­λειπτη νοερά προσευχή. Ἦταν ἤρεμη, εἶχε ἕνα φωτεινό πρόσωπο καί ἐξασκοῦσε, κρυφίως καί ἡσύχως, τήν ἐσωτερική ἱερή ἐργασία τῆς καρδιᾶς.

Μέσα ἀπό τά πρόσωπα αὐτά μάθαινα γιά τήν μεγάλη προσωπικότητα τοῦ Γέροντος Ἰωσήφ τοῦ ἡσυχαστοῦ. Γι’ αὐτόν μιλοῦσαν συνέχεια, ἀφοῦ αὐτός τούς εἶχε μυήσει στήν ἡσυχαστική ζωή καί τούς ἔκανε νά ἀγαπήσουν τά ἐσωτερικά αὐτά κάλλη τοῦ πνεύματος.

Πέρα ἀπό αὐτήν τήν ζωντανή παράδοση πού συναντοῦσα στό Ἅγιον Ὄρος καί μέ μυσταγωγοῦσε σέ αὐτήν τήν ἡσυχαστική ζωή, ἀργότερα διάβασα τίς ἐπιστολές τοῦ Γέροντα Ἰωσήφ τοῦ ἡσυχαστοῦ, ὅταν ἐκδόθηκαν στό βιβλίο του Προθύμως ἀνάβαινε, ἤγουν ἔκφρασις μοναχικῆς ἐμπειρίας καί μοῦ ἔκαναν μεγάλη ἐντύπωση. Ἀπό τίς ἐπιστολές του αὐτές, πού ἔστειλε σέ διάφορα πνευματικά πρόσωπα, θά παρου­σιά­σω μερικά ἀποσπάσματα πού δείχνουν τήν πνευματική κατάσταση τοῦ Γέροντα Ἰωσήφ καί πῶς αὐτός ὁ ἐμπνευσμένος μοναχός βίωσε καί μετέδωσε ἀκόμη περισσότερο αὐτήν τήν ἡσυχαστική παράδοση, ὅπως τό ἔκαναν ἄλλοι ἁγιορεῖτες μοναχοί τόν 14ο αἰώνα στό Ἅγιον Ὄρος.

Στήν ἀρχή τοῦ βιβλίου δημοσιεύονται δύο ἐπιστολές, πού ἀποστάλθηκαν «Πρός νέον ἐρωτήσαντα περί τῆς “εὐχῆς”» καί «Πρός τόν αὐτόν περί τῆς εὐχῆς, καί ἀπόκρισις ἐρωτή­σεων». Ὅταν ὑπηρετοῦσα στήν Ἀθήνα μέ πλησίασε ὁ ἀείμνηστος τώρα Παναγιώτης Ἀλεξανδρίδης, τόν ὁποῖο εἶχα γνωρίσει στό Οἰκοτροφεῖο τοῦ Μ. Βασιλείου στήν Ἀθήνα, καί μοῦ ἀποκάλυψε ὅτι σέ αὐτόν ἀπεστάλησαν οἱ ἐπιστολές αὐτές σέ δικές του ἐρωτήσεις, καί αὐτός τίς ἔδωσε γιά νά δημοσιευθοῦν.

Ὁ Γέροντας Ἰωσήφ, στήν δεύτερη δημοσιευομένη ἐπιστολή του, καταγράφει τό ἀπόσταγμα τῆς «Φιλοκαλίας», πού γνώρισε ἀπό τήν πείρα του, δηλαδή κάνει λόγο γιά τήν καθαρτική, φωτιστική καί τελειωτική Χάρη τοῦ Θεοῦ. Γράφει:

