Ἡ Παρθένος Μαριάμ καί τό θεῖο βρέφος

    

Μετά τήν ἐννεάμηνη κυοφορία, ἦλθε ὁ κατάλληλος χρόνος τῆς γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ. Αὐτό ἔγινε στήν Βηθλεέμ τῆς Ἰουδαίας, ὅπου βρέθηκε ὁ Ἰωσήφ καί ἡ Παρθένος Μαριάμ, σύμφωνα μέ τό διάταγμα τό ὁποῖο ἐκδόθηκε ἀπό τόν Καίσαρα Αὔ­γουστο νά ἀπογραφοῦν ὅλοι οἱ κάτοικοι τῆς Ρωμαϊ­κῆς Αὐ­το­κρατορίας.

Ὁ Εὐαγγελιστής Λουκᾶς ἀναφέρει τό γεγονός ὅτι ἡ Παρθένος Μαρία γέννησε τόν Υἱό της, τόν πρωτότοκο, Τόν σπαρ­γάνωσε καί Τόν ξάπλωσε σέ μιά φάτνη (παχνί), γιατί δέν ὑπῆρχε γι’ αὐτούς τόπος σέ κάποιο πανδοχεῖο.

«Ἐγένετο δέ ἐν τῷ εἶναι αὐτούς ἐκεῖ ἐπλήσθησαν αἱ ἡμέραι τοῦ τεκεῖν αὐτήν, καί ἔτεκε τόν υἱόν αὐτῆς τόν πρωτότοκον, καί ἐσπαργάνωσεν αὐτόν καί ἀνέκλινεν αὐτόν ἐν τῇ φάτνῃ, διότι οὐκ ἦν αὐτοῖς τόπος ἐν τῷ καταλύματι» (Λουκ. β΄, 6-7).

Ὁ ἱερός Θεοφύλακτος παρατηρεῖ ὅτι ἡ ἀπογραφή ἔγινε ὥστε ὅλοι νά ἔλθουν στίς πατρίδες τους «καί ἡ παρθένος εἰς τήν Βηθλεέμ, ὡς οἰκεῖαν πατρίδα, καί οὕτω τεχθῇ ὁ Κύριος ἐν Βηθλεέμ, καί πληρωθῇ ἡ προφητεία».

Ἡ Παναγία Παρθένος ἐγέννησε τόν Χριστό σέ δύσκολες συν­­θῆ­­κες, δεῖγμα τῆς καταστάσεως τῆς ἀνθρωπότητος.

Ὁ ἱερός Χρυσόστομος παρατηρεῖ ὅτι γνωρίζει ὅτι γέννησε ἡ Παρθένος τόν ἄχρονο Θεό, ἀλλά θέλει νά τιμήση τόν τρόπο τῆς γεννήσεως μέ τήν σιωπή. «Ὅτι μέν γάρ ἔτεκεν ἡ παρθένος σήμερον, οἶδα καί ὅτι ἐγέννησεν Θεός ἀχρόνως, πιστεύω, τόν δέ τρόπον τῆς γεννήσεως σιωπῇ τιμᾶν μεμάθηκα, καί οὐ διά λόγου πολυπραγμονεῖν παρέλαβον». Ἐπίσης, λέγει ὁ ἴδιος πατήρ: «τήν τεκοῦσαν ὁρῶ, τόν τεχθέντα βλέπω, τόν δέ τρόπον τῆς γεννήσεως οὐ συνορῶ» καί αὐτό γίνεται γιατί «νικᾶ­ται φύσις, νικᾶται καί τάξεως ὅρος, ὅπου Θεός βούλεται». Τό γεγονός τῆς γεννήσεως δέν ἔγινε σύμφωνα μέ τούς φυσικούς νόμους, ἀλλά εἶναι «ὑπέρ φύσιν τό θαῦμα», διότι «ἤργησε ἡ φύσις καί ἐνήργησε τοῦ Δεσπότου τό βούλημα. Ὁ προαιώνιος Μονο­γενής, ὁ ἀπλησίαστος καί ἁπλοῦς καί ἀσώματος, ὑπεισῆλθε μου τό φθαρτόν καί ὁρατόν σῶμα». Καί αὐτό τό ἔκανε γιά νά μᾶς διδάξη βλέποντάς Τον καί νά μᾶς χειραγωγήση «πρός τό μή βλεπόμενον».