«Εἰς τρεῖς τάξεις διαιρεῖται ἡ πνευματική κατάστασις, καί ἀναλόγως ἐνεργεῖ ἡ χάρις εἰς τόν ἄνθρωπον. Ἡ μία κατάστασις λέγεται καθαρτική, ἡ ὁποία καθαρίζει τόν ἄνθρωπον. Αὐτή τώρα ἐσύ ὅπου ἔχεις λέγεται χάρις καθαρτική. Αὐτή ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπον πρός μετάνοιαν. Ἡ κάθε προθυμία εἰς τά πνευματικά, ὅπου ἔχεις, ὅλα τῆς χάριτος εἶναι. Ἰδικόν σου δέν εἶναι τίποτε. Αὐτή μυστικῶς ὅλα ἐνεργεῖ. Αὐτή λοιπόν ἡ χάρις, ὅταν βιάζεσαι, παραμένει μαζί ὡρισμένα χρόνια. Καί, ἐάν προκόψῃ ὁ ἄνθρωπος διά τῆς νοερᾶς προσευχῆς, λαμβάνει ἄλλην χάριν πολύ διαφορετικήν.

Ἡ πρώτη, ὡς εἴπομεν, ὀνομάζεται αἴσθησις-ἐνέργεια καί εἶναι αὐτή ἡ καθαρτική, ὅτι ἠσθάνθη ὁ εὐχόμενος κίνησιν-ἐνέργειαν θεϊκήν μέσα του.

Ἡ ἄλλη ὀνομάζεται φωτιστική. Κατ’ αὐτήν λαμβάνει φῶς γνώσεως, ἀνάγεται εἰς θεωρίαν Θεοῦ. Ὄχι φῶτα, ὄχι φαντασίες, ὄχι εἰκονισμοί, ἀλλά διαύγεια τοῦ νοός, καθαρότης λογισμῶν, βάθος ἐννοιῶν. Αὐτό διά νά ἔλθῃ πρέπει ὁ εὐχόμενος νά ἔχῃ πολλήν ἡσυχίαν καί ὁδηγόν ἀπλανῆ.

Καί τρίτη κατάστασις -ἐπισκίασις χάριτος- εἶναι μετά ἀπό αὐτά ἡ χάρις ἡ τελειωτική, ὅπου εἶναι δῶρον μεγάλο. Δέν σοῦ γράφω τώρα δι’ αὐτό, ἐπειδή καί δέν εἶναι ἀνάγκη».

Στήν πρώτη ἐπιστολή πρός τόν ἴδιο τοῦ δίνει σημαντικές πληροφορίες γιά τήν «εὐχή» καί τοῦ συνιστᾶ νά τήν ἀσκῆ καί στόν κόσμο πού ἐργάζεται. Θά παρατεθῆ τό μεγαλύτερο μέρος τῆς ἐπιστολῆς αὐτῆς, γιατί εἶναι πολύ σημαντική. Γράφει:

«Αἱ πληροφορίες ὅπου ζητεῖς, δέν ἀπαιτοῦσι καιρόν καί κόπον διά νά σκεφθῶ νά σέ ἀπαντήσω.

Ἡ νοερά προσευχή εἰς ἐμένα εἶναι ὅπως τοῦ καθενός ἡ τέχνη· καθότι ἐργάζομαι αὐτήν τριανταέξ καί ἐπέκεινα χρόνια.

Ὅταν ἐγώ ἦλθα στό Ἅγιον Ὄρος, ἀπ’ εὐθείας ἐζήτησα τούς ἐρημίτας, ὅπου ἐργάζονται τήν προσευχήν. Τότε ὑπῆρχαν πολλοί –πρίν σαράντα χρόνια– ὅπου εἶχαν ζωή μέσα τους. Ἀρετῆς ἄνθρωποι. Γεροντάκια παλαιά. Ἀπό αὐτούς ἐκάναμεν Γέροντα καί τούς εἴχαμεν ὁδηγούς.

Λοιπόν ἡ πρᾶξις τῆς νοερᾶς προσευχῆς εἶναι νά βιάσῃς τόν ἑαυτόν σου νά λέγῃς συνεχῶς τήν εὐχήν μέ τό στόμα, ἀδιαλείπτως. Εἰς τήν ἀρχήν γρήγορα· νά μήν προφθάνῃ ὁ νοῦς νά σχηματίζῃ λογισμόν μετεωρισμοῦ. Νά προσέχῃς μόνον στά λόγια: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με». Ὅταν αὐτό πολυχρονίσῃ, τό συνηθίζει ὁ νοῦς καί τό λέγει. Καί γλυκαίνεσαι ὡσάν νά ἔχῃς μέλι στό στόμα σου. Καί θέλεις ὅλο νά τό λέγῃς. Ἄν τό ἀφήνῃς, στενοχωρεῖσαι πολύ.

Ὅταν τό συνηθίσῃ ὁ νοῦς καί χορτάσῃ, τό μάθῃ καλά, τότε τό στέλνει εἰς τήν καρδίαν. Ἐπειδή ὁ νοῦς εἶναι τροφοδότης τῆς ψυχῆς καί ὅ,τι καλόν ἤ πονηρόν ὅ,τι ἰδῇ ὅ,τι ἀκούσῃ ἡ δουλειά του εἶναι νά τό κατεβάσῃ εἰς τήν καρδίαν, ὅπου εἶναι τό κέντρον τῆς πνευματικῆς καί σωματικῆς δυνάμεως τοῦ ἀνθρώπου, ὁ θρόνος τοῦ νοῦ· λοιπόν, ὅταν ὁ εὐχόμενος κρατάῃ τόν νοῦν του νά μήν φαντάζεται τίποτε, ἀλλά προσέχει μόνον εἰς τά λόγια τῆς εὐχῆς, τότε ἀναπνέοντας ἐλαφρά μέ κάποιαν βίαν καί θέλησιν ἰδικήν του τόν κατεβάζει εἰς τήν καρδίαν καί τόν κρατεῖ μέσα δίκην κλεισούρας καί λέγει μέ ρυθμόν τήν εὐχήν:

«Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με».

Εἰς τήν ἀρχήν λέγει 4-5 φορές τήν εὐχήν καί παίρνει μίαν ἀναπνοήν. Κατόπιν, ὅταν συνηθίσῃ νά στέκῃ ὁ νοῦς εἰς τήν καρδίαν, λέγει εἰς κάθε ἀναπνοήν μίαν εὐχήν. «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ»: ἐμβαίνει ἡ ἀναπνοή, «ἐλέησόν με»: ἐβγαίνει. Αὐτό γίνεται μέχρις ὅτου ἐπισκιάσῃ καί ἀρχίσῃ νά ἐνεργῇ ἡ χάρις μέσα εἰς τήν ψυχήν· μετά πλέον εἶναι θεωρία.

Λοιπόν παντοῦ λέγεται ἡ εὐχή· καί καθήμενος καί στό κρεβάτι καί περιπατώντας καί ὄρθιος. «Ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε, ἐν παντί εὐχαριστεῖτε» λέγει ὁ Ἀπόστολος. Δέν πρόκειται ὅμως μόνον ὅταν πλαγιάζῃς νά προσεύχεσαι. Θέλει ἀγῶνα· ὄρθιος-καθήμενος. Ὅταν κουράζεσαι, κάθεσαι. Καί πάλιν ὄρθιος. Νά μή σέ πιάνῃ ὁ ὕπνος.

Αὐτά λέγονται «πρᾶξις». Δεικνύεις τήν προαίρεσίν σου εἰς τόν Θεόν· τό δέ πᾶν ἔγκειται εἰς Αὐτόν, ἐάν σοῦ δώσῃ. Ὁ Θεός εἶναι ἡ ἀρχή καί τό τέλος. Ἡ χάρις Του ἐνεργεῖ ὅλα. Αὐτή εἶναι ἡ κινητήριος δύναμις.