Ὁ ἱερός Χρυσόστομος χρησιμοποιεῖ ἕνα παράδειγμα ἀπό τήν κτιστή πραγματικότητα γιά νά παρουσιάση τήν σύλληψη τοῦ Χριστοῦ καί τήν γέννησή Του ἀπό τήν Παρθένο Μητέρα Του. Ὁ τεχνίτης κατασκευάζει τό ὡραιότερο σκεῦος του ἀπό τήν πιό χρή­σιμη ὕλη πού βρῆκε. Ἔτσι, καί ὁ Χριστός κατακό­σμησε γιά τόν ἑαυτό Του ἔμψυχο ναό βρίσκοντας «τῆς παρθέ­νου ἅγιον καί τό σῶμα καί τήν ψυχήν». Καί πλάθοντας μέ­­σα στήν Παρθένο τόν ἄνθρωπο μέ τόν τρόπο πού αὐτός θέλη­σε «σήμερον προῆλθεν, οὐκ αἰδεσθείς (χωρίς νά νιώση ντρο­πή) τό δυσειδές τῆς φύσεως». Τόν γέννησε «ὡς ὁ τεχθείς τεχθῆ­­ναι ἠθέ­­λησεν». Αὐτό εἶναι τό μυστήριο. Διότι στήν φύση δέν ὑπῆρ­­χε δυνατότητα μιᾶς τέτοιας γεννήσεως, γι’ αὐτό ὁ Χριστός ὡς Δεσπότης τῆς φύσεως «ξένον τῆς γεννήσεως εἰσήγαγε τρόπον», ὥστε νά δείξη ὅτι καί ὅταν ἔγινε ἄνθρωπος δέν γεννιέται ὡς ἄνθρωπος «ἀλλ’ ὡς Θεός γεννᾶται».

Ὑπάρχουν ἀντιστοιχίες μεταξύ τῆς γεννήσεως τοῦ Υἱοῦ ἀπό τήν Παρθένο καί τῆς δημιουργίας τῆς Εὔας ἀπό τόν Ἀδάμ. Ὅπως ὁ Θεός δημιούργησε τήν Εὔα ἀπό τήν πλευρά τοῦ Ἀδάμ, χωρίς νά μειώση καθόλου τόν Ἀδάμ, ἔτσι κατασκεύασε ἔμψυχο ναό μέσα στήν παρθένο χωρίς νά διαφ­θείρη τήν παρθενία της. Ὁ Ἀδάμ ἀπό τήν ἀφαίρεση τῆς πλευρᾶς του ἔμεινε σῶος, καί ἡ Παρθένος μετά τήν γέννηση τοῦ βρέφους «ἄφθορος ἔμεινε».

Συνεχίζει ὁ ἱερός Χρυσόστομος γιά νά πῆ ὅτι ὁ Χριστός τοποθετήθηκε μέσα στήν φάτνη ὥστε «ὁ τρέφων τά σύμπαν­­τα, παιδίου τροφήν παρά μητρός παρθένου λάβῃ». Γι’ αὐτό καί ὁ Πατήρ τῶν μελλόντων αἰώνων «ὡς ὑπομάζιον βρέφος παρθενικῶν ἀνέχεται ἀγκαλῶν, ἵνα καί μάγοις εὐπρόσιτος γένηται».

Ἔτσι, ὁ Χριστός «ἐν φάτνῃ κεῖται, καί τήν οἰκουμένην σα­­­­λεύει· ἐν σπαργάνοις ἐμπλέκεται, καί τά τῆς ἁμαρτίας διαρ­ρήσσει δεσμά». Ἕνα μυστήριο ἐξελίσσεται κατά τήν γέννηση τοῦ Χριστοῦ: «Ἰδού βρέφος σπαργάνοις ἐμπλέκεται, καί ἐν φάτνῃ κεῖται· πάρεστι δέ καί Μαρία παρθένος οὖσα καί μήτηρ».

Ὅσα γίνονται στό σπήλαιο καί τήν φάτνη εἶναι παράδοξα. Τό κεντρικό πρόσωπο εἶναι ὁ Χριστός, ἀλλά καί ἡ Μητέρα Του. Ὁ ἱερός ὑμνογράφος παρατηρεῖ ὅτι τό σπήλαιο γίνεται οὐρανός, καί ἡ παρθένος χερουβικός θρόνος. «Μυστήριον ξένον ὁρῶ καί παρά­δοξον· οὐρανόν τό σπήλαιον· θρόνον χερουβικόν τήν παρθέ­νον· τήν φάτνην χωρίον, ἐν ᾧ ἀνεκλίθη ὁ ἀχώρητος Χριστός ὁ Θεός· ὅν ἀνυμνοῦντες μεγαλύνομεν».