Τό δέ πῶς γίνεται, πῶς ἐνεργεῖται ἡ ἀγάπη, εἶναι νά φυλάξῃς τάς ἐντολάς. Ὅταν ἐσύ ἐγείρεσαι τήν νύκτα καί προσεύχεσαι, ὅταν βλέπῃς τόν ἀσθενῆ καί τόν συμπαθῇς, τήν χήραν καί τά ὀρφανά καί τούς γέροντας καί τούς ἐλεῇς, τότε σέ ἀγαπᾶ ὁ Θεός. Καί τότε καί σύ τόν ἀγαπᾷς. Ἐκεῖνος πρῶτον ἀγαπᾷ καί ἐκχέει τήν χάριν Του. Καί ἡμεῖς τά ἴδια ἐκ τῶν ἰδίων, «τά σά ἐκ τῶν σῶν» ἀποδίδομεν.

Ἐάν λοιπόν ζητῇς νά τόν εὕρῃς μόνον διά τῆς «εὐχῆς», νά μή βγάλῃς πνοήν χωρίς τήν εὐχήν. Πρόσεχε μόνον νά μήν δέχεσαι φαντασίες. Διότι τό Θεῖον εἶναι ἀνείδεον, ἀφάνταστον, ἀχρωμάτιστον. Εἶναι ὑπερτέλειον. Δέν δέχεται συλλογισμούς. Ἐνεργεῖ ὡς αὔρα λεπτή ἐν ταῖς διανοίαις ἡμῶν.

Ἡ κατάνυξις ἔρχεται, ὅταν σκέπτεσαι πόσον ἐλύπησες τόν Θεόν. Ὅπου Ἐκεῖνος εἶναι τόσον καλός, τόσον γλυκύς, τόσον ἐλεήμων, τόσον ἀγαθός, ὅλος γεμᾶτος ἀγάπη. Ὅπου ἐσταυρώθη καί ὅλα τά ἔπαθεν δι’ ἡμᾶς. Αὐτά καί ἄλλα ὅπου ἔπαθεν ὁ Κύριος, ὅταν μελετᾷς, σοῦ φέρνουν κατάνυξιν.

Λοιπόν, ἐάν ἠμπορέσῃς νά λέγῃς τήν εὐχήν ἐκφώνως καί ἀδιαλείπτως, σέ δύο-τρεῖς μῆνες τήν συνηθίζεις. Καί ἐπισκιάζει ἡ χάρις καί σέ δροσίζει. Μόνον νά τήν λέγῃς ἐκφώνως, χωρίς διακοπήν. Καί, ὅταν τήν παραλάβῃ ὁ νοῦς, τότε θά ξεκουρασθῇς μέ τήν γλῶσσαν νά τήν λέγῃς. Καί πάλιν, ὅταν τήν ἀφήνῃ ὁ νοῦς, ἀρχίζει ἡ γλῶσσα. Ὅλη ἡ βία χρειάζεται εἰς τήν γλῶσσαν, ἕως ὅτου νά συνηθίσῃς εἰς τήν ἀρχήν· κατόπιν, ὅλα τῆς ζωῆς του τά ἔτη, θά τήν λέγῃ ὁ νοῦς χωρίς κόπον».

Ὁ Γέροντας Ἰωσήφ εἶχε πολλές θεοπτικές καταστάσεις, τίς ὁποῖες ὡς καλός πνευματικός ἑστιάτωρ τίς προσέφερε στά πνευματικά του παιδιά γιά νά τά εὐφράνη καί νά τά παρακινήση σέ αὐτήν τήν ζωή. Σέ κάποια ἐπιστολή διηγεῖται μιά πρώτη θεωρία, ἀλλά ὑποκρύπτει τόν ἑαυτόν του, ἀφοῦ τήν παρουσιάζει ὅτι ἀνήκει σέ γνωστό του ἀδελφό. Γράφει:

«Ἐκεῖνο πού ἐγεύθης, παιδί μου, εἰς τήν προσευχήν σου ἐκείνην τήν νύκτα εἶναι τῆς χάριτος ἡ ἐνέργεια. Αὐτό πάλιν γύρευε νά σοῦ δώσῃ, ὅταν θέλῃ ὁ Κύριος.

Γινώσκω ἕνα γνωστόν ἀδελφόν, ὅπου μίαν ἡμέραν συνήν­τησε πολλούς πειρασμούς· καί ὅλην ἐκείνην τήν ἡμέραν διῆλθε μέ δάκρυα, χωρίς ποσῶς νά φάγῃ· καί δύνοντος τοῦ ἡλίου, εἰς μίαν πέτραν καθήμενος ἔβλεπεν εἰς τήν κορυφήν τόν Ναόν τῆς Μεταμορφώσεως καί κλαίων παρεκάλει μέ πόνον καί ἔλεγε: Καθώς, Κύριε, μετεμορφώθης εἰς τούς Μαθητάς Σου, μεταμορφώθητι καί εἰς τήν ψυχήν μου! Παῦσον τά πάθη, εἰρήνευσον τήν ψυχήν μου! Δός εὐχήν τῷ εὐχομένῳ, καί κράτησον τόν νοῦν μου! Τοιαῦτα μέ πόνον φθεγγόμενος ἦλθεν μία πνοή ὡς ἀέρας λεπτός ἐκεῖθεν ἀπό τόν Ναόν, εὐωδίαν γεμᾶτος, ὅπου -ὡς μοί ἔλεγεν- ἐπλήρωσεν τήν ψυχήν του χαράν, φωτισμόν, ἀγάπην, καί ἤρχισε μέσα του ἀπό τήν καρδίαν νά βρύῃ μετά μέλιτος ἡ «εὐχή» ἀδιαλείπτως.

Ὁπότε ἐγερθείς εἰσῆλθεν ἐκεῖ πού ἐκάθητο, διότι ἤδη ἐνύχτωσε, καί κύψας τήν κεφαλήν εἰς τό στῆθος ἤρχισε νά ἐσθίῃ τόν γλυκασμόν, ὅπου ἔρρεεν ἡ δοθεῖσα εὐχή. Ὅπου εὐθύς ἡρπάγη εἰς θεωρίαν, ὅλος ἔξω ἑαυτοῦ γενόμενος. Δέν περικλείεται ἀπό τοίχους καί βράχους. Ἔξω πάσης θελήσεως. Εἰς μίαν γαλήνην, εἰς ἄπλετον φῶς, ἀπεριόριστον ἔρεβος, χωρίς σῶμα. Καί μόνον τοῦτο περιστρέφει ὁ νοῦς του: Νά μή γυρίσῃ πλέον στό σῶμα, ἀλλ’ ἐκεῖ ὅθεν εἶναι νά μείνῃ διαπαντός. Αὐτή ἦτον ἡ πρώτη θεωρία, ὅπου εἶδεν ἐκεῖνος ὁ ἀδελφός καί πάλιν ἦλθεν εἰς τόν ἑαυτόν του, καί ἠγωνίζετο νά σωθῇ».

Σέ ἄλλη ἐπιστολή του γράφει γιά τήν προσευχή, τήν ἁρπαγή τοῦ νοῦ καί τίς συχνές θεωρίες τοῦ Θεοῦ. Γράφει:

«Ἀφοῦ δηλαδή καλῶς παιδαγωγηθῇ ὁ ἀγωνιζόμενος μέ τήν χάριν τῆς πράξεως καί ἀπείρως πέσῃ καί σηκωθῇ, τόν διαδέχεται γνώσεως φωτισμός· διαύγεια τοῦ νοός, ὅπου καθορᾷ τήν ἀλήθειαν. Βλέπει τά πράγματα εἰς τήν φύσιν τους. Χωρίς τέχνην καί τρόπους καί συλλογισμούς ἀνθρωπίνους. Τό κάθε πρᾶγμα στέκει φυσικῶς εἰς τήν πραγματικήν του ἀλήθειαν. Ἀλλά, μέχρις ὅτου ἔλθῃ ἐδῶ, προηγοῦνται πολλά πειράματα, ὀδυνηραί ἀλλοιώσεις. Ἀλλά ἐνθάδε εὑρίσκει εἰρήνην τῶν λογισμῶν καί ἀνάπαυλαν ἐκ τῶν πειρασμῶν.