Ὁ ἱερός ὑμνογράφος βλέπει τήν Παρθένο Μαρία μετά τήν γέννηση νά κρατᾶ στήν ἀγκαλιά της τόν Χριστό καί θεωρεῖ ὅτι μιμεῖται τά Χερουβίμ, τά ὁποῖα κρατοῦν τόν θρόνο τοῦ Θεοῦ. «Παρθένος καθέζεται τά Χερουβίμ μιμουμένη βαστάζουσα ἐν κόλ­ποις Θεόν Λόγον σαρκωθέντα».

Ἕνα ἄλλο τροπάριο ἀνυμνεῖ τήν Θεοτόκο Μαρία γιά τήν γέννηση τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ.

«Δεῦτε ἀνυμνήσωμεν τήν Μητέρα τοῦ Σωτῆρος, τήν μετά τόκον πάλιν  ὀφθεῖσαν Παρθένον· Χαίροις, Πόλις ἔμψυχε τοῦ βασι­λέως καί Θεοῦ, ἐν ᾗ Χριστός οἰκήσας, σωτηρίαν εἰργάσατο. Μετά τοῦ Γαβριήλ ἀνυμνοῦμέν σε, μετά τῶν ποιμένων δοξάζομεν κράζοντες· Θεοτόκε πρέσβευε τῷ ἐκ σοῦ σαρκωθέντι σωθῆναι ἡμᾶς».

Οἱ ἱεροί ἁγιογράφοι παρουσιάζουν τήν Παρθένο Μαρία, τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο σέ δύο βασικές στάσεις, ἐκφράζοντας δύο θεολογικές διδασκαλίες. Ἄλλοι παρουσιάζουν τήν Παρθένο Μαρία νά εἶναι «μισοξαπλωμένη-μισοκαθισμένη» γιατί θέλουν νά δείξουν τήν ἀπουσία τῶν ὠδίνων καί ὅτι ὁ Χριστός εἶναι Θεός, ὁπότε μέ αὐτήν τήν στάση θέλουν νά πολεμήσουν τόν Νεστοριανισμό, πού ὑποστήριζε ὅτι ἡ Παναγία γέννησε Χριστό καί ὄχι Θεό. Ἄλλοι παρουσιάζουν τήν Θεοτόκο Μαρία ξαπλωμένη πού ἐκφράζει τήν κόπωση ἀπό τόν τοκετό, γιά νά θεολογήσουν ὅτι ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ ἦταν πραγματική καί ὄχι φανταστική καί νά ἀντιμετωπίσουν τόν δοκητισμό. Πάντως, καί στίς δύο περιπτώσεις τό πρόσωπο τῆς Θεο­τό­κου ἐκφράζει τό μυστήριο, τήν βασιλική μεγαλοπρέπεια, τήν σιωπή, τόν σεβασμό στόν Θεό πού ἔγινε ἄνθρωπος. Τά χέρια της εἶναι σέ στάση προσευχῆς.

Ἡ Παρθένος Μαρία, ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος ἔζησε πολλά μυ­στή­ρια κατά τήν γέννηση τοῦ Χριστοῦ. Ἄκουσε τούς Ἀγγέλους νά ἀνυμνοῦν τόν Χριστό, εἶδε τούς ποιμένες νά ἔρχων­ται γιά νά προσκυνήσουν τό θεῖο βρέφος. «Καί ἦλθον σπεύ­σαν­τες, καί ἀνεῦρον τήν τε Μαριάμ καί τόν Ἰωσήφ καί τό βρέ­­­­φος κείμενον ἐν τῇ φάτνῃ» (Λουκ. β΄, 16).

Οἱ ποιμένες δέν ἀρκέσθηκαν μόνον στήν προσκύνηση, ἀλλά διηγήθηκαν τά ὅσα τούς εἶπε ὁ Ἄγγελος. Δηλαδή, ἀφοῦ εἶδαν τήν Μαριάμ καί τόν Ἰωσήφ καί τό βρέφος ξαπλωμένο στήν φάτνη «διεγνώρισαν περί τοῦ ρήματος τοῦ λαληθέντος αὐτοῖς περί τοῦ παιδίου τούτου· καί πάντες οἱ ἀκούσαντες ἐθαύμασαν περί τῶν λαληθέντων ὑπό τῶν ποιμένων πρός αὐτούς». Ὅμως ἐνῶ οἱ ἄλλοι θαύμαζαν «ἡ δέ Μαριάμ πάντα συνετήρει τά ῥήματα ταῦτα συμβάλ­λουσα ἐν τῇ καρδίᾳ αὐ­τῆς» (Λουκ. β΄, 17-19).