Τόν δέ φωτισμόν διαδέχονται διακοπή τῆς εὐχῆς καί συχναί θεωρίαι· ἁρπαγή τοῦ νοός, κατάπαυσις τῶν αἰσθήσεων, ἀκινησία καί ἄκρα σιγή τῶν μελῶν, ἕνωσις Θεοῦ καί ἀνθρώπου εἰς ἕν».

Καί πιό κάτω στήν ἴδια ἐπιστολή γράφει:

«Ὁπόταν λοιπόν ἡ χάρις πληθυνθῇ εἰς τόν ἄνθρωπον καί ἀναγνωρίζῃ ὅλα τά προγεγραμμένα, ὡς εἴπομεν, ἔρχεται εἰς μεγάλην ἁπλότητα, καί ὁ νοῦς ἁπλώνει ἔχων Μεγάλην Χωρητικότητα. Καί ὅπως ἐγεύθης ἐκείνην τήν ρανίδα τῆς χάριτος καί γράφεις ὅτι σέ ἦλθε πολλή χαρά καί ἀγαλλίασις, ἔτσι ἔρχεται πάλιν, ὅταν στέκῃ ὁ νοῦς εἰς τήν προσευχήν. Ἀλλά πολύ, ὡς αὔρα λεπτή, ὡς εὐώδης βιαία πνοή. Καί πλημμυρίζει εἰς ὅλον τό σῶμα, καί τέμνεται ἡ εὐχή. Παύουν τά μέλη. Καί μόνον ὁ νοῦς θεωρεῖ μέσα εἰς ἄπλετον φῶς. Γίνεται ἕνωσις Θεοῦ καί ἀνθρώπου. Δέν δύναται νά χωρίσῃ αὐτός ἑαυτόν. Ὅπως τό σίδηρον. Προτοῦ βληθῇ εἰς τό πῦρ λέγεται σίδηρον. Ὅταν ἀνάψῃ καί κοκκινίσῃ, εἶναι ἕνα μέ τή φωτιά. Ἤ ὅπως τό κερί, ὅπου, ὅταν πλησιάσῃ εἰς τήν φωτιά ἀναλύει, δέν ἠμπορεῖ νά σταθῇ εἰς τήν φύσιν του.

Μόνον ὁπόταν παρέλθῃ ἡ θεωρία ἔρχεται πάλιν εἰς τήν φύσιν του. Ἐνῷ διατελῶν ἐν θεωρίᾳ εἶναι ἄλλος ἐξ ἄλλου. Ἑνοῦται ὅλως διόλου μέ τόν Θεόν. Σῶμα δέν νομίζει πώς ἔχει μήτε καλύβην. Ὅλος εἶναι μετέωρος. Χωρίς σῶμα ἀναβαίνει στόν οὐρανόν!

Μέγα ὄντως εἶναι αὐτό τό μυστήριον. Διότι βλέπει ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνα ὅπου γλῶσσα ἀνθρώπου δέν ἠμπορεῖ νά τά εἰπῇ.

Καί, ὁπόταν παρέρχεται αὕτη ἡ θεωρία, εἶναι εἰς τόσην ταπείνωσιν, ὅπου κλαίει ὡσάν παιδάκι μικρό, πῶς τόν δίδει τοιαῦτα ὁ Κύριος, ἀφοῦ αὐτός δέν κάμνῃ οὐδέν. Καί τοιαύτη ἐπίγνωσις γίνεται, ὅπου, ἄν ἐρωτήσῃς αὐτόν, νομίζει πώς εἶναι πάμπτωχος, ἀνάξιος νά ὑπάρχῃ εἰς τήν γῆν».

Ἐπειδή ὁ Γέρων Ἰωσήφ ζοῦσε τέτοιες θεοπτικές ἐμπειρίες, γι’ αὐτό καί αἰσθανόταν τούς λόγους τῶν ὄντων σέ ὅλη τήν κτίση, δηλαδή τήν ἄκτιστη οὐσιοποιό καί ζωοποιό ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ καί θεωροῦσε ὅτι καί αὐτά τά ἐρημικά βράχια, καί ὁλόκληρη ἡ φύση θεολογοῦσε. Γράφει:

«Δεῦρο λοιπόν, ὁ ἀγαπητός μου υἱός καί πεφιλημένος. Ἐλθέ, τό νῦν ἔστω καί μίαν ἡμέραν, νά θεολαλήσωμεν καί θεολογήσωμεν καί νά ἀπολαύσῃς ὅ νοσταλγεῖς. Νά ἀκούσῃς τά ἄγρια βράχια, τούς μυστικούς καί σιωπηλούς θεολόγους νά σοῦ ἀναπτύσσουν βαθέα νοήματα καί νά ὁδηγοῦν καρδίαν καί νοῦν πρός τόν Κτίσαντα. Μετά τήν ἄνοιξιν εἶναι ὡραῖα ἐδῶ· ἀπό τό Ἅγιον Πάσχα ἕως τῆς Παναγίας τόν Αὔγουστον. Θεολογοῦσιν οἱ ἄφωνοι θεολόγοι, τά ὡραῖα βραχάκια καί ὅλη ἡ φύσις. Τό καθένα μέ τήν φωνήν του ἤ τήν ἀφωνίαν. Ἐάν ἐγγίσῃς τό χέρι εἰς ἕνα μικρόν χορταράκι εὐθύς φωνάζει πολύ δυνατά μέ τήν φυσικήν του εὐωδίαν· ὤχ! δέν μέ βλέπεις, ἀλλά μέ ἐκτύπησες! Καί καθεξῆς τά πάντα ἔχουσι τήν φωνήν τους, ὅπου μέ τό φύσημα τοῦ ἀέρος κινούμενα γίνεται ἐναρμόνιος μουσική δοξολογία πρός τόν Θεόν. Τί δέ εἴπομεν πλέον διά τά ἑρπετά, καί πετεινά πτερωτά; Ἀφοῦ ἐκεῖνος ὁ Ἅγιος ἔστειλεν τόν μαθητήν του νά εἰπῇ τούς βατράχους νά σιωπήσουν διά νά διαβάσουν τό Μεσονυκτικόν καί τόν ἀπάντησαν: κάν’τε ὑπομονή νά τελειώσωμεν τόν ὄρθρον!».

Τό σημαντικό εἶναι ὅτι τά ὅσα παρατέθηκαν εἶναι τμήματα ἀπό τίς ἐπιστολές τοῦ Γέροντος Ἰωσήφ πρός Κληρικούς καί λαϊκούς πού τόν ἐρωτοῦσαν γιά θέματα ἐσωτερικῆς πνευματικῆς ζωῆς καί τούς κατευθύνει μέ αὐτόν τόν φιλοκαλικό τρόπο. Οἱ ἡσυχαστές Γέροντες ἔδιναν στερεή τροφή στούς ἀνθρώπους καί αὐτό ἐνίσχυε τό πνευματικό ἀνοσολογικό σύστημα τοῦ ὀργανισμοῦ τῆς κοινωνίας μας καί ἀντιδροῦσε σέ κάθε ἐκκοσμίκευση πού προερχόταν ἀπό τήν Δύση καί τήν Ἀνατολή.

ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο Παλαιά καί Νέα Ρώμη

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ




Προφίλ

Οἱ ἐκδόσεις τῆς γυναικείας Ἱερᾶς Μονῆς Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου (Πελαγίας) ἀπό τό 1982 ἐκδίδουν καί διακινοῦν σέ ὅλο τόν κόσμο τά βιβλία τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου, ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ ἱδρυτής καί πνευματικός πατέρας τῆς ἀδελφότητος.

Μάθετε περισσότερα...

banks
Login-iconLogin
active³ 5.5 · IPS κατασκευή E-shop · Όροι χρήσης