Ὁ ἱερός Θεοφύλακτος ἑρμηνεύοντας ποιά ἦταν τά ρήματα πού συντηροῦσε ἡ Θεοτόκος καί τά ἔβαζε στήν καρδιά της γράφει ὅτι μερικοί νομίζουν ὅτι ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος συντηροῦσε καί φύλασσε τά λόγια πού τῆς εἶπε ὁ Ἄγγελος καί ὅσα εἶπαν οἱ Ποιμένες «συνέκρινε καί εὕρισκεν ἐκ πάντων μίαν σύμφωνον γνώμην ὅτι Θεός ἐστιν ὁ Υἱός αὐτῆς». Ὅμως, ὁ ἱε­­ρός Θεοφύλακτος πιστεύει ὅτι ρήματα εἶναι «τά πράγματα ταῦτα» δηλαδή τά γεγονότα, διότι «τό πράγμα ὅταν λεχθῇ, γίνεται ρῆμα».

Αὐτό σημαίνει ὅτι δέν κρατοῦσε στήν καρδιά της τά λόγια τῶν Ἀγγέλων καί τῶν Ποιμένων, οὔτε τά συνέκρινε γιά νά βρῆ τήν συμφωνία ὅτι εἶναι Υἱός τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ αὐτή γνώριζε γιά τήν θεότητα τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά διαφύλασσε τά ἴδια τά γεγονότα πού διακήρυτταν ὅσα πίστευε.

Ἡ Θεοτόκος Μαρία ἦταν παροῦσα καί κατά τήν ἐπίσκεψη τῶν Μάγων, κατά τόν Εὐαγγελιστή Ματθαῖο. «Καί ἐλθόντες εἰς τήν οἰκίαν εἶδον τό παιδίον μετά Μαρίας τῆς μητρός αὐ­τοῦ, καί πεσόν­τες προσεκύνησαν αὐτῷ, καί ἀνοίξαντες τούς θησαυρούς αὐτῶν προσήνεγκαν αὐτῷ δῶρα, χρυσόν καί λίβανον καί σμύρναν» (Ματθ. β΄, 11).

Ὁ ἱερός Χρυσόστομος παρατηρεῖ ὅτι οἱ Μάγοι προσκύ­νησαν καί προσέφεραν τά δῶρα ὄχι γιατί «ἡ παρθένος ἐπίσημος ἦν», οὔτε γιατί ἡ οἰκία ἦταν «περιφανής», οὔτε γιά κάτι ἄλλο ἀπό ὅσα ἔβλεπαν καί ἦταν ἱκανά νά προκαλέσουν τήν ἔκπληξη καί νά τούς προσελκύσουν, ἀλλά γιά τόν Χριστό πού ἦταν Θεός.

Συνεπῶς ἡ Θεοτόκος Μαρία κατά τήν γέννηση τοῦ Χριστοῦ βρισκόταν στό ἐπίκεντρο τῆς παγκόσμιας ἱστορίας, στό γεγονός τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ, καί στεκόταν σιωπηλή, προσευχομένη καί δοξάζουσα τόν Θεό, ὡς Βασίλισσα τῶν οὐρανῶν πού γέννησε τόν Βασιλέα Χριστό.

ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο ΟΙ ΘΕΟΜΗΤΟΡΙΚΕΣ ΕΟΡΤΕΣ

Ἡ εἰκόνα εἶναι ἀπό τό τέμπλο τοῦ Καθολικοῦ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου (Πελαγίας)

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ




Προφίλ

Οἱ ἐκδόσεις τῆς γυναικείας Ἱερᾶς Μονῆς Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου (Πελαγίας) ἀπό τό 1982 ἐκδίδουν καί διακινοῦν σέ ὅλο τόν κόσμο τά βιβλία τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου, ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ ἱδρυτής καί πνευματικός πατέρας τῆς ἀδελφότητος.

Μάθετε περισσότερα...

banks
Login-iconLogin
active³ 5.5 · IPS κατασκευή E-shop · Όροι χρήσης